Πολιτικη & Οικονομια

Υποκλοπές «Εκτός Πλαισίου» και Εθνική Ασφάλεια

«Στο θέμα της ρύθμισης των μυστικών υπηρεσιών, το κράτος δικαίου και η εθνική ασφάλεια απαιτούν το ίδιο ακριβώς πράγμα»

51668-114432.jpg
Παύλος Ελευθεριάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ε.Υ.Π: «Μαρία Τ.» - Αποκαλύφθηκε υπόθεση κατασκοπείας
© ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΝΗΣ/EUROKINISSI

Οι υποκλοπές επικοινωνιών στον σύχρονο κόσμο, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών και η υπόθεση παρακολουθήσεων.

Οι υποκλοπές επικοινωνιών και η παραβίαση της ιδιωτικής ζωής κάποιων πολιτών είναι ένα αναγκαίο κακό. Παντού μπορεί να απειληθούν αθώοι από το οργανωμένο έγκλημα, από ψυχοπαθείς, τρομοκράτες ή κατασκόπους. Όσο δυσάρεστο και αν είναι, οι κοινωνίες μας πρέπει να προστατεύονται. Αυτό απαιτεί κάθε εύλογη ερμηνεία του δημοσίου συμφέροντος.

Η μυστική παρακολούθηση είναι όμως ένα ισχυρότατο όπλο, το οποίο μπορεί να γίνει όργανο καταπίεσης και εξαπάτησης αν πέσει στα χέρια αδίστακτων ανθρώπων. Στη Ρωσία υπάρχει και ειδική λέξη για τον εκβιασμό της αντιπολίτευσης από τις μυστικές υπηρεσίες: «Κομπρομάτ». Για αυτό οι μυστικές υπηρεσίες σε δημοκρατικές κοινωνίες δεν ενεργούν ανεξέλεγκτα, αλλά ελέγχονται και λογοδοτούν. Οι δημοκρατικές χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής έχουν δημιουργήσει ποικίλες ρυθμίσεις για την νομιμότητα αλλά και την σκοπιμότητα των παρακολουθήσεων, που εναρμονίζουν όσο μπορούν την μυστικότητα με την δικαιοσύνη.

Οι κανόνες αυτοί άλλαξαν σημαντικά τα τελευταία είκοσι χρόνια μετά τις επιθέσεις της Αλ Κάιντα στην Νέα Υόρκη το 2001 και αντίστοιχων γεγονότων στην Ευρώπη. Οι υπηρεσίες μεγάλωσαν και έγιναν πιο αποτελεσματικές. Η έμφαση όμως στους θεσμούς δεν άλλαξε. Δημοκρατικές κυβερνήσεις επέκτειναν τις εξουσίες των μυστικών υπηρεσιών σεβόμενοι όμως σε μεγάλο βαθμό τις ενστάσεις του νομικού κόσμου, των δικηγορικών συλλόγων και των μη κυβερνητικών οργανώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Έτσι, για παράδειγμα, στην Βρετανία έχει ενισχυθεί ο κοινοβουλευτικός έλεγχος ενώ τώρα υπάρχει και ειδική ανεξάρτητη διοικητική αρχή, ο Investigatory Powers Commissioner, που ιδρύθηκε το 2016. Στην Αμερική ενισχύθηκε η αρμοδιότητα των κοινοβουλευτικών επιτροπών, όπως η ισχυρή Επιτροπή της Αμερικανικής Γερουσίας (Homeland Security and Governmental Affairs Committee) που από το 2002 ελέγχει κάθε πράξη των μυστικών υπηρεσιών.

Τα τελευταία χρόνια δυστυχώς η Ελλάδα μόνο αποσπασματικά ακολούθησε αυτήν την τάση ελέγχου και λογοδοσίας. Όπως και σε άλλους τομείς της διοίκησης, φαίνεται ότι οι μυστικές υπηρεσίες ακολουθούσαν το σύνηθες ελληνικό σύστημα «χαοτικού συγκεντρωτισμού», όπου τα πάντα αποφασίζονται την τελευταία στιγμή από μια μικρή ηγετική ομάδα χωρίς συνέχεια, στρατηγική, ή διαφάνεια και χωρίς να τηρείται πλήρες αρχείο. Ο εκ των υστέρων έλεγχος γίνεται έτσι αδύνατος. Η ευθύνη για την κατάσταση αυτή είναι, καθώς φαίνεται, διακομματική, αφού η παρούσα κυβέρνηση συνέχισε τις πρακτικές της προηγούμενης.

Η δημοσιογραφική έρευνα βρήκε ότι η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών λειτουργούσε με εξαιρετική χαλαρότητα και χωρίς ουσιαστικούς ελέγχους, ενώ οι πολιτικοί υπεύθυνοι – από το 2019 και μετά ο ίδιος ο Πρωθυπουργός - φέρονται να μην γνώριζαν ποιος παρακολουθείτο ή για ποιόν λόγο, ακόμα και αν οι στόχοι ήταν υψηλόβαθμα πολιτικά πρόσωπα. Μάλιστα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πιθανολόγησε πριν λίγες μέρες, με αφορμή την παρακολούθηση ενός πολιτικού προσώπου, ότι «στο εσωτερικό της ΕΥΠ αναπτύχθηκαν δραστηριότητες εκτός πλαισίου», υπονοώντας προφανώς ότι οι υποκλοπές έγιναν από επίορκους αξιωματικούς της ΕΥΠ.

Η κυβέρνηση δεν φαίνεται όμως να κατανοεί το μέγεθος του προβλήματος. Μια «αυτονομημένη» ή, πιο σωστά, μια διεφθαρμένη ΕΥΠ θα ήταν ο μεγαλύτερος δυνατός κίνδυνος τόσο για το κράτος δικαίου όσο και την εθνική ασφάλεια. Αν η ΕΥΠ δρα ατιμώρητα εκτός κυβερνητικού ελέγχου, τότε οι ρόλοι μπορεί και να αντιστρέφονται: έχοντας στα χέρια της απόρρητες πληροφορίες για κυβερνητικά στελέχη, υπουργούς ή άλλους, ίσως οι μυστικές υπηρεσίες τώρα τους εκβιάζουν, είτε για δικά τους ιδιοτελή συμφέροντα, είτε κατόπιν εντολών από τους χρηματοδότες τους. Η ανεξέλεγκτη διασπορά εμπιστευτικών συνομιλιών μπορεί να οδηγήσει σε εκβιασμούς κατά βούληση. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια, δεν είναι συνεπώς ο δόλος της κυβέρνησης, αλλά η αδυναμία της.

Η κυβέρνηση δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται την βαρύτητα αυτού του κινδύνου. Ανεχόμενη την εικόνα μιας «εκτός πλαισίου» ΕΥΠ, στην πράξη ανέχεται την πιθανότητα τα μυστικά της χώρας να φτάσουν στα χέρια διεφθαρμένων αξιωματούχων, που ίσως πωλήσουν τα μυστικά μας στον Πούτιν ή τον Ερντογάν. Αφού δεν κάνει κάτι για να τους εντοπίσει, συλλάβει και τιμωρήσει, στην πράξη ανέχεται την δράση τους. Είδαμε για παράδειγμα ότι η αρμόδια Επιτροπή της Βουλής δεν κάλεσε εμπλεκόμενα πρόσωπα από τον επιχειρηματικό κόσμο, ενώ ανέχτηκε την επίκληση ενός απόλυτου «απορρήτου» των μυστικών υπηρεσιών από τον πρώην διοικητή ώστε να μην υπάρξει έλεγχος των πράξεών του.

Είναι σαν να λέει σε όλους τους εμπλεκομένους: «μην ανησυχείτε, ένα πέπλο μυστικότητας θα συνεχίσει να σας προστατεύει». Όπως όμως δείχνει το παράδειγμα ανεπτυγμένων δημοκρατιών, το απόρρητο δεν είναι εμπόδιο στην λογοδοσία. Σε μια δημοκρατική χώρα είτε μια ανεξάρτητη αρχή, είτε η Βουλή, είτε το δικαστήριο μπορούν να αναζητήσουν την πλήρη αλήθεια χωρίς να αποκαλύπτουν δημοσίως κάθε λεπτομέρεια της έρευνάς τους.

Μια τέτοια διερεύνηση θα έπρεπε να είναι η πρώτη προτεραιότητα της ελληνικής κυβέρνησης, όχι μόνο για το δημόσιο συμφέρον αλλά και για την αυτοπροστασία της. Αν ο πρώην διοικητής της ΕΥΠ ή ο παραιτηθείς Γενικός Γραμματέας της Κυβέρνησης γνώριζαν και ανέχτηκαν την «εκτός πλαισίου» δράση των στελεχών της ΕΥΠ, τότε ίσως είναι ένοχοι ποινικών αδικημάτων. Αν είναι αθώοι, τότε πρέπει να απαλλαγούν από την δικαιοσύνη, ώστε να μην υπάρχουν σκιές για το έργο τους όσο ήταν δημόσια πρόσωπα.  

Ίσως το πιο σημαντικό δεδομένο στην υπόθεση αυτή είναι ότι η κυβέρνηση δεν ζήτησε την συνδρομή του κυρίως  αρμόδιου για την διερεύνηση του σκανδάλου, της Ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών («ΑΔΑΕ»). Η ΑΔΑΕ ακολουθεί τα ευρωπαϊκά πρότυπα ανεξάρτητου ελέγχου. Ιδρύθηκε το 2003, ως άλλη μια δομική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Σημίτη, με σημαντικές ελεγκτικές και ερευνητικές αρμοδιότητες. Η άρνηση της κυβέρνησης να ζητήσει τη συνδρομή της ΑΔΑΕ στην έρευνα των πράξεων της ΕΥΠ είναι ανεξήγητη.

Ο πρόσφατος νόμος (ν. 5002/22) που η κυβέρνηση πέρασε με βιασύνη χωρίς να ζητήσει πρώτα την γνώμη της ΑΔΑΕ και παρά τις εντονότατες ενστάσεις της, δεν προβλέπει ουσιώδη ρόλο για την ΑΔΑΕ. Ο νόμος, αν και ρυθμίζει «εξαντλητικά» (άρθρο 2) την διαδικασία άρσης του απορρήτου, συνεχίζει να μην απαιτεί την ουσιαστική αιτιολόγηση των αποφάσεων παρακολούθησης ή τον κατονομασμό των παρακολουθούμενων ή την τήρηση πλήρους και προσβάσιμου από την ΑΔΑΕ ηλεκτρονικού αρχείου. 

Οι αποφάσεις αυτές της κυβέρνησης την βγάζουν από το σύνηθες Ευρωπαϊκό πλαίσιο. Αν η κυβέρνηση ακολουθούσε τις Ευρωπαϊκές πρακτικές θα είχε ζητήσει από την ΑΔΑΕ να ερευνήσει πλήρως τις πράξεις και παραλείψεις του πρώην Διοικητή της ΕΥΠ, με πλήρη ανεξαρτησία και άρα πλήρη αξιοπιστία. Η έρευνα της ΑΔΑΕ θα ήταν η βάση στην οποία θα μπορούσαν να ασκηθούν διώξεις κατά επιόρκων υπαλλήλων, αν υπήρχαν ενδείξεις ενοχής.

Από την άλλη πλευρά, η Αξιωματική Αντιπολίτευση αποδίδει κακόβουλες προθέσεις και κακουργηματικό δόλο στον πρωθυπουργό προσωπικά. Το κάνει όμως χωρίς να έχει πλήρη εικόνα των δεδομένων. Συνεπώς στην πράξη η αντιπολίτευση υπονομεύει την ανεξάρτητη έρευνα – αφού περιμένει από αυτή μόνο ένα αποτέλεσμα, την καταδίκη της κυβέρνησης. Η εξαλλοσύνη των κατηγοριών της Αντιπολίτευσης ευτελίζει το ευρύτερο ζήτημα αλλά και συσκοτίζει την πραγματική διάστασή του. Οι κορώνες της αντιπολίτευσης αποκρύπτουν την ευθύνη της για την σαθρότητα του πλαισίου της ΕΥΠ. Η σημερινή κυβέρνηση διατήρησε διαδικασίες που προϋπήρχαν, π.χ. την άδεια από έναν και όχι δύο εισαγγελείς, με ανωνυμία και χωρίς ουσιώδη αιτιολόγηση, ενώ διατήρησε την πολιτική του στενού κομματικού και προσωπικού ελέγχου των μυστικών υπηρεσιών από τον Πρωθυπουργό.

Αυτό είναι συνεπώς το πραγματικό και διακομματικό σκάνδαλο των Υποκλοπών: το σκοτάδι, που από κοινού κυβέρνηση και αντιπολίτευση έχουν αφήσει να πέσει στις δραστηριότητες της ΕΥΠ και προστατεύει αδιακρίτως όλες τις ενέργειες της από τον ουσιαστικό έλεγχο.

Δυστυχώς ούτε η κυβέρνηση, αλλά ούτε και η αντιπολίτευση φαίνεται να αντιλαμβάνονται τους κινδύνους από το χαλαρό θεσμικό πλαίσιο στις μυστικές υπηρεσίες. Στο θέμα της ρύθμισης των μυστικών υπηρεσιών, το κράτος δικαίου και η εθνική ασφάλεια απαιτούν το ίδιο ακριβώς πράγμα: διαφάνεια και λογοδοσία.

Τα εμπόδια στο έργο της ΑΔΑΕ και η παράλληλη απροθυμία των βουλευτών της συμπολίτευσης να αναλάβουν πρωτοβουλίες, έχουν δημιουργήσει τη χειρότερη δυνατή εικόνα τόσο για το κράτος δικαίου όσο και για την ασφάλεια της χώρας. Μια ΕΥΠ «εκτός πλαισίου» είναι ένας πραγματικός εθνικός κίνδυνος. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ