Πολιτικη & Οικονομια

Οι τρεις ταφές του «λεφτά υπάρχουν»

62445-139121.jpg
Σπύρος Βλέτσας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
62837-126303.jpg

Σε κάθε προεκλογική περίοδο το μεγάλο ερώτημα απέναντι στις υποσχέσεις των υποψηφίων πρωθυπουργών είναι το πώς θα χρηματοδοτηθούν οι εξαγγελίες τους. Η απάντηση που έδωσε στο ερώτημα αυτό ο Κώστας Καραμανλής το 2004 ήταν ότι θα εξοικονομούσε 10 δισεκατομμύρια ετησίως με την πάταξη της σπατάλης και της διαφθοράς. Επισημάνθηκε τότε ότι πρόκειται για ένα τεράστιο ποσό, αλλά κανείς δεν έδωσε σημασία.

Τα χρόνια που ακολούθησαν, όχι μόνο δεν έγινε καμία προσπάθεια εξοικονόμησης, αλλά αντίθετα οι δαπάνες του κράτους -όπως και το χρέος- διπλασιάστηκαν. Έτσι, αντί για εξοικονόμηση φθάσαμε στα 24 δισ. πρωτογενές έλλειμμα το 2009. Αυτή ήταν η πρώτη ταφή της επίκλησης των χρημάτων που δήθεν υπάρχουν.

Στο χρονικό αυτό σημείο και ενώ είναι εμφανής ο επικείμενος εκτροχιασμός διατυπώνεται το γνωστό «λεφτά υπάρχουν» του Γιώργου Παπανδρέου. Ο πρώην πρωθυπουργός, συνεργάτες του, αλλά και ο Γιάννης Δραγασάκης από τον ΣΥΡΙΖΑ, προσπάθησαν να δικαιολογήσουν τη χρήση της συγκεκριμένης φράσης λέγοντας ότι ο η αναφορά έγινε σε χρήματα που θα μπορούσαν να βρεθούν από τη φοροδιαφυγή ,τις ανείσπρακτες οφειλές, κλπ.. Συχνά παρατίθεται και η συνέχεια μιας ομιλίας, στην οποία πράγματι ο Γιώργος Παπανδρέου προθέτει ότι «το θέμα είναι πού πάνε τα λεφτά».

Για να δούμε το πραγματικό νόημα του «λεφτά υπάρχουν» θα πρέπει να εξετάσουμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο ειπώθηκε. Το προεκλογικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ το 2009 περιελάμβανε πλήθος οικονομικών παροχών, αυξήσεις μισθών και συντάξεων, επανακρατικοποίση της Ολυμπιακής και του ΟΤΕ. Το μοίρασμα των επιπλέον χρημάτων θα προηγούνταν, ενώ το από το αμφίβολο μάζεμά τους θα ακολουθούσε. Η εξαγγελία για αυξήσεις και παροχές εμφανίστηκε από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ σαν εργαλείο ανάκαμψης και υποστηρίχτηκε ότι το χρήμα που θα έμπαινε στην αγορά θα επανεκκινούσε την οικονομία. Εκμεταλλευτήκαν τη θεωρία του Τζ. Μ Κέυνς για να δελεάσουν τους ψηφοφόρους εκείνους που πηγαίνουν με αυτόν που δίνει τα περισσότερα. Η θεωρία αυτή θα μπορούσε να είναι χρήσιμη αν είχαμε μια κρίση υποκατανάλωσης, στην οποία η προσφορά των προϊόντων δε θα μπορούσε να απορροφηθεί. Εδώ όμως είχαμε το αντίθετο. Ιδιωτική κατανάλωση ρεκόρ (πάνω από70% του ΑΕΠ) και μεγάλη ζήτηση, αλλά για εισαγόμενα προϊόντα.

Η Ελλάδα την εποχή εκείνη είχε εκτός από πολύ μεγάλο έλλειμμα και χρέος και ένα τεράστιο άνοιγμα στο εξωτερικό της ισοζύγιο. Το 2008 οι εισαγωγές ξεπέρασαν τις εξαγωγές κατά 35 δισ., καθώς η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας κατρακυλούσε. Όσα χρήματα και να έριχνε κάποιος στην κατανάλωση, μετά από μια μικρή βόλτα στην αγορά, θα κατέληγαν εκτός συνόρων στις εξαγωγικές οικονομίες που μας προμήθευαν αγαθά, μεταξύ των οποίων η Γερμανική. Το ελληνικό κράτος δανείστηκε, μοίρασε στους πολίτες και έριξε στην αγορά- φυσικά όχι δίκαια, ούτε παραγωγικά- τα 24 δισ. του πρωτογενούς ελλείμματος της χρονιάς εκείνης. Ωστόσο, αυτό δεν στάθηκε ικανό να ανακόψει την ύφεση που έφτασε το 3%του ΑΕΠ, χωρίς τρόικα και μνημόνιο.

Αν η θεωρία του Κέυνς μπορούσε να εφαρμοστεί δια πάσαν νόσον, ο καπιταλισμός θα είχε λύσει όλα του τα προβλήματα. Το κράτος θα έριχνε χρήμα στην αγορά, θα ανέβαιναν οι μισθοί, θα αγοράζονταν περισσότερα προϊόντα και θα κέρδιζαν οι εργαζόμενοι, οι έμποροι οι βιομήχανοι, οι πάντες. Θα ζούσαμε όλοι σε έναν καπιταλιστικό παράδεισο. Δυστυχώς τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, ειδικά για την Ελλάδα της χαμηλής ανταγωνιστικότητας και των μεγάλων ελλειμμάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι ο κορυφαίος νεοκευνσιανός οικονομολόγος και πολέμιος της λιτότητας , ο νομπελίστας Πωλ Κρούγκμαν, έλεγε τότε (5/5/10) «ο μόνος δρόμος για την ανάπτυξη είναι περισσότερες εξαγωγές, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν στην Ελλάδα πέσουν δραματικά τα κόστη και οι τιμές σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη» και πρότεινε «συλλογικά συμφωνημένη οριζόντια μείωση των μισθών, δηλ. “εσωτερική υποτίμηση”.» Η λιτότητα ήταν πλέον αναπόφευκτη και το ζήτημα ήταν αν θα είναι δίκαιη, με προστασία των πραγματικών θυμάτων της κρίσης. Εδώ η αποτυχία υπήρξε ολοκληρωτική.

Με την ανώμαλη προσγείωση στις αρχές του 2010 ζήσαμε ακόμη μία μεγαλοπρεπή ταφή του λεφτά υπάρχουν και μπήκαμε στην επόμενη , που έχει όνομα Ζάππειο (1, 2 κλπ). Ο Αντώνης Σαμαράς καταψήφισε την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, υποτίθεται γατί είχε ένα συγκροτημένο εναλλακτικό σχέδιο. Σχέδιο, που εγκατέλειψε μόλις βρέθηκε στην εξουσία, την οποία διεκδικούσε ακριβώς για να το εφαρμόσει. Το εξωφρενικό είναι ότι εμφανίζεται δικαιωμένος, καθώς εκμεταλλεύεται μια διαφορετική συζήτηση, αυτή για τους πολλαπλασιαστές και τα λάθη των δανειστών.

Όσο αποδεικνύεται -και μάλιστα τραγικά- ότι λεφτά δεν υπάρχουν, τόσο ο ισχυρισμός για το αντίθετο αποδεικνύεται εφτάψυχος. Τη σκυτάλη πλέον αναλαμβάνει ο Αλέξης Τσίπρας, οποίος υπόσχεται αποκατάσταση των εισοδημάτων στα επίπεδα του 2009 με ένα νόμο και ένα άρθρο, χωρίς να εξηγεί το πού θα βρει τα χρήματα. Όταν ερωτάται για το εναλλακτικό του σχέδιο, απαντά ότι η πολιτική βούληση είναι αυτό που έχει σημασία(3/4/13) ενώ ο Γιάννης Δραγασάκης προτείνει ομολόγα ειδικού σκοπού ως εναλλακτικό μέσο πληρωμών (Το Βήμα 4/8/13). «H έκδοση αυτών των ομολόγων, ως συμπληρωματικό νόμισμα, θα κινδύνευε να διαμορφώσει πολίτες δύο ταχυτήτων: αυτούς τους υπερπρονομιούχους πολίτες που θα κατέχουν ή θα πληρώνονται σε ευρώ και αυτούς που θα εισπράττουν “σκουπιδόχαρτα”», απαντάει η αριστερή πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ (iskra.gr 10/8/13)

Όσο καιρό εμείς αντιδικούσαμε για τα λεφτά που δήθεν υπήρχαν, οι άλλες χώρες της Ευρώπης, που βρέθηκαν σε κρίση, δούλευαν εντατικά προσπαθώντας να νοικοκυρέψουν την οικονομία τους. Εμείς αντί για την ανταγωνιστικότητα, πλειοδοτήσαμε στην αγωνιστικότητα. Κάθε διάψευση, αντί να ευνοήσει τον αναστοχασμό , οδηγούσε στην αυτοκαταστροφική επιθετικότητα. Τώρα, που οι άλλοι βρίσκονται κοντά στην έξοδο από την κρίση, εμείς αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε τα παραμύθια που καταναλώσαμε τόσον καιρό. Σαν το παιδί που ήρθε η στιγμή να μάθει ότι ο Αη Βασίλης δεν υπάρχει.

Το ερώτημα είναι γιατί ενώ βρισκόμασταν σε πολύ χειρότερη θέση από όλους τους άλλους, πιστεύαμε - μόνοι εμείς- ότι υπάρχουν ανώδυνες λύσεις. Η απάντηση είναι ότι ένας από τους λόγους που βρισκόμασταν -και βρισκόμαστε- στη χειρότερη θέση είναι ακριβώς ότι πιστέψαμε στις εύκολες λύσεις.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ