Ελλαδα

Αφήνεις έναν Αφγανό να μείνει σπίτι σου;

Δεν ήταν ποτέ η πρόθεσή μου να τον σώσω, μια στοιχειώδη αλληλεγγύη μόνο…

42352-95226.jpg
Κωνσταντίνος Ματσούκας
ΤΕΥΧΟΣ 632
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
377947-779989.jpg

RΑΖΑ: Everything is different in your house

- Συγγνώμη, μπορώ να πάρω με τηλέφωνό σου;

- Πού;

- Εδώ, Ελλάδα.

- Οκ.

Έτσι γνωριστήκαμε. Τον άκουσα να μιλάει σ’ έναν Ηλία, να του λέει ότι ήρθε ξανά Ελλάδα, να ρωτάει αν μπορεί να φιλοξενηθεί. «Εντάξει, σε μισή ώρα εγώ είμαι εκεί» κατέληξε, με τα προσεκτικά, ελάχιστα χρωματισμένα, ελληνικά του.

-Από πού ήρθες; ρωτάω.

-Πίσω από Αφγανιστάν.

-Πήγες εκεί και ξαναήρθες;

-Ναι.

-Πώς;

-Με πόδια.

Δυο ημέρες αργότερα, περνώντας από το ίδιο παγκάκι, ήταν πάλι εκεί. Το δωμάτιο στο σπίτι του Ηλία ήταν φίσκα στα πράγματα. Δεν υπήρχε χώρος. Μα, τότε, γιατί του είπε να πάει; Η πρώτη από πολλές ιστορίες γεμάτες κενά. Δεν προσφέρθηκα αμέσως να τον φιλοξενήσω, ούτε κατά διάνοια. Του πρόσφερα τσιγάρο, τον άκουσα, είπα «Τι κρίμα», και τον άφησα στη μοίρα του. Αν, στα 25 του, είχε διασχίσει Αφγανιστάν, Ιράν και Τουρκία για να φτάσει μέχρι το Πεδίον του Άρεως, ε, βάσταγε. 

Είχα όμως μια σακούλα με ρούχα που ήθελα να διώξω, ένα ζευγάρι παλιά αθλητικά, ένα δερμάτινο τζάκετ που είχε δει καλύτερες εποχές. Τα άφησα βράδυ στο γνωστό παγκάκι, όπου μερικές φορές κοιμόταν. Με είδε από μακριά. Ενθουσιάστηκε με τα παπούτσια, τα δικά του, μου έδειξε, είχαν ανοίξει και το τζάκετ ζήτησε να του το φυλάξω για όταν ψύχραινε ο καιρός, αλλιώς θα του το έκλεβαν, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν. «Ήρθαν δυο ένα βράδυ, με φακό. “Γιατί εσύ κοιμάσαι εδώ;” “Δεν έχω σπίτι”. “Α, δεν έχει σπίτι”. Και πήραν την τσάντα κι έφυγαν». 

Η αφήγηση στεγνή, δημοσιογραφική, χωρίς καμία αυτολύπη. Όπως και όλα τα θραύσματα που ακολούθησαν από τον αόρατο κόσμο των παράνομων μεταναστών. Για το να βρίσκεις φαγητό στο δρόμο, για τις ταράτσες στην Ομόνοια που κοιμίζουν 15-20 άτομα προς 6 ευρώ το κρεβάτι, για τις συναλλαγές με κλεμμένα είδη – ποδήλατα, πιστωτικές κάρτες, κινητά... Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τις διασυνδέσεις που έχεις, ή μπορείς να αποκτήσεις, με συντοπίτες σου ήδη μπασμένους στα κόλπα. 

Τον έβλεπα στην περιοχή σχεδόν καθημερινά πλέον. Η πρώτη κρούση που έκανε για να έρθει σπίτι μου, ήταν για να κάνει ένα μπάνιο. Ηλίου φαεινότερο ότι το χρειαζόταν. Αρνήθηκα. Βρήκα στο Διαδίκτυο ένα χώρο αφιερωμένο ακριβώς σε αυτό, μπάνιο για άστεγους, στην Ευριπίδου. Πήγε και έφυγε άπρακτος, διότι του ζήτησαν χαρτιά. Εκεί κάμφθηκαν οι αντιστάσεις μου. 

Φρόντισα να είναι στο σπίτι ένας φίλος, όταν θα ερχόταν, για να μην του μπουν ιδέες βλέποντας τον καναπέ στο καθιστικό. Του άναψα θερμοσίφωνα, τον βοήθησα να βρει άκρη με τα σαμπουάν και του άφησα δικά μου ρούχα, καθώς τα δικά του ήταν για κάψιμο. Έμεινε μέσα μισή ώρα με το ρολόι, μέχρι νομίζω να εξαντληθεί όλο το ζεστό νερό. Κάνοντας μετά ένα τσιγάρο μαζί μας, έβαλε το χέρι στην καρδιά· «Μου έδωσε καινούργια ζωή», είπε.

Έχω να τον δω πάνω από δυο βδομάδες. Φυσικά και τον άφησα τελικά να μείνει στο σπίτι, όταν έπιασαν οι πρώτες βροχές και μου ανακοίνωσε επιπλέον ότι είχε βρει δουλειά σ’ ένα ραφτάδικο. Δεν γίνεται να κουτουλάς στη δουλειά από τη νύστα, ποιος θα βρεθεί να διαφωνήσει; Και, φυσικά, παραβίασε όλους τους κανόνες. «Δεν θ’ ανοίγεις τα συρτάρια μου, ούτε τις ντουλάπες, δεν θα μπεις στον υπολογιστή, όταν βγαίνω από το σπίτι και είσαι μέσα θα κλειδώνω...» Εις μάτην. 

Μετά από δέκα ημέρες, μια Κυριακή μεσημέρι, τον περιμένω εκνευρισμένος να εμφανιστεί αφού απουσίασε χωρίς εξηγήσεις όλο το βράδυ, μαζί με το δεύτερο σετ κλειδιών του σπιτιού που βρίσκονταν καταχωνιασμένα στο βάθος του συρταριού. Δεν ετίθετο κανένα θέμα για το αν θα του επέτρεπα να μείνει. 

Όσο ήμουν παρών, ήταν ένας πράος και συνεργάσιμος φιλοξενούμενος (έστω και αν ανέβαινε στην τουαλέτα αντί να καθίσει, και μετά την έπλενε με το ντους του μπάνιου γεμίζοντας τον τόπο νερά). Μόλις όμως γυρνούσα την πλάτη, τότε έδειχνε την πιο αμέριμνη αδιαφορία για τους κανόνες και τα όρια που επιχειρούσα να βάλω. 

Δεν τον αδικώ και ούτε του αποδίδω δόλο. Ίσως μόνο χαμαιλεοντισμό, την άμυνα των αδυνάτων. Όταν ζεις για μήνες σαν αγρίμι αποφεύγοντας σε κάθε γωνία την αστυνομία· όταν έχεις περπατήσει μέσα σε χιόνι τόσο πυκνό που χρειάζεται κάθε τόσο να σηκώσεις το πόδι με τα χέρια για να κάνεις το επόμενο βήμα· όταν έχεις πέσει να κοιμηθείς σ’ ερημιές όπου κανείς δεν είχε ιδέα που βρισκόσασταν («μόνο ο Θεός που μας κοιτούσε»)· όταν έχεις περάσει όλη την ενήλικη ζωή σου επιβιώνοντας, μου φαίνεται ευνόητο ο μικρόκοσμος ενός νοικοκυριού, το καθεστώς της ιδιωτικότητας και της ιδιοκτησίας, να είναι έξω και μακριά από τον τρόπο λειτουργίας σου.  

Δεν ήταν ποτέ η πρόθεσή μου να τον σώσω, δεν επωμίστηκα τη μοίρα του, μια στοιχειώδη αλληλλεγγύη μόνο, ένα πάτημα για να πάει παρακάτω. Όσο για μένα, θεωρώ τον εαυτό μου ωφελημένο από αυτήν τη συναλλαγή με κάποιον που ζητάει το ελάχιστο, αλλά με πλήρη προσήλωση. Που οι συνεχόμενες απώλειές του δεν κατάφεραν να γείρουν τη ζυγαριά προς την παραίτηση.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ