- CITY GUIDE
- PODCAST
-
21°
Ένα μυστικό safe space για εσωστρεφείς
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας


Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση
Ένας εσωστρεφής (και, μολονότι δεν έχουμε φωνή, μολονότι δεν ξεχωρίζουμε στον δρόμο, μολονότι δεν φοράμε ριγέ στολή κρατουμένου, μολονότι δεν έχουμε μυτερά αυτιά, μολονότι δεν συνδικαλιζόμαστε, μολαταύτα είμαστε πολλοί: είμαστε Λεγεών — είμαστε ο ένας στους τρεις ανθρώπους), ένας εσωστρεφής, έλεγα, δεν θέλει να βρίσκεται με κόσμο, δεν θέλει να μιλάει με κόσμο, δεν θέλει πολλά-πολλά με τον καθένα — και, μεταξύ μας, οι περισσότεροι άνθρωποι (καλοί-χρυσοί, whatever) είναι ο «καθένας».
Μπα. Ένας εσωστρεφής θέλει την ησυχία του, θέλει τον χώρο του, θέλει τα πράγματά του, τις γάτες του και τα βιβλία του, τα Lego του, τα κουζινικά του, τις ξεθωριασμένες φόρμες του με τα λασκαρισμένα λάστιχα, θέλει τον τοίχο του απέναντι με τη φουσκωμένη μπογιά, και θέλει το ωραίο, ιερό του τίποτα. It’s a peaceful life. Ένας εσωστρεφής έχει απόλυτη ανάγκη από έναν θάλαμο αποσυμπίεσης, γιατί βέβαια έχει αναγκαστεί να πέσει μέσα στον θόρυβο της αγοράς, έχει αναγκαστεί να πέσει με το κεφάλι στη δουλειά του, και στο υπαλληλίκι του, και στη ρημαδοεπιχείρησή του, και στην ανεργία του, και στις ανάγκες των περισσοτέρων για κοινωνικότητες και ΚΑΦΕΔΑΚΙ.
Ασφαλώς, αυτά είναι γνωστά πράγματα, δεν λέμε κάτι καινούργιο. Αλλά ουδέν καινόν υπό τον ήλιον, έτσι δεν είναι;
Εν πάση περιπτώσει, στα παραπάνω υπάρχει μία εξαίρεση. Κι αυτό —σε αντίθεση με τις εξαιρέσεις γενικώς— είναι καλό. Είναι μια καλή εξαίρεση αυτή. Ποια είναι; Είναι το safe place κάθε εσωστρεφούς. Ή μάλλον, το δεύτερο safe place.
Ξέρουμε ποιο είναι το πρώτο safe place, σωστά; Ποιο μέρος είναι αυτό όπου ο εσωστρεφής δεν χρειάζεται να εξηγεί τίποτα σε κανέναν, και δεν χρειάζεται και να μιλάει με κανέναν. Αλλά ας το επαναλάβουμε. Λοιπόν, μπορεί να είναι ένα φυσικό μέρος (το σπίτι του ή το δωμάτιό του ή το μπαλκόνι του, ή ένα συγκεκριμένο τραπεζάκι σε ένα καφέ της γειτονιάς, ή η τελευταία θέση δίπλα στο παράθυρο στο τρόλεϊ, ή μια διαδρομή 10 χιλιομέτρων ή 20.000 βημάτων με τα ακουστικά στα αυτιά — υπάρχουν άπειρα podcast για καθ’ έξιν δολοφόνους και για παλπ διηγηματάκια του Μεσοπολέμου), ή και ένα νοητικό μέρος: μια μουσική λίστα, φέρ’ ειπείν, ένα νουάρ βιβλίο τσέπης, η επανάληψη μιας κλασικής σειράς στην τηλεόραση που την ξέρεις απέξω κι ανακατωτά. Αυτά τα μέρη δεν είναι απαραιτήτως ήσυχα για τα αυτιά, αλλά σίγουρα είναι 100% ήσυχα για την ψυχή. Δεν είναι απαραιτήτως άδεια από ανθρώπους, αλλά σίγουρα είναι 100% άδεια από απαιτήσεις. Είναι ο χώρος όπου κανείς δεν σε κοιτάζει, το μέρος όπου δεν χρειάζεται να προσπαθείς να είσαι κάτι άλλο από αυτό που είσαι.

Αλλά υπάρχει και ένα δεύτερο. Κι εδώ θα μιλήσω μόνο για μένα: το δεύτερο προσωπικό μου safe space, λοιπόν, είναι η γειτονιά μου. Όλη η γειτονιά μου, αυτό το μισό στρέμμα ή κάτι τέτοιο. Είναι εκεί όπου βρίσκομαι «έξω», αλλά χωρίς την πίεση του έξω. Εκεί που μπορώ να πάω στο μπαρ παραδίπλα και να μιλήσω λίγο με τον Τζόνι ή τον Στέφανο για τον καιρό, να χαιρετήσω τον ζωγράφο από το ατελιέ απέναντι με μια μικρή υπόκλιση καθώς περνάω απέξω με τα σκυλάκια μου, να αγκαλιαστώ με την Έλενα από την ταβέρνα δίπλα επειδή κάναμε μέρες να συναντηθούμε, να πιω μια μπίρα με τον Δημήτρη έξω από την κάβα λέγοντας ό,τι κατεβάσει το μυαλό μας και γελώντας μες στο σκοτάδι γιατί εμείς ξέρουμε και γνωρίζουμε.
Αυτή εδώ είναι η γειτονιά μου. Εδώ δεν χρειάζεται ποτέ να «εξηγηθώ»· δεν θα με ρωτήσει κανείς τι δουλειά κάνω ή πού πηγαίνω διακοπές, ή γιατί δεν πηγαίνω διακοπές. Κανείς δεν μιλάει πολιτικά εδώ (όχι μαζί μου), και κανείς δεν έχει όρεξη να ξεκινήσει μια ψιλοκουβέντα ή να ασχοληθεί με τα trend της δημόσιας σφαίρας — αυτά τα εξαπτέρυγα του εφήμερου. Στη γειτονιά μου είμαι ασφαλής, γιατί οι άνθρωποι είναι γνωστοί αλλά όχι απαιτητικοί. Φίλοι, αλλά φίλοι στο χαλαρό. Ξέρουν πώς πίνω τον καφέ μου, αλλά δεν με ρωτούν αν κοιμήθηκα καλά. Ναι, είναι υπέροχο που μπορώ να πεταχτώ για δέκα λεπτά στο μπαράκι, να πω μια καλησπέρα στην Τζία, να χαζέψω στο κινητό μου, να πιω ένα σφηνάκι Τάλαμορ και να φύγω και πάλι ήσυχα, χωρίς παρεξήγηση και δράματα.
Είναι μια κοινωνικότητα που δεν σε κουράζει αυτή εδώ, μια κοινωνικότητα που δεν σου στερεί την ανάσα, δεν απαιτεί κάποιου είδους performance, δεν σε εξαντλεί και δεν σου πίνει το αίμα. Βασικά, είναι σαν μια δημόσια εκδοχή του δωματίου μου. Και γι’ αυτό, είναι το δεύτερο safe place μου, και το μόνο «έξω» που νοσταλγώ.
* * *
ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΕ ΤΗΝ Ψ
Η κλινική ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια και ομαδική αναλύτρια Σουζάνα Παπαφάγου γράφει σήμερα για την αλήθεια του άλλου. Την ευχαριστούμε πολύ! Ενώ έχει πλέον και τη δική της στήλη, κάθε εβδομάδα μιλά στο Ημερολόγιο για έναν φόβο μας, ένα πρόβλημα, κάτι που μας τρώει και μας ταλαιπωρεί — και πώς μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε.
Όταν κάποιος σού λέει ποιος είναι, πίστεψέ τον
Ο Δ. ήταν πάντα αισιόδοξος, γεμάτος ελπίδα για τους ανθρώπους. Όταν γνώρισε τη Μ., εκείνη ήταν ξεκάθαρη από την αρχή απέναντί του: «Δεν είμαι άνθρωπος των σχέσεων», του έλεγε, «μου αρέσει η ελευθερία μου». Ο Δ. χαμογέλασε, σκέφτηκε πως αυτό ήταν απλώς ένα προσωρινό εμπόδιο που ο χρόνος και η αγάπη του θα ξεπερνούσαν.
Με τον καιρό, η Μ. συνέχιζε να συμπεριφέρεται με τον τρόπο που τον είχε προειδοποιήσει: εξαφανιζόταν ξαφνικά για μέρες ολόκληρες, φλέρταρε ανοιχτά με άλλους μπροστά του, ήταν ψυχρή και απόμακρη σε στιγμές που εκείνος ένιωθε πιο ευάλωτος. Παρά τα σημάδια, ο Δ. επέμενε να βλέπει μια άλλη εκδοχή τής Μ., εκείνη που φανταζόταν ο ίδιος ότι υπήρχε βαθιά μέσα της, μα που η ίδια ποτέ δεν του έδειξε.
«Θα αλλάξει», έλεγε στον εαυτό του ξανά και ξανά, αγνοώντας πως η Μ. είχε ήδη δηλώσει ξεκάθαρα ποια ήταν. Εκείνος όμως, παγιδευμένος στις δικές του ελπίδες και στην ανάγκη του να πιστεύει στο καλύτερο, αρνιόταν να δει την αλήθεια. Και ίσως συνεχίζει να το κάνει ακόμη και τώρα…

Οι άνθρωποι φανερώνουν διαρκώς την πραγματική τους φύση μέσα από μικρές πράξεις ή λόγια που συχνά αρνούμαστε να πιστέψουμε. Γιατί συμβαίνει αυτό; Συνήθως το πρόβλημα ξεκινά από μια δική μας ανάγκη να αρνηθούμε την πραγματικότητα. Πίσω από αυτή την άρνηση κρύβεται τις περισσότερες φορές μια βαθιά παιδική πληγή, που μας έχει μάθει να συγχωρούμε και να δικαιολογούμε εκείνους που μας πληγώνουν, ελπίζοντας πως μια μέρα θα αναγνωρίσουν την αξία μας και θα μας αγαπήσουν όπως τους αγαπάμε εμείς. Αυτή η ψευδαίσθηση μπορεί να κοστίσει χρόνια πόνου και απογοήτευσης.
Η λύση βρίσκεται στην αποδοχή της αλήθειας όπως είναι. Όταν τα σημάδια είναι εκεί, πάντα είναι καλό να τα αναγνωρίζουμε και να τα αποδεχόμαστε.
* * *
ΣΥΜΒΟΛΗ ΙΑΤΡΟΥ
Ο Στέλιος Ιατρού, ιστορικός από τη Θεσσαλονίκη, γράφει στο Ημερολόγιο για να βρίσκει αφορμές να χρονοτριβεί και ν’ αναβάλλει την παράδοση των εργασιών του. Σήμερα: Cardea, η ρωμαϊκή θεά των μεντεσέδων.

Οι Ρωμαίοι γνώριζαν πως τα πράγματα που ανοίγουν και κείνα που κλείνουν, όσα έχουν θύρες κι εκείνες έχουν μεντεσέδες, θα πρέπει να τα κυβερνά μια θεά: η Cardea, από το λατ. cardo, cardinis, που είναι ο μεντεσές [πβλ. αγγλ. «hinge», απ’ το οποίο και «unhinged» που λέγεται για κάποιον πρόεδρο όνομα και μη χωριό]. Στην προηγούμενη συμβολή είχα υποσχεθεί να μιλήσω γι’ αυτήν.
O Οβίδιος παραδίδει πως η Cardea ήταν η θεά της περιστροφής του μεντεσέ γύρω από τον άξονά του, εκείνη που με τη δύναμή της ανοίγει το κλειστό, και κλείνει τ’ ανοιχτό, άλλοτε κρατώντας σφαλιστές τις θύρες του σπιτιού για να εμποδίσει τον ανεπιθύμητο επισκέπτη ή τον κακοποιό, άλλοτε πάλι ανοίγοντάς τες διάπλατα για ν’ αποδράσεις από μια πυρκαγιά, απ’ τις πολλές που ξεσπούσαν στην πυκνοκατοικημένη Ρώμη, και γι’ αυτό όφειλες μια ζωή να τιμάς τη θεότητα για κείνη τη μία στιγμή που θα τη χρειαστείς.
Μάλιστα δε, το χαρτοφυλάκιο για τις πόρτες, τους διαδρόμους, και τις διόδους που κάθε λογής θυρόφυλλα έφρασσαν ήταν τόσο εκτενές, ώστε απαιτούσε τη στενή συνδρομή άλλων δύο πάρεδρων θεοτήτων: πρώτος ήταν ο Forculus (λατ. fores, τα θυρόφυλλα), και δεύτερος ο Limentinus (λατ. limen, liminis, το κατώφλι). Τα κατώφλια δεν είναι αστεία υπόθεση: είναι τόποι μεγάλων αποφάσεων, που άμα τους δρασκελίσεις μπορεί και να μην υπάρξει επιστροφή.
Η θεϊκή τριάδα που οριοθετούσε τον δημόσιο απ’ τον ιδιωτικό χώρο, και διαχειριζόταν την έκθεση του ιδιωτικού στο δημόσιο, συμπληρωνόταν απ’ τον τέταρτο, ακόμα σπουδαιότερο θεό των ορίων, τον Terminus, που τ’ όνομά του σημαίνει το ορόσημο, τον όρο, το όριο. Σήμερα μιλάμε διαρκώς για το πόσο σημαντικό είναι να ξέρουμε πώς να θέτουμε και να περιφρουρούμε τα όρια, η παραβίαση των οποίων ανοίγει τον δρόμο σε μπελάδες.
Περιγελώντας τους Ρωμαίους της πατρώας πίστης για τους πολλούς θεούς τους, ο Άγιος Αυγουστίνος διερωτήθηκε εάν άραγε δεν επαρκούσε μονάχος του ο Forculus για να προσέχει τις πόρτες τους.
Προφανώς δεν επαρκούσε, κι αυτό το κατανοεί κανείς στις μέρες μας, που παρακολουθούμε τον αγώνα που δίνεται προκειμένου ν’ απωθηθεί ο εισβολέας που μπήκε στην ξένη χώρα, μα και για να περιφρουρηθούν τα περάσματα από ενδεχόμενες επιδρομές του πιο πέρα από κει που τώρα βρίσκεται. Και πόσες φορές δεν έχουμε δει κάποιο σκάνδαλο που εκτυλίχθηκε αθόρυβα πίσω από κλειστές πόρτες να υπερχειλίζει με θόρυβο στον δρόμο αποκαλύπτοντας κάθε φαυλότητα των μέχρι τότε δήθεν καθωσπρέπει ανθρώπων που τους σεβόταν όλη η κοινωνία.
Εδώ να θυμηθούμε την πολιτική ελεγεία του Σόλωνα του Αθηναίου με τίτλο «Ευνομίη», όπου ο σοφός νομοθέτης προειδοποιούσε τους συμπολίτες του τον 6ο π.Χ. αιώνα, ότι εάν αφήσουν το δημόσιο κακό ασύδοτο να θεριέψει, αδιαφορώντας γι’ αυτό, τότε εκείνο θα πηδήξει με ορμή πάνω απ’ τις κλειδωμένες τους αυλόπορτες και θα τους καταδιώξει ακόμα κι αν κρυφτούν στην πιο βαθιά τους κάμαρη.
Επρόκειτο, λοιπόν, για μια τετράδα χθόνιων θεοτήτων που φρουρούσαν τις γήινες πόρτες, γιατί ο Ιανός ήταν ο θυρωρός των Ουρανών —πβλ. «ianuae coeli» που ονομάζονταν οι δύο ουράνιες θύρες των ηλιοστασίων—, και ακόμα της διέλευσης από τα περάσματα, ο θεός των ενάρξεων και των περατώσεων.
Αυτός ο Ιανός, με το ένα πρόσωπο να κοιτά στο παρελθόν και το άλλο στραμμένο στο μέλλον, ήταν που αποπλάνησε την Cardea σε μια σπηλιά, που δεν διέθετε πόρτα ή μεντεσέδες.
Το σπήλαιο ως χώρος κάποιου πρωτόγονου δράματος ήταν ένας «κοινός τόπος» σε πλήθος από αρχαίες αφηγήσεις του αρχαίου πανθέου, μα και σήμερα στον Ρωμαιοκαθολικισμό πολλά λατρευτικά αγάλματα της Θεοτόκου Μαρίας τοποθετούνται μέσα σε κόγχες διαμορφωμένες έτσι ώστε να θυμίζουν σπήλαιο από το οποίο εξέρχεται η μορφή, και σε σπήλαιο άλλωστε ήταν που γεννήθηκε ο Ιησούς.
Τα σπήλαια ήσαν τεμένη, δηλαδή τόποι αποτετμημένοι απ’ την κοινότητα, οριοθετημένοι έξω απ’ αυτήν, όπου πλέον κατοικούσαν χθόνιες θεότητες, ή από κει ξεκινούσε η κάθοδος στον Άδη. Ήσαν χώροι μετάβασης από έναν έξω τόπο σ’ έναν τόπο εντός.
Όταν ολοκλήρωσε τις ανομολόγητες πράξεις που συνήθως υφίστανται παρά τη θέλησή τους οι γυναίκες στους ελληνορωμαϊκούς μύθους, ο Ιανός έδωσε στην Cardea ένα μαγικό κλαδί από κράταιγο [Crataegus Oxyacantha, αγγλ. hawthorn, θυμηθείτε εδώ τον Nathaniel Hawthorne (1804-1864) που έγραψε το «Άλικο Γράμμα»], και της παραχώρησε το πιο εξειδικευμένο χαρτοφυλάκιο που ’χε ποτέ θεότητα: τον έλεγχο των μεντεσέδων. Δώσε, όμως, σε μια ρωμαϊκή θεότητα μία μονάχα λέξη, και θα βρει τον τρόπο να επεκτείνει την αρμοδιότητά της στα πάντα.
Ίσως από ποιητική άδεια, ο Οβίδιος ενσωμάτωσε στην Καρδέα τη λησμονημένη νύμφη Carna ή Cranea που παλαιότερα εορταζόταν τον Ιούνιο, όμως η λατρεία της είχε περίπου σβήσει στους χρόνους του Αυγούστου, εκεί στο πέρασμα από τον 1ο π.Χ. στον 1ο μ.Χ. αιώνα.
Την 1η Ιουνίου, λοιπόν, οι Ρωμαίοι έτρωγαν έναν πουρέ από φασόλια και τσιγαριαστό χοιρινό λαρδί προς τιμήν της Cardea, αλλά το πιάτο αυτό προερχόταν πραγματικά από την παλαιότερη λατρεία της ξεχασμένης Carna, που τ’ όνομά της μάλλον είχε βγει από το caro, γεν. carnis, που σήμαινε το κρέας, καθώς επισημαίνει ο Μακρόβιος, που έζησε στο πέρασμα από τον 4ο στον 5ο αι. μ.Χ., 370-430.
Η νύμφη Carna με τη σειρά της ήταν μια χθόνια αλλά και ουράνια θεότητα, σεληνιακή —πβλ. την Εκάτη, που κι εκείνη ήταν χθόνια και ουράνια μαζί—, που δυνάμωνε και κρατούσε υγιή τα σπλάχνα του ανθρώπου, την καρδιά κυρίως και το πεπτικό, και προστάτευε ειδικά από τις στρίγες, δαιμονικές κουκουβάγιες που τη νύχτα εφορμούσαν στα μικρά παιδιά στην κούνια τους ή στους ταξιδιώτες στον δρόμο και τους έπιναν το αίμα, κάπως σαν πρώιμα βαμπίρ, ανήκοντας στη γενική κατηγορία στοιχειών όπως η Έμπουσα και η Λάμια.
Η λατρεία της Carna αρχικά και της Cardea ακολούθως που την αφομοίωσε είχε οριστεί στους Ρωμαίους από τον ίδιο τον θεό Ιανό ως nefastus ή αλλιώς dies nefasti, δηλαδή ημέρα απαγόρευσης οποιασδήποτε δραστηριότητας που δεν ήταν ιερή («ne + fas» = «μην + κάνεις»), δηλαδή αργία για τη διοίκηση, τα βουλευτήρια, τη Σύγκλητο, και τα δικαστήρια, και η 1η Ιουνίου ήταν γνωστή ως calendae fabariae, λέξη που σωστά θυμίζει τη φάβα με την τσιγαριαστή σύβραση κρεμμυδιών, γιατί είπαμε, έτρωγαν τον πουρέ από φασόλια και λαρδί, που ήταν τα ιερά όσπρια της θεότητας και η συγκομιδή τους συνέβαινε τότε.
Οι δεκάξι θεότητες των Ρωμαίων για τις διόδους —ω ναι, ήσαν τελικά δεκάξι οι θεοί για τις πόρτες, τα παράθυρα, τα πόμολα, τις κλειδαριές, τους μεντεσέδες, τους διαδρόμους, τα περάσματα, τις σκάλες, τα πλατύσκαλα, τα κατώφλια, τις σήραγγες, και τα παρόμοια— λειτουργούσαν σαν καθρέφτης μιας Ρώμης που πίστευε βαθιά στην υπηρεσιακή γραφειοκρατία, και παθιαζόταν να διορίζει θεούς με πολύ ειδικές συναρμοδιότητες, ώστε κανείς τους να μην έχει τελικά την αποκλειστική ευθύνη όταν γινόταν η στραβή.
* * *
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Paul Murray, «Το τσίμπημα της μέλισσας» (μετάφραση Κλαίρη Παπαμιχαήλ, Εκδόσεις Ψυχογιός)
Ένα αξέχαστο οικογενειακό δράμα, ένα από τα πιο γενναιόδωρα μυθιστορήματα που θα διαβάσετε φέτος, και ένα βιβλίο που δεν του περισσεύει τίποτε. Είναι μεγάλο, ωστόσο διαβάζεται με μια ανάσα. Φτάνει τις 800 σελίδες, ωστόσο στο τέλος θα νομίζετε πως διαβάσατε τουλάχιστον διπλάσιες. Είναι κλασικότροπο, ωστόσο (μετα)μοντέρνο και σε διαρκή συνδιαλλαγή με τους μεγάλους ανανεωτές του μυθιστορήματος του ύστερου 20ού αιώνα. Οι ήρωές του μιλούν ο καθένας τη δική του διακριτή γλώσσα, ωστόσο ο ρυθμός του είναι συνολικά τόσο πλούσιος και γοητευτικός, που σε κρατά μέσα του σαν μια αιώρα το καλοκαίρι, στη σκιά. Ετοιμαστείτε για μεγάλες ποσότητες συγκίνησης, για ταύτιση με τους ήρωες, για αγωνία και δάκρυα, για τη μεγάλη μάχη (ή ίσως τη συνεργασία…) του παρελθόντος με το παρόν. Μία πολύ μεγάλη στιγμή του ιρλανδικού μυθιστορήματος — που έτσι κι αλλιώς μάς έχει δώσει σπουδαία, πολύ σπουδαία βιβλία. Αυτό εδώ, είναι από τα καλύτερα σύγχρονα. Αν έχετε υψηλές προσδοκίες από τις διακρίσεις που έχει λάβει και από το όνομα του συγγραφέα, αυτού του μεγάλου στυλίστα, ένα είναι σίγουρο: θα τις ξεπεράσει. Όσο για το τέλος… αυτή η έκπληξη δεν είναι κάτι που θα σας αφήσει μονάχα με ανοιχτό το στόμα. Συγκλονιστικό.

- Διαβάστε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:
Τα πρώτα δυο χρόνια έβλεπε αρκετά αυτόν τον νεαρό, τον Γουίλι. Όλοι έβλεπαν πολύ τον Γουίλι· ο Γουίλι, μ’ έναν τρόπο που ο Ντίκι έβρισκε περίεργο για κάποιον τόσο παράξενο κι άσχημο, ήθελε να τον βλέπουν. Έκανε συνέχεια βόλτα γύρω από τη Φροντ Σκουέαρ ή μακρηγορούσε στη ράμπα προς το Κτίριο Καλών Τεχνών — δε φαινόταν να παρακολουθεί ποτέ μαθήματα. Μα το κυρίως σημείο που διάλεγε για αυτοπροβολή ήταν η Λέσχη Ιστορίας, μια από τις δύο αξιοσέβαστες λέσχες διαλόγου του πανεπιστημίου. (Η άλλη ήταν η Λέσχη Φιλοσοφίας.) Αυτές οι λέσχες ήταν τα στέκια συγκεκριμένων «τύπων» του Τρίνιτι και αρχικά ο Ντίκι είχε κρατηθεί μακριά· αρκετά είχε ανεχτεί την επιδειξιομανία τους στην καθημερινότητά του και δεν θα υπέβαλλε σκόπιμα τον εαυτό του σε ακόμα περισσότερη. Προσκαλούσαν συχνά ωστόσο επιφανείς καλεσμένους, κι ένα βράδυ στις αρχές της άνοιξης του πρώτου του έτους πήγε να δει έναν πολιτικό για τον οποίο είχε διαβάσει. Έμεινε και στη συζήτηση που ακολούθησε —του ήταν αδύνατον να φύγει— κι έκτοτε οι εβδομαδιαίες συναντήσεις της Λέσχης Ιστορίας αποτελούσαν μια ένοχη ευχαρίστηση. Ένοχη γιατί το ένστικτό του αποδείχτηκε απόλυτα σωστό — η Λέσχη ήταν γεμάτη Μεγαλόστομους Κυριλέδες, όπως τους αποκαλούσε ο πατέρας του. (Επίσης τους αποκαλούσε Δυτικούς Βρετανούς, Αδερφές και Σύκα, αποτυχημένους της Οξφόρδης· σαν ένθερμος ρεπουμπλικάνος, ο πατέρας του είχε έντονους ενδοιασμούς που ο Ντίκι θα φοιτούσε στο Τρίνιτι, ή τουλάχιστον ένιωθε πως θα έπρεπε να έχει έντονους ενδοιασμούς.)
- Νά και το οπισθόφυλλο:
Η οικογένεια Μπαρνς έχει σοβαρά προβλήματα. Η κάποτε επικερδής αντιπροσωπεία αυτοκινήτων του πατέρα, του Ντίκι, πάει από το κακό στο χειρότερο λόγω της οικονομικής κρίσης στην Ιρλανδία. Εκείνος ωστόσο αρνείται να αντιμετωπίσει την κατάσταση και περνά τις μέρες του στο δάσος. Η γυναίκα του η Ιμέλντα πουλά τα κοσμήματά της στο eBay, ενώ η έφηβη κόρη τους Κας, άριστη μαθήτρια έως πρόσφατα, φαίνεται αποφασισμένη να φτάσει ώς τις εξετάσεις για το πανεπιστήμιο πίνοντας και ξενυχτώντας κάθε βράδυ. Και, τέλος, ο παραμελημένος δωδεκάχρονος ΠιΤζέι καταστρώνει σχέδιο απόδρασης από το σπίτι. Τι συνέβη και πήγαν όλα στραβά; Ένα παγωμένο κομμάτι του οδοστρώματος, μια απλή εξυπηρέτηση σε έναν γοητευτικό ξένο, μια μέλισσα που παγιδεύτηκε κάτω από το νυφικό πέπλο — μπορεί μια μόνο στιγμή κακοτυχίας να αλλάξει την κατεύθυνση μιας ολόκληρης ζωής; Και αν η ιστορία είναι προδιαγεγραμμένη, υπάρχει ακόμα χρόνος να βρεθεί ένα ευτυχές τέλος;
- Και ένα μικρό βιογραφικό του συγγραφέα:
Ο Πολ Μάρεϊ γεννήθηκε το 1975 στο Δουβλίνο. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Τρίνιτι κι έκανε μεταπτυχιακό στη δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο της Ιστ Άνγκλια. Έχει γράψει άλλα τρία μυθιστορήματα: «An Evening of Long Goodbyes» (2003), «Skippy Dies» (2010), «The Mark and the Void» (2015), όλα είτε βραβευμένα είτε στις μακρές ή βραχείες λίστες για τα σημαντικότερα λογοτεχνικά βραβεία. Έγραψε επίσης το σενάριο για την ιρλανδική ταινία «Metal Heart» το 2018. Το τελευταίο του βιβλίο, «Το τσίμπημα της μέλισσας», ήταν στη βραχεία λίστα του Βραβείου Booker για το 2023, κέρδισε το Ιρλανδικό Βραβείο ως Βιβλίο της Χρονιάς 2023, και το Χρυσό Βραβείο Nero για το 2023. Επίσης συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των New York Times (μαζί με άλλα τέσσερα βιβλία) ως τα Καλύτερα Μυθιστορήματα του 2023.
Βρείτε το στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας, ή όπου αλλού σάς αρέσει να προμηθεύεστε τα βιβλία σας.
* * *
Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο, κάθε Κυριακή, και κάθε Τετάρτη. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε να μας πείτε ή να μας ρωτήσετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Αναμνήσεις από τη Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου
Η πόλη περνάει στην επόμενη φάση της, Θεσσαλονίκη 2.0, έργα βιτρίνας και υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα τέλος.
Στον πυρήνα της ιδέας της αναγεννητικής πόλης βρίσκεται η κατανόηση ότι είναι απαραίτητο οι πόλεις να αναγεννήσουν ενεργά τους φυσικούς πόρους που χρειάζονται και που απορροφούν
Στη Θεσσαλονίκη ακόμα και τα μάρμαρα μιλούν κι έχουν μια ενδιαφέρουσα ιστορία να καταθέσουν
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Δρόμοι που έγιναν τραγούδια, τραγούδια που έγιναν δρόμοι
Σε δράσεις για την ολοκληρωμένη αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης, σε ελληνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, πρωταγωνιστεί ο Δήμος Αθηναίων
Η Ρένα Σακελλαρίδου εξηγεί γιατί ο δημόσιος χώρος της πόλης χρειάζεται να παραμείνει ζωντανός οργανισμός
Οι πόλεις είναι μνήμες και όνειρα· η ουσία τους βρίσκεται στον παλμό των ανθρώπων που τις κατοικούν, στη μαγεία της καθημερινότητας.
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Στο κέντρο της πόλης, οι ιστορίες ξεπηδούν η μία μέσα από την άλλη
Προς τιμήν του Γάλλου που σχεδίασε τη μοντέρνα Θεσσαλονίκη
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
42 χρόνια τώρα, αυτό είναι το μπαρ-πρωτεύουσα της Παύλου Μελά
Μήπως τα χιόνια στον Όλυμπο δε θα λιώσουν ποτέ;
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Ιστορίες από το επάνω πάτωμα της Θεσσαλονίκης
Η σπάνια μελέτη της Έφης Κακουλίδου για το πιο ιστορικό νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.