Πολιτικη & Οικονομια

Όλα όσα πρέπει να ξέρετε για το «χαράτσι» του 2% στους υπολογιστές, στα tablets και τα κινητά

«Αμοιβή» για τους μεν, «χαράτσι» για τους δε, η ιστορία αυτή κρατάει εδώ και 25 χρόνια…

63576-718243.jpg
Κώστας Κωστόπουλος
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
computer-devices-laptop-6352.jpg

Αχός βαρύς ακούστηκε και πολλά τουφέκια πέφτουν σχετικά με την ιστορία αυτής της περίεργης χρέωσης στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, στα tablets και στα κινητά τηλέφωνα που πήγε να περάσει από τη Βουλή η κυβέρνηση με τον γνωστό της τρόπο: στα μουλωχτά και με αιφνιδιαστική τροπολογία σε άσχετο νομοσχέδιο. Από 2% έως 6%, λοιπόν, και με κλιμακωτή χρέωση ανάλογα με το device, το γνωστό «ψηφιακό τέλος». Όπως αποκαλύπτει σήμερα η A.V., αυτό το τέλος, ή όπως αλλιώς έχει ονομαστεί στην ιστορία του, δεν είναι κάτι καινούργιο. Όσο και αν ακούγεται περίεργο έχει ελληνική ιστορία 25 ετών και πίσω από αυτό κρύβεται ο μεγαλύτερος, ίσως, πόλεμος εταιρειών πληροφορικής και ελληνικών κυβερνήσεων που έχει καταγραφεί ποτέ στην επιχειρηματική παλαίστρα. Παράλληλα, αποτελεί τον μεγαλύτερο και σημαντικότερο πόθο αλλά και αγκάθι μαζί όλων των ελληνικών Οργανισμών Συλλογικής Διαχείρισης Συγγενικών και Πνευματικών Δικαιωμάτων από την ίδρυσή τους και έπειτα.

Για να βάλουμε τα πράγματα σε μία τάξη. Η επιβολή τέλους σε μηχανήματα που μπορούν να χρησιμοποιούνται για την αναπαραγωγή κάθε είδους έργων που υπόκεινται σε πνευματικά δικαιώματα για ιδιωτική χρήση –και εδώ είναι το μεγάλο μυστικό– προβλέπεται από τη σχετική νομοθεσία, τον γνωστό 2121/93. Από τότε λοιπόν, άρχισε να επιβάλλεται τέλος σε κάθε μηχάνημα που μπορούσε να αναπαράγει προστατευόμενο έργο για ιδιωτική χρήση η οποία, όπως είναι λογικό ούτε να απαγορευθεί μπορεί ούτε και να μετρηθεί. Έτσι λοιπόν έπρεπε να βρεθεί τρόπος να εφαρμοστεί και στην Ελλάδα η διεθνής πατέντα που λέγεται «εύλογη αμοιβή» και εφαρμόζεται σε τουλάχιστον 60 χώρες του κόσμου.

Κάποιοι έπεσαν αυτές τις μέρες από τα σύννεφα, όταν πληροφορήθηκαν ότι μεταξύ των συσκευών στις οποίες προβλέπεται η επιβολή τέλους είναι και τα φωτοτυπικά μηχανήματα. Μέγα λάθος. Τα φωτοτυπικά μηχανήματα στην Ελλάδα είναι τα πρώτα, μαζί με το φωτοτυπικό χαρτί, που υποχρεώθηκαν να πληρώνουν από την αρχή της εφαρμογής του νόμου του ’93, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’90, αρχές του ’00. Έτσι, για κάθε φωτοτυπικό μηχάνημα αλλά και για το φωτοτυπικό χαρτί έπρεπε και πρέπει να καταβάλλεται το 4% της αξίας εισαγωγής του ή της κατασκευής του στον Οργανισμό Συλλογικής Διαχείρισης Έργων του Λόγου (ΟΣΔΕΛ). Δικαιούχοι αυτών των χρημάτων ήταν αρχικά οι συγγραφείς, μεταφραστές και εκδότες βιβλίων, λογοτεχνικών και επιστημονικών και αργότερα -τα τελευταία χρόνια- προστέθηκαν και οι δημοσιογράφοι και εκδότες αποκλειστικά και μόνο εντύπων. Σε τι απαντούσε αυτή η, κατά κάποιους, πατέντα;

Το παρασκήνιο που έχει προηγηθεί αυτής της υπόθεσης που σήμερα τη βλέπουμε να γίνεται ακόμα ένα παιχνίδι μικροκομματικής ανοησίας και κουτοπονηριάς είναι τόσο μεγάλο, που κάλλιστα μπορεί να συγκριθεί ηλικιακά με το... σκοπιανό! 

Στο δικαίωμα να εισπράττουν αμοιβή οι άνθρωποι που γράφουν και οι επιχειρηματίες που εκδίδουν, καθώς με αυτά τα μέσα (φωτοτυπικά μηχανήματα και φωτοτυπικό χαρτί) γινόταν, κατά κύριο λόγο τότε, η αναπαραγωγή των έργων τους για ιδιωτική χρήση. Πιο απλά: Ο εισαγωγέας φωτοτυπικών μηχανημάτων και ο εισαγωγέας φωτοτυπικού χαρτιού έπρεπε και πρέπει να καταβάλλει το 4% της αξίας εισαγωγής ή κατασκευής του μηχανήματος ή του χαρτιού στον συγκεκριμένο Οργανισμό. Και, να ξέρουμε, δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, ίσχυε και ισχύει σε πολλές χώρες του κόσμου και οι εθνικοί οργανισμοί είναι συνήθως μέλη διεθνών Ενώσεων και Ομοσπονδιών. Ανεξάρτητα από το εάν διαφωνεί ή συμφωνεί κάποιος με αυτή τη διαδικασία, έχει διεθνώς διαπιστωθεί και πιστοποιηθεί ότι είναι ο μόνος τρόπος για να εισπράττουν μια κάποια αμοιβή οι άνθρωποι τα γραπτά έργα των οποίων αναπαράγονται για ιδιωτική χρήση. Οι Οργανισμοί όμως είναι πολλοί και πολύ πιο αναπτυγμένοι από οικονομικής και πληθυσμιακής άποψης όσοι ασχολούνται με την εικόνα, τον ήχο αλλά και τα εικαστικά έργα. Και εδώ η κατάσταση αρχίζει να περιπλέκεται ακόμα περισσότερο με δεδομένο ότι οι καιροί άλλαξαν και το φωτοτυπικό μηχάνημα μοιάζει πλέον με μηχάνημα των... σπηλαίων όσον αφορά στην αναπαραγωγή.

Το μεγάλο ερώτημα που απασχολούσε εδώ και πολλά χρόνια ήταν το τι μπορούσε να γίνει με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και την αναπαραγωγή, αρχικά των γραπτών έργων, ιδίως από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν άρχισαν να μπαίνουν μαζικά στην αγορά και να μεταλλάσσουν το τοπίο της αναπαραγωγής αλλά και ολόκληρο το σκηνικό της διακίνησης έργων που προστατεύονταν από τις νομοθεσίες, εθνικές και διεθνείς, περί πνευματικών δικαιωμάτων. Όπως αναφέρει και ο ίδιος ο ΟΣΔΕΛ σε ανακοίνωσή του αμέσως μετά την έναρξη του προχθεσινού «πήγαινε-έλα» της διάταξης στη Βουλή: «Η θέσπιση της δίκαιης αποζημίωσης αποτελεί υποχρέωση της χώρα μας που προκύπτει από Ευρωπαϊκή οδηγία (2001/29). Το σκεπτικό είναι απλό: Η αξία των μηχανημάτων πολλαπλασιάζεται από τη δυνατότητα αντιγραφής καλλιτεχνικών έργων. Η δίκαιη αποζημίωση αποτελεί την αμοιβή των δημιουργών για τα έργα –κείμενα, ταινίες, τραγούδια εικόνες– που μέσω των μηχανημάτων αναπαράγονται νόμιμα από ιδιώτες. Πρόκειται για μια ελάχιστη επιβάρυνση σε σχέση με το πόσες φορές μπορεί να αναπαραχθεί οποιοδήποτε έργο μέσω αυτών των τεχνικών μέσων». Επί της ουσίας, το σκεπτικό του συγκεκριμένου Οργανισμού εξηγείται και από το ότι η οδηγία 2001/29 που ρυθμίζει τα θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας για όλες τις χώρες της Ευρώπης, παρέχει τη δυνατότητα να επιτραπεί από τον νόμο κάθε κράτους μέλους της ΕΕ, η αναπαραγωγή έργων πνευματικής ιδιοκτησίας όταν αυτή γίνεται για ιδιωτική χρήση (π.χ. αντιγραφή ενός CD ή μίας ταινίας στον υπολογιστή ή η φωτοτυπία αποσπάσματος ενός βιβλίου), υπό την προϋπόθεση ότι καταβάλλεται εύλογη αποζημίωση στους δικαιούχους.

Ο σχετικός ελληνικό νόμος, λοιπόν, ο 2121/93 προέβλεπε την ανάλογη χρέωση του 2% για τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Από την αρχή της εφαρμογής του είχε ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων από τις εταιρείες πληροφορικής που αρχικώς εισήγαγαν και αργότερα συναρμολογούσαν υπολογιστές στην Ελλάδα. Ήταν ένα είδος casus belli με πολύ παρασκήνιο και πολλές μάχες εμφανείς και αφανείς πίσω από κλειστά επιχειρηματικά και κυβερνητικά γραφεία. Οι εταιρείες πλήρωναν κανονικά. Και πλήρωναν πολλά, ενώ παράλληλα αναζητούσαν τρόπο να ξεμπερδέψουν μια και καλή με αυτόν τον βραχνά. Η άκρη βρέθηκε δέκα χρόνια μετά την ψήφιση του νόμου, το 2003 επί κυβέρνησης Σημίτη. 

 Τα πράγματα, σχετικά με τη διάθεση των κυβερνητικών αρχών έναντι του 2%, άρχισαν να αλλάζουν από την πρώτη κιόλας κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ. Κακά τα ψέματα, πολλοί άνθρωποι του πνεύματος είχαν μεγαλύτερη και αποτελεσματικότερη πρόσβαση σε αυτήν την κυβέρνηση από ό,τι στις προηγούμενες. 

Το παρασκήνιο που έχει προηγηθεί αυτής της υπόθεσης που σήμερα τη βλέπουμε να γίνεται ακόμα ένα παιχνίδι μικροκομματικής ανοησίας και κουτοπονηριάς είναι τόσο μεγάλο, που κάλλιστα μπορεί να συγκριθεί ηλικιακά με το... σκοπιανό! Τα στάδια ήταν πολλά και χωρίζονται κυρίως πριν από την εφαρμογή του, κατά τη διάρκεια και μετά την κατάργησή του, με περισσότερο ενδιαφέροντα τα δύο τελευταία.

Οι πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της η A.V. θέλουν την αρχική ιδέα να έχει καρφωθεί στα μυαλά μερικών ρομαντικών αλλά και σκληροπυρηνικών με τα πνευματικά δικαιώματα εκδοτών βιβλίων, δημοσιογράφων και συγγραφέων, αλλά και μερικών νομικών που έβλεπαν στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές ένα πεδίον δόξης λαμπρό για τα πνευματικά δικαιώματα που θα εξασφάλιζε όχι μόνο τα σημαντικότερα έσοδα για τους Οργανισμούς αλλά και τη δική τους επαγγελματική εξασφάλιση καθώς η προετοιμασία και η εφαρμογή αυτής της διαδικασίας απαιτούσε και συνεχίζει να απαιτεί πολύπλοκους νομικούς χειρισμούς. Παρά το γεγονός ότι γνώριζαν ότι θα είχαν πολύ σκληρές αντιδράσεις από τις εταιρείες πληροφορικής, έδωσαν τις μάχες τους και τις κέρδισαν. Οι εταιρείες άρχισαν να πληρώνουν μέχρι το καλοκαίρι του 2002. Τότε, ένα βράδυ, σε συνεδρίαση θερινού τμήματος της Βουλής η κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη απέσυρε τη διάταξη για τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Οι Οργανισμοί την κατηγόρησαν ότι στην αθώα τη εκδοχή, η κίνηση αυτή δήλωνε την υποχώρηση της κυβέρνησης στις πιέσεις του λόμπι των εταιρειών πληροφορικής οι οποίες, σύμφωνα όχι μόνο με τις τότε αλλά και μετέπειτα αιτιάσεις, είχαν πολύχρονες και ισχυρότατες διασυνδέσεις στο ΠΑΣΟΚ.

Δεν προκλήθηκαν πολλές αντιδράσεις τότε καθώς οι συνέπειες δεν ήταν άμεσες για τα ταμεία των Οργανισμών, που για μερικά χρόνια είχαν να εισπράττουν αρκετά λόγω ρυθμίσεων που είχαν κάνει οι μεγάλες, κυρίως, εταιρείες πληροφορικής. Τα ζόρια άρχισαν να διαφαίνονται τα τελευταία πέντε - έξι χρόνια και ενώ τα έσοδα των Οργανισμών άρχισαν να περιορίζονται ανησυχητικά. Πριν από τρία τέσσερα χρόνια άρχισαν να δυναμώνουν οι πιέσεις για την επαναφορά του 2% στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και όλες τις συσκευές που χρησιμοποιούνται για την ιδιωτική αναπαραγωγή προστατευμένων έργων ενώ μεγάλη συζήτηση είχε προκληθεί για το εάν έπρεπε να συμπεριληφθούν και τα κινητά τηλέφωνα. Οι πρώτες επαφές των οργανισμών με κυβερνητικά στελέχη δεν ήταν αισιόδοξες. Τα πράγματα, σχετικά με τη διάθεση των κυβερνητικών αρχών έναντι του 2%, άρχισαν να αλλάζουν από την πρώτη κιόλας κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ. Κακά τα ψέματα, πολλοί άνθρωποι του πνεύματος είχαν μεγαλύτερη και αποτελεσματικότερη πρόσβαση σε αυτήν την κυβέρνηση από ό,τι στις προηγούμενες. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, ο Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας του Yπουργείου Πολιτισμού είχε κάνει τουλάχιστον ακόμα τρεις απόπειρες να εισαγάγει τη συγκεκριμένη ρύθμιση σε διάφορα νομοσχέδια χωρίς αποτέλεσμα. Η κατάσταση άλλαξε το καλοκαίρι του 2017 όταν με την αντίστοιχη διάταξη του ν.4481/2017 που ψηφίσθηκε τότε, επανήλθε η αποζημίωση πνευματικών δικαιωμάτων ίση με το 2% της αξίας εισαγωγής ηλεκτρονικών υπολογιστών και τάμπλετ. Τα έξυπνα κινητά τηλέφωνα επιβαρύνθηκαν πέρυσι με εύλογη αμοιβή (6%) με τη χθεσινή διάταξη η αμοιβή μειώθηκε σε 2%. Ακόμα βέβαια είναι αμφίβολο το αν τελικά θα συμπεριληφθούν.

Κυριότερος αντίπαλος σε όλες αυτές τις απόπειρες κατά το παρελθόν ήταν ο Σύνδεσμος Εταιρειών Πληροφορικής και Επικοινωνίας Eλλάδας. Σύμφωνα με γνώστες της αγοράς πληροφορικής, το 2% αποτέλεσε και τον σημαντικότερο λόγο ίδρυσης του ΣΕΠΕ, τον Φεβρουάριο του 1995. Να αντιμετωπίσει, δηλαδή, το πρόσθετο τέλος στην εισαγωγή ή την κατασκευή των ηλεκτρονικών υπολογιστών. «Αμοιβή» για τους δημιουργούς και τους Οργανισμούς τους, «χαράτσι» για τις εταιρείες.

Ο ΣΕΠΕ, βέβαια, έχει διαφορετική άποψη επ’ αυτού, καθώς το χαρακτηρίζει «αντιαναπτυξιακό» μέτρο και με επιχειρήματα που συνοδεύονται από συγκεκριμένους αριθμούς. Ανακοίνωσε ότι σε χώρες όπως η Βουλγαρία, η Δανία, η Εσθονία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιρλανδία, η Κύπρος, η Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, η Μάλτα, η Πολωνία και η Φινλανδία δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο σε αντίθεση με τους Οργανισμούς που έχουν ισχυριστεί ότι κάτι τέτοιο ισχύει σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλη η ουσία, πάντως, της υπόθεσης -και ανεξάρτητα από τους χειρισμούς της κυβέρνησης- είναι ότι ούτε και αυτό το θέμα είναι «άσπρο – μαύρο», «χαράτσι – αμοιβή». Είναι κάτι διαφορετικό που αν δεν ήταν αντικείμενο συζήτησης σε μια κατεστραμμένη οικονομία ίσως και να το είχαμε παραβλέψει. Ή αν επρόκειτο για μια χώρα - παράδεισο και ...σκύλο, παράλληλα, σε θέματα πνευματικών δικαιωμάτων, κάποια θέματα θα ήταν αυτονόητα. Σε κάθε περίπτωση, και εδώ... «η γρήγορη άποψη βλάπτει σοβαρά τα πνευματικά δικαιώματα». 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ