Health & Fitness

Όσο περισσότερο θέλω, τόσο περισσότερο ντρέπομαι

Κάθε φορά που επιθυμούμε κάτι, δεν ακούμε μόνο τη δική μας φωνή: ακούμε μαζί και μερικές παλιές φράσεις που ακόμα μάς στοιχειώνουν

souzana-papafago
Σουζάνα Παπαφάγου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Όσο περισσότερο θέλω, τόσο περισσότερο ντρέπομαι
Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Sora.

Για το παιδί που νιώθει ότι δεν αντέχει το βλέμμα των άλλων ή το βλέμμα του ίδιου του του εαυτού

Ένας φιλόσοφος του 18ου αιώνα περιγράφει κάτι τρομακτικά οικείο σε όλους μας: την εμπειρία του ανθρώπου που έχει τη δυνατότητα, αλλά δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του να τη χρησιμοποιήσει. Έχει τα «λεφτά στην τσέπη», αλλά δεν έχει την εσωτερική άδεια. Ο Ζαν-Ζακ Ρουσό, στις Εξομολογήσεις του, μιλά για τον εαυτό του σαν έναν άνθρωπο που παντού κάτι τον φοβίζει και παντού κάτι τον εμποδίζει. Όσο περισσότερο θέλει, τόσο περισσότερο ντρέπεται. Κι έτσι, στο τέλος, γυρίζει πίσω «σαν χαζός», με την κρυφή του επιθυμία να τον τρώει, με αρκετά λεφτά στην τσέπη για να την εκπληρώσει, αλλά χωρίς να έχει τολμήσει να αγοράσει τίποτα.

Αν αλλάξουμε λίγο το σκηνικό, η εικόνα του Ρουσό γίνεται δική μας. Δεν είναι πια μόνο μια βιτρίνα σε έναν παριζιάνικο δρόμο. Είναι ο άνθρωπος που στέκεται μπροστά σε μια επαγγελματική ευκαιρία και δεν στέλνει ποτέ το βιογραφικό. Είναι εκείνος ο άντρας που κρατά ένα μήνυμα γραμμένο και δεν το στέλνει. Είναι εκείνη η γυναίκα που νιώθει ότι θέλει μια σχέση, αλλά κάθε φορά που πάει να κάνει ένα βήμα προς τα μπρος, ντρέπεται τόσο, ώστε μαζεύεται πίσω. Όσο περισσότερο θέλει, τόσο περισσότερο ντρέπεται. Η επιθυμία δεν βιώνεται ως ζωή, αλλά ως έκθεση. Σαν να λέει ο άνθρωπος μέσα του: «Αν δείξω τι θέλω, θα φανεί πόσο λίγος είμαι». Γι’ αυτό η επιθυμία, αντί να γίνεται κινητήρια δύναμη, καταλήγει να γεννά ντροπή. Και η ντροπή, με τη σειρά της, γεννά αναδίπλωση.

Η ντροπή σχεδόν πάντα γεννιέται μπροστά σε ένα βλέμμα. Δεν χρειάζεται να είναι παρών κανείς. Αρκεί το εσωτερικό κοινό που κουβαλάμε: γονείς, δάσκαλοι, συγγενείς, το «τι θα πει ο κόσμος». Κάποτε, ως παιδιά, σταθήκαμε κι εμείς μπροστά σε μια «βιτρίνα» –ένα παιχνίδι, ένα γλυκό, ένα «θέλω» που μας φαινόταν μεγάλο– και ακούσαμε: «μη ζητάς», «δεν έχουμε λεφτά για ανοησίες», «μην είσαι λαίμαργος», «άλλα παιδιά δεν έχουν ούτε τα βασικά». Άλλες φορές δεν ειπώθηκε τίποτα, αλλά το βλέμμα ήταν αρκετό: ένα βλέμμα κούρασης, ειρωνείας ή αποδοκιμασίας όταν χαιρόμασταν πολύ ή όταν ζητούσαμε κάτι «για εμάς».

Αυτές οι μικρές, καθημερινές σκηνές γίνονται αργότερα εσωτερικός νόμος. Κάθε φορά που επιθυμούμε κάτι, δεν ακούμε μόνο τη δική μας φωνή. Ακούμε μαζί και όλες αυτές τις παλιές φράσεις. Γι’ αυτό συχνά ο ενήλικας σήμερα μπορεί να έχει φτάσει σε ένα σημείο όπου, αντικειμενικά, έχει πρόσβαση: βγάζει χρήματα, έχει προσόντα, έχει ευκαιρίες, έχει γύρω του ανθρώπους. Υποκειμενικά όμως νιώθει ότι «δεν δικαιούται». Μοιάζει να λέει στον εαυτό του: «Μπορώ, αλλά δεν μου επιτρέπεται». Τα χρήματα του Ρουσό στην τσέπη δεν είναι μόνο νόμισμα. Είναι σύμβολο δυνατότητας. Το ότι δεν τα χρησιμοποιεί, δείχνει κάτι πιο βαθύ: μια εσωτερικευμένη απαγόρευση απόλαυσης, χαράς, επιλογής.

Κάπως έτσι, η σκηνή επαναλαμβάνεται: μια επιθυμία γεννιέται, ο φόβος σηκώνει κεφάλι, η ντροπή γιγαντώνεται και στο τέλος ο άνθρωπος κάνει πίσω. Νιώθει μια μικρή ανακούφιση –«γλίτωσα την έκθεση»–, που όμως κρατά λίγο. Μετά έρχεται η ματαίωση. Κι αμέσως μετά η επίθεση στον εαυτό: «ούτε αυτό δεν μπόρεσες να κατακτήσεις», «είσαι λίγος», «ποτέ δεν θα αλλάξεις». Έτσι, δεν γυρίζει κανείς πίσω μόνο άπραγος. Γυρίζει φορτωμένος. Με περισσότερη ντροπή, περισσότερη αυτομομφή, περισσότερη πεποίθηση ότι «κάτι δεν πάει καλά με μένα».

Ο κύκλος κλείνει: δεν τολμάω, ανακουφίζομαι λίγο, μετά νιώθω αποτυχημένος, και την επόμενη φορά φοβάμαι ακόμη πιο πολύ. Αν σταθούμε για λίγο με συμπόνια απέναντι σε αυτόν τον άνθρωπο –απέναντι στον Ρουσό, αλλά και στον καθένα μας–, θα δούμε ότι κάπου εκεί μέσα υπάρχει ένα παιδί. Ένα παιδί που είχε επιθυμίες και έμαθε ότι οι επιθυμίες του βαραίνουν, κοστίζουν, ντροπιάζουν, «δεν είναι για εκείνον». Αυτό το παιδί ξαναζεί κάθε φορά που πλησιάζουμε κάτι που λαχταράμε και νιώθουμε ότι δεν αντέχουμε το βλέμμα των άλλων ή το βλέμμα του ίδιου μας του εαυτού.

Κι όμως, μέσα στην ίδια ψυχική σκηνή υπάρχει και κάτι ακόμη: το εν δυνάμει ενήλικο κομμάτι. Εκείνο το κομμάτι μας που μπορεί να δει το παιδί, να αναγνωρίσει τον φόβο του και να σταθεί δίπλα του. Όχι με συνθήματα τύπου «τα αξίζεις όλα, πάρε τα όλα», αλλά με έναν ήσυχο, σταθερό τρόπο: «Σε βλέπω, φοβάσαι, ντρέπεσαι, αλλά αυτή τη φορά δεν θα σε αφήσω να φύγεις τελείως άπραγος».

Μπορεί αυτό να σημαίνει μια πολύ μικρή κίνηση: να αγοράσουμε επιτέλους εκείνο το βιβλίο, να στείλουμε εκείνο το email, να κλείσουμε ένα ραντεβού, να πούμε μια φράση που χρόνια μένει στο στόμα μας. Μια πράξη που, για τον έξω κόσμο, μοιάζει ασήμαντη, αλλά για την εσωτερική μας ιστορία είναι ρωγμή σε έναν παλιό, σκληρό νόμο.

Σιγά-σιγά, με τέτοιες μικρές πράξεις, η φράση «έχω λεφτά στην τσέπη αλλά δεν αγοράζω τίποτα» μπορεί να αρχίσει να αλλάζει μορφή. Να γίνει: «Έχω κάτι δικό μου και, λίγο-λίγο, μαθαίνω να το χρησιμοποιώ χωρίς να ντρέπομαι για το ότι θέλω». Και, κάπου εκεί, η επιθυμία παύει να είναι μόνο κάτι που μας «τρώει από μέσα» και αρχίζει να γίνεται κάτι που μας κατευθύνει προς μια ζωή πιο συγγενική με αυτό που πραγματικά θέλουμε να έχουμε και να είμαστε.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY