Life in Athens

Ζωντανός στο Zonar's

Αυτές οι 24 ιστορίες είναι η ζωή μου σε 24 καρέ

4831-35211.jpg
Γιώργος Παυριανός
ΤΕΥΧΟΣ 621
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
362145-749437.jpg

Όλο το χειμώνα του 2007, τον είχα περάσει σαν την αρκούδα, σε χειμερία νάρκη. Οι πόνος από το χαμό του πατέρα μου και της αδελφής μου, τα προηγούμενα χρόνια, δεν έλεγε να περάσει. Καθόμουν σπίτι και έγλειφα τις πληγές μου. Δεν ήθελα να κάνω τίποτα, κοιμόμουν συνέχεια και όταν ξυπνούσα έκλαιγα. Την άνοιξη άλλαξα σπίτι, νοίκιασα ένα δώμα στο Παγκράτι, κλείστηκα μέσα και δεν έβλεπα κανένα. Από δουλειά μηδέν, μόνο ένα τραγούδι για τον Νταλάρα είχα γράψει, με τίτλο «Η Ελλάδα καίγεται», σε μουσική του Κυριάκου Παπαδόπουλου. Δεν ήξερα όμως, θα το βάλει στο δίσκο, δεν θα το βάλει; 

Τελικά μπήκε, ο δίσκος κυκλοφόρησε στις 29 Ιουνίου, ανήμερα στα γενέθλιά μου. Πήρα λίγο τα πάνω μου και το βράδυ πήγαμε στον «Ανταίο», με την Τζέλλα Παυλάκου και τον Στάμο Σέμση, για να γιορτάσουμε και τα δύο, κυκλοφορία δίσκου και γενέθλια. Η νύχτα ήταν ζεστή, καθίσαμε έξω, κάτω από τα δέντρα, φάγαμε, ήπιαμε, η αγαπημένη Τζέλλα είχε φέρει μια τούρτα σοκολάτα, έσβησα τα κεράκια και πήραμε από ένα κομμάτι για να φάμε. Τρώω την πρώτη κουταλιά, «πολύ τραγανή είναι αυτή η σοκολάτα» λέω και την ίδια στιγμή έρχεται τρέχοντας ο φίλος μας ο Χάρης Κωνστάντιος που δούλευε εκεί, «Μην την φάτε!» μας λέει. «Γιατί;» «Κοιτάξτε πάνω στα δέντρα!» Κοιτάμε και τι να δούμε; Στάχτες έπεφταν σαν βροχή και πασπάλιζαν την τούρτα! Είχε πάρει φωτιά η Πάρνηθα και ο αέρας είχε μεταφέρει τα αποκαΐδια μέχρι τον «Ανταίο». Αυτό που εγώ νόμιζα τραγανή σοκολάτα ήταν καρβουνιασμένες πευκοβελόνες από την κατακαημένη Πάρνηθα! «Παύρη, είμαι σίγουρος ότι εσύ έβαλες τη φωτιά, για να διαφημίσεις το τραγούδι σου» μου λέει γελώντας ο Σέμσης, αλλά η κάπνα είχε πλέον εξαπλωθεί παντού, δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε, αναγκαστήκαμε να μπούμε μέσα στο μαγαζί.

Ήμουν που ήμουν τα χάλια μου, το περιστατικό αυτό με έκανε χειρότερα. Όλο το καλοκαίρι η Ελλάδα καιγόταν απ’ άκρου εις άκρον και το τραγούδι μου δεν είχε παιχτεί ούτε μια φορά στα ραδιόφωνα, στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σκοινί. Μέχρι το φθινόπωρο είχα πέσει στα Zanax. Καθόμουν μπροστά στην τηλεόραση κόκαλο και παρακολουθούσα την κηδεία του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, την εκλογή του Σαρκοζί, την παραίτηση του Μπλερ, την επανεκλογή του Κώστα Καραμανλή, τέτοια ευχάριστα.

«Μα τόσο γκαντέμης είμαι;» λέω ένα βράδυ στη φίλη και κουμπάρα μου Μανίνα Ζουμπουλάκη, που με είχε πάρει τηλέφωνο. «Εντάξει μωρέ, δεν φταις εσύ που έγραψες ένα προφητικό τραγούδι. Είσαι σαν την Κασσάνδρα» προσπάθησε να με παρηγορήσει. «Παύρη Κασσάνδρα!» της λέω και για πρώτη φορά, μετά από πολλούς μήνες, άρχισα να γελάω. «Θέλεις», μου λέει η Μανίνα, «να πάμε το βράδυ σε ένα πάρτι που κάνει η Athens Voice; Θα είναι όλοι οι φίλοι μας εκεί, ο Γιάννης Νένες, ο Γιώργος Πανόπουλος, ο Φώτης Γεωργελές, η Σταυρούλα Παναγιωτάκη...» «Α, παπαπά, βαριέμαι. Έχω πάρει και ένα Zanax, θα κάτσω σπίτι να δω τηλεόραση» «Έλα μωρέ, βγες λίγο έξω να ξεσκουριάσεις! Θα μιλήσεις και με τα παιδιά, μπορεί να θέλουν να συνεργαστείς με την Athens Voice». Μόνο που το ακούω, φρικάρω. «Δεν θα γράψω ποτέ ξανά σε έντυπο!» λέω, αλλά βαθιά μέσα μου νιώθω μια νοσταλγία για την εποχή που δουλεύαμε όλοι μαζί παρέα στα περιοδικά. «Έλα, ένα ποτάκι θα πιούμε, εγώ δεν κάνει να πιω παραπάνω». «Γιατί;» «Δεν στο είπα; Είμαι έγκυος!» «Αγάπη μου! Μόνο για σένα θα έρθω, να σου δώσω ένα γλυκό φιλί!»

Πήγαμε λοιπόν στο πάρτι και, θες από το Zanax, θες από τη δυνατή μουσική, θες από τα ποτά, θες από όλα αυτά μαζί, έγινα γκολ. Βλέπω τον Γιάννη Νένε, είναι αρχισυντάκτης στην εφημερίδα, αγκαλιές, φιλιά, ο Γιάννης είναι ο σοφός μου γρύλος, με αγαπάει και μου δίνει πάντα σωστές συμβουλές σε ό,τι κάνω. «Επιτέλους, η κουμπάρα σε έβγαλε από το σπίτι!» μου λέει. «Mαύρα μάτια κάναμε για να σε δούμε. Γιατί χάθηκες τόσο καιρό;» «Mεταφράζω την “Αποκάλυψη” του Ιωάννη σε δεκαπεντασύλλαβο» του λέω. «Θέλετε να τη δημοσιεύσετε σε συνέχειες στην Αthens Voice;» «Βρε Παύρη, άσε την “Αποκάλυψη” και έλα να γράψεις αυτά τα ωραία κείμενα που έγραφες παλιά στο “Κλικ”!» μου λέει ο σοφός μου γρύλος. «Απαπαπά, δεν ξαναγράφω κείμενα για κώλους και μουνιά!» «Τέλος πάντων, έλα και θα βρούμε τι θα γράψεις. Να, εκεί είναι ο Φώτης, πήγαινε και συνεννοήσου!». Βρίσκω τον Φώτη και τη Σταυρούλα, «Έλα αύριο από το γραφείο να τα πούμε με την ησυχία μας» μου λένε. Βλέπω και τον Πανόπουλο που γράφει τα ζώδια με τρομερή επιτυχία, «Άντε», μου λέει, «Ξεκουνήσου! Βγες λιγάκι από το καβούκι σου, τα άστρα είναι ευνοϊκά!» Είχα αρχίσει να τσιμπάω. «Αϊ στο διάολο!» σκεφτόμουν «Και τι κατάλαβα τόσο καιρό μακριά από τους αγαπημένους μου; Φτάνει πια το πένθος! Οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς!» Και την άλλη μέρα πήγα στη Χαριλάου Τρικούπη 22, στα γραφεία της Athens Voice.

Στην αρχή έγραφα στίχους, ένα επίκαιρο ποίημα, σε στιλ Σουρή. Εντάξει, ήταν επιτυχημένα, αλλά ένας στίχος χωρίς τη μουσική είναι μισός, όσο ενδιαφέρον και να έχει. «Γιατί δεν γράφεις μια ιστορία για το Τρίτο Πρόγραμμα;» μου λέει μια μέρα ο Νένες. «Μα, βρε αγάπη μου, εγώ γράφω ακόμα με χαρτί και μολύβι, δεν έχω υπολογιστή για να σου στείλω το κείμενο ηλεκτρονικά». «Γράψε εσύ την ιστορία, φέρ’ την και θα τη χτυπήσει η Γεωργία Σκαμάγκα, η γραμματέας μας». Έκατσα να γράψω. Από τη μια ήταν πολύ εύκολο γιατί όλα μου τα κείμενα μέχρι τώρα ήταν βιωματικά, για να καταλάβεις, όταν επρόκειτο να γράψω για το χάπι Ecstasy ας πούμε, δεν ρώταγα αυτούς που το είχαν πάρει, έπαιρνα ένα εγώ και έγραφα την εμπειρία μου. Από την άλλη, όμως, δυσκολευόμουν να αφηγηθώ μια ιστορία που είχα ζήσει χρόνια πριν. Πρώτον γιατί πολλά από τα γεγονότα δεν τα θυμόμουν πια. Ευτυχώς που ο αδελφικός μου φίλος Γιώργος Ευσταθίου και ο άνθρωπος της ζωής μου Δημήτρης Λέκκας, έχουν μνήμη ελέφαντα. Όποτε κόλλαγα τους έπαιρνα τηλέφωνο και μου έλεγαν ξεχασμένες λεπτομέρειες. Δεύτερον, έπρεπε να βρω έναν τρόπο να αφηγηθώ την ιστορία. Προτίμησα το πρώτο πρόσωπο και τον ιστορικό ενεστώτα: «Είμαι στην κουζίνα της Αλίκης και με ταΐζει ψαράκια με τα χεράκια της». Τρίτο και φαρμακερό, έπρεπε να ψάξω σε κουτιά και συρτάρια, να βρω φωτογραφίες και ό,τι άλλο για την εικονογράφηση του κειμένου. Αυτό ήταν το πιο επώδυνο, να βλέπεις παλιές φωτογραφίες, να σκαλίζεις χαρτιά και σημειώματα. Πέρναγα ώρες βλέποντας τον εαυτό μου σε διαφορετικές ηλικίες, μετάνιωσα πολλές φορές που δεν είχα βγάλει μια φωτογραφία με σημαντικούς ανθρώπους που γνώρισα, έκλαιγα όταν έγραφα για αγαπημένα πρόσωπα. Πριν ένα χρόνο κοιμόμουν, τώρα άρχιζα και θυμόμουν...

Για 7 χρόνια έκανα αυτό το flashback. Μερικά κείμενα μου έβγαιναν αμέσως, άλλα μου έπαιρναν μήνες. Τα έδινα στη Γεωργία, στραβωνόταν η καημένη μέχρι να διαβάσει το χειρόγραφο, τα χτυπούσε στο κομπιούτερ, και μετά ο Νένες καθόταν κι έκανε editing. Aυτός με καθοδήγησε σιγά-σιγά και με έμαθε τι μπαίνει σε μια ιστορία και τι δεν μπαίνει, τι έχει ενδιαφέρον και τι όχι. Μετά τους έριχνε και μια ματιά η Σταυρούλα «γιατί μας διαβάζουν και παιδιά» και τελικά πήγαινε στο ατελιέ, στους γραφίστες μας, τον Φώτη Πεχλιβανίδη, τον Sotos Anagnos και τη Moρφούλα Βογιατζόγλου, για να γίνει το layout. Η δημοσίευση της πρώτης ιστορίας άρεσε στους αναγνώστες. Και στη συνέχεια, όταν πήρα υπολογιστή και μπήκα στο fb, κάθε φορά που ανέβαζα μία, είχε θετικά σχόλια, τα περισσότερα κατέληγαν με την επωδό: «Γιατί δεν βγάζετε αυτές τις ιστορίες σε βιβλίο;» 

Αρχές του 2016, έχω σταματήσει να γράφω στην Athens Voice, μου βγήκε το εικαστικό, σχεδίασα και τύπωσα, με δανεικά που μου έδωσε ο  Βασίλης Ζούλιας, 100 συλλεκτικά ημερολόγια. Ήμουν στο φιλόξενο σπίτι του Δημήτρη Ξανθούλη και ανάμεσα στους γνωστούς και φίλους που έχουν έρθει να αγοράσουν, είναι δύο καλοί μου φίλοι, η Χριστίνα Πολίτη και ο Χρύσανθος Πανάς. «Να έρθεις να γράφεις στο Cosmopoliti» μου λέει η Χριστίνα. «Εγώ, που είμαι ερημίτης, να γίνω ξαφνικά κοσμοπολίτης; Δε νομίζω, Χριστινάκι!» «Θα σε κάνω εγώ ξεφτέρι! Θα βγαίνουμε μαζί κάθε βράδυ! Στα καλύτερα θα σε πάω!» μου λέει και νιώθω να με τυλίγει η σιγουριά του Αιγόκερου. «Να πάρεις την παρέα σου και να έρθετε στο Zonars!» μου λέει ο Χρύσανθος Πανάς και νιώθω να με τυλίγει η γοητεία του Σκορπιού. Τα έκανα και τα δύο τελικά. Άρχισα να γράφω στο Cosmopoliti, έβγαινα με τη Χριστίνα κάθε βράδυ, έγινε «η αρραβωνιάρα μου», έτσι την παρουσίαζα στους έκπληκτους φίλους μου. Και, τουλάχιστον μια φορά το μήνα έτρωγα με φίλους στο Zonars.

Ένα μεσημέρι φάγαμε με τον παλιό μου φίλο και κάποτε συγκάτοικο, Γιώργο Χρονά. «Οι ιστορίες σου μου αρέσουν, θα τις εκδώσω, ως το τέλος του μηνός θέλω να έχω τα κείμενα, βρες τίτλο, βρες εξώφυλλο, κάνε γρήγορα, δεν θα προλάβουμε!» μου λέει με το γνωστό του ύφος. Με έπιασε ένα σφίξιμο στην καρδιά, πήγα να αγχωθώ, μετά έσφιξα τα δόντια, γύρισα σπίτι, έκατσα στο γραφείο και έπιασα δουλειά. Ο Χρονάς με βομβάρδιζε με μηνύματα: «Τελείωνε!», «Πού είναι το κείμενο που λείπει;», «Aργείς πολύ και θα χάσουμε τις ημερομηνίες!». Μέσα σε 40 μέρες πήρα ιστορίες που γράφτηκαν σε διάστημα 10 χρόνων, τις διόρθωσα, τις έβαλα σε χρονολογική σειρά, όπου έβλεπα να υπάρχει χρονικό κενό έγραφα μια καινούργια, βγήκαν 24 ιστορίες, μία για κάθε ώρα της ημέρας. Ο ταλαντούχος φίλος μου Γιώργος Χαδούλης έκανε ένα εξώφυλλο, όπως το είχα φανταστεί. Βρήκα και τον τίτλο, μου άρεσε το «Ζωντανός στο Zonars», έχει μέσα δύο φορές τη λέξη «Ζω» και αναφέρει δύο πράγματα που ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα μου συμβούν: Nα είμαι ζωντανός και να πηγαίνω να τρώω στο Ζonars!

Αυτές οι 24 ιστορίες, είναι η ζωή μου σε 24 καρέ. Μπορεί να φαίνεται ότι είμαι εγώ ο πρωταγωνιστής, αλλά δεν είναι αλήθεια, εγώ είμαι ο αφηγητής, ο σκηνοθέτης. Πρωταγωνιστές είναι έτσι κι αλλιώς όλοι αυτοί οι διάσημοι άνθρωποι που εμφανίστηκαν σε διάφορες στιγμές της ζωή μου και την επηρέασαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Θα μπορούσες να ήσουν εσύ στη θέση μου και θα σε συμβούλευα να μπεις, αν θες να απολαύσεις με τη δική σου οπτική την κάθε ιστορία...  

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ