Πολιτικη & Οικονομια

Ταϊβάν - ΗΠΑ: Πώς η Ταϊπέι έμεινε μόνη της - για λίγο

Ανάλυση για τις σχέσεις ΗΠΑ-Ταϊβάν από τον Κινεζικό εμφύλιο μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου

agis_avatar_2.jpg
Άγης Παπαγεωργίου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ταϊβάν-ΗΠΑ
© Annabelle Chih/Getty Images

Οι σχέσεις Ταϊβάν - ΗΠΑ: Ο κινεζικός εμφύλιος και ο ρόλος των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο.

H Νότια Σινική Θάλασσα ήρθε ξανά στο προσκήνιο της επικαιρότητας. Η -σχεδόν- αιφνιδιαστική επίσκεψη της Προέδρου της Αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι, στην Ταϊβάν εξόργισε το Πεκίνο, το οποίο είχε προειδοποιήσει πως θα απαντούσε σε μια κίνηση που ερμήνευσε από την πρώτη στιγμή ως πρωτοφανή πρόκληση από την Κυβέρνηση των ΗΠΑ. Οι κινεζικές ασκήσεις με πραγματικά πυρά -εκ των οποίων ένας απροσδιόριστος ακόμα αριθμός κατέπεσε εντός Ιαπωνικής ΑΟΖ- που πραγματοποιούνται μέχρι και την Κυριακή 7 Αυγούστου έχουν προκαλέσει παγκόσμια ανησυχία, τη στιγμή που το hashtag #WWIII τρεντάρει σε όλα τα κοινωνικά δίκτυα.

Όμως είμαστε όντως μπροστά στο ενδεχόμενο μιας παγκόσμιας σύρραξης με αφορμή την ένταση μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας στη Νότια Σινική Θάλασσα; Τι ακριβώς επιδιώκει το Πεκίνο και ποιος μοιάζει να είναι ο στρατηγικός σχεδιασμός -αλλά και ο ιστορικός ρόλος- των ΗΠΑ στην περιοχή; Σε αυτή την ιστορική αναδρομή, μας θα εξετάσουμε πώς ακριβώς Κίνα και Ταϊβάν έφτασαν στο σημείο που βρίσκονται σήμερα, καθώς κάθε ανάλυση των Σινο-Αμερικανικών σχέσεων δε μπορεί παρά να εστιάζει στον κομβικό ρόλο της Ταϊπέι και τη στάση των ΗΠΑ απέναντι της.

Ο κινεζικός εμφύλιος και οι δύο Κίνες

Η Ταϊβάν αποτελεί μια εξαιρετικά ιδιαίτερα περίπτωση σε γεωπολιτικό επίπεδο. Επίσημα, η Ταϊβάν ονομάζεται «Δημοκρατία της Κίνας» και αποτελεί την ιστορική συνέχεια του κράτους που δημιούργησαν στη νήσο Φορμόζα και τα περίπου 160 νησιά του αρχιπελάγους του οποίου αποτελεί τον πυρήνα οι ηττημένοι του Κινεζικού εμφυλίου. Με τον επικεφαλής των Κινέζων κομμουνιστών και μετέπειτα πρώτο ΓΓ του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, Μάο Τσετούνγκ, να επικρατεί -απροσδόκητα σε έναν βαθμό- στην ηπειρωτική Κίνα το 1949, το αρχιπέλαγος της Ταϊβάν αποτέλεσε τη μόνη επιλογή διαφυγής του επικεφαλής των Κινέζων εθνικιστών και πρώην προέδρου της Κίνας, Τσενγκ Κάι Σεκ, και των ακολούθων του· τόσο ο πρώτος, όσο και ο δεύτερος, αποτέλεσαν τους ιδρυτές της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και της Δημοκρατίας της Κίνας αντίστοιχα, οι οποίες προέκυψαν μέσα από έναν εμφύλιο ο οποίος όμως τυπικά ακόμα δεν έχει λήξει. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, η ηπειρωτική κομμουνιστική Κίνα δηλαδή, ποτέ δεν αναγνώρισε τη Δημοκρατία της Κίνας, τη δημοκρατική Ταϊβάν, ως ανεξάρτητο κράτος.

Η διάσπαση του κινεζικού έθνους αποτελεί υπαρξιακό ζήτημα για το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα, ειδικά υπό τη διακυβέρνηση του Σι Τζινπίνγκ. Η ηπειρωτική Κίνα υποστηρίζει σταθερά το στρατηγικό δόγμα της «Μίας Κίνας» σύμφωνα με το οποίο το κινεζικό κράτος είναι ενιαίο και αδιαίρετο, και στο οποίο ανήκει τόσο η Ταϊβάν, όσο και οι πρώην ευρωπαϊκές αποικίες του Χονγκ-Κονγκ και του Μακάου. Από την πλευρά τους, οι κυβερνήσεις της Ταϊβάν έχουν διαμετρικά αντίθετη άποψη από το 1949, υποστηρίζοντας πως η κυβέρνηση της Ταϊπέι εκπροσωπεί την επίσημη και νόμιμη Κίνα, με τις σχέσεις των δύο μερών να έχουν περάσει αρκετές περιόδους έντασης μέχρι και σήμερα. Παράλληλα, η εβδομηντακονταετής πολιτική ανάπτυξη της Κίνας και της Ταϊβάν προς εντελώς διαφορετικά πολιτικά συστήματα έχουν διευρύνει τόσο το πολιτικό, όσο και το πολιτισμικό χάσμα ανάμεσα τους· από τη μία, η Κίνα ουσιαστικά δεν απέκλινε ποτέ από το πρωσοποκεντρικό, συγκεντρωτικό, και αυταρχικό καθεστώς του Μάο, τη στιγμή που η Ταϊβάν σταδιακά εξελίχθηκε σε μια δυτικού τύπου Ασιατική δημοκρατία, η οποία έχει ορισμένα κοινά στοιχεία με την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα. Με άλλα λόγια, όσο και αν επιμένει το Πεκίνο πως η Κίνα είναι μία, η πολιτική κουλτούρα ανάμεσα σε Κίνα και Ταϊβάν δε θα μπορούσε να διαφέρει περισσότερο, δυσκολεύοντας την προοπτική ενός συμβιβασμού και ουσιαστικά αποτρέποντας το σενάριο επανένωσης.

Ο ρόλος των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο

Σε έναν βαθμό, η κρίση στη Νότια Σινική Θάλασσα αποτελεί κληρονομιά του Ψυχρού Πολέμου. Μετά την -άτυπη- λήξη του Κινεζικού εμφυλίου, οι ΗΠΑ στάθηκαν εξολοκλήρου στο πλευρό των ηττημένων, αναγνωρίζοντας την κυβέρνηση της Ταϊβάν στην πρωτεύουσα Ταϊπέι ως τη νόμιμη κινεζική κυβέρνηση. Παράλληλα, μετά από τέσσερα μόλις χρόνια και αμέσως μετά τη λήξη του Πολέμου της Κορέας, ΗΠΑ και Ταϊβάν υπέγραψαν αμοιβαία αμυντική συνεργασία, η οποία πρακτικά αποσκοπούσε στην προστασία της Ταϊβάν από έναν πιθανό Κινεζικό μαοϊκό επεκτατισμό στη Νότια Σινική Θάλασσα· ενδεικτικά, οι ΗΠΑ τοποθέτησαν άμεσα πυρηνικές κεφαλές στην Ταϊβάν, ώστε να διασφαλίσουν τόσο την άμυνα της, όσο και την στρατηγική τους παρουσία στην περιοχή. Ωστόσο, η αναγνώριση της Μαοϊκής Κίνας ως την επίσημη Κίνα από τη Σοβιετική Ένωση, η οποία αποτελούσε μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και τα κράτη του Τρίτου Κόσμου, ενέτεινε τη γεωπολιτική ασάφεια, τη στιγμή που το γεωπολιτικό και οικονομικό μέγεθος της κομμουνιστικής Κίνας αναπόφευκτα έστρεψε την ισορροπία της δύναμης προς το μέρος της. Ως αποτέλεσμα, τα ευρωπαϊκά κράτη ήταν οι πρώτοι εκπρόσωποι της Δύσης που αποφάσισαν να άρουν σταδιακά την επίσημη αναγνώριση τους στην Ταϊβάν ώστε να διασφαλίσουν τη διπλωματική τους σχέση με το Πεκίνο.

Ωστόσο, το ισχυρότερο πλήγμα για την Ταϊβάν ήρθε με τη Σινό-Σοβιετική ρήξη στις αρχές του 1970, την οποία οι ΗΠΑ εκμεταλλεύτηκαν όσο περισσότερο μπορούσαν. Με τον Μάο να θεωρεί τον εαυτό του ως τον πραγματικό εκφραστή των ιδεολογικών αξιωμάτων του Μαρξισμού και να τάσσεται εναντίον της αποσταλινοποίησης που ξεκίνησε ο διάδοχος του Ιωσήφ Στάλιν στην ηγεσία της ΕΣΣΔ, Νικίτα Χρουστσόφ, οι διμερείς σχέσεις Κίνας-ΕΣΣΔ πάγωσαν απότομα από τα τέλη της δεκαετίας του πενήντα, με τις δύο ισχυρότερες κομμουνιστικές δυνάμεις του Ψυχρού Πολέμου να αναλώνονται σε έναν ατέρμονο πόλεμο ιδεολογικής καθαρότητας, αποδυναμώνοντας τη συνοχή του κομμουνιστικού μπλοκ σε παγκόσμιο επίπεδο. Αξίζει να σημειωθεί πως η «απώλεια» της Κίνας από την Αμερικανική σφαίρα επιρροής που σήμαινε η επικράτηση του Μάο στον κινεζικό εμφύλιο αποτέλεσε το μεγαλύτερο πλήγμα για τον τότε Αμερικάνο Πρόεδρο, Χάρι Τρούμαν, ο οποίος κατηγορήθηκε από πολιτικούς αντιπάλους και συμμάχους πως «έχασε την Κίνα» καταδικάζοντας τις ΗΠΑ και τη Δύση να δουν τη Μόσχα να αποκτά έναν φαινομενικά κολοσσιαίο γεωπολιτικό σύμμαχο στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Η απώλεια της Κίνας -και η διαφαινόμενη σύνδεση της με την ΕΣΣΔ- ήταν τόσο σημαντική στα μάτια των Αμερικάνων, σε σημείο που ο Τρούμαν αναγνώρισε πως του εξαΰλωσε το πολιτικό του κεφάλαιο, επιλέγοντας τελικά να μη διεκδικήσει καν την επανεκλογή του στην Προεδρία το 1954.

Τελικά ήταν ο Ρίτσαρντ Νίξον, ο τέταρτος διάδοχος του Τρούμαν, εκείνος που το 1972 θα γυρνούσε ένα παιχνίδι που το 1949 έμοιαζε χαμένο. Αναγνωρίζοντας τη στρατηγική ευκαιρία που έδινε στις ΗΠΑ η Σινο-Σοβιετική ρήξη, ο Νίξον έκανε αυτό που έμοιαζε αδιανόητο, ταξιδεύοντας στην Κίνα -όπου συνάντησε και τον καταβεβλημένο πλέον Μάο- στοχεύοντας στη σύσφιξη των Σινό-Αμερικανικών σχέσεων και αποσκοπώντας ουσιαστικά στον γεωπολιτικό αποκλεισμό της ΕΣΣΔ. Παρότι ο Νίξον δεν κατάφερε να χτίσει προσωπικά πάνω στην τομή που έφερε στην Αμερικανική εξωτερική πολιτική, καθώς σύντομα παραιτήθηκε από την Προεδρία ώστε να αποφύγει την καταδίκη για την εμπλοκή του στο σκάνδαλο Watergate, πρόλαβε να αλλάξει την τροχιά των σχέσεων Ουάσιγκτον-Πεκίνου, ενώ ανέστειλε το πυρηνικό πρόγραμμα των ΗΠΑ στην Ταϊβάν μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια λειτουργίας του· εφτά χρόνια αργότερα, ο δεύτερος διάδοχος του, Τζίμι Κάρτερ, ανέστειλε τη διπλωματική αναγνώριση των ΗΠΑ προς την Ταϊβάν, με την ηγέτιδα δύναμη της Δύσης να αναγνωρίζει πλέον και εκείνη την ηπειρωτική Κίνα ως το επίσημο κινεζικό κράτος, και την κυβέρνηση του Πεκίνου ως τη μόνη νόμιμη κινεζική κυβέρνηση.

Η Ταϊβάν έμεινε μόνη της — περίπου

Η απώλεια της επίσημης αναγνώρισης της από τις ΗΠΑ απομόνωσε σε έναν βαθμό την Ταϊβάν σε γεωπολιτικό επίπεδο. Από το 1979 και μετά, η Ταϊβάν πρακτικά έμεινε χωρίς κανέναν υπολογίσιμο -επίσημα- σύμμαχο, καθώς το σημαντικότερο κράτος που σήμερα της παρέχει αναγνώριση είναι η Παραγουάη. Ωστόσο, τόσο οι ΗΠΑ όσο και οι σύμμαχοι της σε Ασία και Ευρώπη παρακάμπτουν το διπλωματικό εμπάργκο που έχει επιβάλει το Πεκίνο στην Ταϊπέι, ιδρύοντας πολιτισμικούς και οικονομικούς οργανισμούς στην Ταϊβάν, οι οποίοι λειτουργούν εμμέσως πλην σαφώς ως de facto πρεσβείες. Με αυτόν τον τρόπο, οι ΗΠΑ -και η Δύση- συνεχίζουν να αναγνωρίζουν επίσημα την πολιτική της «Μίας Κίνας» που υποστηρίζει σθεναρά το Πεκίνο, διατηρώντας ωστόσο την επικοινωνία τους με την κυβέρνηση της Ταϊβάν. Άλλωστε, το μεταψυχροπολεμικό στάτους των άτυπων διπλωματικών σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ-Ταϊβάν επιβεβαιώνεται από τη σταθερή υποστήριξη των ΗΠΑ στη συμμετοχή της Ταϊβάν ως ανεξάρτητη οντότητα σε διεθνείς οικονομικούς και πολιτισμικούς οργανισμούς. Σε στρατιωτικό επίπεδο, οι ΗΠΑ έχουν ανανεώσει τη στρατιωτική τους υποστήριξη στις ένοπλες δυνάμεις της Ταϊβάν.

Το άνοιγμα του Νίξον προς την Κίνα μπορεί να μην ήταν τόσο καθοριστικό στην εξέλιξη του Ψυχρού Πολέμου όπως συχνά πιστεύεται, όμως σίγουρα καθόρισε σε έναν βαθμό την εξέλιξη τόσο της Κίνας, όσο κυρίως των σχέσεων Ταϊβάν-Δύσης. Αυτό που ο Νίξον -και ίσως κανείς άλλος στον πολιτικό χρόνο του Ψυχρού Πολέμου- δεν θα μπορούσε να προβλέψει είναι πως στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, η Κίνα θα αναδεικνυόταν σταδιακά σε έναν από τους ισχυρότερους οικονομικούς και γεωπολιτικούς παίκτες σε παγκόσμιο επίπεδο. Ειρωνικά, οι ΗΠΑ σήμερα καλούνται να ανατρέψουν το στρατηγικό τους δόγμα, επιστρέφοντας κατά κάποιο τρόπο στην Ταϊβάν, ώστε να περιορίσουν το Πεκίνο, καθώς σήμερα η Κίνα έχει εξελιχθεί στη μεγαλύτερη απειλή για τις ΗΠΑ μετά την ΕΣΣΔ· επιστροφή των ΗΠΑ στην Ταϊπέι με τον πλέον επίσημο τρόπο, αλλά και οι περιπολίες των αεροπλανοφόρων Αβραάμ Λίνκολν και Ρόναλντ Ρήγκαν στη Νότια Σινική Θάλασσα είναι ενδείξεις ενός πολιτικού χρόνου που έχει αλλάξει. Μάλλον θα μας δοθεί σύντομα η ευκαιρία για περισσότερες σχετικές αναλύσεις.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ