Πολιτικη & Οικονομια

Θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ τη θανατική ποινή;

Οι αντιδράσεις του κόμματος γεννούν σημαντικά ερωτήματα

81922-183211.jpg
Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
ΣΥΡΙΖΑ
© ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ/EUROKINISSI

Το κοινό περί δικαίου αίσθημα, η θανατική ποινή και η επιχειρηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ.

Το 2011 ο τότε πρόεδρος Κάρολος Παπούλιας είχε κάνει μια πολύ σκληρή δήλωση για τους διαδηλωτές που είχαν διακόψει την παρέλαση για την 28η Οκτωβρίου στη Θεσσαλονίκη. «Να ντρέπονται» ήταν η έκφραση που είχε χρησιμοποιήσει. Δεν περιορίστηκε σε αυτό. Προχώρησε ακόμα παραπέρα στηρίζοντας την κυβέρνηση «των μνημονίων» με την επισήμανση ότι η τελευταία απόφαση του Συμβουλίου Κορυφής της Ευρώπης «έχει χρήσιμα στοιχεία που πρέπει να εκμεταλλευτούμε». Ήταν μια δήλωση που στόχευε να προασπίσει την κοινωνική συνοχή χωρίς να μετρά κομματικές ισορροπίες. «Να συστρατευτούμε για να ξεπεράσουμε την κρίση» είχε πει χαρακτηριστικά.

Ο ΣΥΡΙΖΑ φυσικά βρισκόταν σε διαμετρικά αντίθετη λογική. Είχε χαρακτηρίσει τις κινητοποιήσεις αντάξιες «των καλύτερων αγωνιστικών παραδόσεων του λαού μας», εκδήλωση «ιερής αγανάκτησης και οργής». Έτσι η δήλωση Παπούλια θα μπορούσε να θεωρηθεί και ευθεία αποδοκιμασία των θέσεων του. Παρ’ όλα αυτά κανείς από το κόμμα του κ. Τσίπρα δεν τόλμησε να ασκήσει κριτική στον πρόεδρο. Είναι παράδοξο λοιπόν το ότι η πρόσφατη ομιλία της προέδρου κ. Κατερίνας Σακελλαρόπουλου στην επέτειο για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας προκάλεσε τόσο οργισμένες αντιδράσεις από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ. Κατάφεραν μάλιστα να συνενώσουν όλες τις πτέρυγες, από τον ιδιόρρυθμο Πολάκη και τον αριστερό Φίλη ως τον τέως εκσυγχρονιστή Μπίστη.

Το επιλήψιμο είναι μια αναφορά λίγων γραμμών στον κίνδυνο του λαϊκισμού με την επισήμανση ότι η δικαιοσύνη δεν απονέμεται με βάση «το κοινό περί δικαίου αίσθημα αλλά σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους». Κατά τον Φίλη η κ. Σακελλαροπούλου μίλησε ως «συνταξιούχος δικαστικός» και ο λόγος της ήταν διχαστικός, δεν μίλησε ως «θεσμός που επιχειρεί να ενοποιήσει και να εκπροσωπήσει το σύνολο του ελληνικού λαού». Τις κρίσεις του αυτές μάλιστα τις συνόδευσε και με ένα σύντομο μάθημα συνταγματικού δικαίου, είχε περάσει, βλέπετε, για κάποια χρόνια από τη Νομική, για την «δημοκρατική αποστολή» της δικαιοσύνης να κρίνει όχι με βάση τους νόμους αλλά τους «δίκαιους νόμους». Στο ίδιο μοτίβο και ο Μπίστης ο οποίος εξήρε τις δηλώσεις Πέτσα για τον Λιγνάδη με την επισήμανση ότι αποτελούν «μια καθυστερημένη υπόκλιση στο κοινό περί δικαίου αίσθημα». Πολύ λίγο, πολύ αργά, πρόσθεσε.

Οι αντιδράσεις αυτές γεννούν δύο σημαντικά, νομίζω, ερωτήματα. Το πρώτο, αν είναι πράγματι θέση του ΣΥΡΙΖΑ το ότι οι αποφάσεις της δικαιοσύνης πρέπει να αντανακλούν το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Τα ζητήματα προφανή. Το 51% των Ελλήνων, για παράδειγμα, πιστεύει ότι για ορισμένα εγκλήματα πρέπει να επανέλθει η θανατική ποινή. Συμφωνεί ο ΣΥΡΙΖΑ ή θεωρεί ότι το αίσθημα δικαίου πρέπει να ικανοποιείται μόνο στις περιπτώσεις που ο ίδιος συμφωνεί; Ή, για να μπούμε σε πιο πρακτικά ζητήματα, θα ήθελε το δικαστήριο για το Μάτι να κρίνει με βάση το κοινό περί δικαίου αίσθημα; Στο κάτω κάτω εκεί μιλάμε για 103 θανάτους. Για να μην πάμε σε άλλα πιο περίπλοκα όπως το ποιος κρίνει ποιο είναι το κοινό περί δικαίου αίσθημα και τι κάνουμε όταν αυτό το αίσθημα παραβιάζει στοιχειώδη δικαιώματα. Αυτονόητα και χιλιοαπαντημένα θέματα, μόνο ολοκληρωτικά καθεστώτα επικαλούνται το λαϊκό αίσθημα για να δικαιολογήσουν τις ανομίες τους. Ο Ηλίας Ηλιού δεν έλεγε τυχαία «θα τους τρελάνουμε στη νομιμότητα». Ο νόμος ιστορικά υπήρξε το καταφύγιο απέναντι στους Γκοτζαμάνηδες. Κανείς σοβαρός προοδευτικός νομικός δεν θα τολμούσε να υποστηρίξει το αντίθετο, ούτε καν συριζαίος. Το ότι το κάνουν κάποια στελέχη του δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας χυδαίος οπορτουνισμός, για να χρησιμοποιήσουμε μια προσφιλή τους ορολογία. Να εκμεταλλευτούν την εν πολλοίς καθοδηγούμενη οργή μερίδας της κοινής γνώμης.

Το δεύτερο ερώτημα σχετίζεται με τον ρόλο της προέδρου της Δημοκρατίας. Προφανώς πρέπει να αποφεύγει την εμπλοκή σε κομματικές διαμάχες. Τι γίνεται όμως όταν ένα ζήτημα, το οποίο αφορά ευθέως την λειτουργία του κράτους δικαίου, εμπλέκεται στην κομματική αντιπαράθεση; Με τις κινητοποιήσεις του ΣΕΗ και την πλειάδα των δηλώσεων από στελέχη κομμάτων αλλά και παραγόντων της κοινωνικής ζωής είχαμε μια συστηματική καμπάνια αμφισβήτησης του ίδιου του πυρήνα της δικαιοσύνης. Δεν ήταν η απόφαση για τον Λιγνάδη καθαυτή η οποία ασφαλώς μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κριτικής. Ήταν η επιχειρηματολογία που χρησιμοποιήθηκε, η στοχοποίηση της προέδρου του δικαστηρίου και η προπαγάνδιση μιας λογικής λαϊκής δικαιοσύνης. Ο πραγματικός στόχος μπορεί να ήταν η κυβέρνηση, όμως το πλήγμα ήταν στους θεσμούς και στο κράτος δικαίου. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η πρόεδρος όχι μόνο δικαιούται αλλά και οφείλει να παρέμβει. Να προσπαθήσει με τον λόγο της να επαναφέρει το δημόσιο διάλογο στα όρια της Δημοκρατίας και να καυτηριάσει τις εκτροπές. Γιατί, ας είμαστε καθαροί, αν επικρατούσε ποτέ η λογική του ΣΕΗ και των περί αυτού για την απονομή της δικαιοσύνης, θα είχαμε μια βαρύτατη πολιτειακή εκτροπή. Όπως επιχειρήθηκε και το 2011 αναγκάζοντας και τότε τον Παπούλια να παρέμβει.

Υ.Γ. Στην επιχειρηματολογία Φίλη και πολλών άλλων αντιδιαστέλλεται η περίπτωση Λιγνάδη με αυτή του αναρχικού Μιχαηλίδη. Κατά τον Φίλη έχει εκτίσει τον προβλεπόμενο χρόνο της ποινής του μετά από τον οποίο δικαιούται να αποφυλακιστεί. Εν μέρει είναι σωστό, πράγματι έχει τις τυπικές προϋποθέσεις να ζητήσει υφ’ όρων απόλυση. Πέρα από τις τυπικές, υπάρχουν και οι ουσιαστικές προϋποθέσεις. Το ότι το 2019 απέδρασε και στη διάρκεια της φυγής του συνελήφθη με οπλισμό, σε κλεμμένο αυτοκίνητο, έτοιμος, κατά την αστυνομία, να διαπράξει ληστεία. Αυτά όμως θα τα κρίνουν οι δικαστές, όχι εμείς.

 

 

 

 

 

 

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ