Πολιτικη & Οικονομια

O Λόρδος Βyron, ένας beautiful loser

Αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύουν πολλοί Έλληνες, ο Βyron δεν πολέμησε: συζητούσε με εντεταλμένους της βρετανικής κυβέρνησης για να εξασφαλίσει κονδύλια

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 780
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Λόρδος Βύρων
© Fototeca Gilardi/Getty Images

Λόρδος Βyron: Οι περιπλανήσεις του και η ζωή στην Ελλάδα. H βιογραφία του Harold Nicholson με τίτλο «Το τελευταίο ταξίδι» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι

«Θα γινόμουν καλός στρατιώτης, αν έδινα έστω και μια δεκάρα τσακιστή». Αλλά δεν έδινε δεκάρα. Τέλος, στις 19 Απριλίου του 1824 πέθανε: από τα κουνούπια, την κακή διατροφή, την υγρασία και το θυελλώδες νευρικό του σύστημα.

Τι κρίμα, έγραφε η Karen Blixen, να χάσει ένας άνθρωπος το όνομά του, προτού χάσει τη ζωή του. Ο λόρδος Βyron πέθανε νωρίς, έχοντας χάσει το όνομά του, παρόλο που το όνομα, η φήμη του, τον ενδιέφεραν περισσότερο από τη ζωή του. Έπειτα, ξεχάστηκε μαζί με τους ποιητές της Λίμνης κι όλο τον αγγλικό ρομαντισμό: στην εποχή της βασίλισσας Βικτωρίας κυριαρχούσε ο Alfred Tennyson. Το ρομαντικό πάθος, η αντισυμβατικότητα, τα ερωτικά σκάνδαλα και η ηθική αμφισημία δεν είχαν θέση στη βικτωριανή περίοδο, που εξήρε τα χρηστά ήθη και τη μεγαλοσύνη της Αυτοκρατορίας.  Χρόνια αργότερα, ο George Gordon Βyron δοξάστηκε ως ο μεγαλειώδης ποιητής που είναι, παρότι το κοινό, οι κριτικοί, οι βιογράφοι ασέλγησαν πάνω στο έργο και στο σώμα του. 

Συχνά, ο Βyron θεωρείται ―κυρίως από μη Βρετανούς κριτικούς― γόνος της κακομαθημένης αγγλικής αριστοκρατίας των αρχών του 19ου αιώνα: στην πραγματικότητα, αν και προερχόταν από παλιά νορμανδική οικογένεια ―τους Buron―, μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια και κληρονόμησε τον τίτλο του λόρδου όταν έκλεισε τα δέκα του χρόνια από έναν θείο του που είχε το παρατσούκλι «Μοχθηρός Λόρδος». Με τη μικρή κληρονομιά του θείου, ο George Gordon κατάφερε να σπουδάσει στο Harrow: τo 1801, όταν μπήκε στο Harrow συνάντησε για πρώτη φορά την ετεροθαλή αδερφή του, ενώ το 1803 γνώρισε τον ρομαντικό έρωτα (χωρίς ανταπόκριση) στο πρόσωπο της Μary Chaworth, μικρανιψιάς ενός ανθρώπου που ο «Μοχθηρός Λόρδος» είχε σκοτώσει σε μονομαχία. Τα πρώτα χρόνια της νιότης του σημαδεύτηκαν από τον θάνατο: τρεις φίλοι του πέθαναν ξαφνικά, κι ο Βyron εξέλαβε τα τραγικά γεγονότα ως οιωνούς ― «Μια κατάρα με κυνηγάει» έλεγε, «ζω κάτω από ένα σύννεφο». Προπάντων, τον κατέθλιβε μια μικρή παραμόρφωση που είχε εκ γενετής στο πόδι: το σύννεφο τον ακολουθούσε μέχρι το τέλος της σύντομης ζωής του.

Από το Harrow αποφοίτησε αφού έκλεισε τα δεκαεφτά χωρίς να διαπρέψει σε τίποτα εκτός από τη ρητορική και το κολύμπι. Τον Οκτώβριο του 1805 γράφτηκε στο Κέιμπριτζ, όπου άρχισε να υφαίνει το μύθο του: ένας δανδής που πίνει σόδα για να μην παχύνει (οι Βyron είχαν τάση προς την παχυσαρκία) και που αναπτύσσει σχέσεις στοργής μ’ ένα νεαρό μέλος της χορωδίας, ονόματι John Edleston. Αργότερα, το 1821, όταν βρισκόταν στη Ραβέννα και βαριόταν θανάσιμα, αναπολούσε το καλοκαίρι του 1806: «Ήταν η πιο ρομαντική περίοδος της ζωής μου [...] ζούσα ένα βίαιο, αγνό, ερωτικό πάθος…»· κι εκτός από το πάθος, ζούσε την ανδρική φιλία που έμελλε να τον συντροφέψει σε μια ζωή γεμάτη διακυμάνσεις.

Στο Κέιμπριτζ, γνώρισε τον John Cam Hobhouse, τον καλύτερο φίλο της ζωής του, ο οποίος δεν ενέκρινε το ντύσιμό του ―άσπρο καπέλο και γκρίζο πανωφόρι― αλλά ενθουσιάστηκε με τους πρώτους του στίχους που εκδόθηκαν το καλοκαίρι του 1807 με τον τίτλο «Ώρες αδράνειας». Το βιβλιαράκι επαινέθηκε από κριτικούς και δούκισσες, τονώνοντας το ηθικό του φτωχού Βyron, του οποίου η μόνη αληθινή περιουσία ήταν ένας ουρανοκατέβατος τίτλος ευγενείας κι ένα πόδι που σερνόταν. Η επιτυχία των «Ωρών» τού προκάλεσε οράματα μεγαλείου: ονειρευόταν ν’ αποκτήσει καθαρόαιμα άλογα και μια ερωμένη που θα μπορούσε να επιδεικνύει στο Μπράιτον, την πόλη του ξεφαντώματος. Επιζητούσε τη χλιδή και την κοινωνική αναγνώριση, αλλά, φεύγοντας από το Κέιμπριτζ, βρέθηκε με χρέη δώδεκα χιλιάδων λιρών: ήταν κιόλας ένας σνομπ που έπρεπε, πάση θυσία, ν’ αποφύγει τους δανειστές του. Έτσι, μεταμορφώθηκε σιγά-σιγά στον Childe Harolde, τον ήρωα του επικού του ποιήματος, τον μεγάλο ταξιδευτή, τυχοδιώκτη και καρδιοκατακτητή: το καλοκαίρι του 1808 αποφάσισε να εγκαταλείψει την Αγγλία.

Δεν ήταν ο πρώτος μεγάλος ταξιδευτής της οικογένειας Βyron: είχε προηγηθεί ένας ναύαρχος με το παρατσούκλι «Κακοκαιρισμένος Τζακ» γιατί όπου πήγαινε συνέβαιναν θεομηνίες. Προτού επιβιβαστεί στο πλοίο για τη Νότια Ευρώπη, ο Byron έμεινε στο γοτθικό αββαείο του Newstead (το κάστρο του νεκρού θείου), όπου έγραψε τη σάτιρα «Άγγλοι βάρδοι και Σκοτσέζοι κριτικοί» κι όπου είδε τον εαυτό του να γίνεται, εκτός από επίδοξος Childe Harolde, ένας ασυνήθιστα ωραίος, εκκεντρικός και επιτυχημένος ποιητής.

Τον Ιούλιο του 1809 ο Βyron βρισκόταν κιόλας στην Πορτογαλία μαζί με τον Hobhouse. Για πρώτη φορά ένιωθε ευτυχισμένος· «ο κόσμος απλώνεται στα πόδια μου» έγραφε στη μητέρα του, που είχε εγκατασταθεί στο Νewstead όπου όλοι έλεγαν ότι κατοικούσαν φαντάσματα. «Όσο για τα μελλοντικά μου σχέδια, ίσως εργαστώ στο αυστριακό ή στο τουρκικό διπλωματικό σώμα, αν βρω τους τρόπους τους ελκυστικούς». Ονειρευόταν να γίνει ευγενής μισθοφόρος, ένας ρομαντικός ποιητής που παίζει με πιστόλια και γυρίζει τον κόσμο ιππεύοντας άλογα ράτσας. Πράγματι, μαζί με τον Hobhouse διέσχισαν την Πορτογαλία και την Ισπανία καβάλα στ’ άλογα, κι έπειτα πέρασαν με μια σκούνα στη Μάλτα για να καταλήξουν στη Φλωρεντία. Ο μύθος του Childe Harolde ήταν σχεδόν έτοιμος: στον δρόμο για την Ανατολή, το καράβι ναυάγησε· ο Βyron επέδειξε την τόλμη του Childe, μαζί μια μεταφυσική πίστη στη μοίρα. Έτσι, ο Byron κι ο Hobhouse έφτασαν στην Αθήνα μετά από πολλές περιπέτειες, καπρίτσια, εκρήξεις, ασκήσεις θάρρους και στιγμές μικροπρέπειας (μεταξύ άλλων, ο Βyron σκότωσε ένα άλμπατρος, χάριν γούστου). Στην Αθήνα, έμειναν δέκα εβδομάδες, κατά τη διάρκεια των οποίων ο Βyron κατάφερε να ερωτοτροπήσει με τρεις αδελφές ―όλες ανήλικες― και να προχωρήσει το ποίημα «Childe Harolde». 

Τα ταξίδια του Βyron και οι επιδείξεις ανδρισμού ήσαν μεγάλο μέρος της ύπαρξής του: αν και η ψυχική του διάθεση μεταλλασσόταν από την ευφορία στην αβυσσαλέα απελπισία, δεν παρέλειψε να διασχίσει κολυμπώντας τον Ελλήσποντο, να πέσει και να τσακιστεί στην Κωνσταντινούπολη, ν’ αποχαιρετήσει ένδακρυς τον Ηοbhouse και να συνεχίσει μόνος τις περιπλανήσεις του. Η επιτυχία του «Childe Harolde» άλλαξε τη ζωή του και τίποτα δεν θα ήταν πια το ίδιο: «Μια μέρα ξύπνησα» είπε, «και ήμουν διάσημος». Το ποίημα τού Childe Harolde είναι μια προβολή της δικής του οδύσσειας· το πανόραμα ενός «μελαγχολικού πλάνητα» που ωστόσο έπρεπε ξανά και ξανά να επιστρέφει στην Αγγλία. Και καθώς η Αγγλία της βιομηχανικής επανάστασης ήταν στα μάτια του το πιο καταθλιπτικό μέρος στον κόσμο, όπως πολλοί ποιητές και συγγραφείς της εποχής εκείνης, μπήκε στον πειρασμό του οριενταλισμού. 

Μετά από περιπλανήσεις στην Ευρώπη και στο Λεβάντε, μετά από μια ακόμη επιστροφή στην Αγγλία και μετά τον θάνατο του Shelley, που πνίγηκε το καλοκαίρι του 1822 κοντά στη Λα Σπέτσα, πήρε τον δρόμο για την Ελλάδα. Την εξέγερση κατά των Τούρκων που είχε αρχίσει πριν από το θάνατο του Shelley, αμαύρωναν εσωτερικές διαμάχες ―«συγκρούσεις φυλάρχων»― και ο εμφύλιος πόλεμος φαινόταν πιθανότερος από την παλιγγενεσία. Στα μέσα Ιανουαρίου 1824, ο τουρκικός στρατός είχε παραιτηθεί από την πολιορκία του Μεσολογγίου και είχε αποσυρθεί στην Αλβανία: τότε ο Βyron αποφάσισε να εγκατασταθεί στο Μεσολόγγι απ’ όπου με τη βοήθεια του Ηοbhouse θα προσπαθούσε να εξασφαλίσει χρήματα και διπλωματική στήριξη από το Λονδίνο· σχεδόν μάταια, όχι εντελώς μάταια. Στη Βρετανία, ο ποιητής δεν μετρούσε: είχε τη φήμη θρασύτατου ερωτιδέα, φτωχού συγγενή της αριστοκρατίας. Πιθανότατα, εκείνη την εποχή δεν διέθετε αρκετό σθένος και ενέργεια· κι άλλωστε, εκτός του ότι περιφρονούσε τους Έλληνες ―«μια φυλή τόσο διαφορετική από τους κλασικούς της προγόνους»―, προαισθανόταν ότι το ταξίδι στην Ελλάδα θα ήταν το τελευταίο του. Ήταν μακρύ ταξίδι, κι όταν έφτασε στην ηπειρωτική Ελλάδα βρέθηκε μπλεγμένος στον ιστό της ελληνικής πολιτικής, αναποφάσιστος, απορημένος μπροστά στα βάρβαρα οθωμανικά ήθη. Αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύουν πολλοί Έλληνες, ο Βyron δεν πολέμησε: συζητούσε με εντεταλμένους της βρετανικής κυβέρνησης για να εξασφαλίσει κονδύλια, αλλά περνούσε τις μέρες του κάνοντας σκοποβολή και ιππασία. Αν και γερνούσε πριν απ’ την ώρα του, έμενε θεωρητικά πιστός στο στίχο του «Θέλουμε κρασί και γυναίκες, κρασί και γέλιο», χωρίς ωστόσο να καταφέρνει το τελευταίο. Διάβαζε Sir Walter Scott, και παρατηρούσε απ’ το τρίπατο σπιτάκι, όπου έμενε, τα ποτάμια της λάσπης που διέσχιζαν τη μικρή πόλη. Καμιά φορά, του κατέβαιναν παράδοξες ιδέες: μια μέρα, ο Τrelawny τον εμπόδισε να εμφανιστεί φορώντας αρχαίο κράνος· συχνά, είχε μεγαλεπήβολα σχέδια για «σχολεία, εφημερίδες, ταχυδρομεία, νοσοκομεία»: οι ντόπιοι τον θαύμαζαν αλλά τον κοιτούσαν σαν να είχε προσγειωθεί από κάποιο μακρινό πλανήτη. 

Harold Nicholson «Μπάιρον, Το τελευταίο ταξίδι» εκδόσεις Μελάνι
Ο Βyron εργάστηκε ως μέλος της «Επιτροπής του Λονδίνου», που αγωνιζόταν για την ενίσχυση της ελληνικής αντίστασης, αλλά τα στρατηγικά του σχέδια ήταν, ευλόγως, ερασιτεχνικά και οι σχέσεις του με τους Σουλιώτες, που σκόπευαν να εκπορθήσουν τη Ναύπακτο, αποδείχτηκαν προβληματικές. Από μια άποψη, ο Βyron έκανε πράγματι ό,τι μπορούσε· όμως δεν μπορούσε να κάνει πολλά: ήταν κουρασμένος και απογοητευμένος· το όνειρο της ηρωικής υστεροφημίας γλιστρούσε μέσα απ’ τα χέρια του· οι απαίδευτοι Έλληνες τού έδιναν στα νεύρα. Όπως οι περισσότεροι Ευρωπαίοι θαύμαζε τους αρχαίους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες («Το ξίφος, το λάβαρο και το πεδίο της μάχης / Δόξα κι Ελλάδα, ολόγυρά μου! / Οι Σπαρτιάτες πάνω στην ασπίδα γεννημένοι...»), αλλά κοιτούσε με φρίκη τον άξεστο Κολοκοτρώνη.

Στην Ελλάδα πέρασε σχεδόν δυο χρόνια, όπου έχασε τις ψευδαισθήσεις και την υγεία του. Στις δημόσιες εμφανίσεις του ενθάρρυνε τα πλήθη κατά των Τούρκων· στις ιδιωτικές έλεγε: «Θα γινόμουν καλός στρατιώτης, αν έδινα έστω και μια δεκάρα τσακιστή». Αλλά δεν έδινε δεκάρα. Τέλος, στις 19 Απριλίου του 1824 πέθανε: από τα κουνούπια, την κακή διατροφή, την υγρασία και το θυελλώδες νευρικό του σύστημα. Πέθανε ανάμεσα στους φίλους του· ήταν ένας αργός, ήσυχος θάνατος. Είχε κλείσει τα τριάντα έξι. Τι έμεινε από τον Βyron: ένα πτώμα θαμμένο στο Ηucknall· η φήμη του «τρελού, κακού κι επικίνδυνου», όπως τον αποκάλεσε η λαίδη Caroline Lamb· η φιλία του με τον Hobhouse, η ανάμνηση των ταξιδιών του ―με τον Shelley στο παρασκήνιο, ή στο προσκήνιο―, μια σειρά ανέκδοτα για τη ζωοφιλία του, για την ομοφιλοφυλία του, για την ερωτομανία του· και προπάντων τέσσερα τουλάχιστον ποιητικά έργα, συχνά προχειρογραμμένα, μεγαλόστομα, πομπώδη· αριστουργήματα με τον τρόπο τους. Αν ο Κeats και ο Shelley παραμένουν οι πιο χαρακτηριστικοί ρομαντικοί ποιητές, οι εκπρόσωποι μιας βρετανικής Sturm und Drang, o Βyron αποτελεί σχολή μοναχός του· ένα ποιητικό παράδοξο που στρογγυλοκάθισε στη μέση μιας εποχής που άρχισε με τις «Λυρικές μπαλάντες» του Wordsworth (1798) και συνεχίστηκε για κάμποσα χρόνια με τον θάνατο στο Μεσολόγγι. Κι αν ο Shelley ήταν «ατίθασος και γρήγορος στη σκέψη και περήφανος», ο Βyron ήταν δύστροπος και μανιακός και γρήγορος στη σκέψη και περήφανος, ένας Δον Ζουάν που έσερνε με ντροπή εκείνο το ελαφρά ανάπηρο πόδι. «Δεν αγάπησα τον κόσμο· ούτ’ εκείνος εμένα» λέει ο Childe Harolde. Όπως ακριβώς συμβαίνει σ’ έναν beautiful loser. 

H βιογραφία του Μπάιρον του Harold Nicholson με τίτλο «Το τελευταίο ταξίδι» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι σε μετάφραση Βαγγέλη Κατσάνη.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ