Πολιτικη & Οικονομια

Γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης προηγείται;

Η κυβέρνηση με την ήπια και ανεκτική πολιτική της έχει καταφέρει να κάμψει το παραδοσιακό αντιδεξιό μέτωπο

27207-103923.jpg
Λεωνίδας Καστανάς
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης
© EUROKINISSI/ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΜΗΤΣΟΣ

Σχόλιο για τη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας του Κ. Μητσοτάκη, την πολιτική της σε σημαντικά ζητήματα και γιατί εξακολουθεί να προηγείται στις δημοσκοπήσεις.

Πώς τα καταφέρνει, μετά από δύο χρόνια, η κυβέρνηση Μητσοτάκη και προηγείται του ΣΥΡΙΖΑ κατά διψήφιο ποσοστό (13%) και ο πρωθυπουργός απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του 43% του εκλογικού σώματος; Γιατί η σημερινή εκλογική της επιρροή αγγίζει με αναγωγή το θηριώδες 38,5%; Πού είναι η συνήθης φθορά όλων των κυβερνήσεων στο μέσον της θητείας τους, όταν η περίοδος χάριτος έχει ξεφτίσει προ πολλού και η πολιτική της έχει δείξει τα δόντια της;

Ένας σημαντικός λόγος είναι η επιτυχής διαχείριση των κρίσεων που της έτυχαν, με κορυφαία βέβαια την πανδημία. Μπορεί η αντιπολίτευση να έχει διαφορετική γνώμη, αλλά η χώρα αντιμετώπισε σχετικά καλά την υγειονομική κρίση συγκρινόμενη με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες και σίγουρα πολύ καλά το θέμα των εμβολιασμών. Αλλά και στην υβριδική επίθεση που δέχθηκε στον Έβρο και στις τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο και στο μεταναστευτικό φαίνεται ότι η κυβερνητική πολιτική έχει την αποδοχή μιας σημαντικής πλειοψηφίας των πολιτών.

Μετά την πτώση του «ελληνικού σοσιαλισμού με τα λεφτά των άλλων», ποτέ ο Έλληνας δεν θα είναι ικανοποιημένος από την οικονομία. Πάντοτε θα ζει ανασφαλής και πάντοτε θα φοβάται ότι έρχονται χειρότερες μέρες. Αλλά προς το παρόν την όποια οικονομική δυσπραγία τη χρεώνει στον κορωνοϊό και όχι στον Μητσοτάκη. Ταυτόχρονα βλέπει και το πακέτο των 35 δισ. να έρχεται από τα κοινοτικά ταμεία και νιώθει καλύτερα. Αν σε αυτά προσθέσουμε την προσέλκυση επενδύσεων, τα επιδόματα, τις φορολογικές ελαφρύνσεις και τις μειώσεις των εισφορών, το κλίμα δεν δείχνει δραματικό για ικανό ποσοστό πολιτών. Εξάλλου η προσδοκία ότι με το τέλος της πανδημίας το ελληνικό ελατήριο θα εκτιναχθεί παραμένει ακόμα ζωντανή, μέχρι βέβαια η ίδια η ζωή να το αποδείξει.

Τα υπόλοιπα καθημερινά δεν δείχνουν να καθορίζουν την ψήφο του πολίτη. Η ασφάλεια είναι σημαντική αλλά και σ' αυτό η κυβέρνηση δεν τα πάει άσχημα, έστω κι αν πολλοί ανησυχούν για την ελαστικότητα των ποινών και τις αποφυλακίσεις σκληρών ποινικών. Η κυοφορούμενη αλλαγή του ποινικού κώδικα θα τους καλύψει. Αλλά και η πράσινη μετάβαση που σχετίζεται με το Ταμείο Ανάκαμψης μπορεί να μην τον ενθουσιάζει, ωστόσο δεν του κακοπέφτει. Στην Παιδεία οι ασθμαίνουσες μεταρρυθμίσεις προχωρούν αλλά τα αποτελέσματα θα αργήσουν να φανούν. Ο πολίτης δεν θέλει ριζικές μεταβολές, έχει βολευτεί με το υπάρχον και δεν επιζητεί ούτε ουσιαστικοποίηση, ούτε εντατικοποίηση των σπουδών. Ακόμα κι αν δημόσια υπερασπίζεται το αντίθετο. Ούτε για την τεχνική εκπαίδευση έχει καμιά ιδιαίτερη κάψα, αλλά δεν μπορεί και να υπερασπιστεί το δικαίωμα εισόδου σε πανεπιστήμιο με βαθμό κάτω από τη βάση του 10.

Την ίδια στιγμή η αριστερή αντιπολίτευση, δέσμια του αναβιώσαντος αριστερισμού της, αδυνατεί να προβάλει ένα διαφορετικό μοντέλο διακυβέρνησης και να προσελκύσει τμήματα της μεσαίας τάξης κεντρώων ή κεντροδεξιών πολιτικών πεποιθήσεων. Η πολιτική της στο θέμα της πανδημίας κρίνεται τελείως αποτυχημένη λόγω των αλλοπρόσαλλων ενστάσεων σε κάθε κυβερνητική δράση και κυρίως λόγω του γεγονότος ότι δύο χρόνια τώρα υποστήριξε τα πάντα αλλά και αντίθετά τους με ένα ανεξήγητο θράσος. Μέχρι και το δικαίωμα του Κουφοντίνα να επιλέγει τη φυλακή του στήριξε και αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο. Όταν μάλιστα στελέχη της υποστηρίζουν ανοικτά αντιεμβολιαστικές πρακτικές ή απειλούν ότι, όταν θα ξανάρθουν θα είναι αλλιώς, χωρίς αυτό να επιφέρει μια καταδίκη από την ηγεσία, τα πράγματα γι' αυτήν δεν είναι δυνατόν να πάνε καλύτερα.

Η κυβέρνηση με την ήπια και ανεκτική πολιτική της έχει καταφέρει να κάμψει το παραδοσιακό αντιδεξιό μέτωπο και οι κραυγές για εκτροπές, αστυνομικό κράτος και χούντες δεν βρίσκουν ανταπόκριση έξω από το στενό περιβάλλον της παραδοσιακής ριζοσπαστικής αριστεράς. Αντιθέτως, το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο παραμένει ρωμαλέο, όχι μόνο στους κεντροδεξιούς ψηφοφόρους αλλά και στους κεντροαριστερούς με αποτέλεσμα ο Κ. Μητσοτάκης να έχει διείσδυση και σε ψηφοφόρους του ΚΙΝΑΛ. Υπάρχει διάχυτη η πεποίθηση ότι, αν η πανδημία μας έβρισκε με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα και αυτό και μόνο αρκεί για να περιγράψει την πολιτική ηγεμονία του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος.

Τελικά αποδεικνύεται σοφή η επιλογή αξιοποίησης ανθρώπων που προέρχονται από την κεντροαριστερά μιας και αυτοί αναδεικνύονται όχι μόνο ελπιδοφόροι αλλά και ιδιαίτερα ικανοί και αξιόπιστοι. Οι περιπτώσεις των κκ. Γεραπετρίτη, Πιερρακάκη, Σκέρτσου, Γιατρομανωλάκη, Μιχαηλίδου, Σκάλκου και Χρυσοχοΐδη είναι ενδεικτικές. Η κυβέρνηση αποκαλύπτει μια κεντρώα πατίνα, που ακυρώνει τα αντιδεξιά ανακλαστικά αλλά και αναδεικνύει ένα άλλο ήθος διακυβέρνησης που φαίνεται ότι αρέσει σε πολύ κόσμο. Η ευρεία ψηφιακή μεταρρύθμιση του κράτους, που απαλλάσσει τον πολίτη από τη γάγγραινα της γραφειοκρατίας, ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Με δυο λόγια, αυτή δεν είναι μια παραδοσιακή δεξιά κυβέρνηση.

Θα είναι ανέφελη και η υπόλοιπη θητεία του Κ. Μητσοτάκη; Εξαρτάται από την οικονομία και την πανδημία. Αν ο τουρισμός περπατήσει καλύτερα όπως αναμένεται, αν η ανάπτυξη καλπάσει από το αναμενόμενο 4% στο 6% για του χρόνου, όπως φημολογείται, αν οι επενδύσεις ξεκινήσουν και ανοίξουν θέσεις εργασίας και αν το 4ο κύμα αποδειχθεί ελεγχόμενο, τότε ναι. Με την προϋπόθεση βέβαια ότι το χρήμα που θα εισρεύσει φτάσει και στον πολίτη και η μεσαία τάξη νιώσει την τσέπη της βαρύτερη. Αν η δημόσια Υγεία εκσυγχρονιστεί στα επίπεδα μιας κεντροευρωπαϊκής χώρας, πράγμα που είναι δύσκολο αλλά όχι ανέφικτο. Αν όμως όλα αυτά αποδειχθούν απλώς υποσχέσεις και σχέδια επί χάρτου και δεν προχωρήσουν, τότε ο ουρανός της κυβέρνησης θα γεμίσει σύννεφα.

Αλλά ακόμα και τότε, με ένα ΚΙΝΑΛ τόσο αδύναμο και ένα ΣΥΡΙΖΑ τόσο άστοχο και εξοργιστικά οπισθοδρομικό, ο Κ. Μητσοτάκης δεν φαίνεται να κινδυνεύει. Η αριστερά παγκοσμίως αδυνατεί να αντιμετωπίσει χαλαρές κεντροδεξιές κυβερνήσεις με σοσιαλδημοκρατικές πινελιές που ρέπουν προς τον ψηφιακό εκσυγχρονισμό και βουτούν άφοβα στο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον. Η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη που αντιπαλεύει τη γερμανική λιτότητα και η ψηφιακή επανάσταση που κάνει τη ζωή ευκολότερη είναι ένα μείγμα τόσο ξένο προς τις επιταγές της αριστεράς και, ως φαίνεται, αρέσει στην πολυπληθή μεσαία τάξη. Μια τάξη που έχει αποδείξει ότι μπορεί να προσαρμόζεται. Το ζήτημα είναι αν η Ελλάδα μπορεί να περπατήσει σ' αυτούς τους νέους δρόμους με γοργά βήματα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ