Πολιτικη & Οικονομια

Ο Αλέξιος προδίδει τον Πανοκαμμένο

Μεσαιωνικό ανάγνωσμα με λησμονιές και χυλόπιτες

35183-103893.jpg
Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
medievalseduction3_1.jpg

Τω καιρώ εκείνω, επιδημία μυστήριος είχε πλήξει το Θέμα της Ελλάδος. Κάποιοι έλεγαν πως αιτία ήταν ένα νέφος, το είχαν δει και οι βιγλάτορες να καταφθάνει, το οποίο εκάλυψε από άκρη σε άκρη την χώραν. Και μαζί του έφερεν έναν άνεμο κολασμένο που εσφύριζε ανάμεσα στα βουνά λέξεις ανθρωπινές, όπως: «Εκλογέες εκλογέεεες!» ή «Καρέκλαα, καρέκλααα!».

Και όσοι τις άκουγαν, έχαναν παρευθύς το μνημονικό τους και λησμονούσαν τι είχαν πει ή πράξει μέχρι τότε. Ο Τσιριάκος ο αδερφός της Θεοδώρας, επί παραδείγματι, είχε ξεχάσει την θέση όπου είχε παλαιότερα δια το Μακεδονικόν και εσήκωνε αγριεμένος τα λάβαρα. Ποταμίσιοι τινές βουλευτές λησμονούσαν τις αρχές τις εκ του κυρ Σταύρου εκπορευόμενες και συντάσσονταν άλλοι με τον Τσιριάκον και άλλοι με τον Αλέξιον. Μα και η μάγκα του Πανοκαμμένου είχε πληγεί από ετούτη τη θεομηνία. Ο δε Τερέντιος Κουίκος ο μέγας ταξιδευτής είχε ξεχάσει την πίστη του μα και τους τεμενάδες όπου έκανε παλαιά στους δρουγγαρίους της χούντας. Και στα χάνια όπου κατέλυε, όταν έμπαινε δια να μπανιαριστεί, οι πανδοχείς τον άκουγαν να τραγουδά με ζέση πρωτόφαντη ύμνους εαμικούς.

Μα πιο βαριά από όλους, είχαν νοσήσει οι Συριζαίοι. Και είχαν ξεχάσει οι δυστυχείς το τακίμιόν τους με τον Πανοκαμμένο. Και όταν κάποιοι τους το θύμιζαν, εγούρλωναν παραξενεμένοι τα ομάτια. «Τι είναι αυτά που λέτε μωρέ;» αποκρίνονταν έμπλεοι οργής. «Πότε κάμναμε ημείς χωριόν με το ακροδεξιόν τούτο σκουπίδιον; Το καλόν που σας θέλω, μην παραχαράσσετε την ιστορία διότι η αλήθεια είναι μία: Αυτή που αποδέχεται ο κύρης μας, ο πολυθρύλητος Αλέξιος ο των φιλελέδων νικητής και των γραβατών αρνητής».

Μονάχα τον Πανοκαμμένο δεν είχε πλήξει η ασθένεια. Διότι τούτος είχε φάγει πολύν ψεκασμόν εις την κεφαλήν του όταν ήταν μικρός και είχεν αντισώματα. Και του είχε βγει πίκρα μεγάλη. Ένιωθε προδομένος από τον Αλέξιο, οίον είχεν αγαπήσει ειλικρινά και άδολα και του είχε χαρίσει ό,τι πολυτιμότερο είχε. Και συνέπεσε εκείνες τις ημέρες να εορτάζει εις άγιος των Λατίνων, ο λεγόμενος Βαλεντίνος, προστάτης των απανταχού ζευγαρωμένων. Και ο Πανοκαμμένος εκοίταζε τους εραστάς να ανταλλάσσουν αρκούδια και στριγκάκια και η καρδιά του ράγιζε.  

Και αναπολούσε τες όμορφες στιγμές της σχέσης του με τον Αλέξιο. Θυμόταν τότε που, αμούστακα παιδιά ακόμη, είχαν ανταμώσει τυχαία στην Νίσυρον και ο Αλέξιος τον είχε θεωρήσει μπούλην. Θυμόταν και τότε, στες περιφανείς νίκες του δεκαπέντε, που ο Αλέξιος κούρνιαζε τροπαιούχος στην ιδρωμένη αγκάλη του Πανοκαμμένου και ακολούθως του έδινε οφίκια και τον άφηνε να αλωνίζει και να κάμνει τα κουμάντα του με τα εξοπλιστικά των φουσάτων.  

Και ο δυστυχής Πανοκαμμένος έπνιγε τον καημόν του στα καπηλειά και έτρωγε τες λάκτες με τα καντάρια και τιτίβιζε μηνύματα ασύντακτα και καταριόταν τους αποστάτες της μάγκας του, που γενήκαν Συριζαίοι. Και καταριόταν και τον Αλέξιο, που τον έστυψε ωσάν τη λεμονόκουπα και μετά τον επέταξε. Και τραγουδούσε άσματα της καψούρας όπως «Απορώ αν αισθάνεσαι τύψεις» και «Ήμουνα μοναχοπαίδι, ήμουνα και υπουργός και 'χω γίνει ψυχοπαίδι και 'χω γίνει παραγιός». Και από τον πολύ τον νταλγκάν είχε και μιαν ενόραση. Είδε, λέει, τον Καραμανλή τον Μέγα Ερημίτη να καταφθάνει αγνός και αμόλυντος από τα μέρη της Ραφήνας, καβάλα σε άτι λευκό και να παίρνει κοινή συναινέσει τα ηνία της χώρας. Και άπαντες χάρηκαν τα μάλα όταν έμαθαν δια το προφητικό τούτο όραμα. Διότι μονάχα ο Καραμανλής μας έλειπε δια να συμπληρωθεί η ευτυχία μας.

Και έτσι κυλούσαν οι προεκλογικές ημέρες εις το Θέμα της Ελλάδος. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ