TV & Media

Μουσικό Κουτί ή Νούμερα; Δύο διαφορετικά παραδείγματα εναλλακτικών μουσικών εκπομπών

Το ενδιαφέρον είναι η πλαισίωση που επιλέγουν αυτές οι εκπομπές σε μια δεδομένη πια μουσική πραγματικότητα που εύλογα θεωρείται ενιαία

Βασίλης Βαμβακάς
Βασίλης Βαμβακάς
ΤΕΥΧΟΣ 844
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μουσικό Κουτί και Νούμερα

«Μουσικό Κουτί» και «Νούμερα»: Οι δύο μουσικοκεντρικές εκπομπές της ΕΡΤ συντάσσουν μια νέα ψυχαγωγική πρόταση αρκετά διαφορετική μεταξύ τους.

Έχει γίνει πια σε όλους αντιληπτό ότι η δημόσια ελληνική τηλεόραση έχει γίνει το βασικό μέσο ανασύνταξης της τηλεοπτικής κουλτούρας στην Ελλάδα. Τόσο σε τεχνολογικό επίπεδο (βλ. Ertflix) όσο και σε εκείνο της μυθοπλασίας και της ενημέρωσης (βλ. Ertnews), η -για δεκαετίες παραγκωνισμένη στην ανυποληψία- ΕΡΤ γίνεται, αν όχι πρωτοπόρος, σίγουρα βασικός πυλώνας της αναδιάταξης που επιβάλλει η σύγκλιση των μέσων στα οπτικοακουστικά δεδομένα. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες αλλαγές που έχει επιφέρει στο τομέα της ψυχαγωγίας η ΕΡΤ είναι η ανανοηματοδότηση εκπομπών μουσικού περιεχομένου.

Όσο κυριαρχούσε απόλυτα η ιδιωτική τηλεόραση στο συγκεκριμένο αυτό πεδίο δύο είναι τα είδη εκπομπών που κατά βάση στιγμάτισαν το μουσικό περιεχόμενο της τηλεόρασης: α) εκπομπές ή κανάλια συνεχούς παρακολούθησης βίντεο κλιπ της εγχώριας και ξένης μουσικής βιομηχανίας με τη συνοδεία συνεντεύξεων (από το Mega και το Star μέχρι το MTV και το  Mad) και β) διαγωνιστικές εκπομπές μουσικών ταλέντων (π.χ. Voice, Χ-Factor) που πολλές φορές έμπαιναν στα χωράφια της καθαρά reality φιλοσοφίας (π.χ. Fame story). Η ανταπάντηση σε αυτά τα δύο είδη είχε έρθει από τη δημόσια τηλεόραση (την τότε ΝΕΤ) με τη μουσική εκπομπή «Στην υγειά μας βρε παιδιά» με οικοδεσπότη τον Σπύρο Παπαδόπουλο, η οποία έμελλε να είναι μία από της μακροβιότερες ψυχαγωγικές εκπομπές (2004-2021), αφού μετά το προσωρινό κλείσιμο της ΕΡΤ το 2013 μετοίκησε στα ιδιωτικά κανάλια. 

Η συγκεκριμένη εκπομπή έθεσε ένα μοντέλο μουσικής τηλεοπτικής διασκέδασης που δεν είχε να κάνει με αντίστοιχα παραδείγματα της διεθνούς τηλεοπτικής πραγματικότητας αλλά που επιχειρούσε κυρίως να προσομοιάσει την εμπειρία της ελληνικής live μουσικής σκηνής/μουσικοταβέρνας στην τηλεοπτική οθόνη. Οι φιλοξενούμενοι του Παπαδόπουλου, μουσικοί, ηθοποιοί και γενικότερα άνθρωποι του θεάματος, συναντιούνται σε αυτή την εικονική ταβέρνα (τρώνε και καταναλώνουν αλκοόλ, χορεύουν) που έμμεσα αποτελεί διαφήμιση για τις πρόσφατες δουλειές τους (μουσικές και θεατρικές). Το σύνολο σχεδόν των σημαντικών ελλήνων μουσικών που παρέλασαν από την εκπομπή αυτή συμμετείχαν σε μια σκηνοθετημένη παρέα που συνήθως αγιογραφούσε το προφίλ του κεντρικού καλεσμένου και γλεντούσε με τις σημαντικότερες επιτυχίες του. Η συζήτηση για την ελληνική μουσική, το παρελθόν και το παρόν της ήταν  υποτυπώδης αφού ο βασικός στόχος ήταν η δημιουργία μιας ατμόσφαιρας τηλεοπτικού γλεντιού το οποίο απολάμβαναν οι τηλεθεατές από το σπίτι τους είτε λόγω του προχωρημένου της ηλικίας τους είτε εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που παράλληλα ανέκυψε και περιόρισε τις  εμπειρίες νυχτερινής διασκέδασης των χρόνων της οικονομικής ευημερίας.

Οι μουσικές εκπομπές της σημερινής δημόσιας τηλεόρασης ακολουθούν ένα εντελώς διαφορετικό παράδειγμα. Για την ακρίβεια, υπάρχουν ακόμη εκπομπές που συνεχίζουν το είδος μουσικής εκπομπής που έθεσε το «Στην υγειά μας βρε παιδιά» ( π.χ. «Στα τραγούδια λέμε ναι», «Το αλάτι της γης») τα οποία μάλιστα δεν σημειώνουν ασήμαντες τηλεθεάσεις. Όμως δεν αποτελούν πια αυτές το σημείο αναφοράς της δημόσιας συζήτησης και ενός έντονου θαυμασμού που προκαλείται στα social media. Το αντιπαράδειγμα το συγκροτούν εκπομπές που αναλαμβάνουν σημαντικοί μουσικοί που έρχονται να προτείνουν ένα εντελώς νέο τρόπο μουσικής ψυχαγωγίας στην ελληνική τηλεόραση. Μιλάμε κυρίως για την εκπομπή του Νίκου Πορτοκάλογλου και της Ρένας Μόρφη «Μουσικό κουτί» που ήδη κλείνει δύο χρόνια ζωής, αλλά και το νεοσύστατο μουσικό σίριαλ τα «Νούμερα» με κεντρικό ήρωα και εμπνευστή τον Φοίβο Δεληβοριά (υπήρξε πέρυσι και το παράδειγμα της εκπομπής «Δυνατά» του Κώστα Μαραβέγια, με μικρότερη επιτυχία). Οι δύο εκπομπές έχουν ορισμένα κοινά: αποσυνδέουν οριστικά το περιεχόμενο της μουσικής διασκέδασης στην τηλεόραση από το σκηνικό της μουσικοταβέρνας. Το μεν «Μουσικό κουτί» προσομοιώνει την ατμόσφαιρα ενός φιλικού σαλονιού, τα δε «Νούμερα» μέσα στο μυθοπλαστικό τους χαρακτήρα αναφέρονται στην ανασύσταση μιας επιθεωρησιακής-μουσικής σκηνής της παλιάς Αθήνας (βλ. Αττίκ). Επίσης και οι δύο εκπομπές, όπως πολύ παλιότερα στη δεκαετία του ’80 το «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» του Διονύση Σαββόπουλου, επιχειρούν περισσότερο μια μείξη και σύνδεση των σύγχρονων ειδών της ελληνικής μουσικής παρά μια διαφοροποιημένη παρουσίασή τους.

Κάπου εδώ όμως τελειώνουν και οι ομοιότητες των δύο αυτών εναλλακτικών παραδειγμάτων μουσικής τηλεοπτικής ψυχαγωγίας. Το «Μουσικό κουτί» προφανέστατα καθορίζεται από την παρουσία του Νίκου Πορτοκάλογλου και του πλουσιότατου έργου του στο πέρασμα των χρόνων, όμως επικεντρώνεται στους (λιγότερο ή περισσότερο αναγνωρίσιμους και αναγνωρισμένους) καλεσμένους του. Η συζήτηση που διεξάγεται μεταξύ των δύο οικοδεσποτών και των φιλοξενούμενων φωτίζει βιογραφικές πληροφορίες και σταθμούς της μουσικής τους πορείας. Η κουβέντα σπάνια παίρνει πολιτικές και ιδεολογικές προεκτάσεις, περιορίζεται συνήθως σε καθαρά καλλιτεχνικό ή κοινωνικό πλαίσιο. Ένα μέρος της εκπομπής αφιερώνεται σε τραγούδια στα οποία έχουν σφραγίσει την παρουσία των καλεσμένων στην ελληνική μουσική σκηνή, αλλά το εμβληματικό σημείο της εκπομπής είναι το Jukebox, εκεί που οι καλεσμένοι μαζί με τους οικοδεσπότες καλούνται να τραγουδήσουν μια ποικιλία ελληνικών και ξένων τραγουδιών, πέραν των δικών τους, κάτι που επιφέρει μια πρωτότυπη σύνδεση μελωδιών και ακουσμάτων αφού πολλές φορές επιλέγεται και η οδός των διασκευών πάνω σε κοινούς μουσικούς δρόμους. 

Τα «Νούμερα» έχουν πολύ διαφορετική δομή, όχι μόνο γιατί στηρίζονται σε ένα μυθοπλαστικό σενάριο, αλλά και γιατί αυτό επικεντρώνεται ιδιαίτερα στον πρωταγωνιστή-μουσικοσυνθέτη Φοίβο Δεληβοριά που υποδύεται τον εαυτό του. Η υπόθεση της σειράς γύρω από την οποία αναπτύσσονται και οι μουσικές σκηνές είναι η αυτοαναίρεση της εικόνας του «σοβαρού», «κουλτουριάρη», «δυσνόητου» στιχουργικά Δεληβοριά, έτσι όπως αυτός θεωρεί τον εαυτό του ή θεωρεί ότι τον θεωρούν. Το κωμικό στοιχείο επικρατεί ως στοιχείο αυτοσαρκασμού αλλά και ευρύτερης κοινωνικής και πολιτικής κριτικής. Για παράδειγμα η φιγούρα του γιάπη επιχειρηματία που θέτει εμπορικούς όρους στον καλλιτέχνη αποτελεί περίπτωση τυπικής διακωμώδησης της «νεοφιλελεύθερης» νοοτροπίας, ενώ ο ρόλος που υποδύθηκε η Νατάσα Μποφίλιου ως φαντασίωση μιας ακραίας κομμουνίστριας, επιβεβαιώνει μέσω της παρωδίας τα ολοκληρωτικά σύμβολα (φωτογραφίες Στάλιν κτλ.) στα οποία αναφέρεται η πραγματική ιδεολογία της. Τα «Νούμερα» κάνουν σαφή πολιτικοκοινωνικά σχόλια άλλοτε αναιρώντας και άλλοτε επιβεβαιώνοντας στερεότυπα της «προοδευτικής» κουλτούρας και χρησιμοποιούν τη μουσική σκηνή της «Μάντρας» που επιχειρεί να ανασυστήσει ο πρωταγωνιστής ως πεδίο επιθεωρησιακής συνάντησης των διάφορων μουσικών ειδών. Το στοιχείο της παρωδίας στη σειρά είναι κυρίαρχο, αφήνοντας κάπως μετέωρη και αμήχανη τη συνάντηση διαφορετικών αισθητικών και ιδεολογικών τάσεων που κατά βάση φαίνεται να υποστηρίζει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα  το τραγούδι «Σαν βγω από αυτή τη φυλακή» του Διονύση Σαββόπουλου τραγουδισμένο (με συνοδεία παλιών εικόνων από την εξέγερση του Πολυτεχνείου και τη Μεταπολίτευση) από τη φυλακισμένη Μποφίλιου και τον πρωταγωνιστή της σειράς, το οποίο είναι άγνωστο εάν εκφράζει υπονοούμενα για αστυνομοκρατία στο παρόν ή αποϊεροποιεί ένα αντιδιδακτορικό άσμα-σύμβολο.

Με άλλα λόγια, οι δύο μουσικοκεντρικές εκπομπές της ΕΡΤ συντάσσουν μια νέα ψυχαγωγική πρόταση αρκετά διαφορετική μεταξύ τους. Η πρωτοτυπία τους δεν έγκειται στη συνύπαρξη του «χαμηλού» και του «υψηλού» στα μουσικά καλλιτεχνικά πράγματα. Για να είμαστε ακριβείς αυτό έχει συμβεί πολλάκις ακόμη και στους τηλεοπτικούς διαγωνισμούς μουσικών ταλέντων. Το ενδιαφέρον είναι η πλαισίωση που επιλέγουν αυτές οι εκπομπές σε μια δεδομένη πια μουσική πραγματικότητα που εύλογα θεωρείται ενιαία. Στο «Μουσικό κουτί» απορρίπτονται εξαρχής οι παλιοί διαχωρισμοί και αναζητούνται δημιουργικοί δρόμοι σε παλιές και νέες μελωδίες ενώ στα «Νούμερα» οι διαχωρισμοί, σαν να υπάρχουν ακόμη, παρωδούνται στην αναζήτηση και επιβεβαίωση περισσότερο μιας καλτ αισθητικής (το επεισόδιο με τον Μαζωνάκη είναι χαρακτηριστικό). Θα ήταν εύλογο να αποδώσουμε τις διαφορές που υπάρχουν στις δύο αυτές εναλλακτικές προτάσεις μουσικής διασκέδασης στον σοβαρό ή κωμικό τους χαρακτήρα ή σε ιδεολογικές επιδιώξεις των δημιουργών τους, όμως κάτι τέτοιο θα ήταν κάπως απλουστευτικό. Αυτό που είναι περισσότερο ενδιαφέρον είναι ότι και οι δύο περιπτώσεις για την ελληνική τηλεόραση συνδυάζουν στοιχεία πειραματισμού με την πρόθεση να απευθυνθούν σε ένα κοινό μεγαλύτερο των ίδιων των πρωταγωνιστών τους.

Μεγάλο ερώτημα είναι εάν τα καταφέρνουν. Τα περιβόητα στοιχεία της AGB είναι κάπως αντιφατικά. Και οι δύο εκπομπές καταγράφουν σημαντική επιτυχία στους παρωδικούς τηλεθεατές, αυτούς που περιστασιακά βλέπουν το κάθε επεισόδιο, και όχι τόσο σε αυτούς που θα ονομάζαμε σταθερούς τηλεθεατές (που παρακολουθούν ολόκληρο το επεισόδιο). Και οι δύο εκπομπές στους «περαστικούς» τηλεθεατές φτάνουν να ξεπερνούν το καθόλου ευκαταφρόνητο 1 εκατομμύριο αλλά στους σταθερούς φαν φαίνεται ότι περιορίζονται κοντά στους 200 χιλιάδες θεατές. Η απήχηση όμως αυτών των δύο εκπομπών δεν μετριέται μόνο μέσα από τις κλασικές μετρήσεις τηλεθέασης. Ο αριθμός των σχολίων που προκαλούν στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης (στην πλειονότητά τους επιδοκιμαστικά) δείχνει ότι έχουν καταφέρει να επιφέρουν μια πολύ ζωντανή συζήτηση για τον νέο κανόνα της μουσικής ψυχαγωγίας που θα έπρεπε να ακολουθείται. Άλλωστε είναι γνωστό πως η τηλεθέαση δεν μετριέται πια μόνο μπροστά στους παραδοσιακούς τηλεοπτικούς δέκτες αλλά σε όλες τις οθόνες που μας περιτριγυρίζουν αδιάλειπτα. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ