Τεχνολογια - Επιστημη

Υπάρχει γλώσσα για την κατάρρευση της γλώσσας;

H queer γλώσσα και οι προσπάθειες αποκατάστασης μιας αδικίας

Οδυσσέας Γερονικολός
Οδυσσέας Γερονικολός
ΤΕΥΧΟΣ ok zoomer
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Υπάρχει γλώσσα για την κατάρρευση της γλώσσας;*
© Μυρτώ Πατέρα

OK Zoomer: Μία συζήτηση για τη γλωσσική συμπερίληψη με την Άντζελα Δημητρακάκη, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου

Η φράση του Βουόνγκ, που χρησιμοποιείται εδώ ως τίτλος[1], είναι –εν πολλοίς– το θέμα της συζήτησής μας με την Άντζελα Δημητρακάκη, καθηγήτρια Ιστορίας και Θεωρίας της σύγχρονης Τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Μπορούμε να πούμε, ήδη, πως η γλώσσα της κατάρρευσης είναι μία νέα γλώσσα. Είναι αυτή που οικοδομεί στα ερείπια της προηγούμενης, στραβοπατάει πάνω τους, τα χρησιμοποιεί για να ξαναστηθεί και να δημιουργήσει έναν νέο συμπεριληπτικό χώρο. Τα ελληνικά, ειδικότερα, ως απολύτως έμφυλη γλώσσα, αποτελούσαν και αποτελούν ένα πεδίο αποκλεισμού. Το ανδρικό παράδειγμα είναι ο κανόνας που κυριαρχεί στα νομοθετικά κείμενα, «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» ή σε ένα διάγγελμα της πρώτης γυναίκας Προέδρου της Δημοκρατίας, «Σήμερα, οι Έλληνες δίνουμε ακόμα μια ιστορική μάχη», έως τον καθημερινό λόγο. Πόσο «αθώα» είναι, για παράδειγμα, η λέξη «άνθρωπος»; Μέσα σε αυτή χωράει κάθε ταυτότητα ή αντανακλάται διαχρονικά η παρουσία ενός μόνο υποκειμένου στον λόγο, δημόσιο ή ιδιωτικό;

Συζητάμε, λοιπόν, για τη γλώσσα. Για τη γλώσσα όπως τη ξέρουμε και για τη γλώσσα όπως θα τη θέλαμε. Πώς αναπαράγονται οι σχέσεις εξουσίας και τα στερεότυπα μέσω αυτής, πώς διεκδικούνται οι αλλαγές και τι σημαίνει γλωσσική συμπερίληψη. Τι είναι η queer γλώσσα και πώς αυτή αποκλείεται από τους θεσμούς.

Υπάρχει γλώσσα για την κατάρρευση της γλώσσας;*
© Μυρτώ Πατέρα

Ο Ντεριντά στα τζουρά[2] της Ομόνοιας - μια απόπειρα σύντομης γενεαλογίαςΜπορούμε να θεωρούμε τα καλιαρντά ως σκίρτημα μιας queer γλώσσας. Αν και αποδείχθηκαν θνησιγενή, ο τρόπος με τον οποίο η ανάγκη για επιβίωση εκφράστηκε γλωσσικά είναι αξιοσημείωτος. Ως εκτεταμένο λεξιλόγιο λειτούργησαν ως προστατευτικό τείχος και συγχρόνως ως συγκολλητική ουσία μιας κοινότητας που κυνηγήθηκε, χτυπήθηκε, διασύρθηκε, στοχοποιήθηκε. Σήμερα τα καλιαρντά διαβάζονται ως ρήξη, ως αρχή –για την ελληνική γλώσσα– μιας διεκδίκησης ορατότητας αόρατων υποκειμένων στον έως τότε λόγο.Τα καλιαρντά έχουν αρχίσει να μιλιούνται και κυρίως να βιώνονται, όταν εμφανίζεται, σε ένα άλλο σημείο της Ευρώπης, ο γαλλικός φεμινισμός της διαφοράς. Το έδαφος προετοίμασαν οι μεταδομιστές και οι μετα-φροϋδιστές φιλόσοφοι.

Οι έμφυλες σχέσεις και η έμφυλη διαφορά (γυναίκα-άνδρας) αναθεωρούνται ως έννοιες και ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του λόγου και του νοήματος. Λόγος ίσον κοινωνία. Τόσο στον λόγο, όσο και στην κοινωνία, το παράδειγμα είναι ένα, το ανδρικό.Σε αυτές τις ανδροκρατικές δομές ασκούν κριτική οι φεμινίστριες του γαλλικού συμβολισμού. Και εγένετο μεταμοντέρνος φεμινισμός! Το τρίτο κύμα αναθεωρεί ριζικά τις θέσεις του φεμινισμού της διαφοράς. Ο φεμινισμός της διαφοράς εξέφραζε βασικά λευκές, ετεροφυλόφιλες, μεσοαστές γυναίκες.

Για τον μεταμοντέρνο φεμινισμό η «διαφορά» είναι πρόταγμα πολιτικό-ιστορικό και όχι φυσικό. Το φύλο –είτε βιολογικό είτε κοινωνικό– είναι κοινωνικά κατασκευασμένο.Στο πλαίσιο του τρίτου φεμινιστικού κύματος, εμφανίζεται τη δεκαετία του ’90 η queer θεωρία. Το ίδιο της το όνομα είναι ένα παιχνίδι με τη γλώσσα, μια επανοικειοποίηση του τραύματος που προκαλούσε η λέξη «queer» για να προσβάλει και να χλευάσει αυτό που θεωρούνταν «περίεργο» ή «παράξενο». Όπως ανανοηματοδοτήθηκε η λέξη, έτσι ανανοηματοδοτήθηκαν και οι έννοιες του φύλου και της σεξουαλικότητας.

Ο.Γ. Η γλώσσα διαιωνίζει στερεότυπα και αναπαράγει εξουσιαστικές σχέσεις;

Α.Δ. Η γλώσσα, αυτή που μιλάμε και αυτή που γράφουμε, ως το κατεξοχήν επικοινωνιακό εργαλείο είναι ο κύριος τόπος διακίνησης στερεοτύπων. Όμως και η αντίσταση στα στερεότυπα περνάει μέσα από τη γλώσσα. Οι εξουσιαστικές σχέσεις είναι κάτι πιο περίπλοκο. Διατρέχουν τη γλώσσα αλλά δομούνται υλικά. Επίσης, το μοντέλο της γλώσσας έχει αναπαραχθεί και αλλού, έχει δώσει πολλές γλώσσες, που νοούνται ως κώδικες – όπως οι εικόνες, σύμφωνα με κάποιες προσεγγίσεις και επιστημολογίες. Η εικόνα επίσης διακινεί στερεότυπα, και χρειάζεται πολύς πολιτικός κόπος για να ανατραπούν.

Ο.Γ. Συμπεριληπτική γλώσσα σημαίνει και συμπεριληπτική κοινωνία;

Α.Δ. Όχι απαραίτητα. Πρώτον, η κοινωνία αποτελείται και από υλικές πρακτικές, και δεν σημαίνει ότι μια αλλαγή στη γλώσσα περνάει και στις τελευταίες. Για παράδειγμα, η νομική αναγνώριση του όρου «γυναικοκτονία» που επίμονα θέτει ως αίτημα το φεμινιστικό κίνημα, παρά το ότι η νομοθεσία συνδέεται με την επιβολή, δεν συνεπάγεται αυτόματα άρση των υλικών συνθηκών στη ζωή μιας γυναίκας που θα απέτρεπαν μια τέτοιας μορφής βία. Ωστόσο, η νομική αναγνώριση του όρου θα ήταν μια πολύ σημαντική αναγνώριση της βίας από την οποία απειλούνται οι γυναίκες επειδή είναι γυναίκες.

Ειδικά για τη συμπεριληπτική γλώσσα, να υπενθυμίσω ότι μπορεί να χρησιμοποιείται σε κάποια περιβάλλοντα ενώ σε άλλα όχι. Άρα σημασία έχει μέσα από ποιους θεσμούς περνάει αυτή η συμπεριληπτική γλώσσα –η οποία είναι και δύσκολο να οριστεί. Στοιχείο αυτής της δυσκολίας είναι ότι η γλώσσα δεν είναι ποτέ αποκλειστικά «σύγχρονη» αλλά υφίσταται και ως κληρονομιά και ως συνήθεια και ως αυτό που φαίνεται «σωστό» μέσα από την κληρονομιά και τη συνήθεια. Το συντηρητικό κομμάτι μιας κοινωνίας χαρακτηρίζεται ως τέτοιο γιατί αρνείται το ότι η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός, και συνεπώς αλλάζει ιστορικά –πολύ πιο γρήγορα κάποιες φορές απ’ όσο μπορεί το κομμάτι αυτό να αντέξει. Οπότε η γλώσσα είναι πεδίο ιδεολογικών συγκρούσεων (όχι ιδεών απλώς, αλλά των αξιών που ενστερνιζόμαστε ως φυσικές λόγω της υπαρκτής ηγεμονίας και εκείνων που προκύπτουν στο πεδίο της πάλης). Εξάλλου η γλώσσα διδάσκεται μέσα από τον κύριο ιδεολογικό μηχανισμό, το σχολείο. Δεν είναι η γλώσσα κάτι «ελεύθερο» που απλά χρησιμοποιούμε στις καθημερινές μας διαδράσεις. Όταν στο σχολείο τα παιδιά μαθαίνουν για «Έλληνες συγγραφείς» και «Έλληνες ποιητές», «Έλληνες καλλιτέχνες», «Έλληνες επιστήμονες, δεν θα εξετάσουν αν υπάρχουν και Ελληνίδες σε όλα τα παραπάνω. Ήδη, για τα παιδιά, το φύλο της λογοτεχνίας, της επιστήμης, της τέχνης νοείται ως άρρεν. Όταν πάλι στο σχολείο (και αλλού, ασφαλώς) τα παιδιά ακούνε για «καθαρίστρια» ή απλά για «γυναίκα» (φροντίστρια), το φύλο αυτών των εργασιών ήδη παγιώνεται ως θηλυκό.

Ο.Γ. Η Λορντ υποστηρίζει ότι «τα εργαλεία του αφέντη δεν πρόκειται ποτέ να διαλύσουν το σπίτι του αφέντη».[3] Η ελληνική ως απολύτως έμφυλη γλώσσα λειτουργεί ακόμα ως εργαλείο του αφέντη. Η κουήρ/ συμπεριληπτική γλώσσα ποια νέα εργαλεία πρέπει να βρει για να θεμελιωθεί;

Α.Δ. Είναι αξιομνημόνευτη και σοφή η φράση της Λορντ. Η γλώσσα όμως δεν είναι αποκλειστικά εργαλείο του αφέντη – αν και ο αφέντης ελέγχει τους θεσμούς που νομιμοποιούν ή απαγορεύουν ορισμένες χρήσεις της. Δεν ξέρω ποια νέα εργαλεία πρέπει να βρει η συμπεριληπτική γλώσσα για να θεμελιωθεί, και η κουήρ γλώσσα ειδικότερα. Στο πεδίο της λογοτεχνίας, υπάρχουν τεχνικές που επιδρούν στο φαντασιακό μας χωρίς καν να χρειαστεί να αλλάξουν οι γραμματικοί κανόνες. Σε άλλα πεδία χρήσης της γλώσσας, είναι

πιο δύσκολο. Και σίγουρα δεν πρέπει να υπάρχει εχθρότητα όταν δεν γίνεται χρήση όλων των δυνατών άρθρων και αντωνυμιών για να αναφερθούμε σε ένα σύνολο ανθρώπων – η χρήση του ουδέτερου μπορεί να νοείται ως υποτιμητική και infantilising σε κάποιες περιπτώσεις, για παράδειγμα. Κάποιες γλώσσες μπορεί να μην έχουν καν ουδέτερο.

Νομίζω είναι φιλική η προσέγγιση της(;) Τζούντιθ Μπάτλερ, που είναι νομικά αναγνωρισμένη (;) ως non-binary (από όσο γνωρίζω) αλλά δέχεται και το she/her και το they/them – το τελευταίο, π.χ. δεν είναι εύκολο να εκφραστεί στην ελληνική γλώσσα, αλλά στην αγγλική ήταν ανέκαθεν σύνηθες να λέμε «somebody left their umbrella» ή «the patient should be told

they have to pay». Παίρνω τα παραδείγματα αυτά από το εκτενές λήμμα στην αγγλόφωνη Wikipedia με τον τίτλο «singular they». Νομίζω είναι σημαντικό να μπορούσαμε να λέμε «the patient should know they don’t have to pay», κάτι που σπάνια πια μπορούμε να πούμε στον νεοφιλελευθερισμό, και που θα βοηθούσε πολύ περισσότερο non-binary και μη άτομα, στις απόλυτα υλικές συνθήκες της ζωής τους. Επίσης, η γλώσσα – επιμένω – έχει πάντα ιστορικότητα. Η Μπάτλερ αυτοπροσδιορίζεται και ως λεσβία, και λεσβία σημαίνει ιστορικά μια γυναίκα που επιθυμεί σεξουαλικά γυναίκες. Ίσως δεν θα ήθελε να χαθεί αυτή η διάσταση, καθώς οι λεσβίες έχουν υποστεί τόση καταπίεση και κάποιες χαρτογραφούνται και ως πολιτικό υποκείμενο. Υπάρχουν λοιπόν αντιφάσεις που γεννά η ίδια η ιστορικότητα της γλώσσας και η γλώσσα ως πολιτικό εργαλείο. Κάποιες λύνονται εν καιρώ, άλλες όχι.

Ο.Γ. Άρνηση χρήσης μιας έμφυλης γλώσσας σημαίνει «όχι» στην εξουσία που, κατά την Μπάτλερ, είναι «ταυτόχρονα εκκίνηση για έναν νέο σχηματισμό εξουσίας». Υπάρχει χώρος για συνδιαλλαγή ή μόνο οριστική ρήξη με καθετί που αποστρέφεται τη νέα γλώσσα και την πολεμά;[4]

Α.Δ. Η νέα γλώσσα δεν είναι παιχνίδι αλλά ζωτικής σημασίας για κάποιους συνανθρώπους μας, και δεν έχει να κάνει με επικράτηση αλλά με ορατότητα. Η ανάλυση και άρνηση της έμφυλης γλώσσας υπήρξε ανέκαθεν φεμινιστικό εγχείρημα, πολύ πριν την Μπάτλερ. Δεν είμαι σίγουρη για το γιατί θα έπρεπε να ιδωθεί ως «εκκίνηση για ένα νέο σχηματισμό εξουσίας», μου φαίνεται πολύ κοντά στην ιδέα, για παράδειγμα, ότι η δημοκρατία θα έχει για πάντα, σώνει και καλά, ανταγωνισμούς, που υποστήριξαν οι Λακλάου και Μουφ στο βιβλίο τους από τη δεκαετία του ’80 –ένα επιχείρημα που εξέφραζε τότε (και τώρα) μια ήττα, μια απόγνωση και έναν ψευδο-ρεαλισμό σε τμήμα της αριστεράς. Όμως η αριστερά είναι ένα φάσμα θέσεων. Ως κομμουνίστρια, κρατώ ζωντανό το όραμα μιας εντελώς άλλης κοινωνίας, χωρίς εκμετάλλευση, χωρίς καταπίεση και χωρίς εξουσία. Υπήρχε, ξέρετε, μια αντιπαράθεση της Susan Sontag και της Adrienne Rich σχετικά, στο θέμα μάλιστα του φασισμού –η Σόνταγκ, συντηρητική, έκρινε ότι δεν (θα) υπήρχε ανθρώπινη κοινωνία χωρίς εξουσία.[5] “However opposed I am to authority based on privileges of gender (and of race), I cannot imagine any form of human life or society without some forms of authority, of hierarchy”, λέει η Σόνταγκ. Δεν θα βιώσω κοινωνία χωρίς εξουσία στη δική μου χρονικότητα, αλλά οι αγώνες για το τέλος της κοινωνίας της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης της εξουσίας δεν είναι μίας γενιάς, ούτε δύο, ούτε τριών. Όσο για το αν μπορεί να υπάρξει συνδιαλλαγή ή ρήξη, νομίζω ότι σίγουρα η ρήξη δεν θα έρθει από την αλλαγμένη γλώσσα. Μια τέτοια πεποίθηση είναι ιδεαλισμός, δηλαδή θεωρεί ότι οι αλλαγές μπορεί να έρθουν από πάνω, από τη γλώσσα, και όχι από τον μετασχηματισμό των υλικών συνθηκών που ορίζουν τη ζωή μας και τη γλώσσα.

Ο.Γ. Μήπως το ζήτημα δεν περιορίζεται σε προσαρμογές της γραμματικής; Σύμφωνα με την Ιριγκαρέ «κάθε θεωρία του υποκειμένου έχει αποτελέσει αντικείμενο ιδιοποίησης του ανδρικού».[6]

Α.Δ. Αυτό προσπαθώ να πω, ότι το πρόβλημα –ή μάλλον τα προβλήματα– δεν περιορίζονται σε προσαρμογές της γραμματικής. Αυτό όμως που λέει η Ιριγκαρέ, η οποία επίσης κάνει χρήση της ανάλυσης του Μαρξ μεταφέροντας κάποια ευρήματά του στις σεξουαλικές πολιτικές, είναι ότι δομικά όλο το πλέγμα της παραγωγής γνώσης είναι αρσενικό.

Και άρα δεν μπορούμε απλά, ως φεμινιστικά υποκείμενα, να λαμβάνουμε μέρος σε αυτή τη δομή που είναι de facto έμφυλη και δεν μπορεί να αλλάξει. Δεν το έλεγε μόνο εκείνη μάλιστα. Στις εικαστικές τέχνες, η τεχνοκριτικός Κάρλα Λόνζι κάποια στιγμή εγκατέλειψε το πεδίο της τέχνης ως δομικά αρσενικό, ως κάτι που δεν θα μπορούσε να αλλάξει με τη μεγαλύτερη ορατότητα των γυναικών εικαστικών, με άλλες μορφές/ πρακτικές τέχνης κλπ. Ήταν ένα από τα πεδία που εξέφραζαν δομικά μια σύλληψη πολιτισμού που ήταν αρσενική και μάλιστα φαλλική. Ήταν ένα «πορτοκάλι» που θα παρέμενε πορτοκάλι ό,τι κι αν γινόταν, ενώ ως φεμινίστρια ήθελε έναν νέο πολιτισμό χωρίς «πορτοκάλια», του οποίου τις μορφές θα έφερνε η πάλη.

Τρέφω τεράστιο σεβασμό για αυτές τις θέσεις. Μερικές φορές, ξυπνάω και μου φαίνονται προφανείς. Όταν οι γυναίκες έχουν διαμορφωθεί μέσα σε δομές χιλιετιών ως το αντικείμενο της γνώσης, ως το υποταγμένο ή παθητικό ον, ως φύση, ως το «άλλο» του πολιτισμού καθαυτού, όταν όλος ο πολιτισμός έχει χτιστεί πάνω σε αυτό, λέω πως θα μπορούμε να μιλάμε για κοινό πολιτισμό μόνο αφού περάσουν κάποιες χιλιετίες επικράτησης του γυναικείου (έτσι, όπως θα διαμορφώνεται μέσα από την πάλη για αυτενέργεια). Τότε θα μπορούμε και να καταργήσουμε τα κοινωνικά φύλα, αν υπάρχει τέτοια επιθυμία. Μπορεί και να μην υπάρχει.

Όμως, μετά θυμάμαι ότι δεν έχω κάποιον άλλο πλανήτη για να κάνω την πάλη, ούτε καν άλλο τρόπο παραγωγής έχω. Έχω τον καπιταλισμό, και μάλιστα στη σημερινή του μορφή, αυτή είναι η κοινωνική ολότητα και, όπως λέγεται στην ιστορία της τέχνης, όταν η πρωτοπορία πραγματοποιεί τις ιδέες της εντός του καπιταλισμού, εν τέλει απλά τις διαθέτει στην αγορά. Τα πράγματα, άρα, δεν είναι καθόλου απλά, απαιτούν κρίση, στρατηγική. Με δεδομένο αυτό, κρατάω ζωντανή μπροστά μου τη σκέψη της Ιριγκαρέ και της Λόνζι, δεν την ξεχνώ, αλλά δεν διατηρώ αυταπάτες: πρέπει να σκάψω μέσα στο υπαρκτό, μέσα στη φυλακή, για να βγω έξω. Η τέχνη είναι φυλακή, η φιλοσοφία το ίδιο, αλλά εκεί είμαστε και σκάβουμε, εφευρίσκοντας ενίοτε εργαλεία που ο αφέντης δεν έχει φανταστεί, δεν τα κατέχει, τα χέρια του δεν μπορούν να τα πιάσουν, εκτός αν τα αλλάξει κάπως. Μπορεί; Κι αν μπορεί ν’ αλλάξει, έχει ήδη χάσει κάτι από την εξουσία του;

Από την άλλη, κάποιες φορές μπορούμε και να πούμε «όχι, αυτό πρέπει να πεταχτεί, δεν θα μετασχηματιστεί ποτέ». Με τι κριτήρια; Εκεί ακριβώς έγκειται η ουσία της ριζοσπαστικής πολιτικής: θέτει έναν μακρινό και απλησίαστο στόχο, και με βάση αυτόν, κοιτά προς τα πίσω, διαχωρίζοντας τι κρατά και τι απορρίπτει. 

[1] Ocean Vuong, Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι, μτφρ. Έφη Φρυδά, εκδ. Gutenberg, σελ. 68, 2021
[2] Τζουρό, το· ούρο, ουρητήριο, αποχωρητήριο, ίσως από το γαλλικό troiszeros (ήτοι: 000— W.C.), ή ονοματοποιία από τον ήχο τζουppp!,Ηλίας Πετρόπουλος, Τα καλιαρντά, εκδ. Νεφέλη, σελ. 157
[3] Audre Lorde, Sister Outsider, μτφρ. Ισμήνη Θεοδωροπούλου, εκδ. Κείμενα, σελ. 142, 2023
[4] Επιτελεστικότητα και επισφάλεια, Η Τζούντιθ Μπάτλερ στην Αθήνα, επιμ. Αθηνά Αθανασίου, εκδ. Νήσος, σελ. 113-114, 2011
[5] nybooks - Feminism and fascism: An-exchange
[6] Irigaray, Speculum de l’ autre femme, Paris: Les Éditions de Minuit, p. 165, 1974 από Ελ. Ρεθυμιωτάκη, Μαρ. Μαροπούλου, Χριστ. Τσακιστράκη, Φεμινισμός και Δίκαιο, διαθέσιμο στο: Kallipos.gr

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ