Πολιτικη & Οικονομια

ΚΚΕ: Η Ιστορία ανήκει σ’ εμάς

Το ΚΚΕ σέβεται μόνο τους «ιστοριοδίφες» που επιβεβαιώνουν την ιστορία του ως ηρωικό κόμμα και ιστορικό θύμα: οι υπόλοιποι διαπράττουν έγκλημα καθοσιώσεως

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Τα γραφεία του ΚΚΕ στον Περισσό
© EUROKINISSI/ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ

Σχόλιο για την αντίδραση του ΚΚΕ σε όσους ασχολούνται με την ιστορία του με αφορμή τα αποχαρακτηρισμένα αρχεία της Σοβιετικής Ένωσης.

Οι αποκαλύψεις του ιστορικού Σεργκέι Ραντσένκο για τη συνεργασία της Σοβιετικής Ένωσης με τον ΕΛΑΣ και τον Δημοκρατικό Στρατό ίσως εκπλήσσει τον ίδιο, αλλά δεν εκπλήσσει τους Έλληνες ερευνητές. Δεν μας εκπλήσσουν ούτε τα στοιχεία περί αναγκαστικής στράτευσης στον ΔΣΕ και περί παιδομαζώματος: όλα αυτά είναι γνωστά. Όσο για το ΚΚΕ, ζει στον μικρόκοσμό του· η επαφή του με την ιστορία είναι μυθολογική και ιδεολογική· ανεξάρτητη από τα γεγονότα. Ομοίως, η ηθική των γεγονότων είναι ανεξάρτητη από τις ιδέες της δημοκρατίας όπως την αντιλαμβάνονται οι μη κομμουνιστές: δεν μπορείς να συνεννοηθείς με το ΚΚΕ για την πορεία της ιστορίας· όλες οι αξίες είναι αντεστραμμένες ―ακόμα κι εκείνη της λεγόμενης αστικής ευγένειας.

Από τότε που άρχισε η δημοσίευση των αρχείων της Ανατολικής Ευρώπης, πολλοί ιστορικοί ερεύνησαν τις σχέσεις των Ελλήνων ανταρτών του Εμφυλίου με τις σοβιετικές ηγεσίες: όπως ήταν φυσικό, ο Δημοκρατικός Στρατός και το ΚΚΕ ζητούσαν τη βοήθεια των ομοϊδεατών τους για να εγκαταστήσουν κομμουνιστικό καθεστώς στην Ελλάδα και να ενταχθούν στο σοβιετικό στρατόπεδο το οποίο διαμορφωνόταν εκείνη την εποχή. Αλλά, καθώς η Σοβιετική Ένωση είχε συμφωνήσει να αφήσει την Ελλάδα εκτός της σφαίρας επιρροής της, αυτό το αίτημα δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί ―τουλάχιστον όχι φανερά. Υπάρχει πλήθος τεκμηρίων που επιβεβαιώνουν την αναμενόμενη σοβιετική διστακτικότητα από τη μία πλευρά, και τις συχνά απεγνωσμένες πιέσεις των επικεφαλής του ΔΣΕ να αποσπάσουν σοβιετική βοήθεια από την άλλη. Τα τεκμήρια επιβεβαιώνουν τις γνωστές οικονομικές σχέσεις μεταξύ ΚΚΣΕ και ΚΚΕ ―το ΚΚΣΕ χρηματοδοτούσε ευλόγως κομμουνιστικά κόμματα και κινήματα― και βεβαίως δείχνουν τον θαυμασμό των Ελλήνων κομμουνιστών για τη Σοβιετική Ένωση και για τον ίδιο τον Στάλιν, την κατά κάποιον τρόπο στάση υποτέλειας έναντι του «μεγάλου ηγέτη», και τον ρωσοσοβιετικό πατριωτισμό των Ελλήνων αριστερών. Αυτή η στάση συνοδευόταν και απέρρεε από με την επιθυμία της μίμησης και της εφαρμογής του σοβιετικού προτύπου. Δεν υπάρχει τίποτα εκπληκτικό σε όλα τούτα: κομμουνιστές ήταν, τον κομμουνισμό επεδίωκαν· η δημοκρατική κουλτούρα έλειπε από όλους και οι προοπτικές της φιλελεύθερης δημοκρατίας είτε δεν τους ικανοποιούσαν, είτε τις θεωρούσαν αμφίβολες ―είτε και τα δύο δεδομένων των μεταπολεμικών συνθηκών στην Ελλάδα.

Το θέμα είναι ότι η ΕΣΣΔ δεν θέλησε ή δεν κατάφερε να τους μεταπείσει προκειμένου να αποφευχθεί η αιματοχυσία και όλα τα δεινά που ακολούθησαν το τέλος του Εμφυλίου: διχασμός, διώξεις, αλληλοκατηγορίες προδοσίας, δεξιός και αριστερός εξτρεμισμός, εκλογικές νοθείες, στρατιωτικές επεμβάσεις, επεμβάσεις βασιλιάδων και επεμβάσεις των ΗΠΑ μετά από  εκείνες των Βρετανών. Όλα αυτά έχουν αναλυθεί και παρά τις ταλαντεύσεις της κοινής γνώμης υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς, ευθύνες έχουν αποδοθεί ένθεν και ένθεν: υπάρχει ευρεία ιστοριογραφία γύρω από τον Εμφύλιο πόλεμο, τις καταβολές του από τον Διχασμό, την πυροδότησή του από την Κατοχή και την ίδια την εκμετάλλευση των συσχετισμών δυνάμεων εκ μέρους της ελληνικής αριστεράς. Όλα έχουν ξεκαθαρίσει ―δεν υπάρχουν σκοτεινές περιοχές: αυτό που διαχωρίζει τις ιστορικές αφηγήσεις είναι η ιδεολογία.

Πάντως, το ότι ο Νίκος Ζαχαριάδης ζητούσε βοήθεια από τον Μόλοτοφ στέλνοντάς του γράμματα δεν επιδέχεται ιδεολογική ερμηνεία: από ποιον να ζητούσε βοήθεια; Εξάλλου, οι Έλληνες κομμουνιστές δεν είχαν ιδέα για τα όσα εκτυλίχθηκαν στη Γιάλτα και μερικοί από αυτούς τα αμφισβητούσαν μέχρι πρότινος επιδεικνύοντας τη γνώριμη ψυχωσική αποκόλληση από τα γεγονότα. Εκείνη την εποχή ο Μόλοτοφ προσπάθησε να συνετίσει τους κομμουνιστές: τους συμβούλεψε να πάρουν μέρος στις εκλογές και να εγκαταλείψουν την ιδέα του αντάρτικου ―αλλά, όπως είναι γνωστό, παρά το δέος τους έναντι των Σοβιετικών, δεν τον άκουσαν. Από την άλλη πλευρά, η ακροδεξιά ―οι λεγόμενοι τότε «μοναρχοφασίστες― έβαλαν τα δυνατά τους να ωθήσουν το ΚΚΕ στην επίθεση στο Λιτόχωρο: φτάσαμε στον Εμφύλιο πόλεμο μέσω συνδυασμού πολλών παραγόντων.

Το ζήτημα που μπορούμε να παρατηρήσουμε σήμερα είναι το πώς το ΚΚΕ, που συνιστά ένα είδος μυστικής στοάς, αντιδρά υστερικά έναντι οποιουδήποτε ασχολείται με την ιστορία του και βγάζει τους σκελετούς του από την ντουλάπα. Κατά τη γνώμη του, εκτός του ότι το ΚΚ δεν έχει, και δεν θα μπορούσε να έχει, σκελετούς στη ντουλάπα, μόνο οι κομμουνιστές δικαιούνται να ερευνούν την ιστορία του κομμουνισμού: εμείς οι υπόλοιποι όχι μόνο δεν έχουμε δικαίωμα αλλά υπηρετούμε δόλια συμφέροντα. Η πασοκική κυριαρχία και γενικά το πνεύμα της μονόπλευρης εθνικής συμφιλίωσης από το 1974 ενέτεινε την αλαζονεία του ΚΚΕ, το οποίο, παρά το μικρό σώμα ψηφοφόρων, έχει καταφέρει να διατηρήσει με τα ψέματα και με τα μικροπρονόμια που απολαμβάνει, τον μύθο του αγωνιστή και του ιστορικού θύματος. Καθώς θεωρεί τον αντικομμουνισμό έγκλημα καθοσιώσεως, καταγγέλλει ως ηθικώς απαράδεκτη οποιαδήποτε επιχείρηση άντλησης γνώσης στον πολιτικό και ιστορικό χώρο που έχει οικειοποιηθεί. Έτσι, οι ιστορικοί που αφηγούνται την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος, της ΕΣΣΔ ή του ελληνικού Εμφυλίου με τρόπο που δεν ταιριάζει στην κουκουέδικη ορθοδοξία δεν μπορούν να έχουν το αξιοπρεπές όνομα Ραντσένκο και μάλλον τους ταιριάζει το όνομα Παπαρένκο.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ