Πολιτικη & Οικονομια

Η Μπακογιάννη και τα κουραφέξαλα της Ιστορίας

Η απαίτηση από το θύμα της τρομοκρατίας να συμμεριστεί το αίτημά σου για διευκολύνσεις στον θύτη είναι παραλογισμός

59189009_2154225567959075_3788618135297327104_n.jpg
Κώστας Κυριακόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
349335-724813.jpg

Ένα από πιο μυστηριώδη γεγονότα της επικαιρότητας των τελευταίων ημερών ήταν η συγκέντρωση έξω από το σπίτι της Ντόρας Μπακογιάννη στη Γλυφάδα. Και είναι τέτοιο γιατί σηματοδοτεί κομβικές βλάβες της ελληνικής κοινωνίας.

Οι συγκεντρωμένοι απαίτησαν, φωνάζοντας συνθήματα και πετώντας φέιγ βολάν, να λάβουν άδειες από τις φυλακές ο Δ. Κουφοντίνας και ο Κ. Γουρνάς. Καταδικασμένος ο πρώτος για τη συμμετοχή και τη δράση του στη «17 Νοέμβρη», και ο δεύτερος για τους ίδιους λόγους στην οργάνωση «Επαναστατικός Αγώνας». Ο διάλογος για το τι έχει κάνει, για το τι έχει καταδικαστεί ο καθένας και για το τι έχει ειπωθεί στις ακροαματικές διαδικασίες στις δίκες τους δεν είναι του παρόντος.

Η συγκέντρωση έξω από το σπίτι της Ντ. Μπακογιάννη έγινε στις 6 Απριλίου 2017. Μια ομάδα ανθρώπων, κατά κύριο λόγο νέων, αποφάσισε να τυπώσει φέιγ βολάν και, σκορπώντας τα έξω από το σπίτι της χήρας του θύματος της «17Ν», να διεκδικήσει το αίτημα να λάβει άδεια από τη φυλακή ένας εκ των ανθρώπων που έχει καταδικαστεί και για τη δολοφονία του Π. Μπακογιάννη.

Από τη στιγμή που το ευεργέτημα των αδειών αφορά και σε άλλους που έχουν διαπράξει δολοφονίες, ένα τέτοιο αίτημα έχει κάθε δικαίωμα να μπει στο τραπέζι, όχι με προαποφασισμένη την ικανοποίησή του αλλά πληροί όλες τις προϋποθέσεις για να συζητηθεί στα όρια των ανοχών και των περιορισμών της αστικής δημοκρατίας στις δυτικές κοινωνίες. Ή ακόμα και στο πλαίσιο διαλόγου μιας κινηματικής λογικής υπέρ των δικαιωμάτων των κρατουμένων. Ας πάμε, όμως, λίγο πίσω στο χρόνο.

«Εκείνο το πρωινό, στις 26 Σεπτεμβρίου 1989, από το αυτοκίνητο του Μπακογιάννη κατέβηκε πρώτα η κοπέλα, φορούσε ένα κόκκινο πουλόβερ. Πίσω της, μερικά βήματα, προχωρούσε ο Μπακογιάννης. Ο οδηγός αυτή τη φορά δεν περίμενε καθόλου. Έστριψε βιαστικός με το αυτοκίνητο αριστερά στην Ομήρου» γράφει στο πρώτο του βιβλίο ο Δ. Κουφοντίνας, περιγράφοντας την επίθεση κατά του Παύλου Μπακογιάννη.

«Ο θυρωρός γνώριζε την κοπέλα. Δεν τη σταμάτησε όπως έκανε με όλους όσοι έμπαιναν. Οι δύο της 17Ν ακολούθησαν ολόκληρο σχέδιο: Ντυμένοι με κοστούμια, κρατώντας ένα μεγάλο φάκελο, μπήκαν στην είσοδο της διπλανής πολυκατοικίας, την ώρα ακριβώς που σταματούσε το αυτοκίνητο του Μπακογιάννη στη γωνία. Ο θυρωρός σε πλήρη επιφυλακή, τους ακολούθησε μέχρι τη διπλανή είσοδο, πήγε να τους ακολουθήσει μέσα, μετά είδε την κοπέλα και τον Μπακογιάννη, σταμάτησε, τους χαιρέτησε, εξυπηρετικός. Την ώρα που έμπαινε βιαστικός ο Μπακογιάννης στην πολυκατοικία του γραφείου, οι δύο τον ακολούθησαν γρήγορα. Η κοπέλα είχε ανοίξει την πόρτα του ασανσέρ στον Μπακογιάννη, του χαμογελούσε. Ο κ Μπακογιάννης; Γύρισε, καταπρόσωπο, ενοχλημένος. Η κοπέλα έμεινε ακίνητη. Ύστερα άφησε την πόρτα του ασανσέρ να κλείσει». Αυτά με τη λογοτεχνίζουσα προσέγγιση στη δολοφονία Μπακογιάννη, διαβάζοντάς τα τώρα που θεωρητικά θα έπρεπε να έχει κλείσει πολλά χρόνια η συζήτηση περί «εκτέλεσης ή δολοφονίας».

Όμως, στο φαντασιακό ενός τμήματος της ελληνικής κοινωνίας φαίνεται πως υπάρχει ακόμα κάτι αδιόρατα ηρωικό απέναντι στο φαινόμενο της συγκεκριμένης τρομοκρατίας. Τι είδους κίνητρο μπορεί να βρίσκεται πίσω μια τέτοια συγκέντρωση; Το να απαιτήσεις τα δικαιώματα ενός κρατουμένου είναι αυτονόητο όταν το επιτρέπουν οι συνολικότερες συνθήκες. Όμως, να απαιτήσεις από το θύμα της τρομοκρατίας να συμμεριστεί το αίτημά σου για διευκολύνσεις στον θύτη είναι παραλογισμός στα όρια της διαστροφής βάσει της κοινής λογικής. Ούτε επίκληση υψηλών ανθρωπιστικών ιδεωδών είναι ούτε και κίνηση άμεσης πολιτικής δράσης, καθώς το θύμα δεν βρίσκεται πλέον σε θέση εξουσίας από την οποία μπορεί να λάβει ή να επηρεάσει τη λήψη αποφάσεων που αφορούν στο αίτημα. Μόνο ως ιδιότυπος πολιτικός λόγος προς ένα περίκλειστο ακροατήριο που έχει ξεπεράσει τον όποιον συμβατικό ηθικό φραγμό περί πένθους και απώλειας στο πλαίσιο έστω και ενός ψευδοσυναισθηματισμού.

Οι διαδικασίες που ορίζουν την ατζέντα της καθημερινότητας είναι εξαιρετικά πολύπλοκες στη δομή αλλά και στην παρακολούθησή τους. Και οι θεωρίες της πολιτικής επιστήμης πάμπολλες. Στο ερώτημα «γιατί τέθηκε ένα τέτοιο θέμα στην ατζέντα εκείνης της ημέρας», μία από τις θεωρίες αυτές δίνει την εξής απάντηση: «Γιατί μπόρεσε». Δηλαδή, του το επέτρεψαν οι συνθήκες, το μετέτρεψαν από απεχθές και ανήθικο σε κοινωνιολογικά εξηγήσιμο και αδιόρατα αποδεκτό. Οι κοινωνίες ανέχονται κάτι για τον απλό λόγο ότι λειτουργεί ως απάντηση σε κάτι άλλο. Και ας μην είναι σε θέση να γνωρίζουν την ερώτηση. Και όλο αυτό δεν είναι άμοιρο από το γενικότερο κλίμα της συναισθηματικής εκδοχής της λειτουργίας των ομάδων και των υποομάδων, ανεξάρτητα από το επίπεδο σχέσης τους με τους μηχανισμούς που παράγουν εξουσία. Όταν διάφορες μορφές βίας εμφανίζονται ή και συστήνονται ως εκδοχές ενός νομιμοποιημένου ριζοσπαστισμού, ούτε λίγο ούτε πολύ ως καθήκον στην όποια «ιστορική αποστολή» εκτιμά ο καθένας ότι υπηρετεί, διάφοροι μικροαστισμοί περί σεβασμού της μνήμης και άλλοι, μοιάζουν με κουραφέξαλα της Ιστορίας...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ