Life in Athens

Ιστορίες ηλικιωμένων αστέγων από την Εστία Αθηνών

Πώς περνάει η ζωή στον ξενώνα και πώς βλέπουν το μέλλον οι ηλικιωμένοι που φιλοξενούνται εκεί

4669-35224.jpg
Τάκης Σκριβάνος
ΤΕΥΧΟΣ 766
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Αστεγος
© Μαρία Μαρκέζη

Ρεπορτάζ στην Εστία των Αθηνών που φιλοξενεί αστέγους μεγάλης ηλικίας. Τι λένε οι ηλικιωμένοι άστεγοι.

Eίχα πάντα μια ανησυχία για τη μητέρα μου. Άκουγα ότι μια γειτόνισσα γλίστρησε κι έσπασε το πόδι της και της έλεγα να προσέχει. Έβλεπα στην τηλεόραση ότι κάποιοι μπήκαν στο σπίτι μιας ηλικιωμένης γυναίκας, τη χτύπησαν και την έκλεψαν, και το έκανα εικόνα. Κι όταν, πηγαίνοντας στη δουλειά, έβλεπα κάθε μέρα σε ένα σκαλοπάτι μια γυναίκα γύρω στα 75, άστεγη και ταλαιπωρημένη, με δυο τρεις σακούλες τριγύρω που ήταν όλα της τα υπάρχοντα, φανταζόμουν τη μάνα μου στη θέση της και με έπιανε απελπισία. Οι άστεγοι μεγάλης ηλικίας είναι από τις πλέον ευάλωτες ομάδες, ωστόσο, μόλις δύο ξενώνες στην Αττική απευθύνονται σε αυτές τις ανάγκες. Το υπνωτήριο του Ομίλου Unesco Πειραιώς και Νήσων, στον Πειραιά, και η Εστία των Αθηνών, στην οδό Πατησίων 221, κοντά στην πλατεία Κολιάτσου.

Στους ξενώνες αστέγων, γενικά, και επειδή οι θέσεις είναι λιγότερες από τις ανάγκες, ισχύει το εξής: Ο ωφελούμενος μπορεί να μείνει για έξι μήνες, με μια παράταση ακόμη επιπλέον μηνών εάν κριθεί απαραίτητο. Στην Εστία τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ένας άνθρωπος 70 χρονών πώς να επανενταχθεί; Έτσι, το πιθανότερο είναι ότι θα μείνει εδώ έως το τέλος της ζωής του. Η Εστία των Αθηνών λειτουργεί από το 2010 και πρόσφατα ανακαινίστηκε. Κάθε δωμάτιο διαθέτει τη δική του plasma τηλεόραση, σε κάθε έναν από τους πέντε ορόφους υπάρχει κοινόχρηστο ψυγείο, μπήκαν καινούργια έπιπλα στο καθιστικό και στην τραπεζαρία. Μια παρηγοριά στα μεγάλα που αντιμετωπίζουν οι 26 ωφελούμενοι, εκ των οποίων ο μεγαλύτερος είναι 83 ετών. Είναι 22 άνδρες και 4 γυναίκες, ανάμεσά τους και ένα ζευγάρι, με τον καθένα να έχει το δικό του δωμάτιο, εκτός από το ζευγάρι που μένει μαζί.

Ο Μάκης Κυριαζής, 62 ετών, ζει εδώ από το 2014. Τον ρωτάω αν μπορώ να αναφέρω το όνομά του. «Έχω δυο παιδιά, δυο αγόρια, που ζουν στην Κύπρο, 23 και 26 ετών. Δεν ξέρουν ότι ζω εδώ. Ξέρουν μόνο ότι είμαι στην Αθήνα και είμαι καλά. Μιλάμε στο τηλέφωνο κάθε μέρα. Παλεύω να τους το πω, αλλά δεν ξέρω πώς. Πέρυσι ο ένας από τους γιους μου θα ερχόταν στην Αθήνα με την κοπέλα του και δεν ήξερα τι να κάνω, τελικά του προέκυψε ένα πρόβλημα και δεν ήρθε. Γράψε το όνομά μου, δεν πειράζει, κι αν το διαβάσει, ας το μάθει έτσι», μου απαντάει. Ο κύριος Μάκης εργαζόταν στον Δήμο Αθηναίων από το 1981 για περίπου 20 χρόνια, κάτι έγινε και παραιτήθηκε, μετά διάφορες δουλειές, οδηγός κυρίως, ήρθε και η κρίση –«αλλά δεν φταίνε πάντα οι άλλοι, φταίμε κι εμείς», λέει– κι έμεινε έξι μήνες στον δρόμο. «Είχα γνωρίσει και άλλους τέσσερις, καλά παιδιά όλοι τους, και κάναμε παρέα. Στα νοσοκομεία κοιμόμασταν. Ξέραμε ποιο εφημέρευε κάθε φορά και κοιμόμασταν εκεί. Πλενόμασταν σε κάποιες δομές που έδιναν αυτή τη δυνατότητα, τρώγαμε στα συσσίτια και, να στο πω κι αυτό, δεν ζητιάνεψα ποτέ». Ένας από εκείνη την παρέα, που ήτανε καλός μάγειρας, και το «καλός» το υπογραμμίζει ο κύριος Μάκης, κατάφερε και βρήκε μια δουλειά στην Τήνο και πήγε εκεί και μένει μόνιμα. Ένας άλλος έκανε αίτηση και μπήκε στην Εστία. «Μου έλεγε να έρθω κι εγώ, όμως τόσα χρόνια που δούλευα στον δήμο σκεφτόμουν ότι κάποιος θα με γνώριζε και ντρεπόμουνα, αλλά τελικά ήρθα».

Άστεγοι
© Μαρία Μαρκέζη

Πώς περνάει η ζωή στον ξενώνα; «Θα σηκωθείς, θα κάνεις το μπάνιο σου, θα βγεις μια βόλτα. Έχει φτιάξει πολύ και το φαγητό, τώρα το φέρνουνε με κέτερινγκ και είναι πολύ πιο νόστιμο, όλο κοτόπουλο έχουμε βέβαια, αλλά δεν πειράζει. Πριν τους περιορισμούς λόγω του κορωνοϊού έβγαινα πολύ έξω, είχα κάνει και φίλους στη γειτονιά και καθόμασταν σε ένα καφενείο, τα λέγαμε, κυρίως ποδοσφαιρικά». Ο κύριος Μάκης, ο οποίος έχει παίξει ποδόσφαιρο στον Απόλλωνα Αθηνών και στον Ολυμπιακό Βόλου, λέει ότι πότε-πότε ζητάει από τους γιους του και του στέλνουν κανένα φράγκο, όπως και η αδερφή του. «Όμως μας έχουνε κόψει το ΚΕΑ (Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα) και πολλοί δεν έχουνε να πάρουνε ούτε ένα ξυραφάκι να ξυριστούνε, δυσκολεύονται ακόμα και με τα φάρμακα, και για εκείνα τα ένα-δυο ευρώ της συμμετοχής. Απορώ», λέει ο κύριος Μάκης, «με ποιο σκεπτικό μας το κόψανε». Για την ιστορία, το ΚΕΑ έχει κοπεί για όσους φιλοξενούνται σε δομές, με το σκεπτικό ότι έχουν ύπνο, φαγητό και όσα χρειάζονται. Μιλάμε για 100 ευρώ μετρητά και άλλα τόσα σε κάρτα για ψώνια. Για το μέλλον, ο κύριος Μάκης περιμένει να βγει η σύνταξή του. «Αν είναι καλή, οπωσδήποτε θα φύγω από τον ξενώνα, θα κοιτάξω να νοικιάσω ένα σπιτάκι. Γιατί αν μείνεις πολύ καιρό εδώ γκετοποιείσαι, δεν μπορείς πια να μείνεις μόνος σου, φοβάσαι, έτσι νομίζω».

Ένοικος του ξενώνα και η κυρία Ζ.Μ., η οποία προτιμάει να μην αναφερθεί το όνομά της, παρότι η κόρη της γνωρίζει ότι ζει εδώ. «Φυσικά και έχω σχέση με την κόρη μου. Πριν την καραντίνα πήγαινα από το σπίτι της καμιά Κυριακή, μαγείρευα, έφερνα και εδώ φαγητό. Δεν της αρέσει που είμαστε εδώ με τον σύζυγό μου, ήθελε να πάμε μαζί της, αλλά καταλαβαίνεις τώρα, δεν θέλαμε να γίνουμε βάρος. Όμως της λέμε καλά λόγια για τη ζωή μας εδώ πέρα και λιγάκι το έχει ξεπεράσει». Η κυρία Ζ.Μ. δούλευε όλα της τα χρόνια, όπως και ο άντρας της, ο οποίος ήταν ελαιοχρωματιστής. Όταν ήρθε η κρίση και το τηλέφωνο έπαψε να χτυπάει για δουλειά, η ζωή τους έφερε εδώ τον Μάρτιο του 2015. 66 ετών εκείνη, 72 ο σύζυγος, ο οποίος είναι καρκινοπαθής. Στην αρχή, λέει, ήταν δύσκολα. Μετά συνηθίζεις. «Ανθρώπους καλούς έχουμε, εννοώ από προσωπικό, τη ζέστη μας την έχουμε, με κάποιους κάνουμε παρέα, με κάποιους λιγότερο, είναι σαν μια οποιαδήποτε πολυκατοικία, δεν μπορείς να είσαι φίλος με όλους», λέει.

Στο ΚΕΑ αναφέρεται και η κυρία Ζ.Μ. Υπάρχουν άνθρωποι, λέει, που δεν έχουν ούτε τσιγάρο να καπνίσουν. «Το θέμα θα λυθεί πολύ γρήγορα, βρίσκεται ήδη στη Βουλή», ενημερώνει ο πρόεδρος του Κέντρου Υποδοχής και Αλληλεγγύης Δήμου Αθηναίων, Γρηγόρης Λέων. «Είναι ένα παράδοξο αυτό, να παίρνουν το ΚΕΑ όσοι διέθεταν πιστοποιητικό απορίας και αστεγίας, αλλά όχι οι φιλοξενούμενοι σε κάποιον ξενώνα αστέγων. Ήταν και ένα αντικίνητρο σε όσους ανθρώπους πλησιάζαμε στο δρόμο προτείνοντάς τους να ενταχθούν σε κάποια δομή, διότι ήταν κάποια χρήματα που δεν θα έπαιρναν πλέον. Τόσο εγώ όσο και ο δήμαρχος, Κώστας Μπακογιάννης, θέσαμε το θέμα στο υπουργείο Εργασίας, υπήρξαν γρήγορα αντανακλαστικά και το θέμα θα λυθεί διά νόμου τις επόμενες ημέρες», λέει ο κ. Λέων. 

Οι ένοικοι της Εστίας είναι άνθρωποι οικονομικά άποροι και άστεγοι, κάποιοι πέρασαν από τον δρόμο, κάποιοι όχι. Όπως λένε η ψυχολόγος της Εστίας, Θεοδώρα Πουλή, και η κοινωνική λειτουργός, Εύα Βαρδάρη, νέες κοπέλες και οι δύο, οι περισσότεροι θα μείνουν εδώ μέχρι το τέλος. Εκτός αν αποφασίσει από μόνος του κάποιος να φύγει, αν έχει τη δυνατότητα, αν υπάρχει σοβαρός λόγος ασθένειας ή ανάγκη για παραπομπή σε κάποιο γηροκομείο. Οι σχέσεις μεταξύ τους είναι σχέσεις καθημερινότητας. Κάνουν παρέες των δύο-τριών ατόμων, πότε-πότε τσακώνονται, αλλά και θα βοηθήσουν ο ένας τον άλλον όταν χρειαστεί. Κάπως «μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε», λένε οι κυρίες Πουλή και Βαρδάρη. Επίσης, πολλές φορές αποδίδουν όλα τους τα προβλήματα στον ξενώνα, στο γεγονός ότι ζουν εδώ, ξεχνώντας ότι και έξω όλα τα πράγματα στη ζωή των ανθρώπων δεν είναι ρυθμισμένα. Οι δε σχέσεις με το οικογενειακό τους περιβάλλον, κάποιες φορές είναι διαταραγμένες, άλλοτε δεν θέλουν οι ίδιοι πολλές επαφές, να βλέπουν τους δικούς τους, θεωρώντας ξεπεσμό τη διαμονή τους εδώ.

Το να ζει κανείς σε έναν ξενώνα είναι από μόνο του επώδυνο, πολύ περισσότερο όταν είναι μιας μεγαλύτερης ηλικίας, λένε η ψυχολόγος και η κοινωνική λειτουργός. Το πιο δύσκολο είναι να δώσεις στους ανθρώπους στόχους και κίνητρα, ακόμα και για την καθημερινότητα, ακόμη κι αν υπάρχει ένα πρόβλημα υγείας για να το παλέψουν – αισθάνονται ξοφλημένοι. Ωστόσο, ακόμη κι αν δεν υπάρχει ελπίδα με την ξεκάθαρη έννοια, συνυπάρχει πολλές φορές και η πίστη ότι κάτι μπορεί να αλλάξει. Ειδικά οι πιο νέοι έχουν μεγαλύτερες προσδοκίες από τη ζωή και το μέλλον, ενώ δύο από τους ωφελούμενους της Εστίας εργάζονται σε προγράμματα του ΟΑΕΔ.

Τελευταίο τσιγάρο με την κυρία Ζ.Μ. Τη ρωτάω πώς βλέπει το μέλλον. «Δεν μπορώ να δω τίποτα. Πρέπει πρώτα να δούμε πώς θα εξελιχθεί η υγεία του άντρα μου. Αν πάνε όλα καλά, και πάρω και τη σύνταξή μου, θα φύγουμε, θα νοικιάσουμε ένα σπιτάκι, ας είναι κι ένα δωμάτιο, κοντά στην κόρη μου. Αν τα πράγματα δεν πάνε καλά, δεν ξέρω, ίσως να μείνω για πάντα εδώ».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ