Life

Κλαίγοντας τον χαμένο μας χρόνο (και μια ωδή στα e-shop)

Για ποιο λόγο πετάμε στο καλάθι των αχρήστων τον ελάχιστο χρόνο που έχουμε στη διάθεσή μας;

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Κλαίγοντας τον χαμένο μας χρόνο (και μια ωδή στα e-shop)
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome.

Ο προσωπικός μας χρόνος, ο «ελεύθερος» χρόνος, και οι συζητήσεις των άλλων στα social media

Όλους μάς έχει φιλήσει, μικρούς, μια θεία που δεν τη συμπαθούσαμε καθόλου γιατί ήταν φωνακλού, φορτική, ή επειδή φορούσε ένα άρωμα με έντονη γεύση που μετά μάς κολλούσε για ώρες στη μύτη και δεν έλεγε να φύγει. Ή ένας παππούς, που στα μάτια μας ανέδιδε θάνατο και τρόμο. Μεγαλώσαμε προσπαθώντας να αποφεύγουμε οτιδήποτε μπορούσε να μας χαλάσει τη μέρα, οτιδήποτε επιχειρούσε να κόψει μια μπουκιά από τον χρόνο μας. Κι αυτό, όχι μόνο γιατί ο χρόνος δεν μας φτάνει ποτέ —πράγμα που είναι η μόνη συμπαντική αλήθεια—, ή γιατί δεν γίνεται να αντικατασταθεί ποτέ —κι αυτό είναι αλήθεια, εδώ που τα λέμε—, αλλά γιατί ο χρόνος μας είναι δικός μας εξ ορισμού, κι ας φαίνεται πως όλοι κολυμπάμε μέσα στην ίδια θάλασσα χρόνου. Όχι, δεν ισχύει: είναι μόνο δικός μας. Των αλλωνών είναι άλλος χρόνος, που δεν μας αφορά.

Μας ενοχλεί τρομερά —α, ναι!— όταν μάς τηλεφωνούν για να μας πουλήσουν ένα προϊόν ή μια υπηρεσία. Κάποιοι, μάλιστα, βρίζουν αυτούς τους άτυχους νέους που μοίρα κακιά έριξε σ’ αυτή τη δουλειά. Βλαστημάμε σαν Μαγυάροι αιχμάλωτοι όταν βλέπουμε μια άθλια (για τα γούστα μας) ταινία ή όταν διαβάζουμε ένα κακογραμμένο (σύμφωνα με τα δικά μας κριτήρια) βιβλίο, γιατί ο χρόνος που χάσαμε μαζί τους πάει-έφυγε. Και βέβαια είμαστε ευτυχείς που πια δεν αναγκαζόμαστε να στεκόμαστε σε ουρές — ή, έστω, τις περισσότερες φορές, γιατί κάποιες ακόμα παραμένουν.

Μάλιστα, άνθρωποι σαν εμένα, που έχουν να μπουν πέντ’-έξι χρόνια σε σουπερμάρκετ, μπορούν να γράψουν μια ωδή στα e-shop, και στο πώς αναβάθμισαν τη ζωή μας τώρα που δεν χρειάζεται να ντυνόμαστε, να βγαίνουμε στον δρόμο, να περπατάμε ανάμεσα στα πλήθη, να μπαίνουμε σε ένα κατάστημα με είδη μπακαλικής, διάολε —όχι στο τάδε ψαγμένο βιβλιοπωλείο, ξέρω γω, ή σε κάνα γκατζετάδικο—, να συγχρωτιζόμαστε με ανθρώπους, να ψαχουλεύουμε πράγματα που έχουν ψαχουλέψει άλλοι πριν από εμάς, να στηνόμαστε στην ουρά κολλητά σε δύο άλλους που μοιάζουν με κακούς από το Mortal Combat, να βάζουμε τα ψώνια μας στο δίχτυ, και να γυρνάμε φορτωμένοι σαν τα γαϊδουράκια της Σαντορίνης σπίτι, κινδυνεύοντας μέσα σε όλα αυτά να δούμε και κανέναν γνωστό.

Και, μιας και το λέω, νά η δικιά μου Ωδή στο e-shop — στο e-shop του σουπερμάρκετ:

Ω e-shop, e-shop του σουπερμάρκετ, πόσο σε αγαπώ!
Έχεις τόσα ωραία πράγματα,
Και το να τα κοιτάς είναι παιχνιδάκι.
Από την άνεση του σπιτιού μου,
Περιηγούμαι στα ψηφιακά σου ράφια
Και βάζω ό,τι μα ό,τι θέλω στο καλάθι μου.
Είτε ψάχνω για ρύζι μπασμάτι, είτε για ξυραφάκια με αλόη,
Εσύ είσαι, εκεί, εκεί, και μου κρατάς στοργικά το χέρι.

Ω e-shop, e-shop του σουπερμάρκετ, πόσο σε αγαπώ!
Και πόσο φτηνό είσαι!
Πόσο εύκολα μπορώ να κάνω σύγκριση τιμών
Για να μην την πατήσω σαν βλάκας.
Και οι προσφορές! Ω, οι προσφορές!
Όλες εκεί, συγκεντρωμένες μπροστά μου,
Για να επιλέξω από τα προϊόντα
που ήδη έχω σημειώσει στη λίστα μου
αυτά που είναι πιο οικονομικά.
Για να μη μιλήσω για το Καλάθι του Νοικοκυριού!

Ω e-shop, e-shop του σουπερμάρκετ, πόσο σε αγαπώ!
Όταν ακούω την προκαθορισμένη ώρα το θυροτηλέφωνό μου
Η καρδιά μου πεταρίζει σαν του ερωτοχτυπημένου.
«Έρχεται η παραγγελία μου!» λέω, «έρχεται, φτάνει!»
Και ξέρω πως πάντα θα έχεις επιλέξει τα καλύτερα για μένα
Τα πιο φρέσκα
Τα πιο εκλεκτά.
Γιατί βέβαια ποτέ δεν θα διακινδύνευε το σουπερμάρκετ
Να μου στείλει:
Ένα μαραμένο κουνουπίδι
Ένα μπαγιάτικο ψωμί
Ένα μαρούλι με μαυρισμένα φύλλα.
Γιατί, αλήθεια, πόσοι τρελοί κυκλοφορούν στον κόσμο,
Έτοιμοι να σας κάνουν μια μήνυση.
Ω Θεέ μου, τι κόσμος. Τι κόσμος!
Πώς καταντήσαμε έτσι…

Ω e-shop, e-shop του σουπερμάρκετ, πόσο σε αγαπώ!
Έχεις κάνει εύκολη τη ζωή μου!
Πλέον, δεν αναγκάζομαι να βγαίνω από το σπίτι μου
Και να βλέπω άλλους ανθρώπους.
Οι μόνοι άνθρωποι που θέλω να βλέπω
Παίζουν σε σειρές στην τηλεόραση
Και σε ωραίες ταινίες
Και μου αρκούν
Μου αρκούν
Μα τώρα δεν χρειάζεται πια να ξεμυτίζω
Μου τα φέρνεις όλα εσύ!
Δεν ανοίγω καν την πόρτα στο παιδί που τα ανεβάζει στον πέμπτο:
Του λέω —ανοίγοντάς τη μια χαραμάδα—
πως είμαι με πυρετό, ίσως από κορονοϊό, ίσως δάγκειο,
Ίσως των τρελών αγελάδων.
Και έτσι φεύγει, σαν κυνηγημένος
Αφήνοντας τακτικά τις βιοδιασπώμενες σακούλες στο κατώφλι μου
Όπως η γάτα ένα ποντίκι στο αφεντικό της.

Ω e-shop, e-shop του σουπερμάρκετ, πόσο σε αγαπώ!

Συγγνώμη για το παραπάνω, αλλά αφενός μεν αυτά που λέει η Ωδή μου ισχύουν, αφετέρου δε ήθελα να τονίσω ένα πράγμα. Γι’ αυτό τα έγραψα όλα αυτά. Ένα άσχετο με τα σουπερμάρκετ πράγμα.

Αφού κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας για να προασπίσουμε τον χρόνο μας, αφού είμαστε έτοιμοι να βρίσουμε αυτόν που θέλει να μας πάρει ένα κομματάκι του, ή να του κόψουμε το χέρι ή το κεφάλι (πράγμα που πολλοί θα έκαναν αν δεν ήταν παράνομο), πώς διάολο τον πετάμε έτσι κοψοχρονιά διαβάζοντας συζητήσεις στα σόσιαλ που δεν μας αφορούν, ή που είναι καταφανώς τόσο αθλίου επιπέδου;

Θέλω να πω, ΤΙ ΕΧΟΥΜΕ ΠΑΘΕΙ;

Κλαίγοντας τον χαμένο μας χρόνο (και μια ωδή στα e-shop)
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ