Πολιτικη & Οικονομια

2 ½ εβδομάδες (μέχρι τις εκλογές)

Θα είναι καθαρή ανοησία τα κόμματα να υποσχεθούν για άλλη μια φορά πράγματα που δεν μπορούν να υλοποιήσουν

102192-203325.JPG
Άκης Γεωργακέλλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
106481-211287.jpg

Η προεκλογική περίοδος που διανύουμε είναι σύντομη, όμως οι μόλις 2½ εβδομάδες που απομένουν μέχρι την 20ή Σεπτεμβρίου είναι αρκετές για να αποδειχτούν καθοριστικές. Το πολιτικό τοπίο είναι ρευστό, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν αμφίρροπη αναμέτρηση, οι εκλογές γίνονται μετά από περίοδο παρατεταμένου ενδιαφέροντος της κοινωνίας για τις πολιτικές εξελίξεις, αλλά ταυτόχρονα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος δείχνει κυνισμό και δεν είναι βέβαιο ούτε καν αν θα πάει να ψηφίσει. Αν όλα αυτά συνδυαστούν με το πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, μεγιστοποιούν θεαματικά τον αντίκτυπο που θα έχουν οι προεκλογικές εκστρατείες των κομμάτων στο τελικό αποτέλεσμα. Κάθε κίνηση θα μετρήσει. Γι’ αυτό και περισσότερο από κάθε άλλη φορά έχει σημασία για το κάθε κόμμα να επιλέξει σωστά πώς θα τοποθετηθεί στον εκλογικό ανταγωνισμό:

• Ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήθελε να περιορίσει τις απώλειες στα αριστερά του και κυρίως να τις ισοσταθμίσει με εκλογικά κέρδη από μετριοπαθείς ψηφοφόρους που ανακουφίστηκαν από τη «ρεαλιστική» στροφή του. Και στις δύο αυτές κατευθύνσεις τού έχει δημιουργήσει μεγάλα εμπόδια το δημοψήφισμα, που ενίσχυσε τις πιο ακραίες τάσεις των μεν και πόλωσε εναντίον του τους δε. Επιπλέον, όσο και αν τα στελέχη που αποχωρούν δεν έχουν όλα αντίστοιχες αναφορές στην κοινωνία, η συνολική εικόνα που δημιουργείται είναι κομματικής φαγωμάρας – αποδομώντας το «hype» που είχε τον Ιανουάριο, όταν κυριάρχησε ως το «νέο» που εκφράζει μια ισχυρή κοινωνική δυναμική. Χρειάζεται πειστικές θετικές πρωτοβουλίες με στόχευση πρωτίστως στο μετριοπαθές ακροατήριο.

• Η Νέα Δημοκρατία δείχνει επιτέλους να εγκαταλείπει την εμμονή της αυτοδικαίωσης και να αφήνει τα γεγονότα να λειτουργήσουν από μόνα τους υπέρ της. Όσο λιγότερο λέει η ίδια «σας τα ’λεγα εγώ», τόσο πιθανότερο είναι να της το αναγνωρίσει σε κάποιο βαθμό το εκλογικό σώμα. Για να διεκδικήσει τη νίκη στις εκλογές, πρέπει να συσπειρώσει κατά το δυνατόν την παράταξή της και κυρίως να πείσει ότι μπορεί να συνθέσει γύρω της μια κυβέρνηση συνεργασίας με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συνένωση δυνάμεων και όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο ζωής μπροστά της. Οι κυβερνήσεις συνεργασίας αποτελούν πλέον κοινωνικό αίτημα και είναι ευκαιρία για τη ΝΔ του κ. Μεϊμαράκη να εκμεταλλευτεί τη στρατηγική επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να τις αντιμετωπίζει αρνητικά.

• Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να προσπαθήσει να επαναπατρίσει ψηφοφόρους του ευρύτερου ιστορικού χώρου του, χωρίς να χάσει άλλο χρόνο σε κομματικές ζυμώσεις που δεν ενδιαφέρουν την κοινωνία. Η κ. Γεννηματά έχει τις προδιαγραφές να το πετύχει αυτό, αν και οι παρεμβάσεις της υπολείπονται σε πολιτικό βάρος του προκατόχου της κ. Βενιζέλου, ο οποίος έχει την ιδιομορφία το ακροατήριό του να συρρικνώνεται εντός του ιστορικού χώρου του ΠΑΣΟΚ αλλά να διευρύνεται σε κοινά του ευρύτερου φιλοευρωπαϊκού χώρου.

• Το Ποτάμι εμφανίζεται ως ο πιο «βολικός» κυβερνητικός εταίρος για όλους, όμως αν θέλει να προετοιμάζεται και για τις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, θα πρέπει να αποσαφηνίσει τη στρατηγική του στόχευση. Θέλει να επικεντρώσει κυρίως στη σοσιαλδημοκρατία, στο φιλελεύθερο χώρο ή στο να γίνει μια πιο «απολιτίκ» (με τους κλασικούς όρους) τρίτη ενδιάμεση δύναμη; Ενδεχομένως θα ήθελε να τα ισορροπεί όλα, αλλά αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο να το επιτύχει σε βάθος χρόνου. Το ατού του είναι ότι συνδυάζει «ασφαλείς» πολιτικές επιλογές με ορισμένα άφθαρτα στην πολιτική πρόσωπα.

• Οι ΑΝΕΛ αντιμετωπίζουν το πρόβλημα που αντιμετώπισαν όλοι οι «μικροί» κυβερνητικοί εταίροι τα τελευταία χρόνια: Πώς θα εξακολουθήσουν να έχουν διακριτό στίγμα και να δίνουν στους ψηφοφόρους λόγο για να τους ψηφίσουν. Το ότι ο κ.Τσίπρας τους εμφανίζει ως τώρα ως μόνο πιθανό κυβερνητικό εταίρο σίγουρα τους βοηθάει αφού ευνοεί μια «τακτική ψήφο» προς αυτούς. Αυτό δεν φτάνει όμως και είναι δύσκολο η άριστη στρατηγικά καμπάνια του Ιανουαρίου να αποδώσει τα ίδια αποτελέσματα δεύτερη φορά.

• Σημαντικό ζητούμενο των εκλογών είναι και το πώς και σε ποιο βαθμό θα εκφραστούν οι ψηφοφόροι που παραμένουν «αντιμνημονιακοί». Η ΛΑ.Ε. εμφανίζεται πλέον ως ο γνησιότερος εκφραστής του κυρίαρχου αντιμνημονιακού λόγου των τελευταίων ετών. Ανταγωνίζεται στα αριστερά με το ΚΚΕ που καλείται να ξανακερδίσει τους ψηφοφόρους που έχασε από τον ΣΥΡΙΖΑ λόγω της κυβερνητικής του προοπτικής, αλλά και με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στα άκρα δεξιά, η Χρυσή Αυγή προσπαθεί και αυτή να κεφαλαιοποιήσει τη δεξιά αντιμνημονιακή ψήφο, σε συνδυασμό μάλιστα με το οξυμένο μεταναστευτικό πρόβλημα. Τέλος, η Ένωση Κεντρώων, ναι μεν ως κόμμα δεν εκφράζει τον αντιμνημονιακό χώρο, όμως η ψήφος που εμφανίζεται να προσελκύει είναι ψήφος απογοήτευσης από το παλιό κομματικό σύστημα.

Βλέποντας συνολικά την κατάσταση, η χώρα σε αυτές τις εκλογές έρχεται να αντιμετωπίσει τις αντιφάσεις της: Το δίπολο μνημόνιο-αντιμνημόνιο, που καθόρισε την πολιτική αντιπαράθεση επί 5 χρόνια, έφτασε στην κορύφωσή του με το δημοψήφισμα, αλλά αμέσως μετά, το μνημόνιο της αντιμνημονιακής κυβέρνησης το κατέστησε άνευ πρακτικού αντικειμένου. Στη συνέχεια, το τρίτο μνημόνιο ψηφίστηκε με μεγαλύτερη κοινοβουλευτική πλειοψηφία από τα προηγούμενα, όμως δεν υπήρχε κυβέρνηση να το εφαρμόσει. Σε αυτές τις αντιφάσεις θα πρέπει να απαντήσει το αποτέλεσμα των εκλογών.

Πάντως, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και η συμφωνία για τρίτο μνημόνιο μπορεί να αντιφάσκουν πλήρως μεταξύ τους, αλλά στην πραγματικότητα αμφότερα αποτελούν σχεδόν νομοτελειακές εξελίξεις όσων συμβαίνουν στην Ελλάδα την τελευταία 5ετια. Το Όχι στο δημοψήφισμα ήταν η νομοτελειακή κατάληξη του κυρίαρχου πολιτικού λόγου. Και το τρίτο μνημόνιο ήταν η νομοτελειακή κατάληξη της κυρίαρχης πολιτικής πρακτικής. Όλη αυτή την περίοδο, αυτή η έντονη αντίθεση μεταξύ πολιτικού λόγου και πολιτικών πράξεων οδήγησε σε μεγάλο βαθμό το δημόσιο βίο. Το αν θα συνεχιστεί ή όχι θα αποτελέσει ίσως τον πιο κρίσιμο παράγοντα για το μέλλον της χώρας.

Και για αυτόν ακριβώς το λόγο, σε αυτές τις 2½ εβδομάδες, θα είναι καθαρή ανοησία για κάθε κόμμα που διεκδικεί συμμετοχή στην κυβέρνηση να υποσχεθεί για άλλη μια φορά πράγματα που δεν μπορεί να υλοποιήσει. Οι πολίτες έχουν συνειδητοποιήσει σε μεγάλο βαθμό ότι δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Η χώρα έχει ανάγκη σοβαρότητα και υπευθυνότητα για να βγει από την κρίση. Όλα τα κόμματα που κυβέρνησαν τα τελευταία χρόνια, όταν έφτασαν οι εκλογές, το κυριότερο εμπόδιο που είχαν να αντιμετωπίσουν ήταν οι υποσχέσεις τους που διαψεύστηκαν. Και στο κάτω-κάτω, η εξουσία αυτή την περίοδο δεν δείχνει πια και τόσο ελκυστική ώστε να αξίζει να αμαρτήσεις για χάρη της…

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ