Πολιτικη & Οικονομια

Πώς η συμφωνία κυβέρνησης - Εκκλησίας είναι επιβλαβής για το δημόσιο συμφέρον

Νομικός εξηγεί τα κρίσιμα σημεία της εις βάρος των συμφερόντων του Δημοσίου, τα οποία μάλιστα ενδέχεται να επισύρουν σοβαρές ευθύνες

panagiotis_perakis_dikigoros_melos_ds_dsa.jpeg
Παναγιώτης Περάκης
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
4610940.jpg

Αντίθετα με τις εντυπώσεις που καλλιεργηθηκαν αρχικά, η συμφωνία που ανακοίνωσαν ο Πρωθυπουργος με τον Αρχιεπίσκοπο παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα νομιμότητας, αφού οι κρίσιμες προβλέψεις της πλήττουν ευθέως τα συμφέροντα του ελληνικού Δημοσίου. 

Το πρώτο ζήτημα έχει να κάνει με τις δύο ταυτόχρονες αναγνωρίσεις (ομολογίες, στη νομική γλώσσα) που γίνονται εκ μέρους του Δημοσίου. Αφενος ότι απέκτησε εκκλησιαστική περιουσία με αντάλλαγμα «που υπολειπόταν της πραγματικής της αξίας» και, αφετέρου, ότι η μισθοδοσία των κληρικών αποτελεί σήμερα νομική υποχρέωση του κράτους, αφού, σύμφωνα με το ανακοινωθέν, την έχει αναλάβει ως «αντάλλαγμα» για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε. Οι συνέπειες των παραπάνω δηλώσεων - ομολογιών, οι οποίες γίνονται εκ μέρους του ελληνικού Δημοσίου για πρώτη φορά, εξ όσων εγώ τουλάχιστον γνωρίζω, είναι πολύ σοβαρές, απολύτως εις βάρος των συμφερόντων του και οι δύο.

Για πρώτη φορά, το Δημόσιο παραχωρεί καθεστώς συνιδιοκτησίας σε ακίνητα που ως τώρα θεωρούσε ότι του ανήκουν

Το άλλο ζήτημα έχει να κάνει με το γεγονός ότι για πρώτη φορά, πάλι εξ όσων εγώ τουλάχιστον γνωρίζω, το Δημόσιο παραχωρεί καθεστώς συνιδιοκτησίας σε ακίνητα που ως τώρα θεωρούσε ότι του ανήκουν («αμφισβητούμενα» δεν είναι από το ίδιο αλλά από την Εκκλησία), τη στιγμή μάλιστα που επίκειται σύντομα, με το Κτηματολόγιο, η περιέλευσή τους και τυπικά στην ιδιοκτησία του. Η μοναδική φορά που επιχειρήθηκε να γίνει κάτι ανάλογο, σε πολύ μικρότερη βέβαια κλίμακα, και δεν ολοκληρώθηκε, ήταν στο σκάνδαλο του Βατοπαιδίου.

Είναι ασφαλώς αντιληπτή η ανάγκη δικαιολόγησης –νομικά και πολιτικά– της ανάληψης από το Δημόσιο, με νομικά δεσμευτικό τρόπο και εις το διηνεκές, του βάρους της μισθοδοσίας των κληρικών στο σημερινό του μέγεθος. Η ανάγκη όμως αυτή δεν μπορεί να φτάνει μέχρι τη συνομολόγηση ύπαρξης νομικών υποχρεώσεων που ποτέ μέχρι σήμερα το κράτος δεν είχε αποδεχτεί ότι υπέχει ούτε, τα δικαστήρια είχαν ποτέ διαγνώσει. Το ότι αυτή η συνομολόγηση μπορεί να βολεύει τους εμπνευστές της συμφωνίας δεν την καθιστά νόμιμη και δεν απαλλάσσει από τυχόν προσωπικές νομικές ευθύνες, ιδίως εκ των σχετιζομένων με την απιστία εις βάρος του δημοσίου διατάξεων.

Αυτά, πέρα από τα –σημαντικότερα ίσως– πολιτικά ζητήματα, τις προφανείς δηλαδή εκλογικές στοχεύσεις που δεν λογαριάζουν αρχές και διακηρύξεις, τις κουτοπόνηρες δήθεν μειώσεις του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων που ανοίγουν το δρόμο για χιλιάδες νέες προσλήψεις και τις δηλώσεις για «μακραίωνες παραδόσεις» μιας εμποτισμένης ανεξίτηλα πλέον στον εθνολαϊκισμό ελληνικής Αριστεράς, που παρ’ όλα αυτά συνεχίζει να παριστάνει πως ανήκει στην ευρωπαϊκή πρωτοπορία, τρομάρα της.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ