Όσα είπαμε με έναν από τους πιο επιδραστικούς στοχαστές της εποχής μας
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
15°
Η Μεγάλη Χίμαιρα του Μ. Καραγάτση έρχεται στη μικρή οθόνη: Ένα καθολικό στοίxημα
Η Μεγάλη Χίμαιρα | Το πολυσυζητημένο μυθιστόρημα του Μ. Καραγάτση έρχεται στο Εrtflix ως η πιο ακριβή παραγωγή στα χρονικά της ελληνικής τηλεόρασης
Ούτε καν κάποιος με την αυτογνωσία και τη διορατικότητα του Δημήτρη Ροδόπουλου, του άνδρα που κρυβόταν πίσω από το πιο αινιγματικό και γεμάτο παγίδες «Μ.» μπροστά από το «Καραγάτσης», δεν θα μπορούσε να προβλέψει τη διαχρονικότητα των αντιδράσεων στο έργο του. Στα αβαθή του 21ου αιώνα κι ακόμη συζητιέται η πρόθεση των κειμένων του, η γλώσσα και το ιδίωμά του, ο σεξισμός και ο μισογυνισμός που η κριτική «είδε» να διατρέχει τα μυθιστορήματά του, η αντανάκλαση του Ροδόπουλου στους μυθιστορηματικούς καθρέφτες που έστηνε ο Καραγάτσης σε πολυτελείς σάλες και φτωχικές κάμαρες, σε λιμάνια και γκρεμούς, σε γραφεία και μαγαζιά.
«Επί 25 χρόνια οι κριτικοί επιμένουν να διαφωνούν ριζικώς για το έργο μου. Οι μισοί ισχυρίζονται πως είναι καλό. Οι άλλοι μισοί πως είναι κακό. Περιττό να πω πως εγώ διαφωνώ και με τους μεν και με τους δε. Και τούτο διότι οι μεν υπέρ επαινούν το έργο μου βασιζόμενοι στα χειρότερα στοιχεία του. Οι δε κατά, το κατηγορούν παρεξηγώντας τα καλύτερα στοιχεία του. Τολμώ να νομίζω πως είμαι ο καλύτερος κριτικός στο έργο μου. Και αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή δεν καβάλησα το καλάμι ώστε να πιστεύω πως είμαι μεγαλοφυής συγγραφέας.
»Δεύτερον, επειδή δεν κατατρύχομαι από νοσηρό πνεύμα κατωτερότητας ώστε να νομίζω πως είμαι ντιπ καταντίπ αποτυχημένος. Απλούστατα, είμαι μια ευπρεπής μετριότητα»: αυτό το είχε πει ο ίδιος σε μια από τις σπάνιες ραδιοφωνικές του συνεντεύξεις, ωστόσο, όταν το 1936 έγραφε τη «Χίμαιρα» και το 1953 εξέδιδε τη «Μεγάλη χίμαιρα» –αναθεωρημένη, διορθωμένη, εμπλουτισμένη ως προς την κεντρική ηρωίδα, τη Μαρίνα–, σίγουρα ούτε που φανταζόταν τους πολέμους πολιτικής ορθότητας που θα ξεσπούσαν στο μέλλον αναφορικά με ακριβώς αυτήν του τη λογοτεχνική γέννα, τη Μαρίνα Μπαρέ.
Ούτε και το ότι αυτοί οι πόλεμοι και η οργισμένη κριτική δεν θα απέτρεπαν τη μεταφορά και αυτού του μυθιστορήματός του στη μικρή οθόνη. Κι ότι ακριβώς αυτές οι φωνές περί σεξισμού θα πείσμωναν τους δημιουργούς της επερχόμενης σειράς στην ΕΡΤ ώστε να πλάσουν ένα σενάριο και μια ηρωίδα που απευθύνεται στο σήμερα, δεν αγνοεί τη γλώσσα του βιβλίου, αλλά αφομοιώνει και επικοινωνεί και μοντέρνα διλήμματα, προβληματισμούς και τραγωδίες της σύγχρονης γυναικότητας. Γιατί, δυστυχώς, τόσο για τους σοβαρούς όσο και για τους επιδερμικούς κριτικούς του Καραγάτση, η «Μεγάλη χίμαιρα», λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τις δεκαετίες κατά τις οποίες γράφτηκε και αναθεωρήθηκε, οριακά είναι, αν όχι ένα φεμινιστικό, σίγουρα ένα γυναικείο κείμενο. Ίσως από τα ελάχιστα της «γενιάς του ’30» που τολμούν να «μιλούν» τη γυναικεία σκέψη και την αναστάτωση των γυναικείων ψυχών σε πατριαρχικά εδάφη.
«Δεν γινόταν να μονιάσουν αυτές οι δύο γυναίκες. Τις χώριζε ένα απέραντο διάστημα από χώρες, φυλές και κλίματα. Η μία ήταν κόρη των ξανθών βίκινγκς, των σκληρών πολεμιστών, των αρπάγων του χρυσαφιού και των ηδονών. Η άλλη –Ασιάτισσα, με ψυχή κλειδωμένη– είχε στις φλέβες της το αίμα των αληθινών θαλασσινών, εκείνων που παλεύουν πραγματικά με το κύμα για να εμπορευτούν τον πλούτο της γης. Για τους πρώτους η θάλασσα είναι μέσο· για τους δεύτερους σκοπός.
»“Όταν μπορέσω –συλλογιζόταν η Μαρίνα– να βρω εκείνο που κρύβεται κάτω από τα λόγια της, τότε θα καταλάβω πώς γίνηκα ένα με τούτη τη γη και τους ανθρώπους της”. Την ίδια στιγμή η Ρεΐζαινα έλεγε μέσα της: “Όχι! Εκείνο που θα ’λεγα σε μια γυναίκα που ’χει το ίδιο αίμα μ’ εμάς, σ’ ετούτη δεν μπορώ να το πω. Δεν θα με καταλάβει. Αλλά κι ούτε θέλω να με καταλάβει”».
Το παραπάνω είναι ένα μικρό απόσπασμα από την περιγραφή της ηρωίδας και της οξυδερκούς πεθεράς της, μια μικρή σκιαγράφηση της σχέσης δύο γυναικών με αγεφύρωτες διαφορές –πολιτισμικές κατ’ αρχάς–, που καθιστούν και τις δύο κοινωνούς τραγωδίας, αλλά τη μία, την εκ Ρουέν ορμώμενη Μαρίνα, κοινωνό μιας πρώιμης ιδέας περί αυτοδιάθεσης του σώματος, ασχέτως αν αυτή η ιδέα στο τέλος πληρώνεται ακριβά.
Η Μπαρέ δεν μιλά απλώς για την αποσιωπημένη από τα ήθη της εποχής σεξουαλικότητά της. Είναι η γυναικεία σεξουαλικότητα αλαλάζουσα και οριακά κριντζ για την εποχή μας, όμως, τότε; Τόσο το ’36 όσο και το ’53, οι γυναίκες υπήρχαν από τη μέση και πάνω, κάποτε πάνω και από τον λαιμό. Το υπογάστριο το υπονοούσαν μόνο οι φθηνοί συγγραφείς των παράνομων και προσβλητικών για τα χρηστά ήθη σύντομων πορνογραφημάτων μετά φωτογραφίας και η συζήτηση για τη γυναικεία επιθυμία εξαντλούνταν στο φαγητό και στα πενιχρά είδη ομορφιάς εκείνης της εποχής.
Όμως, η Μαρίνα –είτε Κομπέρ της νουβέλας «Χίμαιρα» είτε Μπαρέ της «Μεγάλης χίμαιρας»– αρθρώνει λόγο για το σώμα της, τις επιθυμίες και τις κατάρες του. Κι όταν ο Καραγάτσης έλεγε ότι «η Μαρίνα είμαι εγώ» (ακριβώς όπως σχολίαζε ο Φλομπέρ για την Έμα Μποβαρύ του), όσο σεξιστικές κι αν ήταν οι προθέσεις του κατά τους επικριτές του, τόσο προφανές ήταν το κλείσιμο του ματιού προς μια εποχή που ενδεχομένως δεν θα του πολυάρεσε, αλλά στην οποία οι γυναίκες θα απολάμβαναν μια κάποια ισότητα σε θέματα έρωτα και περιουσιακών στοιχείων.
Εννοείται ότι ο «Συνταγματάρχης Λιάπκιν», ο «Γιούγκερμαν», ακόμα και το προοδευτικό πλην ημιτελές «10» βρίθουν πατριαρχικών επιτελέσεων, ότι χλευάζουν και κακοποιούν τις ηρωίδες τους, ότι οριακά ή και κάποτε πολύ πολύ φανερά τις μισούν. Όχι όμως και η «Μεγάλη χίμαιρα». Ο συγγραφέας της μπορεί να μιλά μια γλώσσα εξεζητημένη, γυαλισμένη, ηδονοβλεπτική κάποτε και εντελώς άβολη στο σήμερα, όμως την κυρία Μπαρέ του, την ώριμη και επιπόλαιη ταυτοχρόνως, την καλλιεργημένη και άπειρη, την ανικανοποίητη και τραγική, την αγαπά. Τόσο, που λίγο ακόμα, αν δεν υπήρχε ανδρικό όνομα στο εξώφυλλο, θα μπορούσε να εικάσει το αναγνωστικό κοινό ότι γράφτηκε από γυναίκα.
Η Μεγάλη Χίμαιρα | Η σειρά, τα γυρίσματα, οι αριθμοί
Πρωί 17ης Φεβρουαρίου, ημέρα Τρίτη, στο εσωτερικό του μπαρόκ καθεδρικού ναού της Σάντα Μαρία Ματζόρε στην Τεργέστη, γυρίζεται ξανά και ξανά, στους 2 βαθμούς Κελσίου, η ίδια σκηνή της επερχόμενης «Μεγάλης χίμαιρας» στην πλατφόρμα του Εrtflix. Μαύρα μαλλιά, κόκκινη κουρτίνα, μια δωρική γυναικεία μορφή στο καθολικό εξομολογητήριο. Η Fotini Peluso είναι η Μαρίνα Μπαρέ έτσι όπως την οραματίστηκε το σενάριο του Παναγιώτη Ιωσηφέλη, η σκηνοθεσία του Βαρδή Μαρινάκη και η παραγωγή της Foss Production του Στέλιου Κοτιώνη, που έχει ήδη υπογράψει σοβαρές επιτυχίες όπως το «Maestro», η «Παραλία», ενώ έχει κάνει τη βραβευμένη διαφορά στον χώρο της διαφήμισης.
Όταν γίνεται παύση από το σχολαστικό γύρισμα εκείνης της μίας λήψης που πρέπει να βγει τέλεια, που υπάρχει η πολυτέλεια του γυαλίσματος, του σκηνοθετικού φινιρίσματος και της ατμοσφαιρικής σύλληψης, η νεαρή Peluso, τυλιγμένη σε ένα μπουφάν παπλωματάκι, ιδανικό για το κρύο της Τεργέστης, έρχεται να μας βρει. Η ευθραυστότητα ενός γωνιώδους προσώπου που στεφανώνεται από δύο πανέξυπνα κεχριμπαρένια μάτια κάνει κοντράστ με μια κάπως κοντράλτο φωνή, που μιλά άπταιστα τρεις γλώσσες, μακριά από τους νεολογισμούς και τις προφορικές ευκολίες της γενιάς της. «Σας λυπάμαι λίγο που θα ανεχθείτε τα λάθη και την προφορά μου», λέει για να σπάσει τον πάγο, και στην επόμενη μία ώρα μετράμε μόνο ένα λάθος και την εκ μέρους της παρατήρηση ότι έπρεπε να τη διακόψουμε για να της υποδείξουμε αυτό το ένα λάθος... Άκου τώρα!
Τα τελευταία 4 χρόνια μένει στο Παρίσι, όμως, λόγω της δουλειάς, ταξιδεύει συνεχώς ανάμεσα σε Γαλλία, Ιταλία και Ελλάδα. Τα γυρίσματα της πολυσυζητημένης παραγωγής ξεκίνησαν τον Οκτώβριο, όμως η Peluso είχε ήδη ξεκινήσει τις συζητήσεις για τον ρόλο κι έπειτα τα διαβάσματα για τη Μαρίνα της «Χίμαιρας» πέρυσι τον Απρίλιο.
«Στη Μαρίνα με συγκινεί το ότι δεν είναι ένα αθώο πλάσμα. Είναι μια γυναίκα, ένας περίπλοκος άνθρωπος. Είναι αυθόρμητη και χειριστική, έχει όλα εκείνα τα ελαττώματα που επιβεβαιώνουν από τι είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος. Όλες τις ενέργειές της τις καταλαβαίνεις, μπαίνεις στη θέση της, αναρωτιέσαι για καθετί που κάνει “είναι αυτό κάτι που εγώ δεν θα το έκανα ποτέ;”. Και μετά, η Μαρίνα είναι μια ηρωίδα που από την αρχή ως το τέλος τρέχει προς τη μοίρα της, ενώ παράλληλα τη χτίζει αυτή τη μοίρα, τη φτιάχνει κομματάκι κομματάκι, σκαλοπάτι σκαλοπάτι, σε μια σκάλα που μόνο εκείνη γνωρίζει πού πάει».
Τη ρωτάω για τη μονίμως ανοιχτή συζήτηση που από καιρού εις καιρόν αναζωπυρώνεται και αφορά τον «σεξιστή, μισογύνη Καραγάτση» και για τη «Μεγάλη χίμαιρα» η οποία από πολύ φεμινιστικό κόσμο θεωρείται μυθιστόρημα φτιαγμένο «από τα υλικά του αφέντη» που θα ’λεγε και η Όντρι Λορντ. Η Peluso δεν μασά τα λόγια της.
«Δεν συμφωνώ με αυτή την οπτική. Κατ’ αρχάς το μυθιστόρημα γράφτηκε από έναν άνδρα του ’50 και επίσης αυτό το έργο μιλά για μια ηρωίδα που γεννήθηκε την εποχή που γεννήθηκε η γιαγιά μου. Θέλω να πω, αν σκεφτώ ότι η γιαγιά μου, εκείνη την εποχή, είχε την ευχέρεια της Μαρίνας, τα μέσα αυτής της γυναίκας να ζήσει όπως αποφάσισε, μπορούμε να μιλάμε για σεξισμό; Σκέψου λίγο: μιλάμε για μια γυναίκα, που, ξαναλέω, εκείνη την εποχή είχε τη δυνατότητα να φύγει, είχε την ευκαιρία να ζήσει τις επιθυμίες της, την τύχη να έχει ένα βάρος πιο μεγάλο, αλλά και διαφορετικό από αυτά που είχαν οι γυναίκες εκείνη την περίοδο, αυτό είναι σεξιστικό; Μου φαίνεται εντελώς επιφανειακό και αντιπαραγωγικό να κρίνουμε ως σεξιστικό κάτι μιας άλλης εποχής, τη στιγμή που και εμείς, τώρα το 2025, έχουμε τα κεφάλια εντελώς μέσα, σε μια κοινωνία που εξακολουθεί να είναι εντελώς έτσι!
»Αλλά, la verita fa male (μτφρ. “η αλήθεια πονάει”, στα ιταλικά). Δεν μας αρέσει ότι αυτό είναι το παρελθόν που μας ανήκει, δεν μας αρέσει μια γυναίκα που πρέπει να παλέψει τόσο πολύ, γιατί δεν μπορούμε να το πούμε – σε μια κοινωνία που θέλει να παριστάνει την ανοιχτόμυαλη, αλλά δεν είναι. Συγγνώμη, αλλά με αυτά είμαι πολύ πεσιμίστρια. Οπότε, για να το κλείσω, για μένα η ιστορία της Μαρίνας είναι πάρα πολύ σύγχρονη και τα μηνύματα που μεταδίδει είναι οικουμενικά. Λυπάμαι! Θα ήθελα πάρα πολύ να είναι ντεμοντέ αυτά τα πράγματα για τα οποία συζητάμε τώρα, αλλά όχι, δεν είναι».
Το σκηνοθετικό σημείωμα του Βαρδή Μαρινάκη συμβαδίζει με την ανάγνωση της νεαρής Peluso: «H “Μεγάλη χίμαιρα” είναι μια συναρπαστική κινηματογραφική μίνι σειρά με σύγχρονη γραφή, μακριά από στερεοτυπικές αναπαραστάσεις, που θα επικεντρωθεί στο συναισθηματικό φορτίο του έργου και στο αγωνιώδες εσωτερικό ταξίδι της Μαρίνας στην πορεία της για τη λύτρωση, που ποτέ δεν βρίσκει.
»Η φόρμα, οι σκηνές οι διάλογοι του σεναρίου, το acting, η χρήση της κάμερας και του φωτός, τα σκηνικά, τα κοστούμια, η μουσική θα συντελούν οργανικά ώστε ο θεατής να βιώσει το ταξίδι της Μαρίνας με την ίδια συναισθηματική ένταση που το βιώνει κατά την ανάγνωση του βιβλίου του Μ. Καραγάτση».
Αθήνα, Σύρος, Τεργέστη | H Μεγάλη χίμαιρα: Από το μυθιστόρημα στην τηλεοπτική ενσάρκωση
Την επόμενη ημέρα, στους -6°C της Τεργέστης, τα γυρίσματα συνεχίζονται, αυτή τη φορά στο νεκροταφείο της Αγίας Άννας, με μια σκηνή όπου η Μαρίνα επισκέπτεται τον τάφο της μητέρας της. Ο Καραγάτσης ήθελε αυτή τη μητέρα ελευθερίων ηθών, περιφρονημένη από την κόρη της, λόγω των επιλογών της, αλλά και κάτοχο μιας σεβαστής περιουσίας που θα καθόριζε τη ζωή του κοριτσιού το οποίο, αργότερα στη ζωή του, ντρεπόταν για εκείνη τη μητέρα.
Η επιμονή του Βαρδή Μαρινάκη –και συνολικά της συμπαραγωγής (ΕΡΤ, Foss Productions, Beta Films, MomPracem Film και Boo Productions)– στη λεπτομέρεια είναι παροιμιώδης. Ακόμα και στις ατυχίες και τα αναπάντεχα των πολύμηνων γυρισμάτων, όλοι τους ήταν αποφασισμένοι: την πρώτη ημέρα γυρισμάτων στη Σύρο, στην εναρκτήρια σκηνή που το πλοίο με τον Γιάννη (Ανδρέας Κωνσταντίνου) και τη Μαρίνα μπαίνει στο λιμάνι, η καταρρακτώδης βροχή προστάζει διακοπή κάθε εργασίας. Αμ δε! Η σκηνή θα γυριστεί λίγες ώρες μετά, κι ας είναι όλοι –και όλα– βρεγμένα.
«Το πώς πήραμε άδεια για γυρίσματα στην Πανεπιστημίου και στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου θα μπορούσε να είναι μια σειρά από μόνο του», εξηγεί γελώντας ο Στέλιος Κοτιώνης. Και ναι, ο λόγος γίνεται για εκείνη την είδηση που έκανε τον γύρο του διαδικτύου στα μέσα του περασμένου Γενάρη και στις αρχές Φλεβάρη και έδειχνε απορημένους περαστικούς να βλέπουν τους δύο διάσημους δρόμους της Αθήνας να μπαίνουν σε χρονοκάψουλα και να πηγαίνουν έναν αιώνα πίσω.
Πανεπιστημίου και Διονυσίου Αρεοπαγίτου για 48 ώρες μεταμορφώθηκαν σε σκηνικά πόλης του 1930, με περισσότερους από 150 κομπάρσους να βοηθούν στα γυρίσματα. Πάρκα, γειτονιές και δρόμοι έγιναν μια πιστή αναπαράσταση εκείνης της εποχής – ας είναι καλά σκηνογράφοι, τεχνικοί και ηθοποιοί, που αποφάσισαν ότι ένα Σαββατοκύριακο φτάνει και περισσεύει για ένα τέτοιο θαύμα. Ο Κοτιώνης και η ομάδα του πιστεύουν στα θαύματα και οραματίζονται εδώ και καιρό να αλλάξουν οριστικά τη συνθήκη στην ελληνική μυθοπλασία, αλλά με σοβαρότητα, επιμονή και όρεξη για σημαντικές διαφοροποιήσεις.
Ας πούμε, το πιο απλό: μια σειρά εποχής –και έχουμε δει αρκετές τα τελευταία χρόνια, καλές, κακές και μέτριες– συνήθως παίρνει ρούχα από τα ίδια βεστιάρια. Εδώ έγινε έρευνα, με 6.000 κομμάτια (κοστούμια, παπούτσια, αντίκες) να καταφθάνουν από Ισπανία και Ιταλία, προκειμένου να δοθεί αυτό το αναγκαίο ειδικό βάρος που προσδίδουν τα σκηνικά και τα κοστούμια σε μια μεγάλη παραγωγή.
Τα γυρίσματα στη Σύρο, που ολοκληρώθηκαν τα Χριστούγεννα, για 60 ημέρες μετέτρεψαν το νησί σε φυσικό πλατό – τα υπέροχα νεοκλασικά κτίρια της Ερμούπολης εγγυόνταν για την τήρηση της ιστορικότητας της εποχής του ’30.
Το πέρασμα στην Τεργέστη –και όχι στη Ρουέν– σχεδόν αυτονόητο. Όταν η αποστολή μάς ξέβρασε στον καστρόπυργο Ρούσιτς, χτισμένο στην περιφέρεια Κόλιο –μια σφήνα στη βορειοανατολική γωνία της περιφέρειας Φρίουλι Βενέτσια Τζούλια, που περιλαμβάνει τους λόφους βόρεια της επαρχίας Γκορίτσια μέχρι τα σύνορα με τη Σλοβενία–, ήταν προφανές το «γιατί» αυτός ο τόπος, αυτό το σημείο, αυτό το κάστρο ήταν το ιδανικό σκηνικό για τους τραγικούς ήρωες της «Μεγάλης χίμαιρας»: κάθε γωνιά ένα κομμάτι ιστορίας, επενδεδυμένο με σπάνιες αντίκες και υλικά αντικείμενα μιας άλλης εποχής.
Όταν εμείς στέκαμε με μάτια γουρλωμένα μπροστά στα τεχνουργήματα των πυλών, της μεγάλης σάλας, της αίθουσας του μπιλιάρδου, του Δωματίου των Κυρίων με τις συλλεκτικές καραμπίνες σε προθήκες, λογικά από κάπου στο σύμπαν χασκογελούσε ο Giulio Ettore Ritter de Zàhony, που το 1868 αγόρασε τον λόφο Ρούσιτς για να τον χαρίσει στην κόρη του, Elvine, ως δώρο γάμου. Μέχρι το 1877 το κτήμα είχε ήδη λάβει την οριστική του διάταξη, η οποία καθορίστηκε από τον κόμη Theodor Karl Leopold Anton De La Tour Voivrè, με δύο κύριες ομάδες κτιρίων – τα χωράφια, τα κελάρια και τους στάβλους στη μία πλευρά, και τον πύργο και τους κήπους της, το σχολείο, την εκκλησία και το κλωστήριο στην άλλη.
Μέχρι το τραγικό της τέλος, η Μαρίνα του Καραγάτση –και του Βαρδή Μαρινάκη– θα ζήσει όμορφα. Μέχρι το τέλος αυτού του κειμένου, η υπερπαραγωγή των 6 εκ. ευρώ θα έχει ήδη εγκαταλείψει την Τεργέστη και θα γυαλίζει το φινάλε της με γυρίσματα στη Μύκονο, τη Δήλο και τη Ρήνεια, που με τη δύναμη της τεχνολογίας VFX θα αναστήσει περιοχές και σημεία που έχουν πια περάσει στην αιωνιότητα.
Αν το στοίχημα είναι η τηλεθέαση, έχει ήδη κερδηθεί – Καριοφυλλιά Καραμπέτη, Γιάννος Περλέγκας, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Δημήτρης Κίτσος, Δημήτρης Τάρλοου, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Ελισσαίος Βλάχος, Γιάννης Νταλιάνης και άλλοι εξαιρετικοί ηθοποιοί δεσμεύτηκαν γι’ αυτό. Όμως, στοίχημα είναι και η μεγάλης πνοής ελληνική μυθοπλασία, που κάποτε έπρεπε να βγει από τους τέσσερις τοίχους και τις συμβατικές στιχομυθίες των διαλογιστών ατέρμονων, εξαντλητικών καθημερινών σειρών χαμηλού μπάτζετ. Και όπως όλα δείχνουν, και αυτή η παράμετρος του μεγάλου στοιχήματος της «Μεγάλης χίμαιρας» έχει κερδηθεί. Ραντεβού στις οθόνες για να το διαπιστώσει και το τηλεοπτικό κοινό.
Δειτε περισσοτερα
Ο διάσημος Ελληνο-αμερικανός καλλιτέχνης μιλά για τη σειρά «Portraits», την τεχνική superdots, αλλά και την ιδιαίτερη σχέση του με τη μαγειρική
Η τρυφερή ματιά ενός αρχιτέκτονα στην πέτρα, τους ανθρώπους και τα δέντρα του τόπου
Οι θεματικές συζήτησης και οι προσωπικότητες που θα συμμετέχουν Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Με το νέο του άλμπουμ «Ανάμεσα» ανανεώνει το ελληνικό τραγούδι. Πριν βρεθεί «Ανάμεσα σε φίλους» στο Παλλάς, ταξιδέψαμε μαζί του ακούγοντας και μιλώντας
Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση