Ελλαδα

Αντίο, ζαργάνα και μουρμούρα

Και σπάρε, και σκορπιομάνα. Όπου να ’ναι, αντίο σαρδέλα και γαύρε…

Μανίνα Ζουμπουλάκη
Μανίνα Ζουμπουλάκη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
boat-2846163_1920.jpg

H σκληρή πραγματικότητα που λέγεται υπεραλίευση.

Ο μικρός μου γιος προσέχει να μη πατήσει σκορπιό στη Θάσο, μέσα στη θάλασσα. Αλλά δεν έχουμε δει σκορπιό, το ψάρι, τουλάχιστον πέντε χρόνια, μπορεί και δέκα - στα σημεία της παραλίας που κάποτε κάνανε πάρτυ οι σκορπιομάνες με τα παιδάκια τους, δεν υπάρχουν πια ούτε για δείγμα. Όπως δεν υπάρχουν ζαργάνες, κουτσομούρες, σαφρίδια, μουρμούρες, ούτε καν ταπεινοί σπάροι, που τους ψαρεύαμε με πετονιά από το ακόμα ταπεινότερο βαρκάκι «Γκαγκανικός» όταν ήμασταν μικροί. Ή από τις προβλήτες, ή από οπουδήποτε – το ψάρι στην Θάσο και την Καβάλα στην δεκαετία του ’60 και ’70 ήτανε άφθονο, μας έβγαινε από τα αυτιά.

Υπήρχαν κανόνες: δεν έβγαιναν οι ψαρόβαρκες, οι τράτες και τα καΐκια για ψάρεμα όταν το φεγγάρι ήτανε γεμάτο, στην διάρκεια του «Μπαιντός», την Πανσέληνο των Τούρκων. Δεν ψάρευαν γόνο, άφηναν μακριές περιόδους «αγρανάπαυσης», για να ηρεμήσουν τα ψάρια, να πολλαπλασιαστούν με την ησυχία τους. Ο κολιός πχ δεν ψαρευόταν τον Αύγουστο που ήτανε παχύς επειδή ήτανε έγκυος, η σαρδέλα είχε περιόδους άνθισης (κυρίως Ιούνιο και Ιούλιο), οι τσιπούρες ξετσουτσούρωναν γύρω στον Οκτώβριο, οι σουπιές και τα καλαμάρια τον Φεβρουάριο και πάει λέγοντας. Τα ψάρια κολυμπούσαν στο μπακ-γκράουντ της παιδικής μου ηλικίας, θυμάμαι αποσπάσματα μόνον της Εγκυκλοπαίδειας Πασών Θαλασσών. Αλλά ήταν «ντροπή να τρώμε το γόνο», ο αστακός δεν ψαρευόταν όταν ήταν χαβιαρωμένος, και «ήταν κρίμα να τρώγονται τα χταποδάκια όταν είναι μικρούτσικα». Νόμιζα πως ο μπεμπέ γόνος, ο χαβιαρωμένος αστακός και το ανήλικο χταπόδι γλυτώνανε χάρη στην φιλανθρωπία της οικογένειάς, ή μάλλον την φιλο-ιχθύα, αλλά όχι: ήταν απαραίτητη η κατά περιόδους αποχή των ψαράδων, προκειμένου να «αυγατίσουν» τα ψάρια…

Ψάχνοντας πού πήγαν οι ζαργάνες, και οι σκορπιοί, κι όλα τα ψαράκια που αναφέρονται στην αρχή… έπεσα πάνω στην σκληρή πραγματικότητα, που λέγεται «υπεραλίευση: αλιεία εκτός ορίων που οδηγεί στην καταστροφή των υδάτινων οικοσυστημάτων μέσα από την υπερβολική μείωση του αριθμού των υδροβίων οργανισμών και ορισμένες φορές την εξαφάνισή τους από τους βιότοπους».

Τα ψαρεύουμε με τόση τρέλα τα ψάρια μας, και τόσο μαζικά, που εξαφανίζονται σιγά-σιγά. Οι μηχανότρατες σέρνουν στο βυθό τις λεγόμενες «πόρτες», φαρδιές δυχτο-παγίδες που μοιάζουν με πραγματικές πόρτες και ξηλώνουν τα πάντα στο πέρασμά τους. Το 45% της ψαριάς, το ξαναρίχνουν στη θάλασσα, ψόφιο πια, «λόγω χαμηλής χρηματικής αξίας» - μικρά ψαράκια, κοχύλια, αστερίες, πλάσματα του βυθού που δεν μπορούν να πουληθούν. Κάθε χρόνο στη Μεσόγειο αλιεύονται 1,5 εκατομμύρια τόνοι ψαριών με αποτέλεσμα να βρίσκονται συνεχώς υπό απειλή (εξαφάνισης) 43 διαφορετικά είδη. Για το 96% των θαλασσίων ειδών, έχει ξεπεραστεί το όριο αλίευσης πάνω από το οποίο κινδυνεύουν να εξαφανιστούν – και το 71% από αυτά τα είδη, είναι σαρδέλες και γαύροι.

Θα πείτε, και τι θα γίνει αν εξαφανιστεί η σαρδέλα ή αν δεν φάμε ποτέ ξανά γαύρο; Προοπτική που είναι πολύ ζωηρή/κοντινή: σε πέντε χρόνια, κατά την εκτίμηση των ειδικών (=ψαράδων, στη Θάσο) οι ελληνικές θάλασσες «δεν θα έχουν ούτε λέπι».

«Οι ανεμότρατες και μηχανότρατες ψαρεύουν στα διεθνή ύδατα όλο το χρόνο», μου λένε, «δεν προλαβαίνουν να περάσουν στην αναπαραγωγή τα ψάρια, να πολλαπλασιαστούν. Πριν δέκα χρόνια, μπορεί να βγάζαμε εκατό κιλά ψάρια σε μια έξοδο, τώρα με το ζόρι βγαίνουν κανα-δυο κιλά, με παραδοσιακά δίχτυα».

Κάποιος (άσχετος) μπορεί να επιμένει ότι δεν τρέχει τίποτε, αν δεν έχουμε σαρδέλα και γαύρο, θα φάμε τόνο… αλλά ο τόνος κάτι τρώει κι αυτός, κι άμα δεν βρίσκει μικρά ψαράκια να φάει, θα ψοφήσει.  Θα εξαφανιστεί μαζί με τον ξιφία κι ένα σωρό άλλα μεγάλα ψάρια, που όπως ξέρουμε τρώνε τα μικρά – οι παλαμίδες, οι τόνοι και τα σκουμπριά στις Ελληνικές θάλασσες έχουν μειωθεί ήδη κατά 74%. Και… όποιος π.χ. έχει δοκιμάσει λακέρδα από τορίκι (στα παιδικά του χρόνια) θυμάται την αριστουργηματική γεύση της: το τορίκι έχει εξαφανιστεί εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον, ο όποιος λυπάται τώρα, όταν δοκιμάζει, ανόρεχτα, μια σύγχρονη λακέρδα από ξασπρισμένο τόνο. Η απογοήτευση της μπουκιάς είναι βαθιά, και η λακέρδα του φαίνεται ερζάτς, αν γνωρίζει/θυμάται το λαχταριστό τορίκι.

Το ίδιο θα πάθει, ο όποιος και η παρέα του κι εμείς μαζί, με την σαρδέλα, αν όχι σε πέντε τότε σε δέκα χρόνια: τα παιδιά μας, που τρώνε ακόμα σαρδελίτσα ψητή ή τηγανιτή, θα δοκιμάζουν ως ενήλικοι μια συνθετική σαρδέλα, φτιαγμένη από σόγια ή από κροκόδειλο, και θα λένε με περιφρόνηση «αυτή δεν είναι σαρδέλα!»

Δεν είναι τραγικό, να τρως σαρδέλα που δεν είναι σαρδέλα. Απλώς η σαρδέλα σέρνει πίσω της ολόκληρο Αιγαίο, κι ακόμα πιο πίσω της ολόκληρη Μεσόγειο. Θα είναι άλλες, πολύ αλλιώτικες οι θάλασσες χωρίς σαρδέλες, όπως είναι άλλες χωρίς ζαργάνες, κουτσομούρες, σαφρίδια, μουρμούρες, σκορπιούς, χάνους, κοκοβιούς και σπάρους. Κι εμείς θα είμαστε εντελώς άλλοι άνθρωποι χωρίς όλα αυτά: αν νομίζουμε ότι θα είμαστε ίδιοι, κι ότι δεν θα μας επηρεάσει καθόλου η αδειανή θάλασσα, κάτι δεν πάει καλά μαζί μας και να το κοιτάξουμε. Όσο είναι καιρός, γιατί άμα αργήσουμε να το κοιτάξουμε, θα μείνουμε χωρίς ψάρια… και σιγά σιγά, χωρίς θάλασσα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ