Πολιτικη & Οικονομια

Θα ανοίξουν τα σχολεία; Τι δείχνουν τα στοιχεία για το τι συνέβη

Η εγχώρια συζήτηση γίνεται με βασικό γνώμονα τον πολιτικό καιροσκοπισμό

img_0317_1.jpg
Σταμάτης Ζαχαρός
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Καθηγήτρια και μαθητές σε τάξη σχολείου στη Γλυφάδα την περίοδο της πανδημίας
© EUROKINISSI/ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΕΜΠΑΠΗΣ

Άνοιγμα σχολείων: Τι δείχνουν τα στοιχεία, τι υποστηρίζουν οι ειδικοί, οι αποφάσεις της κυβέρνησης και οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης.

Το γεγονός ότι το θέμα του ανοίγματος των σχολείων αποτελεί ξανά εδώ και μέρες κεντρικό θέμα της πολιτικής συζήτησης στην Ελλάδα, θα έπρεπε -κανονικά- να μας χαροποιεί. Είναι προφανώς ευλογία για μια χώρα να θέτει τα θέματα της παιδείας στο επίκεντρο. Δυστυχώς όμως η εγχώρια συζήτηση γίνεται με βασικό γνώμονα τον πολιτικό καιροσκοπισμό καθώς τα στοιχεία, δεν επιδέχονται αμφισβήτησης. Και είναι συντριπτικά υπέρ της κανονικής επαναλειτουργίας.

Στην αξιωματική αντιπολίτευση ωστόσο έχουν διαφορετική γνώμη. Προβλέπουν περίπου μια καταστροφή, η οποία ακόμη και αν -χτύπα ξύλο- συμβεί, δεν βασίζεται σε προηγούμενη εμπειρία αλλά σε δυσοίωνες προβλέψεις. Το έκαναν άλλωστε και στο πρόσφατο παρελθόν, όταν για παράδειγμα το Σεπτέμβριο μιλούσαν για υπεράριθμα τμήματα και ελλιπή μέτρα. Για να μην ξεχάσουμε και τη θύελλα με τις oversized μάσκες. Θέμα που -όταν «σηκώθηκε»- αποτελούσε το βασικό αντιπολιτευτικό επιχείρημα με αστειάκια τύπου «μάσκες-αλεξίπτωτα». Για να ξεφουσκώσει το αλεξίπτωτο απότομα λίγες ημέρες αργότερα, όταν όλοι κατάλαβαν ότι μια-δύο πάνινες μάσκες δεν βοηθούν σε τίποτε.

Οι ίδιοι υποστηρίζουν -και πιθανόν πιστεύουν- ότι το επιχείρημά τους βασίζεται στις απόψεις των ειδικών. Μιας μερίδας ειδικών είναι η σωστότερη απόδοση. Όπως για παράδειγμα ο καθηγητής πνευμονολογίας, κύριος Νίκος Τζανάκης. «Αν ανοίξουμε τα σχολεία θα κλείσουν μετά από ένα πενθήμερο, δεκαήμερο» υποστηρίζει ο καθηγητής, σε μια πρόβλεψη εφιαλτική αν και όχι απολύτως βέβαιη. Το ίδιο υποστήριζε άλλωστε και το Σεπτέμβριο. «Εμείς πιστεύουμε ότι το 25% – 30% των παιδιών θα έρθει σε επαφή με τον ιό» έλεγε τότε προκαλώντας ρίγη στους ανήσυχους γονείς.

Τα στοιχεία ωστόσο έδειξαν μια διαφορετική εικόνα. Από τις 13 Σεπτεμβρίου μέχρι που έκλεισαν για τις διακοπές των Χριστουγέννων στις 23 Δεκεμβρίου, κάθε σχολική ημέρα έκλειναν κατά μέσο όρο 2,78 από περίπου 81.000 τμήματα (ήτοι ποσοστό 0,003%), με μέγιστο αριθμό τα 10 τμήματα (0,01%), τιμή που παρατηρήθηκε στις 26 Νοεμβρίου. Συνολικά, κατά τη διάρκεια όλης της περιόδου από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2021, έκλεισαν 200 τμήματα στα περίπου 81.000, δηλαδή μόλις το 0,2% των τμημάτων της χώρας. Δεν είναι το αποτύπωμα που περίμενε κανείς από τις προηγούμενες δηλώσεις του κυρίου Τζανάκη.

Στον Σύριζα θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι αυτός ο χαμηλός αριθμός αποδίδεται στην ανάλγητη απόφαση της Κυβέρνησης να μην κλείνουν τα τμήματα με τον κανόνα των 50% συν ενός μαθητών. Δηλαδή ότι ενώ υπήρχαν κρούσματα, τα τμήματα δεν έκλειναν. Ωστόσο, επιχειρησιακός παράγοντας ου Υπουργείου Παιδείας αναφέρει ότι περίπου το 80% των εντοπισμένων κρουσμάτων δεν κόλλησε κάποιον άλλον μαθητή.

Το γεγονός αυτό καταδεικνύει δύο πράγματα. Πρωτίστως ότι το self testing είναι αποτελεσματικό. Καθ’ όλη την περίοδο του πρώτου τετραμήνου, το 84% των κρουσμάτων στα σχολεία εντοπίστηκε από την πλατφόρμα του self testing. Το ποσοστό αυτό κατρακύλησε μετά το κλείσιμο για τα Χριστούγεννα σε περίπου 40% και αυτό διότι αρκετοί γονείς συνέχισαν να κάνουν -εθελοντικά ή προκειμένου να συμμετέχουν τα παιδιά τους σε εξωσχολικές δραστηριότητες όπου απαιτούνταν- self test. Οι υπόλοιποι, αδιαφόρησαν. Όσο λοιπόν είναι ανοιχτά τα σχολεία, το σύστημα εντοπισμού, λειτουργεί πολύ καλύτερα. Με τεράστιο φυσικά κόστος για το δημόσιο ταμείο καθώς τα τεστ δίνονται δωρεάν, αλλά λειτουργεί.

Το δεύτερο συμπέρασμα σχετίζεται με την εφαρμογή των μέτρων υγιεινής και προστασίας. Στα σχολεία, οι μαθητές φορούν μάσκες και κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει το αντίθετο. Οι εκπαιδευτικοί -σε αντίθεση με διάφορες άλλες επαγγελματικές ή κοινωνικές ομάδες- πήραν πολύ σοβαρά την ευθύνη για την τήρησή τους. Αντίθετα, μια οποιαδήποτε επίσκεψη σε παιδική χαρά ή άλλους χώρους όπου συγκεντρώνονται μεγαλύτερης ηλικίας μαθητές, θα σας πείσει ότι κανείς δεν φορά μάσκα. Είναι λοιπόν προφανές ότι οι συναναστροφές χωρίς μάσκα περιορίζονται και αυτό έχει σημαντική επίπτωση στη μετάδοση του ιού.

Μια επιπρόσθετη αντίρρηση που θα μπορούσε να προβάλλει κανείς, σχετίζεται με το γεγονός ότι ακόμη και αν λειτουργούσε το testing προηγουμένως, τώρα έχουμε ήδη μεγαλύτερη διάδοση. Εύλογη η ένσταση, λύνεται όμως σχετικά εύκολα με την υποχρεωτική εφαρμογή ενός εκτεταμένου rapid testing τις πρώτες ημέρες. Είναι βεβαίως εξαιρετικά δύσκολο να εφαρμοστεί αλλά παραμένει μια αποτελεσματική λύση καθώς δεν αφήνει πολλά παράθυρα για «λαθροχειρία» από αρνητές γονείς. Έτσι άλλωστε λειτούργησαν ήδη από χθες διάφορες αθλητικές δραστηριότητες. Μήπως η λύση θα ήταν να μη λειτουργήσουν  ούτε αυτές; Τότε υποθέτω θα είχαμε μια αντιπολίτευση στη γραμμή του «φυλακίζουν τα παιδιά στα σπίτια».

Στο ίδιο συμπέρασμα άλλωστε -αυτό των ανοιχτών σχολείων- καταλήγουν και οι ειδικοί σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες. Καμία χώρα δεν έχει καταλήξει στο συμπέρασμα «με κλειστά σχολεία, αμέσως καλύτερα». Πιθανόν να καταλήξουν αργότερα, όπως ίσως και η Ελλάδα. Η πανδημία είναι ένας δυναμικός παράγοντας και η συνεχής αναθεώρηση των πολιτικών δεν είναι «ασυνεννοησία» αλλά επιβεβλημένη πρακτική. Προς το παρόν όμως, όλες οι χώρες ετοιμάζονται για επαναλειτουργία των σχολείων.

Πριν βιαστεί κανείς να δει το θέμα με κομματικά κριτήρια και να υποστηρίξει ότι όσοι τάσσονται υπέρ των ανοιχτών σχολείων απλώς δεν ανέχονται κριτική στις αποφάσεις της Κυβέρνησης, υπάρχουν -ευτυχώς- και δείγματα μιας πιο σοβαρής αντιπολίτευσης. Η πρόταση της αντιπρόεδρου γυναικών του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος και στελέχους του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, κυρίας Ζέφης Δημαδάμα, είναι προς την κατεύθυνση του υγιούς διαλόγου. Η κυρία Δημαδάμα έγραψε ότι «Αν η κυβέρνηση ανοίξει τα #σχολεία Δεν μπορεί το Υπ.Παιδείας να αγνοεί τους μαθητές που έχουν ΓΟΝΕΙΣ στις ευπαθείς ομάδες & κινδυνεύουν να νοσήσουν με σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία τους. Πρέπει να δοθεί εναλλακτική τηλεκπαίδευσης γι’ αυτές τις περιπτώσεις».

Πρόκειται για μια εύλογη ένσταση-υπόδειξη, η οποία θέτει προς διάλογο ένα μάλλον σοβαρό θέμα. Θα μπορούσε λοιπόν η αντιπολίτευση να γίνεται με αυτούς τους όρους. Όμως υπάρχει ένα πρόβλημα. Η αξιωματική αντιπολίτευση, μαζί με μια δράκα συνδικαλιστών εναντιώθηκαν και στην τηλεκπαίδευση, γεγονός που εύκολα μπορεί να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι θέσεις της διαμορφώνονται περισσότερο με βάση τη λογική πολιτικού κόστους-οφέλους. Μετά απλώς βρίσκουν ειδικούς οι οποίοι εκφράζουν απόψεις που βολεύουν την προαποφασισμένη γραμμή.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ