Life

Μια νύχτα με φεγγάρι

...στο μέσο της θάλασσας

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
47743-98669.jpg

Eίναι ωραία βραδιά, το φεγγάρι καθρεφτίζεται στη θάλασσα. Θέλεις να το πεις σε κάποιον, να το στείλεις σε ένα μήνυμα, θα καταλάβει; Είναι μια ήσυχη νύχτα, ο ουρανός είναι φωτεινός κι ένα απαλό αεράκι φυσάει, περνάει από πάνω σου σαν χάδι κι ύστερα πάει και φουσκώνει το πανί, το πλοίο ταξιδεύει. Κι έτσι όπως κάθεσαι κι αφήνεις τα πόδια να κρέμονται πάνω από τα απόνερα, στηρίζεις το κεφάλι στα ξάρτια και τα σφίγγεις με τα δυο σου χέρια για να μείνεις ασάλευτος, να αγναντέψεις το φεγγάρι που γεμίζει τη θάλασσα με ασημένιες ανταύγειες και την κάνει να αστράφτει μεσοπέλαγα με εκείνο το φως που μοιάζει καμωμένο από μυστήριο. Κι είναι από τις στιγμές που εύχεσαι οι λέξεις να μπορούσαν να αποκτήσουν λίγο από το ειδικό εκείνο βάρος που τις κάνει να έχουν μια σημασία γιατί αυτό ακριβώς συμβαίνει, η θάλασσα γίνεται καθρέφτης κι αν υψώσεις το βλέμμα κι ακολουθήσεις την ασημόλευκη γραμμή το βλέπεις εκεί, ολόγιομο, μεγαλοπρεπές μα εύθραστο, το φεγγάρι του Αυγούστου. Έχει μια ομορφιά που δυσκολεύεσαι να την αντέξεις, ίσως αυτό σε κάνει να θέλεις να τη μοιραστείς. Στέλνεις το sms και άθελά σου η μελαγχολία περνάει μέσα στις λέξεις και φτάνει στον άλλο. Νιώθεις την ανάγκη να απολογηθείς. Συγνώμη.

Είναι μια φωτεινή νύχτα που είσαι στη θάλασσα και πας, πλωτός ταξιδεύεις σκίζοντας τα νερά, παρατηρώντας έναν κόσμο που αγνοείς την ύπαρξή του, τα πλοία της γραμμής, ιστιοφόρα που πηγαίνουν αναζητώντας προορισμό και ανεμότρατες που έχουν βγει στη γύρα να ψαρέψουν, πρόσωπα ηλιοκαμένα, ζαρωμένα απ΄ την αλμύρα, ένας κόσμος με δική του ζωή, κώδικες και κανόνες, φάρους και κόκκινα φώτα που ειδοποιούν για ξέρες και κινδύνους. Τα φώτα στη στεριά δίνουν το στίγμα και ο καπετάνιος κρατάει το τιμόνι κοιτάζοντας μπροστά, ξέρει πού πάει. Η νύχτα είναι μεγάλη.

Έχει μπουνάτσα, στη γλώσσα τη θαλασσινή. Η θάλασσα είναι ήρεμη, γαλήνια, σαν να κοιμάται, σαν να ονειρεύεται, τι άλλο, μια θύελλα, μια καταιγίδα... Πελώρια κύματα χτυπούν με μανία στις ακτές και νερά ανταριασμένα γρυλλίζουν σαν άγρια ζώα μπροστά στο θήραμά τους, κι έτσι ξεσπάει, τη δύναμή της δείχνει, την άγρια της τη φύση, αστραπές και κεραυνοί σκίζουν τον ουρανό και οι βροντές τους αντηχούν μέσα σε θαλασσοταραχή. Μια θάλασσα που αφρίζει και θεριεύει, τρομερή στην όψη, αδυσώπητη και μόνη, παλεύει με τους πέντε ανέμους, βρυχάται, δεν είναι η οργή της που ξεσπά μα η αδάμαστη ομορφιά της, κι ας είναι τρομαχτικά ξένη προς τη δική μας φύση τούτη η αγριάδα... Τώρα που την κοιτάζω ησυχάζει, η θάλασσα, η δική μου θάλασσα, κοιμάται κι ονειρεύεται, κι έτσι στον ύπνο της επάνω μοιάζει ευτυχισμένη...

Είναι εύθραστη η ομορφιά της κι όλο αλλάζει, και δεν ανήκει στην ύλη της αυτό αλλά στη φαντασία, στις αισθήσεις και στη μνήμη που ψάχνουν να αγκιστρωθούν σε εικόνες για να υπάρξει μια συνέχεια, κάτι που το ξέρεις και το αγαπάς και το περιμένεις. Κι έτσι όπως κοιτάς δεν είναι το νερό που βλέπεις, ούτε τα ψάρια, ούτε τα άπειρα ίχνη ζωής που κατοικούν εκεί, είναι η θάλασσα μέσα σου που κάνει το μυαλό να ταξιδεύει... Όπως συμβαίνει και με την ομορφιά ενός προσώπου, τον ιδιαίτερο εκείνο χαρακτήρα του που σου τραβάει την προσοχή, που δεν έχει να κάνει τόσο με το σχήμα των ματιών, της μύτης, των χειλιών, αλλά με κάτι πιο βαθύ, κάτι αδιόρατα ανεπαίσθητο που δεν ανήκει στον κόσμο της ύλης. Η σημασία που αποκτάει το βλέμμα του άλλου ή ένα του χαμόγελο δεν είναι παρά η αποτύπωση κάποιου απροσδιόριστου πράγματος στο οποίο δεν έχουμε πρόσβαση αλλιώς, που έρχεται από μέσα προς τα έξω και επικάθεται σε ένα κομμάτι επιδερμίδας, μια μικρή μεταβολή στο σχήμα των χειλιών, ένα στιγμιαίο πετάρισμα στις βλεφαρίδες, τόσο λίγο υλικό όσο ένα χάδι.

Κι έτσι τα πράγματα από μόνα τους τίποτα δεν σημαίνουν, δεν έχουν ομορφιά ούτε ασχήμια. Κι αν γυρίσεις και κοιτάξεις καθόλου το ίδιο δεν θα δεις με κάποιον άλλο, γιατί η σκέψη γίνεται καράβι που ταξιδεύει ρίχνοντας άγκυρα σε όρμους μυστικούς, ξεχωριστούς για τον καθένα. Η ομορφιά των πραγμάτων παραμένει κρυμμένη, σιωπηλή, περιμένοντας να την ανακαλύψουμε, κι όταν συμβεί αυτό είναι τα δικά μας μάτια πάντα, γιατί τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ένα βλέμμα που θα εισχωρήσει μέσα του, που θα αντιληφθεί τη μυστική του παρουσία και θα το κάνει δικό του..

Η όψη του θαλασσινού τοπίου αλλάζει συνεχώς ανάλογα με την ώρα. Το πρωί απλώνεται ένα απαλό μπλε χρώμα που όσο περνάει η ώρα αρχίζει και σκληραίνει, κάτω από το φως του ήλιου γίνεται εκτυφλωτικό, αβάσταχτο στην όψη, σε κάνει να αποστρέφεις το βλέμμα, να ψάχνεις να βρεις μια σκιά να φυλαχτείς μέχρι να περάσει η κάψα του μεσημεριού, για να τη διαδεχτεί η ώρα εκείνη όπου όλα μαλακώνουν πάλι και γλυκαίνουν. Είναι οι στιγμές που ο ήλιος δύει, κατεβαίνει προς τη θάλασσα για να τη συναντήσει κι έπειτα χάνεται για να έρθει η νύχτα. Μα πριν φύγει είναι η δική του σειρά να στολίσει το απέραντο γαλάζιο με μια χρυσοκίτρινη αστραφτερή αντανάκλαση. Κοιτώντας προς τη δύση τα χρώματα αλλάζουν, ένα έντονο πορτοκαλορόζ διαχέεται στην ατμόσφαιρα σχηματίζοντας όσο απομακρύνεται από τη γραμμή του ήλιου ομόκεντρους κύκλους με όλες τις δυνατές παραλλαγές και αποχρώσεις. Το μπλε της θάλασσας μεταμορφώνεται κι αυτό, αρχίζει και γκριζάρει, γίνεται στιλπνό σαν το χρώμα του ασημιού και μαζί του παρασέρνει τα βουνά, το πράσινο των δέντρων, τον ουρανό, μια γκριζογάλανη απόχρωση που μοιάζει να μην έχει χρώμα ούτε όνομα απλώνεται παντού, ολοένα και βαθαίνει. Η χρυσοκίτρινη γραμμή δίνει τον τόνο, το πορτοκαλορόζ γίνεται όλο και πιο ροζ, πιο μοβ-μπλε, μπλε-μαύρο, καθώς σκουραίνει κάνει τους όγκους των βουνών να χάνουν το σχήμα τους και το περίγραμμά τους και ίσα να αχνοφαίνονται, παντού μια εύθραυστη ομορφιά που πάει να χαθεί...

Ένας απέραντος πλούτος από χρώματα που αλλάζουν, κι είναι το βλέμμα πάντα, το δικό σου βλέμμα. Τα παρακολουθεί να σβήνουν μέχρι που σκοτεινιάζει και τότε ξέρεις πως μια μέρα ακόμα έφτασε στο τέλος, για πάντα έφυγε μαζί με όσα έφερε μαζί της, είναι να μη μελαγχολείς; Και μόνο η μνήμη πασχίζει να αντισταθεί στο πέρασμα του χρόνου και στη φθορά, παλεύει να κρατήσει κάτι για να μπορέσει να φτιάξει μια συνέχεια και να βοηθήσει κι αυτή με τη σειρά της, όσο της αναλογεί, στο να αποκτήσουν τα πράγματα το νόημα που τους λείπει, να φτιάξει εικόνες και να τις μοιραστεί... Οι γλάροι και τα θαλασσοπούλια, νάτο ένα, πέφτει κατακόρυφα με πορεία προς το νερό, βουτάει ένα αφρόψαρο και σηκώνεται ξανά με τη λεία του να γυαλίζει στο στόμα κρατημένη, πετάει προς τα πάνω κι αιωρείται με χάρη ζηλευτή. Η γαλανόλευκη κυματίζει πάνω από τα απόνερα του σκάφους και μοιάζει τόσο ταιριαστή εδώ που ανακτάει τη χαμένη αίγλη, την περηφάνια της και την κορμοστασιά της. Γαλάζιο και λευκό, λευκό και μπλε, οι αντανακλάσεις στο νερό, οι όγκοι των βουνών και οι συστάδες των δέντρων, πράσινο και γαλάζιο αστραφτερό, οινοπνευματί, βαθύ μπλε και μετά γκρι ασημένιο που σκουραίνει, γίνεται μαύρο, μέχρι που ο ήλιος αρχίζει πάλι να ανατέλλει και να στολίζει τη θάλασσα και μαζί του ένας αέναος κύκλος ξεκινάει πριν καλά-καλά τελειώσει, αιώνια επιστροφή, μελαγχολία ανάκατη με ελπίδα.

Κι όσο αφήνεις τις ασχολίες σου κατά μέρος για να παρατηρήσεις το ξεδίπλωμα του χρόνου, σαν ένα πέρασμα που ανοίγει δρόμο προς τη γραμμή του ορίζοντα εκεί που ενώνονται γη και ουρανός, τόσο αυτός μια τέτοια ώρα μοιάζει να μένει ακίνητος κι εσύ μαζί του με τα μάτια καρφωμένα στην ασημόλευκη γραμμή. Το πλοίο ταξιδεύει με φουσκωμένα τα πανιά κι ο αέρας σε χαϊδεύει, κρατάς γερά τα ξάρτια και κοιτάς. Είναι μια νύχτα γνώριμη και μελαγχολική, λουσμένη στο φως της αυγουστιάτικης σελήνης, με μια ησυχία που ξεχειλίζει. Κι αν ξαφνικά θελήσεις κάτι να μοιραστείς, δεν έχεις άλλο τρόπο παρά να πεις: είναι ωραία βραδιά, το φεγγάρι καθρεφτίζεται στη θάλασσα. Γιατί είναι δύσκολο να την αντέξεις μόνος τόση εύθραυστη ομορφιά... 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ