Πολιτικη & Οικονομια

Στα χρόνια του μάγιστρου Κυριάκου

Βυζαντινό αφήγημα με αναρχικές μάγισσες και αριστείες

35183-103893.jpg
Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
peasants_news-795x1199.jpg

Μια ιστορία με πολύ βυζάντιο, σύγχρονη πολιτική και... σε συνέχειες.

Τω καιρώ εκείνω, εις το Θέμα της Ελλάδος όλα έβαιναν δεξιά. Η λαίλαψ των Συριζαίων όπου ερήμωνε τον τόπον τέσσαρα και πλέον έτη είχε περάσει και η μικρά πλην όμως περήφανος επαρχία της Εσπερίας, είχεν επανέλθη εις την κανονικότητα και τους καλούς τρόπους.

Και στο τρανό θρονί του μαγίστρου, όπου πριν τεμπέλιαζε αφημένος ωσάν το σακούλι ο Αλέξιος ο Αγραβάτωτος, καθόταν πια ευθυτενής και φιτ ο Τσιριάκος ο Πορφυρογέννητος, ο άνθρωπος με το καλύτερο βιογραφικό σε ολάκερη την αυτοκρατορία, το ξακουστό αρχοντόπουλο που οι μωρομάνες το σταματούσαν εις τες πλατείες για να το ασπαστούν και να του ειπούν «τι γκόμενος είσαι εσύ». Και οι παλαιοί της Ρηγίλης τον έβλεπαν και κουνούσαν την κεφαλή με θαυμασμό και απορία. «Είδες το ζαβό;» έλεγαν. «Και δεν του το είχαμε». 

Στο δε πλάγιν του, ο Τσιριάκος δεν είχε καμιά δευτεράντζα σαν την άλλην που πήγαινε εις τα ξένα σεράγια με τα τσίτια. Είχε την αρχόντισσα Μαρέβαν, που ήξευρε πώς να ντυθεί και τι να βάλει. Και όταν ταξίδεψε μετά του Τσιριάκου εις την Φραγκιάν, δια να επισκεφτούν τον ρήγα Εμμανουήλ και την ρήγισσα Μπριγκίτα, η Μαρέβα δεν εφόρεσε ό,τι και ό,τι. Μον’ έβαλε πανταλόνα ριγέ, δια να τιμήσει τον τοπικό ήρωα Οβελίξ. Και οι Φράγκοι ευχαριστήθηκαν τα μάλα και μας εμοσχοπούλησαν τόξα και καραβέλες.   

Και ο όχλος των μετρίων όπου πριν μαγάριζε τους θώκους είχεν πια εκδιωχθεί. Και τα οφίκια τα λάμβαναν οι άριστοι, που είχαν πτυχία γερά όπως ορίζει ο νόμος. Και αν κάποιος άριστος δεν είχε πτυχίο, τότε ο νόμος άλλαζε ώστε να βολευτεί και αυτός. Διότι η ζωή είναι μικρή δια να είναι άκαμπτη και βαρετή και εξάλλου το καλύτερο πανεπιστήμιο είναι εκείνο της ζωής.

Και αφού εξεκουράσθη ολίγον με θαλασσινά μπάνια και σπορ, ο Τσιριάκος είπεν επιτέλους να στρωθεί στην δουλειά. Και κατά πρώτον έβαλε να καθαρίσει το άβατον των Εξαρχείων, τον αγριότερο τόπο επί της γης. Εκεί μονάχα ο Πλεύρης ο Άφοβος τολμά να πάγει και αυτός μονάχα το πουρνό, όταν οι μπάχαλοι κοιμούνται.

 Και ήτο ακόμη καλοκαίριον και πλείστοι των Εξαρχειωτών ήσαν στην Ικαριάν και χοροπηδούσαν στες πανηγύρεις αναμεμειγμένοι με τους Γκρούβαλους. Όμως ο τόπος έβριθε από αναρχικές μάγισσες και βίγκαν τριβάδες, τις είχε δει ο Μπογδάνος με τα ίδια του τα μάτια. Και εβρώμιζαν τες εκκλησιές και έπιναν γάλα σόγιας και έπιαναν τους καλούς πατριώτας και τους μουνούχιζαν σαν τα δαμάλια.

Και οι δρουγκάριοι του στρατηγού Χρυσοχοϊδη επάτησαν την τρομεράν πλατείαν μετά φόβου Θεού. Και εξεδίωξαν τες μάγισσες και ξυλοκόπησαν τους ξέμπαρκους και έτρεψαν σε φυγή τους πελάτες της Ροζαλίας. Και εξεσπίτωσαν τους πρόσφυγας από τες καταλήψεις των αλληλεγγύων διότι εκεί ζούσαν άθλια, πράγμα ανεπίτρεπτο για κάθε πολιτισμένη χώρα. Και τους έκλειναν εις τα κέντρα φιλοξενίας που είναι σκέτα ριζόρτ. Και θα καθάριζαν και τα κρησφύγετα των συμμοριών, αλλά είχε πάει αργά και τα δελτία είχαν τελειώσει.

Και οι Συριζαίοι εβγήκαν από τα ρούχα τους με την τόσην βαρβαρότητα και απανθρωπιά. Διότι οι ίδιοι, όταν ήσαν στα πράγματα, είχαν τους πρόσφυγας εις τα πούπουλα και φρόντιζαν να μην τους λείψει τίποτα, ούτε στη Μόρια, ούτε πουθενά. Και όταν οι δικοί τους δρουγκάριοι έδερναν τον κόσμο, το έκαμναν με πραότητα και σεβασμό στη διαφορετικότητα. 

Μα δεν το παρατράβηξαν με την αγανάκτηση, διότι είχαν να βολέψουν και κείνη την έρμη τη Θάνου. Και εξάλλου το γνώριζαν και οι ίδιοι, οι ποπολάροι ήταν ακόμη στα μέλια με τον Τσιριάκο. «Όμως μην σας παίρνει αποκάτω» έλεγε θυμόσοφα ο Αλέξιος. «Έτσι μας αγαπούσαν και ημάς και τώρα δεν θέλουν μήτε να μας δουν στα μάτια τους. Θα έρθει λοιπόν καιρός που θα τους σιχαθούν και δαύτους».

Και έτσι κυλούσαν οι ημέρες της αριστείας εις το Θέμα της Ελλάδος.        

(Συνεχίζεται)

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ