Πολιτικη & Οικονομια

Ανάθεμα τα γράμματα

Κι εκείνον που τα βρήκε - Ο Ελύτης και η γλώσσα (2)

27006-59247.jpg
Δημήτρης Ψυχογιός
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
61323-122642.jpg

Το 2ο μέρος ενός δοκιμίου που θα ασχοληθεί με τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο. Συνέχεια από το «Ο Ελύτης και η γλώσσα (1)»


Η ελληνική γλώσσα λοιπόν δεν είναι μικρή ως προς τον αριθμό των ομιλητών της· ο Ελύτης υποστηρίζει ότι φαίνεται παράλογο τέτοια «μικρή γλώσσα» να «μιλιέται επί δυόμισi χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ’ ελάχιστες διαφορές». Κρατώντας για την ώρα στην άκρη το «μ’ ελάχιστες διαφορές», η διάρκεια που επισημαίνει δεν αποτελεί ιδιαιτερότητα – γιατί οι γλώσσες δεν είναι τεχνουργήματα, κατασκευές των ανθρώπων, είναι βιολογικό χαρακτηριστικό τους· δεν ξέρουμε από πότε, πάντως αρκετές χιλιάδες χρόνια. Οι υπολογιστές δεν υπήρχαν πριν 100 χρόνια, οι βενζινοκινητήρες δεν υπήρχαν πριν από 200, δεν υπήρχε καν κάτι που να προϊδέαζε για την επινόησή τους. Όμως όλες οι φυσικές γλώσσες που μιλιούνται σήμερα δεν επινοήθηκαν, έχουν προκύψει από παλαιότερες μορφές τους είτε με εσωτερική εξέλιξη είτε με εξέλιξη και επηρεασμό από άλλες γλώσσες – που είναι και ο κανόνας. Πριν 2.500 χρόνια υπήρχε η γλώσσα που ονομάζουμε «αρχαία ελληνική», ας πούμε πως ήταν «χρονική ποικιλία» της διαχρονικής ελληνικής, για να μην μπλέξουμε με ορισμούς που τραυματίζουν πολλούς, όπως το «νεκρή γλώσσα». Αμφιβάλλει κανείς ότι πριν 2.500 χρόνια κάποιοι μιλούσαν «χρονικές ποικιλίες» της σημερινής αγγλικής ή της γαλλικής ή της αλβανικής ή της τουρκικής γλώσσας;

Ξέρουμε ότι η γαλλική, για παράδειγμα, ανήκει στις «ρωμανικές γλώσσες», τις λατινογενείς, αυτές που προέκυψαν από τη δημώδη λατινική των περιοχών τους, όχι από την «κλασική λατινική» των κειμένων, που την καλλιεργούσαν οι λόγιοι για αιώνες και αιώνες μετά την εξαφάνισή της ως ομιλούμενης. Αυτή η δημώδης λατινική της βόρειας Γαλλίας είχε ως υπόστρωμα τη γλώσσα των Κελτών που ζούσαν εκεί πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Στη συνέχεια επέδρασαν πάνω της οι διάλεκτοι των διαφόρων γερμανικών φύλων που άρχισαν να διεισδύουν μετά τον 4ο μ.Χ. αιώνα, κυρίως των Φράγκων. Επομένως, αφού η καταγωγή της είναι από την λατινική, το 500 π.Χ. στο Λάτιο μιλούσαν «χρονική ποικιλία» που είναι πρόγονος της σημερινής γαλλικής. Η ιστορία της γαλλικής πάει τόσο πίσω όσο και η ιστορία της λατινικής, και μέσω αυτής φθάνει στις απαρχές της ινδοευρωπαϊκής. Η αγγλική γλώσσα είναι γερμανική, πάνω σε κελτικό υπόστρωμα και αυτή, εμπλουτισμένη από τη γαλλική διάλεκτο των Νορμανδών που την κατέλαβαν τον 11ο αιώνα και από την κλασική λατινική, κυρίως μέσω της εκκλησίας – φθάνει και αυτή στην ινδοευρωπαϊκή μέσω της γερμανικής. Το ίδιο ισχύει για την ελληνική, την αλβανική, όλες τις γερμανικές, όλες τις σλαβικές, όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες: όλες μιλιούνται για χιλιάδες χρόνια – για κάθε μία γλώσσα σε όλες τις μεγάλες οικογένειες γλωσσών συμβαίνει αυτό. Για πιο πίσω, κανείς δεν τολμά να κάνει υποθέσεις. Από αυτή την άποψη δεν είναι νεκρές οι αρχαίες γλώσσες που δεν έχουν σήμερα φυσικούς ομιλητές: η λατινική, ούτε η αρχαία ελληνική, η αρχαία αιγυπτιακή, που έχει δώσει την κοπτική, έχουν μετεμψυχωθεί, ας πούμε.

Βέβαια, μεταξύ των γλωσσολόγων υπάρχει συναίνεση ότι γλώσσα που δεν έχει φυσικούς ομιλητές είναι νεκρή – ούτε η αρχαία ελληνική ούτε η λατινική έχουν φυσικούς ομιλητές προφανώς. Για το ότι οι παλιότερες γλώσσες «ζουν» μέσα στις νεότερες μου φαίνεται πως είναι μάλλον προφανές. Αλλά νομίζω ότι υπάρχει και ένα επιπλέον επιχείρημα για τη ζωντάνια των παλαιών γραφών που διέθεταν γραφή, που δεν το λαμβάνουν υπόψη τους οι γλωσσολόγοι επειδή, συνήθως, υποτιμούν τη σημασία της γραφής. Εννοώ, ότι γνωρίζουμε πως υπάρχουν νεκρές γλώσσες επειδή υπάρχουν κείμενα σε αυτές τις γλώσσες. Όπως γνωρίζουμε ότι υπάρχουν βιολογικά είδη που εξαφανίστηκαν επειδή βρίσκουμςτα απολιθώματά τους.

Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα απολιθώματα οργανισμών και στις αρχαίες γλώσσες είναι ότι τα απολιθώματα δεν μπορούν να επηρεάσουν τα υπάρχοντα βιολογικά είδη (ως τώρα τουλάχιστον, γιατί κάποιοι προσπαθούν να αναστήσουν τους δεινόσαυρους με ίχνη dna που έχουν βρεθεί), ενώ τα κείμενα μπορούν να επηρεάσουν τις υπάρχουσες γλώσσες – και αυτό γίνεται συνέχεια στους πολιτισμούς που έχουν γραφή και κυρίως σε αυτούς που διαθέτουν «κλασικές γλώσσες» που συνήθως είναι και ιερατικές, γλώσσες ιερών κειμένων: κλασική και ελληνιστική ελληνική, κλασική αραβική, λατινική, περσική, Ταμίλ, κινεζική wenyan…

Τις επηρεάζουν με διαφορετικούς τρόπους και για διαφορετικούς λόγους: άλλοι απλώς αντλούν από τα κείμενα όρους καθαρά χρηστικούς (λατινικές ή αρχαιοελληνικές λέξεις για έννοιες που δεν υπήρχαν πριν, π.χ. ηλεκτρόνιο, κβαντομηχανική, αντιβιοτικό) – ή και για ποιητικούς λόγους, όπως ο Ελύτης. Άλλοι προσπαθούν να καλουπιάσουν τις καινούργιες ποικιλίες στις παλιές επειδή πιστεύουν ότι εκείνες οι αρχαίες γλώσσες ήσαν ανώτερες, άλλοι για να αποδείξουν ότι είναι συνεχιστές εκείνων των ένδοξων παλαιών ομιλητών – των σπουδαίων γραφιάδων για την ακρίβεια: ποιος Έλληνας νοιάζεται για το αν η γλώσσα του είναι ή όχι ίδια με αυτή που μιλούσαν οι τσοπαναραίοι της Αττικής; Το ίδιο συμβαίνει και με άλλους λαούς: Πέρσες και Ταμίλ της Ινδίας και της Σρι Λάνκα, πιστεύουν ακράδαντα πως είναι απόγονοι εκείνων των σπουδαίων ανθρώπων που έγραψαν τόσο σπουδαία κείμενα. Προφανώς, την εξήγηση για αυτά τα φαινόμενο πρέπει να την αναζητήσουμε στη πρόσφατη ιστορία των λαών και όχι στη γλωσσολογία – αυτή σηκώνει ψηλά τα χέρια μπροστά σε τέτοια φαινόμενα.

Μα τα λατινικά δεν είναι πρότερη «χρονική ποικιλία» της γαλλικής, θα πει κανείς· είναι διαφορετικές γλώσσες, έχουν ακόμα και διαφορετικά ονόματα. Μα αν το 1821 είχε γίνει δεκτή η πρόταση του Κοραή το νέο έθνος να αποκαλείται «Γραικοί», ίσως σήμερα μιλούσαμε τη «γραικική» και θα ήμασταν στην ίδια κατάσταση με τους Γάλλους. Τα ίδια ή διαφορετικά ονόματα δεν σημαίνουν και πολλά πράγματα για τις γλώσσες – οι Σέρβοι και οι Κροάτες δίνουν τα εθνικά ονόματα των χωρών τους στις γλώσσες τους, οι Ινδοί ονομάζουν μία από τις δικές τους γλώσσες Χίντι, οι Πακιστανοί μία από τις δικές τους Ορντού· αλλά για τους γλωσσολόγους και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για την ίδια γλώσσα, τη σερβοκροατική και την Χίντι-Ουρντού αντίστοιχα. Από την άλλη, οι Κινέζοι θεωρούν πως όλοι μιλούν διαλέκτους της ίδιας γλώσσας, οι γλωσσολόγοι υποστηρίζουν πως στην Κίνα υπάρχουν πολλές γλώσσες, πως οι σχέσεις μεταξύ τους είναι όπως των ρωμανικών γλωσσών – αλλά έχουν μία μεγάλη ευκολία οι Κινέζοι: όταν δεν μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους κάνουν πως γράφουν πάνω στην παλάμη τους το χαρακτήρα που αντιστοιχεί στην ακατάληπτη λέξη. Και η κατανόηση έρχεται γιατί το κινεζικό σύστημα γραφής παραμένει βασικά λογογραφικό, η σημασία του χαρακτήρα είναι αποσυνδεδεμένη από την εκφορά του στην ομιλούμενη γλώσσα, περίπου όπως συμβαίνει με το σημειωτικό σύστημα των μαθηματικών που αναφέρθηκε προηγουμένως.

Ελπίζω να ήσαν πειστικά τα επιχειρήματα πως, ανεξάρτητα από ονομασίες, 1) όλες οι γλώσσες που υπάρχουν στον κόσμο σήμερα μιλιούνται συνεχώς επί δυόμισι (τουλάχιστον) χιλιάδες χρόνια· 2) οι παλιές ποικιλίες είναι ζωντανές μέσα στις νέες 3) οι παλιές ποικιλίες που είχαν γραφή επηρεάζουν ακόμη και σήμερα τις νέες ποικιλίες. Στην περίπτωση της χώρας μας η επέμβαση των παλαιών ποικιλιών έγινε πρωτίστως μέσω της καθαρεύουσας – και ήταν λογικό: θα έπρεπε χιλιάδες φιλόλογοι και νομικοί να δουλεύουν νυχθημερόν για να δημιουργήσουν από γλώσσα ζευγάδων, τσοπαναραίων, ψαράδων, ληστών, πειρατών και εμπόρων, λεξιλόγιο κατάλληλο, ας πούμε, για το δίκαιο. Όσο και αν είναι λειασμένες οι λέξεις όπως η πέτρα στα χείλη του λαού, η γλώσσα έχει και άλλες χρήσεις ή άλλες υποστάσεις, πέρα από την ποιητική. Το εξελληνισμένο από τον Ιουστινιανό ρωμαϊκό δίκαιο ήταν έτοιμο για χρήση. Πάντως η αρχαία επεμβαίνει ελάχιστα πια, είναι άλλες οι ανάγκες της εποχής μας, θα τις δούμε.

Αλλά στην ελληνική περίπτωση υπάρχει ιδιαιτερότητα, έχει σπεύσει να υποστηρίξει ο Οδυσσέας Ελύτης: μπορεί και η λατινική να είναι ακόμη ζωντανή μέσα στη γαλλική, όμως η ελληνική έχει «ελάχιστες διαφορές» σε σχέση με την προ 2.500 ετών παραλλαγή της, ενώ η γαλλική έχει μεγάλες διαφορές από τη λατινική. Είναι όμως έτσι; Ο Γιώργος Σεφέρης στην αντίστοιχη ομιλία του το 1963 κατά την παραλαβή του δικού του Νόμπελ δεν ήταν της ίδιας γνώμης: «Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα» είχε πει (το πλήρες κείμενο εδώ).

Ο Σεφέρης υποστηρίζει τη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας, που δεν την αρνείται άλλωστε κανείς, αλλά δεν υποστηρίζει πως η σημερινή έχει «ελάχιστες διαφορές» με την αρχαία. Μιλά για «αλλοιώσεις», οι αλλοιώσεις είναι κάτι σοβαρό, δεν είναι μικροαλλαγές. Ο Ελύτης όχι μόνο δεν συμφωνεί με τον Σεφέρη αλλά λέει και κάτι επιπλέον: «Έφτασα να πιστεύω ακράδαντα ότι κι η πιο θολή κι η πιο φευγαλέα ξένη γλώσσα ύστερα από μια χιλιετηρίδα ζωής στην περιοχή αυτή θα ’βλεπε τη φύση της ν’ αλλάζει». Λέξεις και φθόγγοι να γίνονταν παραπλήσιοι προς τους ελληνικούς. (Ανοιχτά Χαρτιά, 1974, Εκδόσεις Αστερίας, σελ. 33). Αλλά προσθέτει «Δεν αξιολογώ τη στιγμή αυτή, διαπιστώνω· είναι κάτι πολύτιμο για μένα». Είναι απόλυτα ειλικρινής όταν αρνείται να αξιολογήσει, γιατί ξέρει πολύ καλά πως έχει συμβεί το αντίθετο: στην περιοχή αυτή η σλαβική, η αρωμούνικη, η τουρκική, η αλβανική έχουν ριζώσει για πάνω από 1.000 χρόνια – ακόμα και στα νησιά του Αιγαίου.

Όλες αυτές οι γλώσσες επηρεάστηκαν και επηρέασαν την ελληνική – όχι μόνο ανταλλάσσοντας λέξεις, όπως ξέρουμε όλοι, πολύ βαθύτερα. Να επισημάνω ότι στο έργο του Ελύτη (όσο το ξέρω) γλώσσα είναι οι φθόγγοι και οι λέξεις. Η φωνητική και το λεξιλόγιο, θα έλεγαν οι φιλόλογοι. Η δομή της γλώσσας, συντακτικό, σημασιολογία, γραμματική, δεν τον πολυενδιαφέρουν – είναι άλλωστε στοιχείο της μαγείας της ποίησής του ο χειρισμός αυτών των στοιχείων με ποιητικό και όχι γραμματικό τρόπο, ο υπερρεαλισμός τον είχε απελευθερώσει. Επιπλέον, όταν ο κόσμος όλος γεννιέται από τους φθόγγους («το μυστήριο της γέννησης των πραγμάτων μέσ’ απ’ το βάφτισμά τους στο αναγάλλιασμα εκείνο της ψυχής που είναι ο φθόγγος»), όταν ο κόσμος όλος είναι μες στα σπλάγχνα σου γραμμένος, προφανώς και η γραμματική υπακούει στις λέξεις και τους φθόγγους. Για τούτο και περιορίζει το επιχείρημά του για τις ελάχιστες διαφορές στις λέξεις για τα πιο αγαπημένα πράγματα και στις εμβληματικές ουρανός και θάλασσα.

Στη Γαλλία προφανώς δεν δικαιούνται να είναι περήφανοι γιατί το λατινικό mare για τη θάλασσα έχει γίνει mer στη γαλλική – αλλά πόσοι Ιταλοί, ποιητές ή κοινοί θνητοί αισθάνονται περήφανοι που λένε σήμερα mare, όπως ο Οβίδιος και ο Σενέκας στην τότε «χρονική ποικιλία» της γλώσσας τους; Οι δίγλωσσοι Έλληνες Βλάχοι (Αρμάνοι) πρέπει να νιώθουν διπλή περηφάνια επειδή λένε και «θάλασσα» και «μάρε»; Ή την περηφάνια για το «θάλασσα» την εξουδετερώνουν τα όσα έχουν υποστεί για το «μάρε», τη διγλωσσία τους δηλαδή; Ο αρβανίτης Παύλος Κουντουριώτης, ναύαρχος και πρόεδρος της Δημοκρατίας, πώς να ένιωθε άραγε που στο σπίτι του είχε μάθει να λέει τη θάλασσα «ντετ»;

Μήπως όμως ο ομότεχνος του Ελύτη και αρβανίτικης καταγωγής Νίκος Εγγνόπουλος ήξερε κάτι παραπάνω όταν έγραφε «Οδυσσέα Ελύτη, τι ζητάς; Εδώ δεν είναι παίξε γέλασε: εδώ είναι Μπαλκάνια»; Εδώ είναι Βαλκάνια και πρέπει να δούμε μήπως το τοπικό μας sprachbund, η Βαλκανική Γλωσσική Ενότητα, προσδιορίζει κάποια άλλη εγγύτητα πέρα από τη διαχρονική των ποικιλιών της ελληνικής γλώσσας στην οποία αναφερθήκαμε και βασανιζόμαστε να δούμε αν είναι μεγάλη ή μικρή η διαφορά τους. Και να εξετάσουμε μήπως αυτή η εγγύτητα κάνει τον Ελύτη να μιλάει και λίγο αλβανικά, τουρκικά, αρωμουνικά και σλαβικά χωρίς να το ξέρει – στο επόμενο κεφάλαιο.


Κεφάλαια

Ο Ελύτης και η γλώσσα (1)

Ο Ελύτης και η γλώσσα (2)

Ο Ελύτης και η γλώσσα (3)

Ο Ελύτης και η γλώσσα (4)

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ