Πολιτικη & Οικονομια

Μία μη διακυβερνήσιμη χώρα

H προειδοποίηση του Βαγγέλη Βενιζέλου, μόνο ως πρόβλεψη για το μέλλον μπορεί να εκληφθεί, αλλά και ως μομφή προς την αντιπολίτευση

81922-183211.jpg
Παντελής Καψής
ΤΕΥΧΟΣ 974
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μία μη διακυβερνήσιμη χώρα
© ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ/EUROKINISSI

Τα ποσοστά κυβέρνησης και αντιπολίτευσης στις δημοσκοπήσεις, η κρίση εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη και η αστάθεια του πολιτικού συστήματος.

Δεν είναι η πρώτη φορά που κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η χώρα έχει καταστεί «μη διακυβερνήσιμη». Το 1990, για παράδειγμα, με κυβέρνηση εθνικής ενότητας, μια απλή απόφαση όπως η αύξηση της τιμής του ψωμιού απαιτούσε μαραθώνιες διαπραγματεύσεις σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών! Το 2011, πάλι, η Βουλή καλείτο να συνεδριάσει προκειμένου να ψηφίσει βασικούς νόμους, σε συνθήκες πραγματικής πολιορκίας. Υπουργοί και στελέχη δεν μπορούσαν να κυκλοφορήσουν στους δρόμους. Με αυτή την έννοια, η χώρα μια χαρά κυβερνήσιμη είναι σήμερα. Όσο για την προειδοποίηση του Βαγγέλη Βενιζέλου, μόνο ως πρόβλεψη για το μέλλον μπορεί να εκληφθεί, αλλά και ως μομφή προς την αντιπολίτευση. Γιατί, βέβαια, δεν είναι ασύνηθες μια κυβέρνηση να βλέπει τα ποσοστά της να μειώνονται στη διάρκεια της θητείας της. Αυτό που συμβαίνει για πρώτη φορά είναι να μειώνονται, σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα πιο πολύ, τα ποσοστά της αντιπολίτευσης. Τόσο, που σήμερα να μη φαίνεται ότι υπάρχει μια διάδοχη κατάσταση. Μη διακυβερνήσιμη μπορεί να γίνει η χώρα λοιπόν μετά τις εκλογές, αν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις.

Κρίση εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη

Ένα δεύτερο στοιχείο το οποίο επίσης παρατηρείται για πρώτη φορά είναι τα πολύ χαμηλά ποσοστά εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη. Πάντα η αξιοπιστία των πολιτικών θεσμών στη χώρα μας, της Βουλής και των κομμάτων, αλλά και των μέσων ενημέρωσης ήταν εξαιρετικά χαμηλή. Τα στοιχεία αυτά ωστόσο δεν θεωρούνταν ικανά για να μιλήσει κάποιος για κρίση «απαξίωσης, απονομιμοποίησης και απόρριψης» του πολιτικού συστήματος. Αν το κάνει αυτό σήμερα ο Κώστας Καραμανλής, τότε δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στην κρίση εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη. Η οποία από το 40% που ήταν πριν από λίγα χρόνια έχει εκτιναχθεί στο 70%. Αυτό συνιστά πράγματι σοβαρό πρόβλημα για τη λειτουργία του κράτους δικαίου και ζητά απαντήσεις.

Άραγε τα χαμηλά ποσοστά της αντιπολίτευσης συνδέονται ή, ακόμα περισσότερο, είναι δυνατόν να εξηγήσουν τα υψηλά ποσοστά αποδοκιμασίας της Δικαιοσύνης; Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι αποτελούν την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Η απαξίωση της Δικαιοσύνης τα δύο τελευταία χρόνια δεν προέκυψε από κάποια απόφασή της. Αν κάτι θα μπορούσε να πει κανείς, μάλιστα, είναι ότι στη διερεύνηση της τραγωδίας των Τεμπών, για τα ελληνικά δεδομένα, έχει κινηθεί με εντυπωσιακή ταχύτητα. Η αμφισβήτησή της έγινε μέσα από μια πρωτοφανή εκστρατεία στα σόσιαλ μίντια με αιχμή την τρέλα του ξυλολίου και την ακόμα μεγαλύτερη τρέλα του μπαζώματος.

Δεν γνωρίζουμε πώς προέκυψε αυτή η εκστρατεία, όπως γενικότερα δεν γνωρίζουμε πώς αναπτύσσεται η δυναμική στα νέα μέσα. Τυχαία και λιγότερο τυχαία γεγονότα τα οποία μπορεί να μην έχουν την παραμικρή σχέση με την αλήθεια μπορούν να κατακλύσουν την επικαιρότητα και να δημιουργήσουν τη δική τους πραγματικότητα. Ξέρουμε ωστόσο ότι, από τη στιγμή που θα δημιουργηθεί ένα τέτοιο φαινόμενο, είναι σχεδόν αδύνατο να απαντηθεί. Απλώς ρουφάει μέσα του όλους και όλα. Στη δική μας περίπτωση κατέκτησε πρώτα τα επίσημα μέσα ενημέρωσης που φιλοξενούσαν σκιτζήδες απατεώνες ως ειδικούς και (με ελάχιστες εξαιρέσεις) πλειοδοτούσαν στις θεωρίες συνωμοσίας. Σε ακραίες στιγμές ακόμα και η κυβέρνηση βρέθηκε να υποχωρεί μπροστά σ’ αυτές, για παράδειγμα με την ατυχέστατη συνέντευξη του πρωθυπουργού. Ακόμα κι αν τα είχε κάνει όλα σωστά, πάντως, τίποτα δεν θα είχε αλλάξει. Όσο για τη Δικαιοσύνη αυτή κι αν είναι ανοχύρωτη. Μιλά με τις αποφάσεις της, δηλαδή κατόπιν εορτής.

Και η αντιπολίτευση; Από την πρώτη στιγμή θεώρησε ότι το δυστύχημα ήταν η ιδανική ευκαιρία και ο προσφορότερος τρόπος για να καλύψει τη δική της ανεπάρκεια. Υιοθέτησε έτσι έμμεσα ή άμεσα κάθε κατηγορία που διατυπωνόταν στα κοινωνικά δίκτυα και συνέβαλε εξίσου στη δημιουργία του πρωτοφανούς τοξικού κλίματος που ζήσαμε και σε μεγάλο βαθμό εξακολουθούμε να ζούμε. Η Δικαιοσύνη είναι ένα από τα θύματά του.

Σε αυτή την άσκηση αντιπολίτευσης (θα έπρεπε να) είναι προφανές ότι τα λεγόμενα αντισυστημικά κόμματα, ο Βελόπουλος και η Κωνσταντοπούλου, έχουν το πάνω χέρι. Εξίσου προφανές είναι ότι τα θεσμικά κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ, συμμετέχοντας στην τρέλα μόνο χαμένα μπορούσαν να βγουν. Καταρχήν επειδή η αμφισβήτηση των θεσμών το αφορά και το πλήττει άμεσα: είναι το κόμμα που μαζί με τη Νέα Δημοκρατία μονοπώλησε σχεδόν τις κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης. Είναι μέρος της θεσμικής τάξης η οποία αμφισβητείται. Ταυτόχρονα, ωστόσο, ο σχεδόν μονοθεματικός χαρακτήρας της αντιπαράθεσης υπονόμευσε κάθε προσπάθειά του να ανακτήσει την αξιοπιστία του ως κόμμα εξουσίας. Στην πλειοδοσία κραυγών ξέρουμε ποιοι και ποιες βγαίνουν κερδισμένοι. Το κερασάκι ήταν η συνυπογραφή της πρότασης μομφής με τον Σύριζα και την Πλεύση Ελευθερίας. Κατάντια, τουλάχιστον για όσους θυμούνται το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα και του Σημίτη.

Όσο για την κυβέρνηση, προφανώς και δεν είναι αθώα περιστερά. Υπό κανονικές συνθήκες ένας πολίτης χωρίς κομματικές προσωπίδες θα είχε πολλούς λόγους να την καταψηφίσει. Από τις υποκλοπές και την ευθύνη για την εγκατάλειψη των σιδηροδρόμων ως τη σκανδαλώδη αντιμετώπιση της εξεταστικής για τα Τέμπη και τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Κατά έναν παράδοξο τρόπο, ωστόσο, και παρά τις πολιτικές της ευθύνες η κυβέρνηση, για πολλούς μετριοπαθείς ψηφοφόρους, παραμένει το μοναδικό ανάχωμα μπροστά στην επέλαση του ανορθολογισμού. Διατηρεί την υποστήριξη εκείνων των πολιτών που δεν θέλουν να ρισκάρουν την οικονομική και την πολιτική σταθερότητα. Είναι κι αυτό ένα κάποιο επίτευγμα της αντιπολίτευσης. 

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY