Health & Fitness

Πώς μπορείς να κάνεις περισσότερα (κάνοντας λιγότερα) - Δεύτερο μέρος

Ύπνος, ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου

Κυριάκος Αθανασιάδης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Τρόποι και tips για να διευρύνουμε τον ελεύθερο χρόνο μας και να γίνουμε αποδοτικότεροι.

Στο προχθεσινό κείμενο ξεκίνησα να λέω πώς άλλαξα μία συνήθεια πολλών δεκαετιών μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, όταν —αίφνης— άλλαξαν οι συνθήκες της ζωής μου. Από κει που κάθε μέρα έπεφτα για ύπνο δυο και τρεις ώρες μετά τα μεσάνυχτα, βρέθηκα ξαφνικά να κοιμάμαι από τις 11, πράγμα που θα μου φαινόταν ανέκδοτο μέχρι και λίγους μήνες πριν το συνηθίσω.

Δεν ήταν βέβαια μόνο η νέα αυτή συνήθεια. Κυρίως ήταν το πόσο μεγαλύτερη αισθανόμουν τη μέρα μου αφότου έγινα πρωινός τύπος. Και, εδώ που τα λέμε, δεν ήταν μία απλή «εντύπωση»: ήταν η πραγματικότητα. Η μέρα μου μεγάλωσε στ’ αλήθεια. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό για μένα, καθώς έχω μεγάλο άγχος με τον χρόνο. Δεν σκέφτομαι ποτέ τον θάνατο, αλλά τον ΧΡΟΝΟ μέχρι τότε. Κι αυτό με αγχώνει τρομερά, γιατί —το αιώνιο ανθρώπινο πρόβλημα— δεν θα έχω προλάβει να κάνω στον διαθέσιμο αυτό χρόνο ούτε ένα πολλοστημόριο όσων έχω σκοπό ή έστω κατά νου να κάνω. Και η αλήθεια είναι πως έχω πάρα πολλά στο πρόγραμμα. Τόσα που ήδη χρειάζομαι μια έξτρα ζωή. Μα δεν θα την έχω.

Αρχίζοντας λοιπόν να ξυπνώ στις 7, είδα ότι ο χρόνος μου μεγάλωσε πράγματι αρκετά: φούσκωσε σαν κέικ. Ξαφνικά, ώς τις οχτώ είχα τελειώσει με όλες τις βασικές πρωινές υποχρεώσεις, και μπορούσα να ξεκινήσω τη δουλειά. Μάλιστα, διαπίστωσα πως μπορούσα να ΤΕΛΕΙΩΣΩ τη δουλειά (τις λέξεις της ημέρας, στην περίπτωσή μου) την ώρα που υπό «κανονικές» συνθήκες ΞΕΚΙΝΟΥΣΑ να τις γράφω. Αυτό στάθηκε μια νέα αποκάλυψη για μένα, σαν να σχηματιζόταν στο κεφάλι μου ένα φωτοστέφανο (όχι απαραιτήτως χρυσαφί). Κυρίως, όμως, μου άνοιξε την όρεξη.

Για ποιο λόγο, σκέφτηκα, ενώ ήταν τόσο δραματικά απλό, να μην επεκτείνω ΑΚΟΜΗ περισσότερο τον διαθέσιμο χρόνο μου; Τόσο τον παραγωγικό, όσο και τον ελεύθερο; Η απάντηση ήταν προφανής: ΝΑΙ, ΑΜΕ, ΓΙΑΤΙ ΟΧΙ; Και ο τρόπος ήταν επίσης ο προφανέστερος όλων: γύρισα το ξυπνητήρι μου από τις 7 στις 6 το πρωί.

Αυτή η αλλαγή ήταν (ή μου φάνηκε ότι ήταν) ακόμη πιο σημαντική από την προηγούμενη. Γιατί στις 6 έχουν ξυπνήσει ελάχιστοι άνθρωποι, όλα τα φώτα στις μπαλκονόπορτες των γειτονικών πολυκατοικιών είναι σβηστά, έξω ελάχιστα οχήματα κινούνται, ενώ όλο το πεδίο είναι ελεύθερο για να κάνεις ό,τι θέλεις. Αυτή η επιπλέον μία ΠΡΩΙΝΗ ώρα είναι ένα αβάντζο που δεν πουλιέται και δεν αγοράζεται. Βασικά, ένιωθες πως κάνεις κάτι σχεδόν απαγορευμένο, ότι μπαίνεις σε ένα ιερό ολομόναχος, σαν άλλος Ιντιάνα Τζόουνς. Δεν σε βλέπει κανείς, και όλοι οι θησαυροί είναι στα πόδια σου.

Θησαυροί; Ω, εντάξει, αυτά τα λίγα και ταπεινά που μας απασχολούν. Τα πραγματάκια μας.

Θέλω να πω, την ώρα που η πόλη κοιμάται, και καθώς εσύ είσαι όρθιος, σε πλήρη εγρήγορση, με τον ζεστό καφέ σου να σου πυρπολεί τα ρουθούνια, μπορείς να εκμεταλλευτείς την απόλυτη ησυχία και τον ξανακερδισμένο χρόνο σου κάνοντας ό,τι θέλεις, στους ρυθμούς που το θέλεις. Επί παραδείγματι, μπορείς να δεις όλες τις ειδήσεις της προηγουμένης χωρίς άγχος. Αν έχεις μία καλή ταϊμλάιν (θα τα πούμε κι αυτά με άλλη ευκαιρία), απλώς την περιτρέχεις, και έχεις ενημερωθεί για τα πάντα μέσα σε ελάχιστα λεπτά. Αυτό ΔΕΝ γίνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας, με την πόλη να αχολογάει γύρω σου. Στην άκρα ησυχία του λυκαυγούς, μπορείς να δεις όλους τους τίτλους από τα Μέσα που ακολουθείς σε ένα τεταρτάκι της ώρας. Μετά τις 10 το πρωί ειδήσεις γίνονται οι άλλοι.

(Τι είπα όμως; Τους τίτλους μόνο; Όχι απαραίτητα. Αλλά αυτό είναι επίσης θέμα για επόμενο σημείωμα στην παρούσα σειρά κειμένων).

Προφανώς, μπορείς να δεις κι εκείνο το άλλο που σε ενδιαφέρει και σε καίει πολύ, πιο πολύ από τις ειδήσεις, τον πόλεμο, τις συμφορές και τα νέα των σελέμπριτι: τις αναφορές στο όνομά σου, τις νέες ειδοποιήσεις, τα σχόλια στις αναρτήσεις σου, τα λάικ και τις καρδούλες που πήρες — ναι, πράγματι: ΚΑΙ αυτά όλα γίνονται πολύ πιο γρήγορα, και πολύ πιο ανέξοδα, τα χαράματα. Υπάρχει λόγος σοβαρός: ο πρωινός, πιο σοφός εαυτός σου, που μόνο αυτός είναι ξύπνιος στην πόλη και δικαίως κορδώνεται γι’ αυτό, τα κοιτάζει με μισό μάτι κάτι τέτοια, και τα ξεπετάει. Γιατί ξέρει ότι τα 99 στα 100 από δαύτα έχουν μηδαμινή έως ελάχιστη σημασία. Σημασία έχουν μόνο οι ωραίες αντιδράσεις δέκα-δεκαπέντε ανθρώπων. Αυτές είναι το πρωινό γάλα με κακάο σου, η ωραία χαρά, η ακριβή τέρψη του πρωινού.

Εννοείται πως απαντάς επίσης στα μέιλ που πρέπει να απαντήσεις, και βλέπεις στο Gmail πόσα δελτία έχεις λάβει — και τα κάνεις delete, μετά από ένα γρήγορο, επιπολής, ξεσκαρτάρισμα. (Τα 99 στα 100 newsletter είναι για να τα λαμβάνουμε, είναι για τον θόρυβο, για την επαφή, για να αισθανόμαστε ότι έχουμε άκρες σε όλες τις αρχαίες ηπείρους του πλανήτη, ότι διαβάζουμε τους Times, το Monocle και το Politico, δεν είναι για να τα διαβάζουμε, για όνομα του καλού Θεού).

Και στο τέταρτο τεταρτάκι της ώρας που μόλις εξοικονόμησες, απαντάς και στα μηνύματα των φίλων στο Messenger, συν τα δύο DM στο Instagram, και ανταλλάσσετε τις καρδούλες σας, τα τζιφάκια σας και τις καλημέρες σας. Τις δικές σου βέβαια εκείνοι θα τις δουν μετά από ώρα, όταν ξυπνήσουν με το καλό. Τότε που θα τους ρίχνεις ήδη ένα γύρο.

Ας πρόσεχαν.

* * *

Όμως θυμίζω πώς τελειώναμε το προηγούμενο κείμενο:

Και πλέον, εδώ και αρκετούς μήνες, ξυπνώ στις 5. Γιατί; Γιατί κάνω πολύ περισσότερα πράγματα πλέον στη ζωή μου, και αυτό το παλαβό, το να ξυπνάω δηλαδή στις 5, είναι ακόμη πιο αποδοτικό.

Στις 5 η ώρα που χαράζει λοιπόν; Ή μάλλον, που ΠΑΕΙ να χαράξει το ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ; Γιατί τον χειμώνα είναι μαύρη νύχτα ακόμα. Είναι πίσσα σκοτάδι.

Ναι, στις 5 τα χαράματα. Για έναν πολύ απλό λόγο: μου είπε ένας ειδικός πως το τρέξιμο (στην περίπτωσή μου) είναι πιο αποδοτικό το πρωί, πριν από το πρόγευμα. Οπότε, μετέφερα το βραδινό μου τρέξιμο —τρέχω μια ώρα την ημέρα— στις 6 με 7, καθώς το 5-6 είναι αφιερωμένο στα σκυλάκια μας και στο γατί μας: βόλτες, φαγητό, καθάρισμα αμμολεκάνης, τίναγμα ριχταριών, αλλαγή νερού κλπ. κλπ.

Έτσι, και η προπόνηση είναι πιο αποδοτική —δεν το λέω εγώ, το λέει ο προπονητής—, και, ξαφνικά, βρέθηκα με ακόμη μία ώρα ελεύθερη από το πουθενά! Ελευθερώθηκε το 7-8 μου του απογεύματος. Μια ώρα μπόνους, και δη μια εξαιρετική ώρα, ορισμένως. Ήδη έχω βρει τι να την κάνω, και πάλι δεν μου φτάνει.

* * *

Τώρα, θα πει κάποιος —πέραν τού καθαυτό γεγονότος ότι είναι εντελώς τρελό να ξυπνά κανείς λες και μοιράζει το γάλα—, «Για να κοιμάσαι όμως ένα οχτάωρο, μιας και ο ύπνος είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου, πρέπει να κοιμάσαι στις 9, δηλαδή σαν να ζεις στην Πίνδο προπολεμικά, στα roaring Twenties».

Σωστό. Αλλά όχι, δεν κοιμάμαι οχτώ ώρες το εικοσιτετράωρο. Κοιμάμαι εφτά ώρες το πολύ, πάνω στη χαρά μου. Κάπου στις εξήμισι είναι το δικό μου καλό νούμερο. Νομίζω πως το «οχτώ» το βγάλαμε από το γνωστό μαρξιστικό «οχτώ ώρες εργασία, οχτώ ώρες ύπνος, οχτώ ώρες ελεύθερος χρόνος». Δεν είναι και νόμος.

Οπότε, θα υπέθετε ίσως πάλι κάποιος, κλείνω τα μάτια στις 10:30 σαν τον Κωνσταντάρα με τις μπριζόλες στα μάτια; Και το θεωρώ λογικό αυτό; Όχι, όχι, δεν κοιμάμαι από τις δέκα και μισή. Με την επιστροφή μας στην Ελλάδα, και στην ελληνική κανονικότητα, οι κεντροευρωπαϊκές συνήθειες γρήγορα ξεχάστηκαν: είμαστε εν πολλοίς το περιβάλλον μας. Μπορεί μεν να απέβαλα ίσως οριστικά τη συνήθεια του ξενυχτιού στο σπίτι, αλλά δεν πέφτω κι από τόσο νωρίς. Ξαπλώνω στις 11 με 12 και κοιμάμαι στις 12 ή στη 1 (πάντα φοβάμαι ότι θα το πω «στις μία»), άρα τέσσερις με πέντε ώρες.

Όμως, και νά ένα μυστικό: πάντα θα ξαπλώσω το μεσημέρι για μιάμιση με δύο ώρες ή κάτι τέτοιο, πάνω στο μεγάλο μποτιλιάρισμα της κοινής γνώμης, μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες, κι ενώ ώς τότε θα έχω ουσιαστικά τελειώσει με όλες τις δουλειές και τις υποχρεώσεις της ημέρας. Και πάλι θα ’χω ένα ολόκληρο απόγευμα μπροστά μου — κι όλο το βράδυ. Οπότε το σύνολο δεν είναι και λίγο.

Και για να απαντήσουμε λοιπόν στο ερώτημα του τίτλου: «Πώς μπορείς να κάνεις περισσότερα κάνοντας λιγότερα;»

Είναι απλό: με λίγο λιγότερο ύπνο λοιπόν. Με λίγο λιγότερο ύπνο ΤΟ ΒΡΑΔΥ. Και με εκμετάλλευση της ωραίας πρωινής μοναξιάς.

Τι ωραία αίσθηση είναι αυτή! Πόσες δυνατότητες σου ανοίγονται. Και πόσο πιο νόστιμος είναι ο καφές, τότε που τον έχεις την πιο μεγάλη ανάγκη.

[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]