Όσα είπαμε με έναν από τους πιο επιδραστικούς στοχαστές της εποχής μας
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
13°
Τάσος Γιαννίτσης: Απρόβλεπτες σκέψεις για τον χρόνο και την οικονομία
Τάσος Γιαννίτσης: Συνέντευξη του καθηγητή και πρώην υπουργού στην Athens Voice
Ο χρόνος είναι παρών σ’ αυτό το όμορφο προπολεμικό σπίτι όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Τάσος Γιαννίτσης. Το γραφείο του, με τα ψηλά κόκκινα παράθυρα, δίνει αυτή την αίσθηση ηρεμίας που αποπνέουν τα παλιά σπίτια. Βιβλία παντού, ακόμα και στο πάτωμα – στοίβες που πρόκειται να δωρίσει σε κάποια δημόσια βιβλιοθήκη–, πίνακες, CD. Σε μια φωτογραφία της Nelly's, το πορτρέτο μιας όμορφης γυναίκας –η μητέρα του–, σε μια άλλη ο 30χρονος εαυτός του από την εποχή που «θέλαμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο», με ύφος σοβαρό και γυαλιά.
«Το καλοκαίρι πέρασα ένα δεκαήμερο σ’ ένα όχι ιδιαίτερα τουριστικό νησί, όπως πολλές άλλες χρονιές», λέει. «Σε κάποιες τέτοιες στιγμές και με απροσδιόριστες αφορμές, κάνουμε απολογισμό και των προσωπικών και συλλογικών χιμαιρών μας στον χρόνο. Το πώς κάποτε θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο, την πραγματικότητα – εννοείται συλλογικά, όχι ατομικά, και πιστεύοντας ότι το “αυτός ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει ποτέ” ήταν απλώς ένας στίχος από τραγούδι του Μάνου. Ίσως, σε μικρό βαθμό το πετύχαμε. Αλλά βιώνοντας και το συναίσθημα ότι η πραγματικότητα άλλαζε εμάς. Ή δεν μας άλλαζε, αλλά μας απογοήτευε, ενώ βλέπαμε ότι και μέσα από τις ατομικές και συλλογικές μας δράσεις προέκυπταν νέες πραγματικότητες, που κι αυτές με τη σειρά τους έπρεπε στη συνέχεια να αλλάξουν. Αυτή ήταν η πορεία της ζωής στον χρόνο».
Ευφυής, πνευματώδης, αξιοπρεπής, ο Γιαννίτσης είναι από τους λίγους πολιτικούς που «διασώθηκαν» την τρομερή δεκαετία, τότε που η απογοήτευση μιας ολόκληρης κοινωνίας έβρισκε διέξοδο στην οργή και στη βία. Δικαίως. Ήταν ο άνθρωπος που προσπάθησε να αποτρέψει την κατάρρευση του ασφαλιστικού. Ήταν ο καθηγητής που με πληθώρα βιβλίων και δημόσιων παρεμβάσεων διερευνούσε τον τρόπο που αναπτυσσόταν η πραγματική οικονομία και προειδοποιούσε για τη διαχρονική τεχνολογική και παραγωγική μας υστέρηση. Οι αναλύσεις του ήταν πάντα ουσιώδεις, ισορροπημένες, αντικειμενικές. Έτσι και το νέο του βιβλίο, «Ελλάδα 1953-2024 - Χρόνος και Πολιτική Οικονομία», που κυκλοφόρησε στις αρχές του καλοκαιριού από τις εκδόσεις Πατάκη, είναι ένας απολογισμός και μια προειδοποίηση. Με αφετηρία τη «μεγάλη» υποτίμηση της δραχμής του 1953, ο Γιαννίτσης εξετάζει τις πολιτικές πρακτικές και αντιλήψεις στα διάφορα στάδια της μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης των τελευταίων εβδομήντα χρόνων.
― Η έννοια του «χρόνου» που χρησιμοποιείτε στον τίτλο του νέου σας βιβλίου φαίνεται κεντρική. Πώς την ενσωματώνετε σε μια οικονομική ανάλυση;
Μέσα από συνειρμούς και συναισθήματα που αναδύονται όταν γράφει κανείς για μια χρονικά τόσο μεγάλη διαδρομή, φτάνει σε ιδιόμορφες καταστάσεις. Θα χρησιμοποιήσω λόγια της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, που εκφράζουν καλύτερα την εικόνα: «Οδυνηρά, σχεδόν με μισή καρδιά, ο ταξιδιώτης που τερμάτιζε μια πορεία που είχε κρατήσει πάνω από πενήντα χρόνια, υποχρεωνόταν, για πρώτη φορά στη ζωή του, να ξαναχαράξει με το μυαλό του τους δρόμους που ’χε περάσει, ξεχωρίζοντας το συμπτωματικό από το ηθελημένο ή από το αναγκαίο, πασχίζοντας να διακρίνει ανάμεσα στο λίγο που φαινόταν να εκπορεύεται από αυτόν και σ’ αυτό που ανήκε στην εξ αδιαιρέτου ανθρώπινη συνθήκη του».
― Στη διάρκεια των ετών που εξετάζετε, αξιολογείτε όλες τις κυβερνήσεις, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες τους. Μπορείτε να μας πείτε επιγραμματικά ποια θεωρείτε τα πιο σοβαρά λάθη που έγιναν και δεν θα πρέπει να επαναλάβουμε;
Η λέξη «λάθος» έχει ισχυρό υποκειμενικό και αξιακό βάρος και δεν θα τη χρησιμοποιούσα. Όχι ότι δεν υπάρχουν λανθασμένες και σωστές επιλογές, αποτυχίες και επιτυχίες. Υπάρχουν, οπωσδήποτε αδυναμίες, που είναι οριζόντιες, δηλαδή διαχρονικές, και άλλες που συνδέονται με επιμέρους κυβερνήσεις. Σε όλη την περίοδο υποεκτιμήθηκαν τα θέματα ενίσχυσης της διάρθρωσης της παραγωγής, της τεχνολογίας και της γνώσης, της ανταγωνιστικής ισχυροποίησης του επιχειρηματικού συστήματος, του κλαδικού μετασχηματισμού και της στήριξης κλαδικών δραστηριοτήτων μέσης και υψηλότερης τεχνογνωσίας. Η έμφαση δινόταν στη διαχείριση μακροοικονομικών μεγεθών, παρότι τα αίτια των προβλημάτων σχετίζονταν με την πραγματική οικονομία. Επίσης, η πολιτική ασχολήθηκε με το να αναδιανέμει εισοδήματα, συχνά για πελατειακούς και όχι κοινωνικούς λόγους. Στο μεγαλύτερο τμήμα του χρόνου, η πολιτική παρέκαμψε τα μεσο- και μακρο-πρόθεσμα προβλήματα που βρίσκονταν έξω από τον εκλογικό κύκλο, όπως και θεσμικά θέματα (αποτελεσματική διακυβέρνηση, ποιότητα θεσμών, διαφθορά, φοροδιαφυγή κ.ά). Το αποτέλεσμα ήταν η ανακύκλωση των εξελίξεων. Είναι αδύνατο να αναφερθώ εδώ λεπτομερώς. Το κέντρο βάρους του βιβλίου είναι η εξέλιξη της σχέσης οικονομίας, κοινωνίας και πολιτικής στον μακρύ χρόνο, και όχι αποτιμήσεις κατά κυβέρνηση, που, μάλιστα, στον δημόσιο διάλογο τείνουν να γίνουν αντικείμενο ιδεοληπτικών ή ιδιοτελών αντιδράσεων.
― Λέτε ότι καμία κυβέρνηση δεν ήθελε να πληρώσει το πολιτικό κόστος της αντιμετώπισης των προβλημάτων. Αναφέρεστε, επίσης, στην έλλειψη ευρύτερων πολιτικών συναινέσεων και στον ρόλο των ΜΜΕ στον δημόσιο διάλογο, που οδηγεί στο να δαιμονοποιούνται οι αλλαγές. Αυτό το μοντέλο, μετά και την εμπειρία της κρίσης, βλέπετε να αλλάζει;
Η επίδραση της κρίσης ήταν βίαιη και οδυνηρή για τη χώρα, αλλά αυτό δεν άλλαξε σημαντικά τις συμπεριφορές. Το πρότυπο διακυβέρνησης ακολουθεί την ιστορική του τροχιά. Αλλαγές σε μεγάλα θέματα πολιτικής (δημογραφικό, εκπαίδευση, δημόσια διοίκηση, τεχνολογικές ικανότητες κ.ά.) δεν πήραν ιδιαίτερο βάρος. Μέσα στην κρίση διαπιστώσαμε ότι αλλαγές που όλοι θεωρούσαμε λογικές καταπολεμήθηκαν, και άλλες που έγιναν, έστω εν μέρει, άρχισαν να ξηλώνονται σταδιακά με επιστροφή σε παλιές, προβληματικές πρακτικές. Σε τέτοια θέματα διαμορφωνόταν, αφανώς, μια ιδιόμορφη συναίνεση, και όλοι κινούνταν στην παραπάνω γραμμή. Συναινέσεις διαμορφώνονταν και όταν όλοι αποφάσιζαν να εναντιωθούν σε κάθε σοβαρό αναγκαίο μετασχηματισμό.
Διαπιστώνουμε μια συστημική αδυναμία της κοινωνίας και του πολιτικού μας συστήματος για αποτελεσματικές επιλογές που θα στηρίξουν την εξέλιξη της χώρας στο νέο περιβάλλον, που αλλάζει ραγδαία. Με την οικονομική κρίση, τη δημογραφική κρίση και πολλά άλλα, βλέπουμε πόσο ξαφνιαζόμαστε όταν κάποια στιγμή αποκαλύπτονται τα μεγάλα μας προβλήματα. Μέχρι τη στιγμή της αποκάλυψης, κανείς δεν ήθελε να γίνει τίποτα, κι από τη στιγμή εκείνη, εξ αντικειμένου, κάθε πολιτική παρέμβαση γίνεται πολλαπλάσια δύσκολη και όλοι αντιδρούν. Και στις δύο περιπτώσεις: αδιέξοδο. Στην ουσία, οι κυβερνήσεις, σε πολλές περιπτώσεις, προκειμένου να αποφύγουν το «πολιτικό κόστος», το αφήνουν να μετατραπεί σε «κοινωνικό κόστος».
― Μια τέτοια περίπτωση είναι το ασφαλιστικό, που το ζήσατε εσείς ο ίδιος και είχε τόσο μεγάλη επίδραση στις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στην κρίση. Για ποιο λόγο αφιερώνετε μόνο μια μικρή παράγραφο σ’ αυτό; Δεν είναι παράλειψη μιας σημαντικής παραμέτρου στην όλη θεώρηση που κάνετε;
Συμφωνώ μαζί σας ότι η παράλειψή μου είναι σημαντική, όμως έχει και σημαντική δικαιολογία. Στην ανάλυσή μου ελαχιστοποίησα οποιαδήποτε προσωπική αυτοπροβολή. Το ασφαλιστικό είναι μεγάλος πειρασμός για κάτι τέτοιο. Επιπλέον, για το ασφαλιστικό έχω γράψει πολλά, όπως και άλλοι. Δεν βρίσκω σκόπιμο το να γράφω κάθε τόσο για το συγκεκριμένο θέμα, παρότι υπάρχουν πτυχές του που συνδέονται με άλλα θέματα. Σε όλο το βιβλίο μου, προσπάθησα να επικεντρωθώ σε θέματα στα οποία θεώρησα ότι προσθέτω ουσιαστικές σκέψεις και νέες πτυχές προβληματισμού και δεν αναπαράγω αυτάρεσκα γνωστές δικές μου θέσεις.
― Υπήρχαν όμως στιγμές που κάνατε απολογισμούς πιο προσωπικούς;
Αναπόφευκτα, αλλά τα πολύ προσωπικά στοιχεία δεν μπορεί να κυριαρχούν σε μια τέτοια θεματική. Ο αναγνώστης θέλει να ξέρει τι λέει ο συγγραφέας για τα θέματα που αναλύει, όχι για τα συναισθήματά του. Δεν έχουμε να κάνουμε με μυθιστόρημα. Με την πάροδο του χρόνου κατανόησα, όμως, ότι σε ένα βιβλίο όπως αυτό πρέπει να υπάρχει μια λεπτή ισορροπία μεταξύ προσωπικής και συμβατικής προσέγγισης, που να δείχνει ότι το αποτέλεσμα δεν είναι 100% προϊόν σκέψης και επαγγελματικής θεώρησης, αλλά περιλαμβάνει αναρίθμητες στιγμές προσωπικής φύσης και αφανείς υπόγειες διαδρομές. Είναι ανάγκη ο αναγνώστης να αισθανθεί τη διαφορά μεταξύ προσωπικής γραφής και προϊόντος κάποιου GPΤ.
― Τις «υπόγειες διαδρομές» διακρίνει κανείς καθαρότερα στο κεφάλαιο για τον ρόλο της «κουλτούρας» ως ερμηνευτικού στοιχείου των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων, ιδίως στη Μεταπολίτευση. Γιατί ήταν σημαντική η επίδρασή της;
Θεωρώ, ότι ο παράγοντας «κουλτούρα» είναι το κλειδί για να καταλάβει κανείς πολλά απ’ όσα συντελέστηκαν στην περίοδο της Μεταπολίτευσης – θα προσέθετα και της μεταπολεμικής περιόδου συνολικά. Το πώς εξελίχθηκε μια χώρα σε εβδομήντα χρόνια δεν είναι μόνο θέμα οικονομικών, πολιτικών ή κοινωνικών παραγόντων. Ο παράγοντας «κουλτούρα» έχει μεγάλο βάρος και η σχέση της με την ανάπτυξη δεν επιτρέπει μονοσήμαντες ή βέβαιες απαντήσεις. Από μόνο του το στοιχείο αυτό –στοιχείο αυτογνωσίας– είναι σημαντικό σε μια ανάλυση που γνωρίζει ότι οι απαντήσεις δεν είναι μονόδρομος. Στον χρόνο που εξετάστηκε, αναπτύχθηκε στη χώρα μια κουλτούρα σε περισσότερα επίπεδα: στο επίπεδο της κοινωνίας, στη σχέση πολιτών, κράτους και παραγωγικού συστήματος, στο διαρθρωτικό και μακρο-οικονομικό επίπεδο και στο πώς το κράτος αντιμετώπιζε τις επιπτώσεις των τρόπων αυτών λειτουργίας. Στο κείμενο διακρίνω τρεις μεγάλες ενότητες: την κουλτούρα της «εύκολης ανάπτυξης», την απαξίωση του δημόσιου χώρου στα μάτια της κοινωνίας και την κουλτούρα της βίας.
― Αναφέρεστε στη συγκλονιστική φράση του Ζαν Ζορές «αφήσαμε τη φλόγα και προτιμήσαμε τις στάχτες». Τι σήμαινε το ότι φτάσαμε εκεί;
Σήμαινε την κατάρρευση προσδοκιών, επιδιώξεων, ονείρων ενός τεράστιου τμήματος της κοινωνίας μας. Κυρίως, σήμαινε την αίσθηση ότι δεν ήταν αναγκαίο ή αναπόφευκτο να φτάσουμε εκεί. Ότι, από την κρίση και μετά, ευρύτερα κοινωνικά στρώματα ήρθαν αντιμέτωπα με έναν κόσμο που ήταν στον αντίποδα αυτού που είχαν πιστέψει. Επιπλέον, επικράτησε μια ευρύτερη αίσθηση ότι υπήρχε συλλογική συμμετοχή στην ευθύνη –που πράγματι υπήρχε–, σε ό,τι έγινε, ανεξάρτητα από τις ευθύνες ή τις αντιλήψεις των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών ελίτ, που θα περίμενε κανείς να σημάνουν συναγερμό. Αυτή η γενίκευση ήταν, πιστεύω, καταλυτική για το κλίμα που διαμορφώθηκε στην κρίση.
Προσπάθησα, να συνθέσω ένα «αφήγημα» που να εξηγεί μια ολόκληρη πορεία της κοινωνίας μας, των ανθρώπων που την έζησαν, τις προσδοκίες τους, τις σκέψεις, τους στόχους και τους τρόπους που λειτούργησαν οι ηγεσίες, οι ισχυροί και οι απλοί πολίτες ή όχι τόσο απλά κοινωνικά σύνολα. Προσπάθησα να δω την ουσία ή έστω ένα τμήμα της ουσίας των εξελίξεων και των επιλογών που έγιναν, και, κυρίως, τις συνέπειές τους για το εγγύς και το μακρινό μέλλον. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι μέσα σε όλα αυτά είναι πολύ πιθανό, ή και βέβαιο, ότι λειτουργούν υποκειμενικά στοιχεία. Όμως, υποκειμενικά στοιχεία λειτουργούν σε όλους και σε κάθε περίπτωση.
― Το βιβλίο τελειώνει στο 2024. Στις μέρες μας. Τώρα που νέοι παίκτες μπαίνουν στο παιχνίδι και οι κανόνες αλλάζουν με ασύλληπτη ταχύτητα, για την Ελλάδα το θεμελιώδες ερώτημα παραμένει ίδιο: μπορεί η χώρα να υπερβεί τις χρόνιες παθογένειες; Έχει εγκαταλείψει τον ρόλο της «εκκεντρικής» περίπτωσης; Βαδίζει με μια νέα συλλογική ωριμότητα στο αύριο;
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει διαρθρωτικές αδυναμίες και μια αδύναμη τεχνολογική βάση εδώ και δεκαετίες, αδυνατώντας να ακολουθήσει τους ρυθμούς μετασχηματισμού και προσαρμογής άλλων χωρών. Το πρόβλημα είναι διαχρονικό και «συστηματικό». Συνδυάστηκαν περισσότεροι παράγοντες, κυρίως εσωτερικοί, αλλά και εξωτερικοί, που απαντούν όχι μόνο στο ερώτημα «γιατί είμαστε πίσω», αλλά και «γιατί παραμένουμε πίσω». Ίσως λόγω της συστηματικής και όχι ασήμαντης υστέρησής μας σε θέματα τεχνολογίας, εκπαίδευσης, παραγωγικότητας, παραγωγικής βάσης, κρίσιμων θεσμών (διαφθορά, κράτος δικαίου, αποτελεσματικότητας της πολιτικής, κυβερνητικής λογοδοσίας κ.ά.). Σίγουρα είμαστε αρκετά καλύτερα από το 2015 ή το 2019. Όμως προχωράμε πολύ αργά και αβέβαια. Υπάρχει η αίσθηση της ανάγκης για κάτι πιο αισιόδοξο και αποφασιστικό. Δεν εννοώ μεγαλεπήβολους στόχους. Αυτούς τους έχουμε ξεχάσει.
― Ποια θεωρείτε ότι είναι τα μεγαλύτερα εμπόδια και οι μεγαλύτερες ευκαιρίες για την ελληνική οικονομία στα επόμενα χρόνια;
Θα έδινα έμφαση στη μεγάλη απουσία μιας πολιτικής για το παραγωγικό σύστημα της χώρας, δηλαδή για την ανάπτυξη, την απασχόληση, τις αμοιβές και την παραγωγή. Η πολιτική της Μεταπολίτευσης επικεντρώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στον χειρισμό των δημοσιονομικών, των εισοδηματικών και των κοινωνικών και πολιτικών παραμέτρων και αγνόησε το γεγονός ότι όλο αυτό το πλέγμα των μακροοικονομικών ανισορροπιών ρηγμάτωσε το παραγωγικό σύστημα και την αναπτυξιακή διαδικασία. Το να «παίζεις» και να ανακατεύεις συνεχώς τα μακροοικονομικά μεγέθη, αγνοώντας τον παράγοντα «παραγωγική βάση/διάρθρωση» είναι εκπληκτικό εργαλείο για την κομματική/εκλογική διαχείριση, αλλά συνεπάγεται καταστροφικές συνέπειες για την παραγωγική αναδιάρθρωση και τη δυναμική της οικονομίας. Αυτό το στοιχείο διαφοροποιεί έντονα την Ελλάδα από άλλες ανερχόμενες χώρες και δεν βλέπω σημεία «απεμπλοκής». Επίσης, σημασία έχει η αξιοποίηση εξωτερικών πόρων (κοινοτικών και δανείων). Κινούμαστε σε έναν επαναλαμβανόμενο καμβά, με πολύ περιορισμένες αλλαγές σε ό,τι αφορά την πολιτική και την αντίληψη των συλλογικών εθνικών προβλημάτων.
― Ακούγεστε αρκετά απαισιόδοξος…
Σημασία έχει αν η αισιοδοξία ή η απαισιοδοξία συνδέονται με πραγματισμό. Δεν θα ήθελα να έχω νοητική μυωπία. Το υπόδειγμα ανάπτυξης που καλλιεργήσαμε δουλεύει για κάποια χρόνια και μετά οδηγεί σε χαμηλές επιδόσεις, αν όχι σε μικρές ή μεγαλύτερες εμπλοκές. Στην προσωπική μας ζωή σκεφτόμαστε το αύριο, προβλέπουμε, προνοούμε, παίρνουμε πρωτοβουλίες. Στη συλλογική και πολιτική μας ζωή, δηλαδή σε πιο δύσκολες συνθήκες, το αύριο εξοστρακίζεται. Το «όλα πάνε καλά» γίνεται το ελιξίριο που αποκοιμίζει, που αποτρέπει πολιτικές αμφισβητήσεις και άρα εμποδίζει προσπάθειες να αντιμετωπίσουμε ή να μετριάσουμε δύσκολες πραγματικότητες, που, όπως βλέπουμε, αυξάνονται συνεχώς και δημιουργούν πιο δύσκολες καταστάσεις.
― Σήμερα η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την AI, το «επερχόμενο κύμα». Υπάρχει ελπίδα να αποφύγουμε έναν ακόμα «τεχνολογικό αποκλεισμό»;
Είναι όμορφο να έχει κανείς τέτοιες ελπίδες. Δυνητικά, αυτό θα ήταν εφικτό και εξαιρετικά κρίσιμο. Όμως να σημειώσω ότι η χώρα δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει ούτε καν τη «βιομηχανική επανάσταση» της περιόδου μετά το 1980. Το εκπαιδευτικό σύστημα, το σύστημα έρευνας-καινοτομίας, οι πολιτικές, οι επιχειρησιακές δυνατότητες και επιλογές, η δομή και λειτουργία του κράτους δεν κάνουν ρεαλιστική την προοπτική να επιτύχουμε κάτι πιο δυναμικό. Βεβαίως υπάρχουν ενδείξεις, που ελπίζω να μη «σβήσουν», ότι οι εξαγωγικές επιδόσεις αρκετών επιχειρήσεων έχουν ενισχυθεί – σε μέτριο βαθμό, αλλά θετικά. Το ίδιο και η τεχνολογική τους ικανότητα. Όμως η χώρα προχωράει ασθμαίνοντας. Ένα συντριπτικά σημαντικό τμήμα της ελληνικής παραγωγής αφορά δραστηριότητες με χαμηλή ή μεσαία παραγωγικότητα και προστιθέμενη αξία, με αποτέλεσμα οι ρυθμοί μεγέθυνσης να είναι αναιμικοί και να στηρίζονται σε δυσανάλογο βαθμό στη γενναιοδωρία της Ε.Ε. (π.χ. Ταμείο Ανάκαμψης).
― Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου αφορά σκέψεις για το αύριο. Μπορείτε σε μια απάντηση να δώσετε ένα στίγμα;
Ε, ναι. Γιατί όλες αυτές οι διαπιστώσεις για το παρελθόν έχουν σημασία προκειμένου να τις ξεπεράσουμε και να επικεντρωθούμε στην αντιμετώπιση των σημερινών αδυναμιών και των σημερινών ή και αυριανών απειλών μας. Θεωρώ ότι οι μεγάλοι στόχοι μας σήμερα δεν είναι απλοί, είναι πολλοί, είναι παράλληλοι και θέτουν πρωτόγνωρες απαιτήσεις. Στις επόμενες δυο τρεις δεκαετίες η εξέλιξη κάθε χώρας θα προσδιοριστεί από το είδος του κράτους και της διακυβέρνησης που θα έχει. Είναι μεγάλο θέμα και δεν είμαι δογματικός, αλλά βλέπω την απόλυτη ανάγκη για τέσσερις, τουλάχιστον, μεγάλες αλλαγές:
- Την ισχυροποίηση του παραγωγικού μας συστήματος
- Μεγάλες αλλαγές στο υπόδειγμα διακυβέρνησης
- Την ανάγκη μιας αναπτυξιακής-βιομηχανικής πολιτικής σε σημερινή βάση
- Την προστασία της δημοκρατίας και των ευάλωτων στρωμάτων.
―Αν το βιβλίο αυτό είναι ένας απολογισμός των τελευταίων εβδομήντα χρόνων και του τι άλλαξε (ή δεν άλλαξε) στη χώρα, θα ήθελα να μου πείτε αν υπήρχαν κομβικές στιγμές που άλλαξαν εσάς ως άνθρωπο;
Χρόνος σημαίνει και αλλαγή. Αλλαγές έρχονται αργά και υπόγεια, οπότε είναι δύσκολο να αναφερθεί κανείς σε συγκεκριμένα ορόσημα. Προφανώς, όπως στον καθένα μας: θάνατοι, έρωτες, φιλίες, ταξίδια, επαγγελματικές επιτυχίες ή αποτυχίες, γενικότερες αλλαγές ή αντιστάσεις σε αλλαγές είχαν σημαντικό βάρος, και μάλιστα για πεδία που δεν τα φαντάζεται κανείς. Ιδίως μικρές ή μεγάλες αποτυχίες ή επιτυχίες οδηγούσαν σε επιτάχυνση μιας εσωτερικής αλλαγής, ώστε να βλέπω τον κόσμο πιο βαθιά, πιο ανεκτικά, να βάζω στην άκρη το «εγώ» μου, να καταλαβαίνω περισσότερο καταστάσεις απέναντι στις οποίες ήμουν πιο απόμακρος. Χρόνος σημαίνει και ότι βλέπεις τα περιθώρια να στενεύουν, τους δικούς σου ανθρώπους να λιγοστεύουν, τις ευκαιρίες να περιορίζονται. Τότε σκέφτεσαι/αισθάνεσαι πιο έντονα. Όλα οδηγούν στην ίδια κατεύθυνση.
― Καταλήξατε στο τι, τελικά, παίζει τον πιο σημαντικό ρόλο στη ζωή;
Ίσως στο ότι το πιο σημαντικό δεν είναι η γνώση, οι επαγγελματικές εμπειρίες για την οικονομία, την πολιτική, τα διεθνή. Πέρα από αυτά, αναδεικνύονται ερωτηματικά για το πώς συνδέεται η γραφή ενός τμήματος της πραγματικότητας με φιλίες, συνεργασίες, συζητήσεις, συναισθήματα, που συντελούνται με άπειρους συνδυασμούς στη διάρκεια πολλών δεκαετιών και οδηγούν με έναν αφανή τρόπο στο πώς βλέπει κανείς την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα δεν είναι ίδια για τον καθένα, και, πάντως, δεν διαβάζεται με τον ίδιο τρόπο από τον καθένα Έτσι, μέσα σε όλα αυτά, ανακατεύονται τα πάντα. Στενές ή και παροδικές φιλίες, μουσικά βιώματα (το «Άξιον Εστί» το 1964 σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, το «Χαμόγελο της Τζοκόντας» ή οι «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη» του Χατζηδάκι, η Τζόαν Μπαέζ, ο Λέοναρντ Κοέν, ο Λαυρέντης, η Ελένη Καραΐνδρου), ζωγραφικές παραστάσεις σε πολλαπλούς χρόνους με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Μόραλη, τη Φρίντα Κάλο, ο κόσμος της ποίησης και της λογοτεχνίας που ζήσαμε, όπως ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Λειβαδίτης, η Γιουρσενάρ, ο Σαραμάγκου με τον Ρικάρντο Ρέις, και αναρίθμητα άλλα, που με τις επιλεκτικές αυτές αναφορές αδικώ. Δεν ανέφερα ανάμεσα σ’ αυτά το κυριότερο: τον συνδυασμό φιλιών που δημιουργούνται στη διάρκεια μιας ζωής και παίζουν καταλυτικό ρόλο, αλλά και απωλειών.
Με μια μικρή δόση υπερβολής, θα πω ότι πίσω από πολλές μεγάλες θεματικές του βιβλίου, στο βάθος τους, αόρατη, βρίσκεται μια πληθώρα εμπειριών, συναισθημάτων, ασυναίσθητων καταγραφών, εσωτερικών ζυμώσεων, που συνδέονται μεταξύ τους και οδηγούν στο αποτέλεσμα που προκύπτει, με τρόπους, όμως, που δεν ξέρει κανείς, ούτε ο ίδιος, να περιγράψει.
INFO: Παρουσίαση του βιβλίου «Ελλάδα, 1953-2024: Χρόνος και Πολιτική Οικονομία»
Η παρουσίαση του βιβλίου του Τάσου Γιαννίτση, «Ελλάδα, 1953-2024: Χρόνος και Πολιτική Οικονομία», (πρόλογος Κώστας Κωστής) των εκδόσεων Πατάκη θα γίνει τη Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου στις 7:00 μ.μ. Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι: Κατερίνα Σακελλαροπούλου, τ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας, Σταύρος Θωμαδάκης, ομότιμος καθηγητής ΕΚΠΑ, πρώην πρόεδρος International Ethics Standards Board for Accountants (NY), Κώστας Κωστής, συντονιστής-ομιλητής, ομότιμος καθηγητής ΕΚΠΑ, διευθυντής Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, Πάνος Τσακλόγλου, καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υφυπουργός και ο συγγραφέας
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αίθουσα «Γιάννης Μαρίνος», Βασ. Σοφίας & Κόκκαλη
Δειτε περισσοτερα
Ο διάσημος Ελληνο-αμερικανός καλλιτέχνης μιλά για τη σειρά «Portraits», την τεχνική superdots, αλλά και την ιδιαίτερη σχέση του με τη μαγειρική
Η τρυφερή ματιά ενός αρχιτέκτονα στην πέτρα, τους ανθρώπους και τα δέντρα του τόπου
Οι θεματικές συζήτησης και οι προσωπικότητες που θα συμμετέχουν Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Με το νέο του άλμπουμ «Ανάμεσα» ανανεώνει το ελληνικό τραγούδι. Πριν βρεθεί «Ανάμεσα σε φίλους» στο Παλλάς, ταξιδέψαμε μαζί του ακούγοντας και μιλώντας
Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση