Health & Fitness

Γυναικεία υπογονιμότητα: Ποιες είναι οι αιτίες της

Μιλήσαμε με τον Δρ. Ιωάννη Π. Βασιλόπουλο, Μαιευτήρα-Γυναικολόγο, Ιατρό Αναπαραγωγής και ιδρυτικό μέλος του Institute of Life-ΙΑΣΩ

sofia-neta.jpg
Σοφία Νέτα
ΤΕΥΧΟΣ 609
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
348184-722627.jpg

Ο χρόνος επηρεάζει αρνητικά την παραγωγή ωαρίων στις γυναίκες, με την ποιότητα και την ποσότητά τους να φθίνουν μετά την ηλικία των 35 ετών, με συνέπεια να μειώνονται αργά αλλά σταθερά οι πιθανότητες σύλληψης και απόκτησης υγιούς μωρού.

Ωστόσο, η σύγχρονη τάση είναι να αποκτούν οι γυναίκες παιδί σε ολοένα μεγαλύτερη ηλικία. Σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Αρχή, περισσότερες από 5.000 Ελληνίδες αποκτούν κάθε χρόνο μωρό μετά τα 40 τους χρόνια, ενώ πριν από μία 15ετία ο αντίστοιχος αριθμός ήταν σχεδόν ο μισός. Μάλιστα, το 2014 γεννήθηκαν 600 παιδιά από μητέρες που είχαν περάσει τα 45 τους χρόνια, ενώ τα 66 γεννήθηκαν από γυναίκες πάνω από 50 ετών!

Σε πολλές περιπτώσεις, αλλά οπωσδήποτε όχι πάντοτε, η καθυστερημένη απόκτηση παιδιού οφείλεται σε κοινωνικούς λόγους (π.χ. προέχει η καριέρα της γυναίκας, δεν έχει βρει τον κατάλληλο σύντροφο, δεν είναι έτοιμη να αρχίσει οικογένεια). 

Όπως εξηγεί ο μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος Δρ. Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, MD, MSc, ειδικός στην Yποβοηθούμενη Aναπαραγωγή και ιδρυτικό μέλος του Institute of Life-ΙΑΣΩ (www.gynecologie.gr), οι ηλικίες 20-29 ετών θεωρούνται ιδανικές για την επίτευξη μιας εγκυμοσύνης, επειδή τα ωάρια γενικά έχουν καλή ποιότητα και έτσι οι πιθανότητες εγκυμοσύνης σε κάθε μήνα προσπάθειας φθάνουν το 20-25%. 

Αντίστοιχα, οι γυναίκες ηλικίας άνω των 40 ετών έχουν λιγότερες από 5% πιθανότητες φυσικής σύλληψης κάθε μήνα που προσπαθούν, αλλά με τη χρήση τεχνικών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής οι πιθανότητες αυτές φθάνουν έως και το 10% σε κάθε κύκλο, σύμφωνα με στοιχεία της Αμερικανικής Εταιρείας Αναπαραγωγικής Ιατρικής.

«Το μεγάλο ερώτημα, όμως, μετά τα 40 δεν είναι αν θα καταφέρουν να μείνουν έγκυοι, αλλά κατ’ αρχήν αν αυτό θα επιτευχθεί με δικά τους ωάρια ή όχι» λέει. «Μελέτη που είχε δημοσιευτεί προ ετών στο περιοδικό Fertility & Sterility είχε δείξει ότι από τις γυναίκες ηλικίας 40 ετών που είχαν κάνει εξωσωματική μετά από ωοληψία σε αυτή την ηλικία, το 25% έμειναν έγκυοι, αλλά το αντίστοιχο ποσοστό σε όσες είχαν ηλικία 43 ετών ήταν 10% και σε όσες ήταν 44 ετών μόλις 1,6%».

Η δυσκολία επίτευξης εγκυμοσύνης με «γερασμένα» ωάρια δεν είναι το μόνο που προβληματίζει στις κυήσεις μετά τα 40. Είναι καλά τεκμηριωμένο πως τα ωάρια των μεγάλης ηλικίας γυναικών είναι πιθανότερο να φέρουν γενετικές ανωμαλίες οι οποίες εμποδίζουν την ολοκλήρωσή της και συνοδεύονται από υψηλά ποσοστά αποβολής του εμβρύου. Τα ποσοστά αυτά έχει βρεθεί ότι είναι 24% στις γυναίκες ηλικίας 40 ετών που κάνουν εξωσωματική, 38% στις γυναίκες 43 ετών και 54% στις γυναίκες 44 ετών.

Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι μετά τα 40 αυξάνεται σημαντικά και ο κίνδυνος απόκτησης μωρού με γενετική ανωμαλία, όπως το σύνδρομο Down, γι’ αυτό και πρέπει όλες οι γυναίκες αυτής της ηλικίας που μένουν έγκυες με φυσικό τρόπο να κάνουν αμνιοπαρακέντηση. 

Η απόκτηση παιδιού σε προχωρημένη ηλικία σε πολλές περιπτώσεις γίνεται εφικτή χάρη στις εξελίξεις της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής που επιτρέπει τη λήψη και κρυοσυντήρηση (κατάψυξη) ωαρίων ώστε να διατηρείται η αναπαραγωγική ικανότητα για μελλοντική χρήση όταν αυτό είναι απαραίτητο ή επιθυμητό.

Δρ. Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, Μαιευτήρας-Γυναικολόγος, Ιατρός Αναπαραγωγής και ιδρυτικό μέλος του Institute of Life-ΙΑΣΩ

Δρ. Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, Μαιευτήρας-Γυναικολόγος, Ιατρός Αναπαραγωγής και ιδρυτικό μέλος του Institute of Life-ΙΑΣΩ

1. Προβλήματα υγείας

Ωστόσο, οι κοινωνικοί λόγοι δεν είναι η μοναδική αιτία της καθυστερημένης απόκτησης παιδιού, ούτε η υπογονιμότητα αποτελεί πρόβλημα μόνο των γυναικών που έχουν περάσει τα 35 τους χρόνια.

Παρότι η ηλικία είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση υπογονιμότητας, πολλές γυναίκες είναι υπογόνιμες εξαιτίας ιατρικών προβλημάτων, ενώ ακόμα και στις νεαρές γυναίκες (ηλικίες κάτω των 29 ετών) η μία στις δέκα δεν κατορθώνουν να αποκτήσουν παιδί έπειτα από ένα χρόνο προσπάθειας.

Στα πιθανά ιατρικά προβλήματα που προκαλούν ή σχετίζονται με την υπογονιμότητα συμπεριλαμβάνονται τα παρακάτω:

* Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών. Αποτελεί την πιο συχνή αιτία γυναικείας υπογονιμότητας. Παρατηρείται στο 10-15% των γυναικών και συνήθως εκδηλώνεται στην εφηβεία, αν και μπορεί να εμφανιστεί και αργότερα στη ζωή. Προκαλεί ασταθή εμμηνόρροια, υπερπαραγωγή ανδρογόνων (είναι οι ορμόνες του ανδρικού φύλου) ή/και πολλές κύστεις στις ωοθήκες.

«Το συχνότερο πρόβλημα γονιμότητας που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες με το σύνδρομο είναι η διαταραχή της ωοθυλακιορρηξίας, η οποία αντιμετωπίζεται κυρίως με φαρμακευτικά μέσα», εξηγεί ο Δρ. Βασιλόπουλος. «Εναλλακτικά, πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας μπορεί να γίνει και μετά από drilling των ωοθηκών, μια χειρουργική επέμβαση η οποία γίνεται λαπαροσκοπικά με πολύ καλά αποτελέσματα. Αν αυτές οι επιλογές δεν επιτύχουν, το ζευγάρι μπορεί να ακολουθήσει τη διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης». 

* Ενδομητρίωση. «Εκδηλώνεται όταν αναπτύσσεται έξω από τη μήτρα ιστός ο οποίος δομικά και λειτουργικά είναι παρόμοιος με τον βλεννογόνο που επιστρώνει το εσωτερικό τοίχωμά της (το ενδομήτριο)», εξηγεί ο Δρ. Βασιλόπουλος. Ο ετερότοπος αυτός ιστός συνήθως εμφανίζεται σε όργανα και ιστούς της πυέλου όπως η μήτρα (εξωτερικά), οι ωοθήκες, οι ωαγωγοί (σάλπιγγες), το περιτόναιο, η ουροδόχος κύστη, το παχύ έντερο και η περιοχή μεταξύ του ορθού εντέρου και του κόλπου. 

Τα δύο τρίτα των κρουσμάτων εκδηλώνονται σε γυναίκες ηλικίας 20-35 ετών και το ένα στα δέκα σε γυναίκες κάτω των 20 ετών.

Υπολογίζεται ότι το 5-10% των γυναικών πάσχουν από ενδομητρίωση, με τουλάχιστον τις μισές να μην έχουν εμφανή συμπτώματα. Από αυτές τις γυναίκες, οι περισσότερες (πάνω από έξι στις δέκα) δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα γονιμότητας. Ωστόσο η νόσος αποτελεί μία από τις συχνότερες αιτίες υπογονιμότητας: ποσοστό έως και 50% των υπογόνιμων γυναικών πάσχουν από ενδομητρίωση.

* Ινομυώματα μήτρας. Περισσότερες από μία στις δύο γυναίκες παρουσιάζουν τουλάχιστον ένα ινομύωμα κάποια στιγμή στη ζωή τους, γεγονός που τα καθιστά το πιο συχνό μόρφωμα της πυέλου.

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων εκδηλώνονται στις ηλικίες 35-45 ετών, αλλά μπορεί να εμφανιστούν νωρίτερα ή αργότερα και μέχρι την εμμηνόπαυση (μετά υποχωρούν). Μία γυναίκα μπορεί να έχει ένα ή πολλά ινομυώματα τα οποία μπορεί να προκαλούν συμπτώματα ή να είναι εντελώς ασυμπτωματικά.

Παρότι είναι εξαιρετικά συνηθισμένα, οι περισσότερες γυναίκες δεν ξέρουν ότι τα έχουν διότι δεν προκαλούν συμπτώματα και συχνά το μαθαίνουν όταν εκδηλώσουν προβλήματα γονιμότητας, όπως αδυναμία σύλληψης, πολλαπλές αποβολές, πρόωρη έναρξη του τοκετού κ.λπ.

* Πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια. Μία στις 250 γυναίκες ηλικίας κάτω των 30 ετών εκδηλώνει πρώιμη ωοθηκική ανεπάρκεια, κατά την οποία εξαντλούνται ή υπολειτουργούν τα ωοθυλάκιά της. Στο 80-90% των περιπτώσεων η αιτία της ωοθηκικής ανεπάρκειας είναι άγνωστη και έτσι χαρακτηρίζεται ως ιδιοπαθής, ενώ στις υπόλοιπες μπορεί να παίζουν ρόλο χρωμοσωμικές ανωμαλίες, να είναι απόρροια χημειοθεραπείας ή ακτινοθεραπείας για καρκίνο ή να σχετίζεται με  πολλαπλές ενδοκρινικές παθήσεις. Σε σπάνιες περιπτώσεις η αιτία είναι εγχειρήσεις στην πυελική χώρα ή λοιμώδη νοσήματα (π.χ. παρωτίτιδα).

Από τις γυναίκες με πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια, μόνο το 10% κατορθώνουν να μείνουν έγκυοι με φυσικό τρόπο. Οι υπόλοιπες μπορεί να χρειασθούν εξωσωματική με δωρεά ωαρίων. Αν όμως η ανεπάρκεια είναι ιατρικής αιτιολογίας (π.χ. σε επικείμενη θεραπεία για καρκίνο), μία λύση που προτείνεται είναι η κατάψυξη ωαρίων, λέει ο Δρ. Βασιλόπουλος.

* Προβλήματα στις σάλπιγγες. Οι λοιμώξεις της πυέλου, τα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα, οι εγχειρήσεις στην πύελο αλλά και βαριές καταστάσεις, όπως η περιτονίτιδα, μπορεί να δημιουργήσουν συμφύσεις (δημιουργία ουλώδους ιστού) και ελαττωματική λειτουργία των σαλπίγγων. Επιπλέον, η εισβολή βακτηρίων και ιών μπορεί να προκαλέσει διάφορες φλεγμονές, όπως η σαλπιγγίτιδα, που μπορεί να συνοδεύεται από συλλογή υγρού ή/και πύου. 

Τα προβλήματα αυτά έχουν ως συνέπεια να καταστρέφονται τα τριχίδια των σαλπίγγων που είναι υπεύθυνα για τη μεταφορά του ωαρίου και του εμβρύου μετά τη γονιμοποίηση, με συνέπεια να διαταράσσεται η γονιμότητα.

Η ανεξήγητη υπογονιμότητα

Σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ιατρικής (ASRM), ένα στα επτά ζευγάρια αντιμετωπίζουν πρόβλημα υπογονιμότητας, αλλά στο 10% των περιπτώσεων οι διαγνωστικές εξετάσεις έχουν φυσιολογικά αποτελέσματα ενώ σε πολύ περισσότερα αποκαλύπτουν μικρές μόνο εκτροπές από το φυσιολογικό που δεν επαρκούν για να θεωρηθούν αιτία του προβλήματος. 

Έτσι, περισσότερα από ένα στα πέντε ζευγάρια θεωρείται ότι αντιμετωπίζουν ανεξήγητη υπογονιμότητα που μπορεί να συνδέεται με διάφορους παράγοντες κινδύνου. 

Η ιατρική έρευνα έχει καταδείξει ότι στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνονται:

* Λάθος σωματικό βάρος. Επιδημιολογικά δεδομένα δείχνουν ότι η παχυσαρκία ευθύνεται για το 6% των κρουσμάτων πρωτοπαθούς υπογονιμότητας και το παθολογικά χαμηλό σωματικό βάρος για άλλο ένα 6%, σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ιατρικής.

* Ακανόνιστο ωράριο εργασίας και άρση μεγάλου βάρους. Μελέτες έχουν δείξεις ότι οι γυναίκες που εργάζονται νύχτα ή σε κυλιόμενες βάρδιες και όσες σηκώνουν μεγάλο βάρος κατά την εργασία τους έχουν αυξημένη πιθανότητα να εκδηλώσουν προβλήματα υπογονιμότητας, γιατί παράγουν λιγότερα ώριμα ωάρια συγκριτικά με όσες εργάζονται με σταθερό ωράριο την ημέρα. 

* Έντονο στρες. Μελέτη του Πανεπιστημίου του Λούισβιλ, στο Κεντάκι, είχε δείξει ότι το έντονο στρες κατά τις μέρες της ωορρηξίας μειώνει κατά 40% τις πιθανότητες σύλληψης, ενώ άλλη μελέτη είχε δείξει ότι τα αυξημένα επίπεδα στρες διπλασιάζουν τις πιθανότητες που έχει μία γυναίκα να είναι υπογόνιμη. 

* Κακή διατροφή. Μελέτες έχουν δείξει ότι η υπερκατανάλωση ζάχαρης, τεχνητών γλυκαντικών, καφέ, αλκοόλ και ανθυγιεινών λιπαρών (trans λιπαρών) συνδέεται αρνητικά με διάφορες παραμέτρους της επιτυχημένης σύλληψης, όπως η ποιότητα των ωαρίων, η ποιότητα των παραγόμενων εμβρύων, τα ποσοστά επιτυχούς εμφύτευσης στη μήτρα και τα ποσοστά εγκυμοσύνης.  

* Επιγενετικές αλλαγές. Περισσότερες από μία στις δέκα περιπτώσεις υπογονιμότητας που χαρακτηρίζονται από επαναλαμβανόμενη αποτυχία στις προσπάθειες απόκτησης παιδιού με εξωσωματική γονιμοποίηση, μπορεί να οφείλονται σε αλλαγές που επιφέρει ο τρόπος ζωής στη λειτουργία των γονιδίων. Οι αλλαγές αυτές, που αποκαλούνται επιγενετικές, μπορεί να εντοπιστούν με εξελιγμένες βιολογικές εξετάσεις, με βάση τα αποτελέσματα των οποίων καταρτίζεται και συνιστάται στο ζευγάρι ένα ειδικό πρόγραμμα αντιμετώπισης. 

«Αν και τα γονίδιά μας δεν μπορούμε να τα αλλάξουμε, το περιβάλλον τους μπορούμε», τονίζει ο Δρ. Βασιλόπουλος. «Έτσι όταν ένα ζευγάρι με ανεξήγητη υπογονιμότητα υποβληθεί σε ειδικές εξετάσεις και στη συνέχεια κάνει τις απαραίτητες προσαρμογές στη διατροφή και γενικότερα στον τρόπο ζωής του, είναι πιθανό να δει τη γονιμότητά του να βελτιώνεται αισθητά – και μάλιστα σε σημείο ώστε να υπάρχει ακόμα και πιθανότητα φυσικής σύλληψης».

Αυτού του είδους τα προβλήματα αναζητά και μελετά η Διατροφογενωμική, ένας ειδικός κλάδος της Γενετικής ο οποίος, παρότι ακόμα βρίσκεται στα εμβρυϊκά στάδιά του, παράγει ήδη σημαντικές νέες γνώσεις που μπορεί να ωφελήσουν τους ασθενείς.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ