Πολιτικη & Οικονομια

My so-called life (Στην Αθήνα)

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 285
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
2560-7228.jpg

Δανείζομαι τον τίτλο από αμερικανική τηλεοπτική σειρά: οι παρακάτω σκηνές από τη my so-called life ίσως τον μεταφράσουν.

• 19 Δεκεμβρίου 2009, 12.30 μ.μ., κεντρικό κατάστημα της ΔΕΗ: Στην οδό Αριστείδου συνωστίζεται πλήθος που παρακωλύει την κυκλοφορία οχημάτων. «Τι συμβαίνει;» ρωτώ. «Απεργία;» Η πρώτη μου σκέψη είναι ότι οι υπάλληλοι της ΔΕΗ κήρυξαν απεργία: έτσι κι αλλιώς, στην Ελλάδα δεν κλιμακώνουμε τις μεθόδους διεκδίκησης των δικαιωμάτων μας· δεν ξέρουμε πώς, δεν ξέρουμε γιατί. Η απεργία φαίνεται η πρώτη και τελευταία αντίδραση, εκτός αν μετρήσει κανείς τους τραμπουκισμούς που συνήθως έπονται της απεργίας (οι απεργοί αναδεικνύονται σε ήρωες, οι απεργοσπάστες προπηλακίζονται ως κατάπτυστα τσιράκια της εργοδοσίας: άλλη συζήτηση αυτή... προσφάτως, συζητούσα με φίλο μου, επίσης κινηματογραφόφιλο, την αξία της ταινίας του Ρίτσαρντ Ατένμπορο “The Angry Silence” γύρω από το δικαίωμα της απεργίας και της μη-απεργίας). Αλλά όχι, αυτοί οι συλλογισμοί είναι άκαιροι, δεν πρόκειται για απεργία, πρόκειται για ουρά πολιτών που περιμένουν να εξοφλήσουν λογαριασμούς.

Έρχονται από την Κυψέλη, από τα Ιλίσια... μερικοί διασχίζουν όλη την Αττική, με αφετηρία το Καματερό, το Ζεφύρι: πολλά πρακτορεία της ΔΕΗ έχουν κλείσει· οι τράπεζες εισπράττουν προμήθεια ενός ευρώ ή και παραπάνω. Για να εξοικονομήσουν αυτό το ευρώ, οι άνθρωποι στέκονται τρεις ώρες στην ουρά. Μπαίνω στο γραφείο διότι δεν έχω έρθει για εξόφληση λογαριασμού, έχω έρθει για κάτι άλλο: παίρνω αριθμό προτεραιότητας 234 και περιμένω σε μια αίθουσα χωρίς παράθυρα. Με καταλαμβάνει αίσθημα ματαιότητας: δεν θα προλάβω... Οι υπάλληλοι περνούν οκτώ ώρες την ημέρα σ’ εκείνη την κακοφωτισμένη αίθουσα. Όταν, για καλή μου τύχη, έρχεται η σειρά μου εξαιτίας της απουσίας πολλών που προηγούνταν (ο κόσμος φεύγει αγανακτισμένος, έχει κι άλλες δουλειές, δεν μπορεί να περιμένει...), η υπάλληλος μου λέει: «Ντρέπομαι που δουλεύω εδώ πέρα...». «Κι εγώ ντρέπομαι που ζω εδώ πέρα», θέλω να της απαντήσω, αλλά η καλή κυρία δεν έχει ανάγκη από συμφωνία, έχει ανάγκη από παρηγοριά.

• 19 Δεκεμβρίου 2009, 11 μ.μ., πλατεία Εξαρχείων: Έξω από το παλιό μου σπίτι, σ’ ένα βουνό σκουπίδια, δυο τύποι κατουρούν συγχρονισμένοι. Αποστρέφω το βλέμμα, αλλά αυτό το καινούργιο βλέμμα διασταυρώνεται με κάποιου άλλου ο οποίος μου ζητάει λεφτά. Δεν είναι η πρώτη φορά· εννοείται: όμως, σ’ αυτή την περίσταση, ο επαίτης με σπρώχνει και με βρίζει φτύνοντας, ευτυχώς, στο χώμα (όχι πάνω μου). Για να τον αποφύγω, μπαίνω σ’ ένα μαγαζί που επισκευάζει εκτυπωτές, αλλά με παίρνει στο κατόπι και με αποκαλεί «άθλιο υποκείμενο» επειδή αρνούμαι να του δώσω τα λεφτά. Προσθέτω εδώ ότι στη διαδρομή από την Πατησίων στην πλατεία Εξαρχείων συνάντησα έξι επαίτες, εκ των οποίων ο ένας, δηλαδή η μία, ήταν νέα γυναίκα με μωρό. Υπάρχει νόμος για την έκθεση βρεφών σε κίνδυνο. Υπάρχει νόμος και για την επαιτεία. Αυτοί οι νόμοι δεν εφαρμόζονται. Ούτε οι υπόλοιποι νόμοι εφαρμόζονται.

• 20 Δεκεμβρίου 2009, 10.30 μ.μ., περιοχή Χίλτον: Ανάβω τα alarm για να παρκάρω. Σημειώνω ότι είμαι καλύτερος παρκαδόρος κι από τον Νιλ Κάσαντι: βρίσκω θέση πάρκινγκ πάντα και παντού και δεν παραπονιέμαι ποτέ. Ωστόσο, ώσπου να κάνω τον ελιγμό, δηλαδή μέσα σε είκοσι ή τριάντα δευτερόλεπτα, η κοπέλα με τα πλατινέ μαλλιά που οδηγεί το αυτοκίνητο πίσω από το δικό μου προλαβαίνει να βγάλει το κεφάλι της από το παράθυρο και να ουρλιάξει: «Άντε, ξεκούνα, ρε μαλάκω, γαμώ τ’ αρχίδια μου!». Επισημαίνω εντυπωσιακή πυκνότητα υβρεολογίου, παρκάρω και κάνω τη χαζή. Όταν φτάνω στο σπίτι σκέφτομαι το γνωστό ανέκδοτο όπου ο τύπος, μαζεύοντας τα εντόσθιά του από την άσφαλτο, μουρμουρίζει: «Ευτυχώς που δεν πάθαμε τίποτα...».

• 21 Δεκεμβρίου 2009, 1.30 μ.μ., σε πολυκατάστημα: Πλησιάζω την πωλήτρια στα είδη μικροεπίπλων και τη ρωτώ «Έχετε θήκες για CD;». «Δηλαδή» μου απαντάει –με ερώτηση– «κάτι σαν σιντοθήκη;». Καλά κάνω και αγοράζω ό,τι χρειάζομαι από το ίντερνετ.

• 23 Δεκεμβρίου 2009, 8.30 μ.μ., οδός Πατησίων: Ο δρόμος κλείνει με τις γνωστές κορδέλες της αστυνομίας. «Τι συμβαίνει;» ρωτώ όπως συνήθως. «Πορεία!» μου απαντάει ένας περαστικός. «Συλλαλητήριο!» Μα, σκέφτομαι, ποιο είναι το νόημα των συλλαλητηρίων όταν γίνονται κάθε μέρα; Ποιος ευθύνεται γι’ αυτόν τον εξευτελισμό των εργατικών αγώνων; Ποιος οργανώνει συλλαλητήριο την προπαραμονή των Χριστουγέννων; Δεν μπορεί λοιπόν ο «εργάτης» να χαρεί λιγουλάκι μια βόλτα στην πόλη, ένα φιλί, ένα κομμάτι τούρτα; Θα το ξαναπώ: το ΚΚΕ και όσα κόμματα και σχηματισμοί επηρεάζονται απ’ αυτό είναι τα πουλιά της δυστυχίας. Η επανάσταση είναι αλλιώς: τη δυσφημούν και την κακοποιούν οι συνδικαλιστές.

• 23 Δεκεμβρίου, 9.30 μ.μ., οδός Πατησίων: Οι μικροπωλητές που έχουν καταλάβει τα πεζοδρόμια μαζεύουν την πραμάτεια τους για να φύγουν. Σκέφτομαι το “Eleanor Rigby” των Beatles: πού πάνε το βράδυ οι λαθρομετανάστες που στο φως της ημέρας πουλάνε μπιχλιμπίδια ενώ η αστυνομία σουλατσάρει μπροστά τους; Τι θα γίνει με αυτούς τους ανθρώπους που φαίνονται ειρηνικοί και πρόθυμοι να εργαστούν; Τι θα τους συμβεί, λόγου χάρη, αν αρρωστήσουν; Κι από πού προέρχονται τα είδη που πουλάνε; Τι είδους μικρή παραοικονομία ανθίζει δίπλα στη μεγάλη παραοικονομία; Kαι τι θα γίνει με όλους εκείνους που καθαρίζουν τζάμια αυτοκινήτων στα κόκκινα φανάρια, χαμογελώντας πικρά; Τι χώρα είναι αυτή; Τι ζωή είναι αυτή σε τούτη τη χώρα; 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ