85193-191084.jpg
Μαρία Μπουτζέτη
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στο πίσω πίσω δωμάτιο του ισογείου γραφείου μιας παλιάς πολυκατοικίας στο κέντρο της Αθήνας, μόνος φωτισμός το κίτρινο ηλεκτρικό φως. Αυτό το χλωμό, υπνωτισμένο φως. Το μοναδικό παράθυρο του χώρου, «αντίκριζε» σε μόλις ενός μέτρου απόσταση τον τοίχο του διπλανού επταώροφου κτιρίου. Και στην τσιμεντένια αυτή χαράδρα της πόλης, δεν τολμούσε ούτε καν ο ήλιος να βουτήξει…

Λίγο πριν από το μεσημέρι, με το βλέμμα σταθερά καρφωμένο στην οθόνη, αισθανόταν ήδη ένα έντονο τράβηγμα στα μάτια της. Μα το χειρότερο, μια ανάσα μέσα της, μεγάλωνε, μεγάλωνε, φούσκωνε, κι όμως δεν έλεγε να βγει. Η δουλειά κυλούσε πανομοιότυπα με χθες και προχθές. Και δεν γνώριζε αν έξω εξακολουθούσε να βρέχει.

Η σύμβαση, αν και ορισμένου χρόνου, έμοιαζε να μην έχει σαφή διάρκεια… Οι μέρες χανόντουσαν. Λες και δεν τις ζούσε ποτέ. Το χειμώνα ειδικά, υπήρχαν μόνο νύχτες. Τελικά, έμοιαζε με μια άτυπη καταδίκη που έπρεπε υποστεί, εκχωρώντας ως κόστος όλη της τη δημιουργικότητα. Αγγαρεία. Να περάσει η μέρα, να περάσει η μέρα, να περάσει η μέρα… ένα καθημερινό ταξίδι για πού;

Που και που, κοιτούσε στην κάτω δεξιά γωνία της οθόνης το ρολόι. 9:25 πμ., 12.15 μμ., 5:00 μμ. Οι ώρες είχαν πλέον μετατραπεί σε σκέτους αριθμούς. Σηματοδοτούσαν την αρχή, την πορεία και τη λήξη της βάρδιας. Και όσο αυτή κρατούσε, κρατούσε και τα φύλλα του παραθύρου κλειστά, προσπαθώντας έτσι να αγνοήσει την ανεπαρκή ύπαρξή του.

Μα, κάποια μεσημέρια του καλοκαιριού γύρω στις δύο και κάτι, χτυπώντας η ακτίνα του ηλίου στο πιο ψηλό σημείο του απέναντι τοίχου, προκαλούσε μία απρόσμενη αντανάκλαση στον ακάλυπτο. Έτσι, το φως έβρισκε μία χαραμάδα στο παραθυρόφυλλό της και, σχεδόν συνωμοτικά, με μία αντηλιά στην οθόνη του υπολογιστή, της έδινε το παρασύνθημα.

Μόνο τότε, έκανε μια παύση, για να φτιάξει φρέσκο καφέ και να ανοίξει το παράθυρο. Μόνο για μισή ώρα. Όσο παρέμενε εκεί η ηλιαχτίδα. Στο περβάζι του παραθύρου, καμιά φορά, έφτανε, από κάποια γλάστρα του παραπάνω ορόφου, κάποιο μικρό κόκκινο άνθος. Και αν και κάπως μαραμένο, αποτελούσε μια θερμή κουκκίδα στην ψυχρή ακαμψία του τσιμέντου. Η έλλειψη της ομορφιάς στο μικρό αυτό χώρο των λίγων τετραγωνικών την έκανε να εκτιμά και την πιο μικρή της όψη. Αλλά και να την επιζητεί με περισσότερο πάθος…

Την παραπάνω αφήγηση, μου έφερε στο νου, η προχθεσινή τυχαία συνάντηση με μια μεσόκοπη γυναίκα στο ασανσέρ ενός διοικητικού κτιρίου στο Σύνταγμα. Κρατώντας σύνεργα καθαριότητας, με ρώτησε με τη λαχτάρα της αμεσότητας που διακρίνει τον άνθρωπο του μόχθου: «Τι καιρό κάνει έξω;».

Όσο ο ανθρώπινος παράγοντας περιθωριοποιείται, η εργασία από δικαίωμα αναγορεύεται σε προνόμιο και η ποιότητα των συνθηκών της παραβλέπεται, οι καταστάσεις που μας εγκλωβίζουν πολλαπλασιάζονται. Και δεν λείπουν οι φορές που νιώθουμε αδύναμοι να αντιδράσουμε. Τότε, μόνη διέξοδος γίνεται η χαραμάδα. Η χαραμάδα του παραθύρου. Η χαραμάδα της σκέψης. Χαραμάδα γίνεται κάθε τι μπορεί να μας κάνει να αναθεωρήσουμε στάση, κάθε τι μπορεί να μας κινητοποιήσει, να μας ξαναζωντανέψει, ο έρωτας. Κάθε τι μπορεί να μας ελευθερώσει.


*H Μαρία Μπουτζέτη είναι υποψήφια Διδάκτωρ στην Πολιτική Επικοινωνία και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ