Life in Athens

Urban Lines: Άγιος Δημήτριος

Πάντα αναρωτιόμουν πώς θα ήταν να σταμάταγε το τρένο στο μεταίχμιο. Και αν ήμασταν ακριβώς στη μέση, προς τα πού θα πηγαίναμε; Μπρος ή πίσω;

eleni_helioti_1.jpg
Ελένη Χελιώτη
ΤΕΥΧΟΣ 733
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
urban lines agios dimitrios

Urban Lines: Πανεπιστήμιο: Η Ελένη Χελιώτη αφηγείται urban ιστορίες από το μετρό της Αθήνας.

Είναι Πέμπτη πρωί. Βρίσκομαι στην ουρά για να επαναφορτίσω την κάρτα μου στον σταθμό Αγίου Δημητρίου. Ο κύριος μπροστά μου καθυστερεί και έχω αρχίσει και εκνευρίζομαι. Φαίνεται να χρησιμοποιεί το μηχάνημα για πρώτη φορά. Τα χέρια του τρέμουν. Του πέφτει ένα 20λεπτο. Σκύβω να το πιάσω και έτσι όπως του το δίνω, τον ρωτάω εάν χρειάζεται βοήθεια. «Δεν είμαι κουλός, ούτε ανήμπορος» μου λέει απότομα, «τόσο πολύ βιάζεστε όλοι πια;» Δεν ήξερα τι να απαντήσω χωρίς να τσακωθώ οπότε δεν είπα τίποτα. Πήρε το εισιτήριό του και έφυγε.

Λίγα λεπτά αργότερα μπήκα στο τρένο και άρχισα να διασχίζω τα βαγόνια ψάχνοντας μια κενή θέση. Φτάνοντας στη Δάφνη άκουσα τη φωνή του ξανά. Μιλούσε στο τηλέφωνο και ήταν ακόμα πιο εκνευρισμένος από πριν. «Δυο χρόνια στο λέω και με γράφεις στα παλιά σου τα παπούτσια. Έπρεπε να στο πει αυτό το σαχλοκούδουνο για να το πιστέψεις. Τι σχέση έχει ότι δεν τον συμπάθησα ποτέ; Εγώ τον παντρεύτηκα; Εσύ τον διάλεξες. Δεν σου είπε κανείς να τον πάρεις. Σου φώναζα τότε φύγε, έλα πίσω σπίτι σου και θα τη βρούμε την άκρη! Τίποτα εσύ... εκεί! Ξεροκέφαλη σαν τη μάνα σου. Εκείνη φταίει όμως... Έλα! Φωτεινή; Μ’ ακούς; Την τεχνολογία μου μέσα».

Ήμασταν και πάλι βυθισμένοι στο σκοτάδι μεταξύ σταθμών. Πάντα αναρωτιόμουν πώς θα ήταν να σταμάταγε το τρένο εδώ, στο μεταίχμιο. Και αν ήμασταν ακριβώς στη μέση προς τα πού θα πηγαίναμε; Μπρος ή πίσω; Γιατί όμως να θες να πας πίσω;

«Πάλι εσύ εδώ;» μου λέει με το που με εντοπίζει, και εκείνη την ώρα θόλωσα. «Ναι, πείτε μου ότι σας ακολουθώ κιόλας! Να ζητήσω και συγγνώμη που προσφέρθηκα πριν να σας βοηθήσω; Να κατέβω να πάρω το επόμενο τρένο;» Τον είδα να αλλάζει ύφος σε κλάσματα δευτερολέπτου, όντας προφανώς απροετοίμαστος για την αντίδρασή μου. «Βρε κορίτσι μου... τι να πω... δεν ήθελα. Παραφέρθηκα. Έχεις δίκιο». Ήταν σαστισμένος. «Συγχώρα με» συνέχισε, «αλλά με πετυχαίνεις σε μία απ’ τις χειρότερες μέρες της ζωής μου». Έκανε μια παύση. Αισθάνθηκα άθλια. Κοίταξα κάτω σαν να μη θυμόμουν τι παπούτσια είχα βάλει.

«Πες μου, είσαι παντρεμένη;» μου λέει μετά από λίγο. Με ξάφνιασε η ερώτησή του. «Όχι», του απαντάω διστακτικά. Δεν μπορούσα να καταλάβω πού το πάει και γιατί συνέχιζε την ήδη προβληματική μας επικοινωνία. «Άρα χαρούμενη, ή αν κρίνω από την ηλικία σου, έξυπνη». «Και τα δύο αποκλείεται;» ρωτάω, έχοντας αρχίσει λίγο να καταλαβαίνω. «Οι έξυπνοι άνθρωποι σπάνια είναι χαρούμενοι» μου λέει με ένα ύφος σαν να του τα είχε πει αυτά τα λόγια κάποτε ένας σοφός. Με την άκρη του ματιού μου είδα ότι η κοπέλα που στεκόταν πιο κοντά μάς κοιτούσε περίεργα. Πριν προλάβω να κάνω έξυπνο comeback, χτυπάει το τηλέφωνό του. Είμαι πια αρκετά κοντά για να ακούσω από την άλλη άκρη της γραμμής μια κοπέλα να κλαίει με λυγμούς.

«Μπαμπά, πρέπει να με βοηθήσεις, σε παρακαλώ». «Α, τώρα με παρακαλάς, όταν μας έδιωξε αυτός ο αλήτης από το σπίτι πέρυσι είχες πιει το αμίλητο νερό. Άκου να δεις, κορίτσι μου...». Η γραμμή κόπηκε ξανά και ο κύριος με το μπλε πουκάμισο και τα τρεμάμενα χέρια κοιτούσε το κινητό του σχεδόν ηττημένος. Αφού το έκλεισε τελείως, το έσφιξε στο χέρι του και έκανε ένα βήμα προς την πόρτα. Ομολογώ δεν ήταν η στάση μου, αλλά έπρεπε να δω πού πάει. Κατέβηκα μαζί του και τον ακολούθησα όσο πιο διακριτικά μπορούσα μέχρι έξω. Κάτι μας έμαθαν τόσες σειρές και ταινίες. Το κάψιμο με Netflix έπιασε επιτέλους τόπο.

Ανεβαίνοντας τις κυλιόμενες σκάλες είδα μια κοπέλα έγκυο που φορούσε ένα φόρεμα και την ποδιά μιας καφετέριας να τον περιμένει. «Α ρε Φωτεινή» της είπε και εξέπνευσε βαριά ενώ τύλιξε τα χέρια του γύρω της, «αχ ρε κορίτσι μου...η μάνα σου ήρθε;» «Δεν απαντάει στο τηλέφωνο, μπαμπά, δεν ξέρω τι να κάνω». Η πρώτη σκέψη ήταν να σκύψω το κεφάλι προς αποφυγή τρίτου και μοιραίου τετ-α-τετ και να φύγω σιωπηλά και ανεπαίσθητα. Φτάνοντας όμως στην κορυφή της σκάλας, η γλώσσα μου υπήρξε πιο γρήγορη από τη σκέψη μου. «Να τον προσέχεις τον πατέρα σου» είπα στη Φωτεινή, και ενώ τα γεμάτα απορία και δάκρυα μάτια της έψαχναν να καταλάβουν ποια είμαι, ο πατέρας της με κοίταξε γνέφοντας καταφατικά.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ