Πολιτικη & Οικονομια

Ήρθε το τέλος του δικομματισμού;

Το ζητούμενο δεν είναι μόνο η πολιτική των συνεργασιών αλλά ο συνολικότερος επαναπροσδιορισμός της στρατηγικής και της πολιτικής ταυτότητας των κομμάτων

81922-183211.jpg
Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
teamwork.jpg

Η ανακατανομή της δύναμης των κομμάτων, η διαφορετική φάση της πολιτικής ζωής, το τέλος του δικομματισμού και ο πολιτικός κατακερματισμός.

Τελικά το βουνό κουνήθηκε. Το ζήτημα της συνεργασίας έπαψε να είναι ταμπού για τη Νέα Δημοκρατία. Ο κ. Μητσοτάκης ήταν σαφής: το ζητούμενο είναι η πολιτική σταθερότητα, όχι η αυτοδυναμία. Η τοποθέτησή του ήταν μια αναγκαία προσαρμογή στα πραγματικά δεδομένα. Με τον καινούργιο εκλογικό νόμο, την ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ αλλά και τη φυσιολογική κυβερνητική φθορά, ο στόχος της αυτοδυναμίας δείχνει εξαιρετικά δύσκολος, αν όχι αδύνατος. Αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι εγκαταλείφθηκε.

Η επίκληση της σταθερότητας ήταν στην πραγματικότητα ένα προσκλητήριο προς τους ψηφοφόρους του μεσαίου χώρου. Είναι οι ψηφοφόροι που παραδοσιακά μετακινούνται ανάλογα με τη συγκυρία, χωρίς να προτάσσουν κομματικές ταυτότητες. Κι είναι αυτοί που θεωρούν πως η σταθερότητα είναι το μείζον διακύβευμα των επόμενων εκλογών. Μπορεί να έχουν ψυχρανθεί λίγο με την κυβέρνηση, οι επιδόσεις της δεν ήταν πάντα οι καλύτερες. Αγωνιούν όμως για την οικονομία και το χρέος, όπως ανησυχούν και για τις προκλήσεις που έχει μπροστά της η χώρα, με τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα. Κυρίως δεν έχουν την παραμικρή διάθεση νέων «προοδευτικών» πειραματισμών με τον ΣΥΡΙΖΑ. Επικαλούμενος την σταθερότητα, ο κ. Μητσοτάκης επιχειρεί την ανασύσταση της «αντι-συριζα» συμμαχίας που τον έφερε στην εξουσία. Και το κάνει με έναν πιο πειστικό και λιγότερο αλαζονικό τρόπο από την εμμονή στην αυτοδυναμία.

Η κίνηση του πρωθυπουργού πιέζει φυσικά το ΠΑΣΟΚ. Μετά την επικράτηση Ανδρουλάκη, είχε γίνει σαφές ότι χωρίς τη δική του συμμετοχή, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να σχηματιστεί κυβέρνηση. Αντί να χτίσει πάνω σε αυτό και να εμφανιστεί ο ίδιος ως εγγυητής της σταθερότητας, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, ο κ. Ανδρουλάκης προτίμησε τους μικρομεγαλισμούς και τις υπεκφυγές. Ήδη από προχθές αναγκάστηκε να μετακινηθεί και αυτός. Τώρα μιλά για «προγραμματική» συνεργασία και μάλιστα από την πρώτη Κυριακή. Είναι ένα πρώτο βήμα, θα αναγκαστεί να κάνει πολλά ακόμη. Ίσως να μην είναι υπερβολή μάλιστα να πει κανείς ότι από την απάντηση που θα δώσει, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και η εκλογική επίδοση του κόμματός του.

Η κυβέρνηση ερμήνευσε τις δηλώσεις Ανδρουλάκη για κυβέρνηση με «σοσιαλδημοκρατικό» κορμό ως άνοιγμα στον ΣΥΡΙΖΑ. Ως ένα βαθμό είναι έτσι. Η στρατηγική του ΠΑΣΟΚ είναι να «επαναπατρίσει» ψηφοφόρους από την αριστερά. Θα αποφύγει λοιπόν ως το τέλος να δίνει προσχήματα που θα δίνουν την αφορμή να κατηγορηθεί ότι συμπλέει με τη δεξιά. Αυτός ήταν και ο λόγος που υπερψήφισε την πρόταση δυσπιστίας που υπέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι καθόλου βέβαιο όμως ότι προδικάζει και τη στάση του στα ζητήματα συνεργασίας. Έτσι κι αλλιώς το παιχνίδι έχει ανοίξει, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το αποτέλεσμα των εκλογών.

Η κυβέρνηση αισθάνεται ασφάλεια εξαιτίας της σημαντικής διαφοράς που έχει από τον ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις. Πρόκειται για επιφανειακή ανάγνωση των τάσεων. Ίσως περισσότερο σημαντικό είναι ότι η πλειοψηφία των πολιτών θεωρεί ότι η χώρα πηγαίνει σε λάθος κατεύθυνση και ότι η κυβέρνηση δεν κάνει ό,τι μπορεί για να αντιμετωπίσει την ακρίβεια. Όσο διαρκεί ο πόλεμος, η δυσαρέσκεια δύσκολα θα μετασχηματιστεί σε ψήφο. Η άνοιξη του 2023 ωστόσο είναι μακριά και πολλά μπορεί να συμβούν.

Πριν από λίγες ημέρες είχα μια σύντομη συνομιλία με κυβερνητικό παράγοντα. Το ερώτημά μου ήταν γιατί έκλεισαν το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών. Στο τέλος της τετραετίας, μου εξήγησε, η κυβέρνηση θα έχει κάνει το καλύτερο δυνατό για να αντιμετωπίσει την κρίση και να προστατέψει τους πολίτες. Αν αυτό δεν μπορεί να το αξιολογήσει η πλειοψηφία, πρόσθεσε, «δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι παραπάνω». Σε μια συζήτηση μεταξύ λογικών ανθρώπων αυτή η θέση είναι θεσμικά σωστή και σχεδόν αυτονόητη. Μόνο που (μου) θυμίζει πολύ την στάση του ΠΑΣΟΚ το 2010. Και τότε η πολιτική που ακολουθούσε η κυβέρνηση ήταν σωστή. Για την ακρίβεια, ήταν η μόνη δυνατή. Το διακήρυσσε με κάθε ευκαιρία. Για κάθε λογικό άνθρωπο, τα Ζάππεια και, πολύ περισσότερο, το πρόγραμμα Θεσσαλονίκης ήταν η επιτομή του παραλόγου. Όπως, όμως είναι γνωστό, το παράλογο νίκησε κατά κράτος.

Ο Βαγγέλης Βενιζέλος, σχολιάζοντας τις δηλώσεις του πρωθυπουργού, υποστήριξε ότι πρόκειται για μια «αλλαγή σελίδας στην πολιτική ζωή». Έτσι είναι. Το ερώτημα ωστόσο είναι αν έχουμε απλώς μπροστά μας μια πρόσκαιρη ανακατανομή της δύναμης των κομμάτων ή αν μπαίνουμε σε μια ριζικά διαφορετική φάση της πολιτικής ζωής, με κύριο χαρακτηριστικό το τέλος του δικομματισμού και τον πολιτικό κατακερματισμό. Πολλά στοιχεία δείχνουν το δεύτερο. Κατ' αρχήν η άνοδος «αντισυστημικών» δυνάμεων τόσο στο δεξιό όσο και στο αριστερό άκρο του πολιτικού φάσματος. Μοιάζει όλο και πιο δύσκολη η επάνοδος στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, με τα δύο μαζικά πολυσυλλεκτικά κόμματα που έπαιρναν εύκολα πάνω από 40%. Μαζί και οι όλο και πιο έντονες αντιπαραθέσεις για πολιτισμικά ζητήματα που διατρέχουν οριζόντια την κοινωνία. Τα εμβόλια πρόσφατα αλλά και ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Οι αντιπαραθέσεις αυτές αντανακλούν βαθύτερα κοινωνικά ρήγματα που ευνοούν τον κατακερματισμό. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε το ζητούμενο δεν είναι μόνο η πολιτική των συνεργασιών αλλά ο συνολικότερος επαναπροσδιορισμός της στρατηγικής και της πολιτικής ταυτότητας των κομμάτων. Κατοχυρωμένες θέσεις δεν υπάρχουν, η νέα κανονικότητα εμπεριέχει τη ρευστότητα και τις ανατροπές.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ