Life in Athens

Δε μένω πια εδώ

Δίπλα στην εξώπορτα ενός όμορφου σπιτιού της οδού Δελφών

2642-204777.JPG
Δημήτρης Φύσσας
ΤΕΥΧΟΣ 496
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
76610-170533.jpg

Το γκραφίτι που βλέπετε βρίσκεται δίπλα στην εξώπορτα ενός όμορφου σπιτιού της οδού Δελφών, στην εκβολή προς τη Διδότου. Πέρα από το προφανές που περιέχεται στη δήλωση, δηλαδή της μετοίκησης (που κι αυτή ποικίλλει: σπίτι, γειτονιά, πόλη, χώρα, ήπειρος), σκέφτομαι πως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις μπορεί να πει κανείς «Δεν μένω πια εδώ»: κατά την αναχώρηση από δουλειές, από έρωτες, από εμμονές, από αρέσκειες, από ιδεολογίες, ακόμα κι από σκέψεις. Έρχεται ύστερα κι η υπο-γραφόμενη ερώτηση «Πού μένεις;» και δένει το γλυκό. Μένω όπου μου ’ρχεται, μεταναστεύω, φεύγω και κινούμαι συνεχώς, μένω μέσα στο αυτοκίνητό μου (αν έχω), μένω στο σπίτι του φίλου μου, στην γκόμενα, στον γκόμενο, γύρισα στο πατρικό/μητρικό μου, ζω πια στο γραφείο μου γιατί δεν περισσεύουνε λεφτά. Είμαι φυλακή, σε τρελάδικο, στο στρατώνα, σε νοσοκομείο, σε κέντρο απεξάρτησης, σε βαθυσκάφος, στο διαστημικό σταθμό γύρω από τη Γη. Μένω σε μια γκαρσονιέρα μ’ άλλους δέκα, κοιμόμαστε στρωματσάδα με βάρδιες. Μένω στο δρόμο, στο παγκάκι, στο πάρκο, στο χαρτόκουτο, δεν μένω πουθενά, είμαι άστεγος και τριγυρνάω. Υπάρχει όμως και η περίπτωση του αμετάκλητου. Γιατί οι νεκροί στ’ αλήθεια δεν μένουν πουθενά, γιατί τα νεκροταφεία μόνο μεταφορικά είναι «κοιμητήρια» ή «νεκρουπόλεις», κανένας δεν ζει πραγματικά εκεί. Το ότι ζούνε στη μνήμη μας οι πεθαμένοι το λέμε ευφημιστικά, μακάρι να ζούσανε, μα η μνήμη είναι άλλο και η ζωή είναι άλλο. Έτσι θυμάμαι τώρα δυο νεκρούς Γιώργηδες, δυο θανάτους που πολύ μου στοιχίσανε.

Υ.Γ. Η ερώτηση «Πού μένεις;» απαντιέται κατά βούληση.


«Ενθύμιον»

Με ελάχιστες λέξεις: 20 χρόνια τώρα αληθινή κρέπα γαλλικού τύπου, ποιοτική μουσική (πολλές φορές live) και ευπρεπής χώρος που δεν πληγώνει το μάτι. Εναλλακτικά: ποτό ή μπίρα μ’ ένα πλατό τυριών, αλλαντικών, φρούτων (ή ούτε καν αυτό). Και ξέρω πως από φέτος μείωσε και τις τιμές του. Μαγαζί της γειτονιάς μου, όσο να ’ναι τ’ αγαπάω ιδιαίτερα. Αγίας Λαύρας 56, Κυπριάδη, Άνω Πατήσια, 210 2022256. www.enthymion.gr

Μια ζωή «Πτι Παλαί» (απλό τσίγκλισμα)

Σας τσιγκλάω από τώρα, φίλες και φίλοι, για να το καταλάβετε ότι το καλό παγκρατιώτικο σινεμά, μετά από μια ετήσια ανάπαυλα, ξαναξεκινάει. Για το εκκωφαντικό –με πλήρη ρετροσπεκτίβα στο Λουί Μπουνιουέλ, παρακαλώ– ξεκίνημα, λεπτομέρειες την επόμενη βδομάδα.

«Ριβιέρα»

Ας μείνουμε λίγο στα σινεμά για να πούμε πως φέτος, καθώς τα πρωτοβρόχια ήρθανε μετά από χρόνια νωρίς-νωρίς, Σεπτέμβρη, οι καλοκαιρινοί κινηματογράφοι την πατήσανε κι άλλο, μετά το μουντιάλ της Βραζιλίας. Όμως δύο από τα σινεμά που δεν την πατήσανε, αντίθετα η παρουσία τους τονίστηκε, ήταν η «Αθηναία» στο Κολωνάκι και η «Ριβιέρα». Αυτοί οι δυο, μαζί με τα «Παναθήναια», το «Βοξ» και τη χειμερινή «Ααβόρα», αποτελούν το δίκτυο του Θόδωρου Ρίγγα. Ο Ρίγγας πέθανε ένα χρόνο πριν και τώρα η κόρη του Πέγκυ είχε μια περίφημη ιδέα: οργάνωσε στα δυο πρώτα σινεμά γενέθλια και ταυτόχρονα «καλλιτεχνικό μνημόσυνο» στον πατέρα της. Βρέθηκα τη Δευτέρα 15 του Σεπτέμβρη στη «Ριβιέρα». Παίχτηκε σε ανοιχτή προβολή το ξακουστό «Πάρτι» του Μπλέικ Έντγουαρντς με τον Πίτερ Σέλερς, η εναρκτήρια ταινία της «Ριβιέρας» από το μακρινό 1969, ύστερα η Πέγκυ είπε λίγα ζεστά κι αφτιασίδωτα λόγια για τον πατέρα της («ζούσε μέσα σ’ αυτό το σινεμά, δεν είχε δικό του σπίτι») και με τη μητέρα της κόψανε την τούρτα γενεθλίων της «Ριβιέρας». Υ.Γ. Είπα και γω πώς γνώρισα τον Ρίγγα στο παταράκι της «Ααβόρας», όταν έγραφα «Τα σινεμά της Αθήνας 1896-2013».

Γιατί τη λένε Κινέτα

Όπως και πολλοί άλλοι τόποι στην Αττική, το όνομα του γνωστού (παραθεριστικού ιδίως) χωριού στη Μεγαρίδα έχει αρβανίτικη προέλευση. Αλβανός φίλος με πληροφόρησε ότι κινέτα είναι κάθε τόπος που κρατάει λίγο νερό, υγρός, όμως που διαθέτει χώμα και φυτρώνει κάμποσο χορταράκι. Γιατί αν είναι βούρκος, τότε το λένε Λούτσα (ναι, όπως η γνωστή μας Λούτσα στην Ανατολική Αττική, που τη βγάλανε Αρτέμιδα).

d.fyssas@gmail.com

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ