Life in Athens

Λυκαβηττός: Εις τον λόφο ψηλά εκεί

Με όποιο τρόπο κι αν βρεθεί κανείς εκεί πάνω μαγεύεται από την υπέροχη θέα

125052-280643.jpg
Έλενα Ντάκουλα
13’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Λυκαβηττός
Θέα του Λυκαβηττού από τον λόφο του Στρέφη

Βόλτα στον λόφο του Λυκαβηττού: Η ιστορία του, ο Ναός του Αγίου Γεωργίου, ο ιερός ναός των Αγίων Ισιδώρων και το θέατρο του Λυκαβηττού

«Κι ανέβηκα! και ξέφυγα!
Και χάμου η Αθήνα σα να πέθανε.
Τα μύρα βουνίσια με χτυπήσανε.
Τριγύρα τα πεύκα είναι προστάτισσα φρουρά μου.
*
Και δρόμο θε να δώσω στη χαρά μου!
Τ' αγέρι πνέει σα ν' άνοιξεν η θύρα
του Παραδείσου. Πίσω σα να επήρα
για λίγο της ψυχής την παρθενιά μου.
*
Ήλιος! Χρυσή στο βάθος η λουρίδα
Της θάλασσας αστράφτει του Φαλήρου
και το νησί μου χάνεται πιο πίσω.
*
Μ' εξάγνισε το ανέβασμα, πατρίδα,
και θά 'ρθω με τη βάρκα μου του ονείρου
με τα κουπιά του πόθου θα κινήσω...»

Μόνο όταν σκαρφαλώσει κάποιος στην κορφή του λόφου του Λυκαβηττού μπορεί να νιώσει την αλήθεια των στίχων και ν' αισθανθεί ότι κατακλύζεται με τα ίδια συναισθήματα που βίωσε ο ποιητής Κ. Καρυωτάκης και τα απέδωσε μ' αυτό το ποίημα.

Ο αγέρωχος λόφος του Λυκαβηττού, που δεσπόζει πάνω από την πόλη, ορατός λόγω ύψους (277μ), από κάθε σχεδόν σημείο της, είναι ένα ομορφότερα μέρη που διαθέτει η Αθήνα και μία από τις πιο χαρακτηριστικές εικόνες του αθηναϊκού τοπίου. Προσφέρεται για ωραίες αποδράσεις μέσα στη φύση, για βόλτες με ή χωρίς παρέα, με ή χωρίς σκύλο, για  ερωτικά ραντεβουδάκια, για άσκηση, για ξενύχτια με ατελείωτες συζητήσεις ατενίζοντας τα φωτάκια της πόλης, για ρομαντζάδα, ειδικά την ώρα της δύσης που όλα βάφονται στα χρώματα του ηλιοβασιλέματος και τυλίγονται από το πέπλο του λυκόφωτος.

Με την Αθήνα «πιάτο» στα πόδια, το βλέμμα αιχμαλωτίζεται από τη θέα και πλανιέται πάνω από την πόλη μέχρι τη θάλασσα και τα νησιά, όπως τα πουλιά. Οι ασχήμιες του λεκανοπεδίου αμβλύνονται και η ματιά προσπαθεί να προσανατολιστεί και ν' εντοπίσει διάφορα σημεία, κτίρια ή γειτονιές, σε μία άσκηση... γεωγραφίας.

Η Αθήνα πιάτο, από την κορφή του λόφου.
Η Αθήνα πιάτο, από την κορφή του λόφου.

Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο σχηματισμός του οφείλεται στη θεά Αθήνα, όταν εκείνη επιστρέφοντας από την Παλλήνη, κουβαλώντας έναν βράχο για να τον χρησιμοποιήσει για την οχύρωση του ναού της, άκουσε κάποια πολύ δυσάρεστα νέα που της μετέφερε ένα κοράκι, τα οποία την τάραξαν τόσο πολύ, ώστε της έφυγε ο βράχος από τα χέρια και έπεσε στο σημείο που βρίσκεται σήμερα ο Λυκαβηττός. Λέγεται δε ότι εξαιτίας των κακών μαντάτων που της έφεραν, τα κοράκια πήραν έκτοτε το μαύρο τους χρώμα. Ο δε Πλάτων στην περιγραφή της αρχαιότερης πόλης Κριτίας (112) -της Ακρόπολης- είχε χαρακτηρίσει τον λόφο του Λυκαβηττού, μαζί με την Πνύκα, σαν σύνορα της Αθήνας.

Έως το 1832 ο λόφος ήταν γνωστός και ως «Αγχεσμός», ενώ η ονομασία «Λυκαβηττός», η οποία είναι αρχαία, αποκαταστάθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από Έλληνες και ξένους φιλολόγους. Υπάρχουν αρκετές και ενδιαφέρουσες εκδοχές, όσον αφορά την προέλευσή της, με πιο απίθανη αυτή που διατείνεται ότι το όνομα προέρχεται από τους λύκους που υποτίθεται ότι τριγύριζαν στην περιοχή. Το φυτό «λύκος» (κρινάκι της ίριδας), που «πληθύειν του όρους», σύμφωνα με τον Ησύχιο, τον Αλεξανδρεύ, τον λεξικογράφο, είναι μία από τις ερμηνείες, ενώ η προελληνική λέξη «Λουκαμπεττού», που στην γλώσσα των Πελασγών σήμαινε μαστοειδές ύψωμα, θεωρείται από τον κο Κ. Μπίρη ως η πιο βάσιμη επιστημονικά εκδοχή. Αξίζει όμως ν' αναφερθεί και αυτή που υποστηρίζει ότι η ετυμολογία του ονόματος εντοπίζεται στη λέξη «λύκη» (=λυκαυγές) και στο ρήμα «βαίνω» (έρχομαι), επειδή οι Αθηναίοι, έβλεπαν κάθε πρωί από την αρχαία πόλη, βόρεια του Παρθενώνα, τον ήλιο ν' ανατέλλει πάνω από τον λόφο, τον λόφο του λυκαυγούς.

Η Αθήνα απ'την κορφή του λόφου, την ώρα του δειλινού
Η Αθήνα απ'την κορφή του λόφου, την ώρα του δειλινού

Και μία ακόμη εκδοχή η οποία σχετίζεται αρκετά με την προηγούμενη είναι ότι το όνομα Λυκαβηττός αποτελείται από δύο συνθετικά, τη λέξη «λυκάβας» και την κατάληξη «ηττος». Η πρώτη ταυτίζεται με τη λέξη που στην ομηρική γλώσσα σημαίνει το έτος και τη χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για να σημειώσουν την πορεία του ηλιακού φωτός μέσα από τον κύκλο των εποχών. Η δεύτερη, σύμφωνα πάντα μ' αυτή την εκδοχή, είναι η χρήση της λέξης «ήττα», διατυπωμένη ως «ηττός», με σκοπό να περιγράψει το γεγονός ότι ο λόφος εμπόδιζε τους Αθηναίους, τα σπίτια των οποίων κατά την αρχαιότητα ήταν βόρεια του Παρθενώνα, να δουν το πρώτο φως της ημέρας (λύκη), κοιτώντας ανατολικά, προς το σημείο του Λυκαβηττού. Ήταν δηλαδή η ήττα του φωτός, εξαιτίας του λόφου.

Από τον Λυκαβηττό κατέβαινε ορμητικός χείμαρρος, ο οποίος διακλαδιζόταν στις σημερινές οδούς Δημοκρίτου και Λυκαβηττού και τα δύο αυτά τμήματα ενώνονταν σε μία ρεματιά στην οδό Ακαδημίας, γνωστή ως «βοϊδοπνίχτη».

Μετά την απελευθέρωση ο λόφος ήταν σχεδόν γυμνός από δένδρα. Η δενδροφύτευση έγινε μεταξύ των ετών 1880 και 1915, αλλά οι πρώτες προσπάθειες στέφθηκαν με απόλυτη αποτυχία λόγω των κατσικιών που έβοσκαν στους πρόποδες του λόφου, στα «Κατσικάδικα» (γύρω από τη Δεξαμενή) και τα δενδράκια αποτελούσαν λουκούλλειο γεύμα γι’ αυτά. Το 1912 με πρωτοβουλία της πριγκίπισσας Σοφίας άρχισε εκστρατεία αναδάσωσης των λόφων της Αθήνας, με μεταφύτευση δένδρων και θάμνων από το φυτώριο που είχε φτιάξει «Φιλοδασική Εταιρεία» στο Άλσος Παγκρατίου και το 1915 ήλθε και πάλι η σειρά του Λυκαβηττού.

Ο Αη-Γιώργης, το ηλιοβασίλεμα
Ο Αη-Γιώργης, το ηλιοβασίλεμα

Όμως μετά την απελευθέρωση, ο λόφος του Λυκαβηττού δεν υπέφερε μόνο από την παντελή έλλειψη βλάστησης, αλλά από την άγρια και εκτεταμένη λατόμευση που άρχισε από τον αρχιτέκτονα Στ. Κλεάνθη ο οποίος είχε αγοράσει μία περιοχή αποκαλούμενη «μικρός Λυκαβηττός» ή «Σχιστή Πέτρα» και είχε δημιουργήσει εκεί ένα λιθοτομείο του. Το παράδειγμα του Κλεάνθη ακολούθησαν και άλλοι και η επιθυμία για την εξόρυξη της πολύτιμης πέτρας ταλαιπώρησε για χρόνια τον λόφο, κατατρώγοντας τις πλευρές του. Μετά από αρκετές παλινωδίες αλλά και έντονες διαμαρτυρίες λογίων αλλά και αρχαιολόγων, η λατόμευση απαγορεύτηκε οριστικά τη δεκαετία του 1960.

Ο λόφος φωταγωγήθηκε για πρώτη φορά το 1835 με αναμμένα φαναράκια που σχημάτιζαν ένα μεγάλο «Ο», το αρχικό του ονόματος του Όθωνα.

Η δεύτερη φορά έγινε την 25η Μαρτίου του 1838 για τον εορτασμό της επετείου της ανεξαρτησίας. Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, σε μία πλευρά του λόφου σχηματίστηκε ένας σταυρός και από κάτω οι λέξεις «Εν τούτω Νίκα».

Εκτός από τη φωταγώγηση, στην οθωνική περίοδο διαμορφώθηκε και ένας πρόχειρος δρόμος που οδηγούσε στο εκκλησάκι του Αι-Γιώργη, στην κορφή του λόφου.

Η ομορφιά του Λυκαβηττού μάγευε όποιον τον επισκεπτόταν, όπως έγινε και με τον ρομαντικό Ερνέστο Τσίλερ, ο οποίος οραματιζόμενος τον εξωραϊσμό του λόφου και την μετατροπή του σε τόπο αναψυχής με ξενοδοχείο, καφενεία, σιντριβάνια, κρήνες, αγάλματα, γεφυράκια, τεχνητούς καταρράκτες κ.ά., υπέβαλε το 1886 στην κυβέρνηση Τρικούπη «σχέδιον καθ’ ό ο Λυκαβηττός δύναται να μεταβληθή εις άλσος εύσκιον μετά δροσερών περιπάτων και ενδιαιτημάτων μετ’ αέρων και τερπνών καλλιτεχνημάτων παντοίων, προς τέρψιν και ανάπαυσιν των κατοίκων της ωραίας πόλεως των Αθηνών και των επισκεπτομένων αυτήν Ελλήνων και ξένων, οίτινες απηλλασσόμενοι του θερινού κονιορτού και της θερμότητος των ηλιακών ακτίνων ευρίσκουσιν ενταύθα ανάπαυσιν και τέρψιν ευχάριστον εκ της θέας των πέριξ και μακράν[...]της φύσεως και της τέχνης.». Το σχέδιο αυτό, με τίτλο «Αέρειον Θεραπευτήριο», «προϊόν του ενθουσιασμού του υπέρ της πόλεως των Αθηνών» όπως το χαρακτήρισε, θεωρήθηκε πολύ δαπανηρό για το ελληνικό κράτος και δεν υλοποιήθηκε ποτέ.

Πρόταση  Τσίλλερ για τον εξωραισμό του Λυκαβηττού, Μνημείο 1885. Υδατογραφία.
Πρόταση Τσίλλερ για τον εξωραισμό του Λυκαβηττού, Μνημείο 1885. Υδατογραφία. © Εθνική Πινακοθήκη

Σχέδια του Τσίλλερ για το Αέρειον Θεραπευτήριο
Σχέδια του Τσίλλερ για το Αέρειον Θεραπευτήριο

Στα σχέδια έμειναν οι προσπάθειες για ανέγερση καζίνο στην κορυφή του λόφου, οι οποίες προκάλεσαν μεγάλες αντιδράσεις διανοούμενων τόσο από την Ελλάδα όσο και το εξωτερικό. Δύσκολα όμως μπορούσε ν' αποφευχθεί ο οικιστικός οργασμός που άρχισε από τα μέσα του 19ου αιώνα, με τα πρώτα κτίσματα να εμφανίζονται στους πρόποδες, τα λεγόμενα «μεταπρατικά», τα οποία ήταν διώροφες ή ημι-τριώροφες κατοικίες προς ενοικίαση και απευθύνονταν κυρίως σε φοιτητές, λογοτέχνες ή καλλιτέχνες. Η οικοδόμηση αυτή συνεχίστηκε με τις πολυκατοικίες να ανεβαίνουν όλο και πιο ψηλά, αλλοιώνοντας τη φυσιογνωμία του τοπίου. Το 1922, μετά την μικρασιατική καταστροφή μία περιοχή ΒΑ πλευρά του λόφου (κοντά στην Αμερικανική Πρεσβεία), διατέθηκε για στέγαση προσφύγων και εκεί κτίστηκε την περίοδο 1933-1936, ένα συγκρότημα επτά "προσφυγικών πολυκατοικιών" με 120 διαμερίσματα, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Κ. Λάσκαρη.

Στη νότια πλευρά του λόφου και κάτω από τον Αι-Γιώργη, το 1926 εγκαταστάθηκαν τα πυροβολεία, τα οποία έκτοτε ρίχνουν τις 21 εορταστικές, χαιρετιστήριες βολές κάθε Πρωτοχρονιά και στις εθνικές εορτές. Όπως όμως διαβάζουμε στο βιβλίο του Γ. Καιροφύλλα «Η ωραία Νεάπολις και τα παρεξηγημένα Εξάρχεια», «σ'ολόκληρη την προπολεμική, αλλά και μεταπολεμική Αθήνα, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1960, οι Αθηναίοι ξυπνούσαν με τα κανόνια της ανατολής του ήλιου και το απόγευμα τη δύση, άκουγαν πάλι τις κανονιές και έβγαζαν το συμπέρασμα ότι ήταν η ακριβής ώρα της δύσης».

Ο Αη-Γιώργης του Λυκαβητού
Ο Αη-Γιώργης του Λυκαβητού

Τη δε περίοδο 1929-1934, με πρωτοβουλία του Αλ. Παπαναστασίου, κατασκευάστηκε στον Λυκαβηττό ο Φάρος της Ειρήνης, με την ευκαιρία του Συνεδρίου Ειρήνης που γινόταν στην Αθήνα. Ήταν στον περίβολο του ναού του Αι-Γιώργη και τον άναβε κάθε βράδυ ο ασκητής μπάρμπα-Μανώλης (Εμμανουήλ Λουλουδάκης). Όμως ο φάρος αυτός κάθε άλλο παρά... ειρήνη έφερνε μεταξύ του Αλ. Παναναστασίου και του δημάρχου Σπ. Μερκούρη, οι οποίοι διαπληκτίζονταν συνέχεια για τη μεγάλη κατανάλωσή του σε ηλεκτρικό ρεύμα. Καταστράφηκε το 1941 από τους Γερμανούς. Το 1931 κτίστηκε στο δρόμο προς το εκκλησάκι, το πρώτο αναψυκτήριο, η «Πράσινη Τέντα», και εδώ και λίγους μήνες λειτουργεί ξανά, όμορφα ανακαινισμένη και υπό νέα διεύθυνση.

Αναψυκτήριο, η Πράσινη Τέντα
Αναψυκτήριο, η Πράσινη Τέντα

Μεταξύ της Πράσινης Τέντας και του ιερού ναού των Αγ. Ισιδώρων βρίσκεται το καταφύγιο του Λυκαβηττού, το οποίο κατασκευάστηκε το 1936, με πρωτοβουλία του Μεταξά ο οποίος, προβλέποντας την αναπόφευκτη εμπλοκή της Ελλάδος στον Πόλεμο και έχοντας τη βεβαιότητα ότι στην επερχόμενη διαμάχη ο σημαντικότερος κίνδυνος θα ήταν οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί, είχε εκπονήσει σχέδιο για την πολιτική προστασία του πληθυσμού καθώς και των νευραλγικών υπηρεσιών. Βάσει νόμου, ο οποίος ίσχυε έως το 1956, ήταν υποχρεωτική η κατασκευή καταφυγίων, τόσο στις νεο-ανεγειρόμενες πολυκατοικίες όσο και σ' όλους τους δημόσιους χώρους και ιδιαίτερης σημασίας σημεία της χώρας. Τότε φτιάχτηκε το καταφύγιο του Λυκαβηττού, σε βάθος 100 μέτρων, με σκοπό να φυλαχθούν εκεί τα αρχεία του κράτους ή να βρουν καταφύγιο υψηλά πρόσωπα, σε περίπτωση κινδύνου. Έχει δύο εισόδους που καταλήγουν στην κεντρική μεγάλη αίθουσα, όπου στεγάστηκε το Αρχηγείο Αντιαεροπορικής Άμυνας για τις ανάγκες του πολέμου του 1940. Σήμερα ο χώρος ανήκει στην Πολιτική Σχεδίαση Εκτάκτων Αναγκών του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και υπάγεται στο Αστυνομικό Τμήμα Κολωνακίου.

Την περίοδο 1961-1964, άρχισαν έργα της τουριστικής αξιοποίησης του λόφου, και ένα απ' αυτά ήταν το Τελεφερίκ, με αφετηρία στην συμβολή των οδών Πλουτάρχου και Αριστίππου το οποίο πρωτολειτούργησε το 1965 και διανύει μία διαδρομή 210 μέτρων. Τα έργα αυτά είχαν προκαλέσει μεγάλο θόρυβο από τις αντιδράσεις διακεκριμένων αρχιτεκτόνων, οι οποίοι υποστήριζαν ότι ο Λυκαβηττός δεν έπρεπε να «φορτωθεί» με κοσμικά κέντρα διασκεδάσεως, ούτε να πέσει θύμα της αξιοποίησης των πάντων.

Ο δε ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος είχε χαρακτηρίσει τον Λυκαβηττό «φυσικό αριστούργημα γλυπτικής και αρχιτεκτονικής» όταν συμμετείχε στη δημόσια συζήτηση που έγινε το 1962 από το Τεχνικό Επιμελητήριο για τα έργα του ΕΟΤ, είχε ταχθεί κατά οιασδήποτε επεμβάσεως στον λόφο. Αλλά, τόσο αυτός όπως και πολλοί άλλοι δεν εισακούστηκαν.

Οι λάτρεις της φύσης και οι δεινοί περπατητές, αγνοώντας το Τελεφερίκ μπορούν να φτάσουν την κορυφή απολαμβάνοντας μία πανέμορφη διαδρομή ανάμεσα στα πευκοσκέπαστα μονοπάτια με τη πλούσια βλάστηση. Και για τους πιο... τεμπέληδες ή αγύμναστους πάντα υπάρχει η επιλογή του δρόμου, ο οποίος καταλήγει στο parking, κοντά στο Θέατρο.

Με όποιο τρόπο κι αν βρεθεί όμως κανείς εκεί πάνω μαγεύεται το ίδιο από την υπέροχη θέα. Αν και τα πεζούλια, μπροστά στο κατάλευκο εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου που θυμίζει Κυκλάδες, είναι συνήθως γεμάτα κόσμο και τα κλικ των μηχανών παίρνουν φωτιά, την ώρα της δύσης απλώνεται μία παράξενη ησυχία και γαλήνη.

Ο Ναός του Αγίου Γεωργίου.

Είν’ ένα εκκλησάκι ψηλό, ψηλό, ψηλό
σαν κάνω το σταυρό μου με τον Θεό μιλώ
Τη θάλασσα αγναντεύω ψηλά, ψηλά, ψηλά
τα πόδια της Αθήνας φιλά, φιλά, φιλά
Άγιε μου Γιώργη Λυκαβηττέ μου
στ’ άσπρο σου τ’ άλογο καμαρωτέ μου
Άγιε μου Γιώργη κάνε του θαύμα σου
και θα σου φέρω εγώ το τάμα σου [...]"

Το χιλιοτραγουδισμένο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου βρίσκεται στο σημείο όπου λέγεται ότι κατά την αρχαιότητα, ήταν ο ναός του Ακραίου Δία. Χτίστηκε τον 18ο αιώνα στην θέση μίας μικρής βυζαντινής εκκλησίας που υπήρχε από τα χρόνια του Μεσαίωνα, η οποία  εμφανίζεται από τον 17ο αιώνα σε σχέδια και κείμενα ξένων περιηγητών, όπως του Γάλλου γιατρού από την Λυών Jacob Spon το 1678, αλλά και του P. Coronelli το 1687.

Το εκκλησάκι φαίνεται πως ανασύρθηκε από την αφάνεια από τον Γιαννούλη Κορομηλά, όπως διαβάζουμε στα «Αθηναϊκά», από τον Ελ. Σκιαδά. «Ο Γιαννούλης Κορομηλάς, γιος του πρωταγωνιστή της ελληνικής επανάστασης Χατζηλάμπου Κορομηλά, ή Κόσκορη, ακολουθώντας προφανώς το δρόμο του ασκητισμού, εργάστηκε σκληρά για να αναστηλώσει το εκκλησάκι από τα ερείπιά του».

Ο Αη-Γιώργης του Λυκαβηττού
Ο Αη-Γιώργης του Λυκαβηττού

Αρχικά βοηθός και αργότερα διάδοχος του Κορομηλά ήταν ένας καλόγερος από την Κρήτη, ο Εμμανουήλ Λουλουδάκης, γνωστός ως μπαρμπα-Μανώλης. Αν και ήταν ιερομόναχος, ποτέ δεν φόρεσε ράσα. Έμεινε ασκητής πάνω στον λόφο, για 50 περίπου χρόνια σ' ένα δωματιάκι δίπλα στην εκκλησία. Και όπως γράφει ο κος Σκιαδάς στα «Αθηναϊκά», «Εκείνος μετέτρεψε τον σαθρό ναΐσκο σε λαμπρό λιθόκτιστο, τρίκογχο και τρισύνθετο ναό, από τους αποκαλούμενους τρισυπόστατους. Μετατράπηκε σε φύλακα του λόφου και τον έσωσε από τα φουρνέλα των πετράδων που έτειναν να τον ισοπεδώσουν. Όπως φαίνεται, είχε τη στήριξη της βασίλισσας Όλγας μετά το 1865, γιατί ήταν μια αγαπημένη της τοποθεσία, όπου πήγαινε συχνά. Με δικό της έγγραφο αναγνωρίστηκε ως επίσημος επίτροπος του ναού, παρά τις αντιδράσεις των επιτρόπων του ναού της Μεταμόρφωσης, του οποίου ήταν παρεκκλήσι ο Αϊ-Γιώργης. Ο γέρο Λουλουδάκης έφυγε από τη ζωή το 1901 και κηδεύτηκε στον τάφο που ο ίδιος είχε ετοιμάσει δίπλα στην εκκλησία». Το μνήμα του μπορεί να το δει σήμερα κανείς ανεβαίνοντας τα σκαλιά προς την εκκλησία από τη δεξιά της πλευρά.

Όσον αφορά την αρχιτεκτονική του τεχνοτροπία το εκκλησάκι αποτελεί καμαροσκέπαστη, τρίκλιτη, βασιλική, με παρεκκλήσια του Αγ. Κωνσταντίνου και του Προφήτη Ηλία. Το 1902, ο μεγαλοεπιχειρηματίας Νικόλαος Θων χρηματοδότησε την ανέγερση ενός μεγαλοπρεπούς καμπαναριού, μπροστά από την εκκλησία, όπου τοποθετήθηκε μία μεγάλη ρώσικη καμπάνα που είχε δωρίσει στον ναό η βασίλισσα Όλγα, η οποία ήταν συχνή επισκέπτρια. Στον εξώστη και γύρω από το καμπαναριό μαζεύεται ο κόσμος για να θαυμάσει την υπέροχη θέα.

Ο ιερός ναός των Αγίων Ισιδώρων

Στη νοτιοδυτική πλαγιά του λόφου, πάνω στον δρόμο και λίγο πριν την «Πράσινη Τέντα», υπάρχει το γραφικό και πολύ εντυπωσιακό εκκλησάκι των Αγίων Ισιδώρων, ή του Αγίου Σιδερέα, όπως το αποκαλούσαν παλιά οι κάτοικοι της Νεάπολης, το οποίο βρίσκεται στην κυριολεξία μέσα στα σπλάχνα των βράχων.

Οι πληροφορίες για το πότε και γιατί κτίστηκε ο αρχικός ναός δεν είναι πολλές. Ο καθηγητής θεολογίας και ιστορικός Χρήστος Ενισλείδης, αναφέρει ότι σύμφωνα με μία παράδοση η αφορμή της ίδρυσής του ήταν η ανεύρεση μέσα στη σπηλιά λευκών, από το χρόνο, οστών κάποιου ασκητού, που είχε στο στήθος του την εικόνα των Αγίων Ισιδώρων - τον Πηλουσιώτην και τον εν Χίω. Σύμφωνα με μία άλλη, ο ναός ήταν τόπος μελέτης και περισυλλογής των Πατέρων της εκκλησίας, Βασιλείου του Μεγάλου και Γρηγορίου του Θεολόγου, όταν σπούδαζαν στην Αθήνα, κατά τον 4ο αιώνα. Υπάρχουν επίσης αναφορές για την εύρεση τάφων ρωμαϊκών και παλαιοχριστιανικών χρόνων στην περιοχή, γεγονός που οδηγεί τον καθηγητή Ενισλείδη στο συμπέρασμα ότι ο χριστιανικός ναός «ιδρύθη πλησίον μεγάλου νεκροταφείου ρωμαϊκών χρόνων, εσυνεχίσθη δε παρ'αυτο και η ταφή των πρώτων εν Αθήναις Χριστιανών».

Ι.Ν. των Αγίων Ισιδώρων
Ι.Ν. των Αγίων Ισιδώρων

Ο ναός, αφιερωμένος εκτός από τον Αγ. Ισίδωρο, στην Αγία Μυρόπη ή Μερόπη, στον Άγιο Ισίδωρο τον Πηλουσιώτη και στον Άγιο Γεράσιμο, ήταν μία από τις ελάχιστες εκκλησίες που είχε η Αθήνα όταν έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Το σημερινό εκκλησάκι, κτίστηκε στη θέση παλαιότερου, το οποίο κάηκε το 1929 από αμέλεια του νεωκόρου, αλλά κτίστηκε ξανά αμέσως με την συνδρομή των περιοίκων και δαπάνες του μηχανικού Κ. Κωττάκη. Από το 1937 γνώρισε μεγάλη ακμή μέχρι τα χρόνια της γερμανο-ιταλικής κατοχής κατά την διάρκεια των οποίων συλήθηκε από τους Ιταλούς και του απαγορεύτηκε η λειτουργία του.

Το ιερό της εκκλησίας είναι κυριολεκτικά μέσα στη σπηλιά και τα όρια του βράχου, σε σχέση με το υπόλοιπο κτίσμα, είναι ασαφή και όχι εύκολα αντιληπτά. Η ατμόσφαιρα του χώρου είναι μυστηριακή με το φυσικό στοιχείο να συνυπάρχει αρμονικά με το τεχνητό, χωρίς κάποιο να υπερισχύει του άλλου αλλά και τα δύο μαζί να παρουσιάζουν μία μοναδική, ενιαία εικόνα.

Διαβάζοντας δε το κείμενο μίας πινακίδας, που υπήρχε (τώρα έχει δοθεί για συντήρηση) στο εσωτερικό του ναού, στο παρεκκλήσι του Αγ. Γεράσιμου, μας έρχονται στο μυαλό όλες οι ιστορίες που έχουμε ακούσει για τις στοές που υπάρχουν στον Λυκαβηττό και τους θρύλους που τις συνοδεύουν και εξάπτουν τη φαντασία. «Η οπή που φαίνεται στο ιερό του παρεκκλησίου του Αγίου Γερασίμου, που κτίστηκε στα τέλη του 20ου αιώνα, οδηγούσε ως το Γαλάτσι και από κεί μέσα από άλλη οπή έφθανε ως την Πεντέλη. Έτσι διέφευγαν οι Έλληνες την καταδίωξη των Τούρκων…»

Αρχιμανδρίτης Δαμασκηνός Βελισάριος

Στον περίγυρο του ναού υπάρχει το σπήλαιο του Αγίου Αριστείδη, ο οποίος διωκόμενος από τους Ρωμαίους, είχε βρει καταφύγιο σε μία σπηλιά κοντά στο εκκλησάκι των Αγίων Ισιδώρων.

Τα τελευταία χρόνια τόσο στο εσωτερικό του ναού όσο και στον εξωτερικό χώρο έχουν γίνει πολλά έργα επισκευής, συντήρησης, αναμόρφωσης και εξωραϊσμού χάρη στις άοκνες προσπάθειες του ιερέα της εκκλησίας, π. Δημητρίου Λουπασάκη, καθώς και στην πολύτιμη συμμετοχή και συνεργασία πολλών νέων ανθρώπων αλλά και των παλαιότερων. Όμως η αναβάθμιση του ναού δεν αφορά μόνο το υλικό κομμάτι, αλλά και το πνευματικό. Θείες Λειτουργίες, που γίνονται εκτός από κάθε Κυριακή και σε όλες τις μεγάλες εορτές, πολλές ιερές αγρυπνίες, πολιτιστικές εκδηλώσεις και συνάξεις, έκδοση περιοδικού στο οποίο αρθρογραφούν επιστήμονες πολλών ειδικοτήτων, δημιουργία ιστοσελίδας στο διαδίκτυο, ζωντανή ραδιοφωνική αναμετάδοση των λειτουργιών είναι μερικές από τις «πνευματικές» δράσεις του ναού, οι οποίες χαίρουν της μεγάλης ανταπόκρισης των πιστών και των πολλών επισκεπτών.

Το εκκλησάκι μαζί με τον όμορφα διαμορφωμένο, κατάφυτο περιβάλλοντα χώρο, θυμίζουν  χωριουδάκι και αποτελούν μία πραγματική όαση ομορφιάς και γαλήνης μέσα στην καρδιά του βράχου, λίγα μόλις μέτρα πάνω από την Αθήνα. Απ' όπου κι αν σταθείς, η θέα η μαγευτική και δύσκολα μπορεί κάποιος να αντισταθεί στον πειρασμό και να μην κάτσει κάτω από την σκιά των δένδρων ν' απολαύσει το καφεδάκι που προσφέρεται από την εκκλησία, αφήνοντας το μυαλό να ταξιδέψει και την ψυχή ν' αγαλλιάσει και να ηρεμήσει.

Και είναι απόλυτα δικαιολογημένη η απόφαση πολλών ζευγαριών να ξεκινήσουν από εκεί τον... έγγαμο βίο τους!

Το θέατρο του Λυκαβηττού

Όπως ήδη αναφέρθηκε ο Λυκαβηττός είχε αρκετά νταμάρια λόγω της συνεχούς λατόμευσης. Μέσα σ' ένα απ' αυτά είχε στηθεί το 1936, από την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (ΕΟΝ) του Ι. Μεταξά, το «Θέατρον ΝΕΟΝ» και εκεί ανέβαιναν, μέχρι περίπου την έναρξη του πολέμου, παραστάσεις με θέματα παρμένα από την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.

Το 1965, αφού είχε απαγορευτεί διά νόμου η λατόμευση, εγκαινιάστηκε στο ίδιο σημείο, στο κέντρο του λατομείου, το μεταλλικό λυόμενο θέατρο χωρητικότητας 3000 θέσεων, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Τ. Ζενέτου και πρωτοβουλίας της ηθοποιού Άννας Συνοδινού, η οποία πρωταγωνίστησε, σαν Αντιγόνη, στην ομώνυμη και πρώτη παράσταση που δόθηκε εκεί, τον Ιουνίου του 1965.

Το Θέατρο του Λυκαβηττού
Το Θέατρο του Λυκαβηττού

Το 1998 το θέατρο χαρακτηρίστηκε «ιστορικό διατηρητέο μνημείο και σύγχρονη κατασκευή άριστα ενταγμένη στο φυσικό περιβάλλον», αλλά η ιστορία του δεν ήταν ανέφελη. Βίωσε χούντα, φωτιά (1970), φθορά, εγκατάλειψη και σφράγισμα, μέχρι νεοτέρας. Πρόσφερε όμως στο μουσικόφιλο και φιλοθεάμον κοινό συγκλονιστικές, μαγικές και αξέχαστες νύχτες με τις συναυλίες από τα γνωστότερα ονόματα ελληνικής και ξένης μουσικής και υπέροχες θεατρικές παραστάσεις αρχαίου δράματος, όπως ήταν το όραμα της Α. Συνοδινού.

Πρόσφατα έχει αποφασιστεί η επαναλειτουργία του θεάτρου και αναμένεται με χαρά η δυναμική επάνοδός του στην πολιτιστική ζωή της Αθήνας και όχι μόνο.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Γιοχάλας Θανάσης, Καφετζάκη Τόνια. ΑΘΗΝΑ. Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία. Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, Αθήνα, 2012.
  • Δρίτσα Μαργαρίτα, ΛΥΚΑΒΗΤΤΟΣ ΚΑΙ ΔΕΞΑΜΕΝΗ. Ανθρώπινες Ροές. Εκδόσεις Φερενίκη, Αθήνα, 2004
  • Καιροφύλας Γιάννης, Η ωραία ΝΕΑΠΟΛΙΣ και τα παρεξηγημένα ΕΞΑΡΧΕΙΑ, Εκδόσεις ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ, Αθήνα 2002.
  • Καιροφύλας Γιάννης, ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΕΡΙΧΩΡΩΝ, Εκδόσεις ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ, Αθήνα, 1995.
  • Παππάς Α. Αναστασίου, ΚΟΛΩΝΑΚΙ-ΛΥΚΑΒΗΤΤΟΣ. Ενας σύντομος ιστορικός περίπατος στο παρελθόν. Εκδόσεις Συλλόγου των Αθηναίων, Αθήνα, 1991

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ