Health & Fitness

Πώς μπορείς να κάνεις περισσότερα (κάνοντας λιγότερα)

1. Ύπνος, ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου (πρώτο μέρος)

Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τρόποι και tips για να διευρύνουμε τον ελεύθερο χρόνο μας και να γίνουμε αποδοτικότεροι.

Πάντα κοιμόμουν αργά. Από πολύ παλιά — από μικρός. Κοιμόμουν αργά επί δεκαετίες ολόκληρες. Είχα γίνει εξπέρ στο ξενύχτι, θα μπορούσα να πάρω μέρος σε έναν σχετικό διαγωνισμό, και θα τον κέρδιζα. Για να κλείσουν τα μάτια μου, έπρεπε να πάει μία, δύο, δύο και μισή… τρεις. Τότε ήταν καλά για να κοιμηθώ.

Αν έβγαινα έξω, αν ήμουν όλες αυτές τις μικρές ώρες εκτός σπιτιού; Όχι. Ή όχι πάντα. Δεν «ξενυχτούσα», δηλαδή. Δεν ήμουν σε ένα μπαρ, και σίγουρα δεν ήμουν στα μπουζούκια. Ήμουν σπίτι. Μπορεί να έβλεπα τηλεόραση, ή να διάβαζα από καμιά φορά, ή απλώς να τα λέγαμε στο μπαλκόνι. Οι έξοδοι ήταν άλλο πράγμα. Και εκεί διέπρεπα βέβαια, αλλά δεν μιλώ τώρα γι’ αυτό. Μιλώ για κάτι πολύ συγκεκριμένο. Για το ότι κοιμόμουν αργά, ενώ ΗΜΟΥΝ στο σπίτι και ενώ έκανα… ή μάλλον ενώ —πολύ συχνά— δεν έκανα τίποτε. Εντάξει, το διάβασμα είναι προφανώς καλό και άγιο. Θα τα πούμε γι’ αυτό στην παρούσα σειρά κειμένων. Αλλά δεν νομίζω πως ο πολύς κόσμος ξενυχτά διαβάζοντας. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα γινόταν πρώτη είδηση.

Αυτό όμως που ξέρω καλά είναι ότι πάρα πολλοί άνθρωποι απλώς ξενυχτούν όπως συνήθως το έκανα εγώ: χωρίς να κάνουν τίποτε. Ή, ακόμη χειρότερα, κάνοντας κάτι απολύτως «αρνητικό», κάτι με αρνητικό πρόσημο, κάτι που δεν το κάνεις, αλλά σε ξε-κάνει: χαζολογώντας στα social. Και γι’ αυτά θα μιλήσουμε στην παρούσα σειρά κειμένων, στην ώρα τους.

(Παρένθεση: όλο αυτό που συζητάμε εδώ δεν αφορά τις νέες μαμάδες και τους νέους μπαμπάδες. Οι νέοι γονείς είναι άλλη κατηγορία άνθρωποι, άλλη πάστα, άλλο επίπεδο. Μπορούν να μην κοιμηθούν επί χρόνια ολόκληρα. Είναι ικανοί να ξεκλέβουν λίγα λεπτά ύπνου οπουδήποτε, μπας και αναπληρώσουν τον χαμένο χρόνο του ύπνου τους. Και ειδικά οι γυναίκες που έχουν μικρά παιδιά και εργάζονται, είναι απλώς υπερηρωίδες τού multitasking. Δεν τις βάζω στην κουβέντα, είναι άλλο πράγμα).

Εννοείται βέβαια πως το πρωί είχα πρόβλημα με το ξύπνημα, και δεν σταμάτησα να έχω πρόβλημα με το ξύπνημα επί δεκαετίες. Στη δουλειά μου μπορούσα να επιλέξω το 7-3 ωράριο, ή έστω το 8-4, αλλά εννοείται πως είχα πάρει το 9-5 γιατί οτιδήποτε πριν από αυτό μού φαινόταν βουνό. Αν υπήρχε 10-6, φυσικά και θα το έπαιρνα. Ακόμη χειρότερα: είχα νοικιάσει ένα σπίτι σχεδόν μεσοτοιχία με τη δουλειά μου, για να μην τρώω χρόνο στο πήγαιν’-έλα. Σοφό; Ναι, τρόπον τινά σοφό.

Αυτή η δουλειά κράτησε λίγο παραπάνω από μια εικοσαετία. Όταν τη σταμάτησα και έγινα ελεύθερος επαγγελματίας δουλεύοντας από το σπίτι — ναι, τότε ήταν που μπορούσα, όχι απλώς να κοιμάμαι όσο αργά ήθελα, αλλά και να ΞΥΠΝΑΩ όσο πιο αργά ήθελα. Απλώς εκμεταλλευόμουν τον υπόλοιπο χρόνο για να δουλεύω. Ξεκινούσα, ας πούμε, το μεροκάματο στις 12 το μεσημέρι, ή και ακόμα πιο αργά — και δούλευα ως το βράδυ. Πάλι οχτάωρο έβγαινε, ή περίπου.

Μόνο που, στο μεταξύ αυτό, χανόταν η μέρα: η μέρα μου. Χανόταν κάπου ανάμεσα στην αγρυπνία μου και στη δουλειά. Και βέβαια χανόταν και στον ύπνο εκείνες τις περίεργες ώρες που κοιμόμουν. Με τον ήλιο. Εις το φως της ημέρας. Σαν τους βρικόλακες.

Γράφοντάς τα τώρα αυτά, νιώθω —αλήθεια το λέω— σαν να μιλώ για το παρελθόν μου στα ναρκωτικά, ή στη νύχτα. Νιώθω σαν να υπήρξα επί χρόνια και χρόνια εγκληματίας. Εγκληματίας, με θύμα τον εαυτό μου. Ή, αν θέλετε, νιώθω σαν αναγεννημένος χριστιανός. Μπορεί να μη φοράω στεφάνια στα μαλλιά και να μη χορεύω ξυπόλυτος με το ηλιοστάσιο, αλλά ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ ΝΙΩΘΩ.

* * *

Η αλλαγή στη ζωή μου ήρθε όταν πήραμε σκυλάκι. Γιατί ναι μεν το έρμο το σκυλάκι ξενυχτούσε κάπως κι αυτό, θέλοντας και μη, αλλά τα σκυλιά τείνουν να μη χουζουρεύουν το πρωί στο κρεβάτι. Ή μάλλον, χουζουρεύουν μεν, αλλά ΑΦΟΥ βγουν τη βόλτα τους, αφού μυρίσουν όλες τις ενδιαφέρουσες γωνιές της γειτονιάς, μία-μία με τη σειρά και χωρίς να βιάζονται, αφού χαζολογήσουν και παίξουν, και βέβαια αφού φάνε το φαγητό τους όταν επιστρέψουν στο σπίτι.

Όλα αυτά είναι καμιά ώρα έτσι και τα βάλεις κάτω. Και, μολονότι εκείνα πράγματι πέφτουν πάλι για ύπνο μέχρι το μεσημέρι, εσύ δεν μπορείς να τα ακολουθήσεις. Έχεις ήδη ξυπνήσει, έχεις μυρίσει κι εσύ τις γωνιές, τους στύλους και τα ΚΑΦΑΟ, έχεις κάνει καφέ όση ώρα έτρωγε ο σκύλος τις κροκέτες του, έχεις κυλιστεί στο πάτωμα μαζί του, και έχεις ήδη δει τις πρώτες ειδήσεις στο κινητό σου ή στον υπολογιστή σου. Οπότε, όχι, το να πας ξανά στο κρεβάτι σου μετά από όλα αυτά είναι κάπως άδικο — άδικο για σένα, για την κοινωνία, και για τον πολιτισμό συλλήβδην.

Έτσι, άρχισα να ξυπνώ νωρίς. Αλλά —κι εδώ είναι η πλάκα— δεν κοιμόμουν αντιστοίχως νωρίς. Με προφανές αποτέλεσμα, να μου λείπει ύπνος. Και ο ύπνος είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου. Μαζί με τον σκύλο. Ο ύπνος μού έλειπε τόσο πολύ, που αν έκανα καμιά κανονική δουλειά —το να γράφεις βιβλία δεν είναι και ο ορισμός τού κανονικού— θα την έκανα μισή, ή λάθος. (Πράγμα που, φοβάμαι, ίσως ισχύει και για τα βιβλία).

Όμως αρνιόμουν με πείσμα να εγκαταλείψω τη συνήθεια του οικιακού ξενυχτιού.

Άρχισα να κοιμάμαι νωρίς μόνο καναδυό χρόνια μετά, που πήγαμε να ζήσουμε σε μία άλλη χώρα, κεντροευρωπαϊκή, απ’ αυτές τις κρύες και περίεργες, που οι κάτοικοί τους θυμίζουν σε έναν Μεσόγειο τα ανδροειδή του Φίλιπ Ντικ ή τον Μίστερ Σποκ του Star Trek. Ξαφνικά, βρεθήκαμε σε ένα περιβάλλον που, για να λειτουργεί ρολόι —και πράγματι λειτουργούσε ρολόι—, έπρεπε ανάμεσα στα άλλα να σβήνει τα φώτα το αργότερο στις 10 το βράδυ. Ξαφνικά, εκεί γύρω στις 10, αν και όχι και νωρίτερα στις γειτονιές εκτός κέντρου, όλα σιωπούσαν. Δεν ακουγόταν ο παραμικρός ήχος στους δρόμους. Δεν κινούνταν αυτοκίνητα, μηχανάκια, ταξί — τίποτε. Και βέβαια δεν υπήρχε τίποτε ανοιχτό. Οι πάντες (με την εξαίρεση όσων ασχολούνταν με τον τουρισμό στις ποικίλες εκφάνσεις του) έσβηναν τα φώτα και έπεφταν για ύπνο με τις κότες.

Δεν μπορείς βέβαια να πας κόντρα σε κάτι τόσο μαζικό, θα ήταν τελείως γελοίο. Αφήνεσαι να πας με το ρεύμα. Και, κάποια στιγμή, σαν σε επιφοίτηση, σαν σε «σατόρι» που λένε και στο Ζεν, ανακαλύπτεις πως το ρεύμα είναι καλό καγαθό, σωστό, και δίκαιο. Και, ας μου επιτραπεί, ανθρώπινο. Τέλος πάντων, ΠΙΟ ανθρώπινο. Πιο ορθολογικό δηλαδή. (Καλά και άγια τα συναισθήματα, αλλά ο άνθρωπος είναι κυρίως μία ορθολογιστική μηχανή που θέλει να επιβιώσει no matter what).

Έτσι, ο πρώην επαγγελματίας και καθ’ έξιν ξενύχτης κατέληξε να ξαπλώνει στις 10 μ.μ., με ένα βιβλίο στο χέρι ή με την τηλεόραση να παίζει το επόμενο επεισόδιο μιας σειράς: πράγματα δηλαδή που δεν μπορείς να κάνεις when undressed, ξαπλωμένος, για πάνω από μία ώρα, εκτός κι αν είσαι ολόγραμμα. Δεν είσαι, οπότε στις 11 μ.μ. σβήνεις το πορτατίφ στο κομοδίνο, κλείνεις τα μάτια — και κοιμάσαι.

Αν κλείσει κανείς τα μάτια στις 11 μ.μ., και κοιμηθεί το μάξιμουμ που επιτρέπεται από Θεό και ανθρώπους να κοιμάται κανείς το εικοσιτετράωρό του, ήτοι οχτώ ώρες, θα ξυπνήσει το αργότερο στις 7. Και θα ξυπνήσει στις 7 έχοντας μπουχτίσει ύπνο. Έτοιμος να αδράξει την ημέρα.

Κι αυτό είναι καλό, λέει ο σαν αναγεννημένος χριστιανός μέσα μου. Αυτό είναι ΠΟΛΥ καλό. Είναι ανθρώπινο, ορθολογικό και αποδοτικό όσο δεν παίρνει.

Όμως δεν το συνέχισα. Όχι παραπάνω από έναν χρόνο. Μετά από έναν χρόνο, σταμάτησα να ξυπνώ στις 7.

Για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, άρχισα να ξυπνώ στις 6. Γιατί αυτό ήταν καλύτερο.

Και πλέον, εδώ και αρκετούς μήνες, ξυπνώ στις 5. Γιατί; Γιατί κάνω πολύ περισσότερα πράγματα πλέον στη ζωή μου, και αυτό το παλαβό, το να ξυπνάω δηλαδή στις 5, είναι ακόμη πιο αποδοτικό.

Αλλά περισσότερα γι’ αυτό στο επόμενο σημείωμα.