Πολιτικη & Οικονομια

Αn affair with the city

Ανησυχαστικές συνάφειες

114916-649337.jpg
Κατερίνα Βιρβιδάκη
ΤΕΥΧΟΣ 365
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
16954-37502.jpg

Το φάντασμα μιας θνήσκουσας Αθήνας έχει στοιχειώσει τη σκέψη μου. Η σκέψη μου έχει καταληφθεί από το φάντασμα της πόλης. Ο μόνος τρόπος ν’ απαλλαγεί από αυτή την καταληψία είναι να ξεδιπλωθεί ως κείμενο. Το κείμενο αυτό πυροδοτεί η ανάγκη μου για ένα είδος εξομολόγησης: κάθε φορά που επιστρέφω από το εξωτερικό όπου σπουδάζω, ενώ τρομάζω με την ένταση, την ορμητικότητα και την επιμονή με την οποία η Αθήνα φαίνεται να εκφράζει το κοινωνικό της πάθος, την ίδια στιγμή παρατηρώ τον εαυτό μου να παρατηρεί αυτό το πάθος σαν θέαμα. Το βλέμμα μου δηλαδή παλινδρομεί ανάμεσα στην ηθική και την αισθητική του δυναμική.

Κι ενώ θα περίμενε κανείς πως η αισθητική θεώρηση της δημόσιας ζωής της πόλης θα πήγαζε απλά από μια παγερή απόσταση από το κοινωνικό της πάθος, η απόσταση αυτή φαίνεται να τροφοδοτείται παραδόξως μέσα μου από μια αίσθηση αβυσσαλέας οικειότητας με την αγανάκτηση του αθηναϊκού πλήθους. Και αναρωτιέμαι: είναι πράγματι η αγανάκτηση ένας κώδικας διαμεσολάβησης ανάμεσα στην ατομική μας οργή και το δημόσιο χώρο ή είναι απλά μια αντανάκλαση της ατομικής μας οργής που καταλύει την αυτονομία του δημόσιου χώρου; Η αναρώτησή μου αυτή προήλθε αρχικά από τη μελέτη του Richard Sennett στο βιβλίο του Η τυραννία της Οικειότητας - Ο Δημόσιος και ο Ιδιωτικός Χώρος στον Δυτικό Πολιτισμό (μτφ. Μέρτικας Γ.Ν., εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1999), στο οποίο ο συγγραφέας υποστηρίζει πως στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες γίνεται όλο και πιο δυσχερής η διάκριση της δημόσιας από την ιδιωτική σφαίρα, αφού η δημόσια σφαίρα δεν αποτελεί πια αγορά αλλά εξαντλείται τελικά σε μια «αγοραία ανταλλαγή εκμυστηρεύσεων».

Ποια θα μπορούσε να είναι λοιπόν σήμερα η σημασία μιας λαϊκής εξέγερσης; Όταν η θεσμοθετημένη πολιτική δραστηριότητα εξαντλείται στο να περιστρέφεται μηχανικά είτε γύρω από μια κυνική, δάνεια λογική αποτελεσματικότητας είτε γύρω από ένα λαϊκίστικο τακτικισμό, ποιος θα μπορούσε άραγε να είναι ο διορθωτικός ρόλος του μαινόμενου πλήθους έξω από τη Βουλή; Πρόκειται πράγματι για μια γνήσια πολιτική παρέμβαση ή για ένα ανώδυνο παραλήρημα;

Το ελάχιστο προαπαιτούμενο για να μπορεί μια πολιτική παρέμβαση να είναι παραγωγική, θα ήταν η συμφωνία ως προς τους όρους υπό τους οποίους τίθεται ένα πρόβλημα. Μια τέτοια συμφωνία, στην προκειμένη περίπτωση, φαίνεται αδύνατη για έναν πραγματικό και ένα θεσμικό λόγο.

Πραγματικό λόγο αποτελεί το ότι η διαφωνία πάνω στους όρους της συζήτησης συνιστά το ίδιο το πρόβλημα: ενώ κάθε αίτημα των αγανακτισμένων πολιτών εκκινεί και διέπεται από την ανάγκη απόδοσης δικαιοσύνης (δικαιότερα μέτρα - απόδοση ευθυνών), οι πολιτικοί αντιμετωπίζουν το αίτημα αυτό μόνο ως έναν από τους επιμέρους παράγοντες που πρέπει να συνυπολογίσουν. Ίσως αυτή η ασυμβατότητα να αποδίδει κοινότοπα την ίδια τη φύση της απόστασης ανάμεσα στο ζητούμενο της ύπαρξης μιας κρατικής πολιτικής και το ζητούμενο της ελεύθερης κοινωνικής έκφρασης. Ωστόσο η αλήθεια που εμπεριέχει, πραγματώνεται ιστορικά με μια κραυγαλέα οξύτητα σήμερα, αυτή τη στιγμή, τώρα. Η εκ πρώτης όψεως κοινοτοπία της θεωρητικής αυτής διαπίστωσης αίρεται από την καίρια επιτακτικότητα του προβλήματος το οποίο αυτή η κοινοτοπία γεννά.

Ο θεσμικός λόγος, αφετέρου, που αποκλείει την επικοινωνία μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής ζωής, αφορά αυτήν κάθε αυτήν την ισχύ της έννομης τάξης. Αν η αγανάκτηση των πολιτών φαίνεται να χάνει την πραγματική δυνατότητα παρέμβασης, διατηρεί ωστόσο τη συμβολική δύναμη να σημάνει την απαξίωση πολιτικών συμπεριφορών (καιροσκοπισμός, κομματική πειθαρχία) και δομικών στοιχείων του πολιτικού συστήματος (κομματικό σύστημα - βουλευτική ασυλία). Ωστόσο, η δύναμη αυτή θα ήταν ισχυρή στο βαθμό που θα στερούσε de facto τη δημοκρατική νομιμοποίηση των αποφάσεων. Το ενδεχόμενο αυτό όμως προσκρούει στο τείχος της τυπικής νομιμότητας.

Όμως σήμερα στην Αθήνα δεν συγκρούεται, απλά, ο λαός με τους πολιτικούς: δοκιμάζεται η πίστη στην αξία του δημοκρατικού πολιτεύματος γιατί συγκρούεται με την πίστη στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια της οποίας υποτίθεται αποτελεί τον εγγυητή της.

 

Όταν διακυβεύεται η ζωή και η αξιοπρέπεια έστω και ενός πολίτη, ποιον υπηρετεί η μονομερής και αποσπασματική ενεργοποίηση, από την κυβέρνηση, συνταγματικών διατάξεων άμεσης δημοκρατίας; Όταν μια αρχή όπως η ανθρώπινη αξία, που αποτελεί το θεμέλιο ερμηνείας κάθε πράξης ή απόφασης με κοινωνική εμβέλεια, διακυβεύεται από την τυπική ισχύ του πολιτεύματος, το οποίο ισχυρίζεται ότι την προάγει, τότε απαιτείται μια πιο συστηματική αναμέτρηση με το περιεχόμενο του συντάγματος, αυξάνεται εκθετικά όμως και η πολιτική ευθύνη κάθε μέλους της κοινωνίας η οποία υφίσταται και δημιουργεί αυτό το διακύβευμα. Η χρεοκοπία της θεωρητικής ενατένισης του προβλήματος, η αδυναμία δηλαδή να δοθούν περαιτέρω θεωρητικοί λόγοι για να ερμηνευθεί το κενό επικοινωνίας μεταξύ πολιτών και πολιτικών, αποτελεί πια ένα όριο, ένα τέλος, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί τη συνθήκη και δίνει την καθοριστική ώθηση για αναζήτηση νέων μορφών γόνιμης πολιτικής δράσης.

Τότε είναι ακριβώς που το ζήτημα του επαναπροσδιορισμού της λειτουργίας του δημόσιου χώρου αποκτά την κρισιμότητά του. Πράγματι, όταν το διακύβευμα είναι η αξιοπρέπεια του πολίτη, μπορεί κανείς να αρκείται απλά στο κριτήριο της αυθεντικότητας της έκφρασης (αγανάκτηση, οργή); Η αγανάκτηση, ακόμα και ως αυθεντική έκφραση ενός αισθήματος αδίκου, μπορεί να έχει κοινωνική σημασία –ως πράξη μέσα στο δημόσιο χώρο– αν δεν συνοδεύεται από τη διάθεση και την προοπτική μετάδοσης ενός νοήματος πέραν του εαυτού της; Μήπως αποτελεί μόνο την προβολή ενός συλλογικού ναρκισσισμού που διαδηλώνει την ηθικολογία του, αρνούμενος να αναγνωρίσει τα όριά του; Μήπως πρόκειται περισσότερο για ψυχολογική φαντασίωση αυτοδικαίωσης παρά για παρέμβαση; Ακόμα χειρότερα, μήπως ως αντανάκλαση του πολιτικού μας συστήματος συμπαρασύρεται στη χρεοκοπία του;

Ο Richard Sennett περιγράφει το σύμπτωμα αυτό ως «οικεία θεώρηση της κοινωνίας και της πολιτικής», μιας αντιμετώπισης του δημόσιου χώρου «υπό το πρίσμα ιδιωτικών παραγόντων». Μιας στάσης απέναντι στο δημόσιο χώρο που επιδιώκει μόνο «ψυχολογικές ανταμοιβές» και όχι μια αναμέτρηση με το ανοίκειο συναίσθημα που μας προσφέρει η αναγνώριση των ορίων μας. Όπως γράφει ο Sennett «έχει επέλθει μια σύγχυση μεταξύ δημόσιας και οικείας ζωής: οι άνθρωποι πραγματεύονται δημόσια ζητήματα σύμφωνα με προσωπικά αισθήματα ενώ τα ζητήματα αυτά αντιμετωπίζονται κατάλληλα διαμέσου κωδίκων απρόσωπου νοήματος». Η στάση των αγανακτισμένων πηγάζει από αυτή τη σύγχυση και παράγει έναν εφησυχασμό.

Βέβαια όσο κι αν ο ελληνικός δημόσιος χώρος αποτελεί απλά ένα συνονθύλευμα διάσπαρτων απογοητεύσεων, αυτός δεν θα ενεργοποιηθεί μόνο με την επικράτηση «κωδίκων απρόσωπου νοήματος», όπως επισημαίνει ο Sennett. Η αναγνώριση ενός ορίου, ενός περιγράμματος έστω στη σκέψη μας, δεν σημαίνει απαραίτητα την ανεξέταστη υιοθέτηση εξωγενών ορθολογικών κριτηρίων καθορισμού της συνύπαρξής μας. Θα έλεγα ότι σημαίνει καταρχήν την ανάκτηση μιας επίγνωσης, μιας γρηγορούσας ματιάς απέναντι στην πόλη αλλά και μέσα σ’ αυτήν. Σημαίνει τη δυνατότητα μιας νέας ανάγνωσης του παρελθόντος που είναι το παρελθόν της πόλης, της πλατείας, της γειτονιάς, του πανεπιστημίου, η οσμή κάθε κτιρίου. Σημαίνει την επανερμηνεία του παρελθόντος ως ζώσα και ενεργή προοπτική του παρόντος. Κι ενώ η πλατεία Συντάγματος αδειάζει από αγανακτισμένους, νέες, φαινομενικά μόνο φυγόκεντρες, δυνάμεις ενδυναμώνουν τον πυρήνα μιας συνύπαρξης στην πόλη.

Έτσι, είναι αυτή ακριβώς η γρηγορούσα ματιά που μπορεί να επιτρέπει στον καθένα μας να δει το παρελθόν του και τη σχέση του με την πόλη ως έναν ερεθισμό, ως μια διέγερση ενός νέου τρόπου σκέψης που θα έχει ως θεμέλιό του τη δυνατότητα ανταπόκρισης σε μια παρελθούσα εμπειρία.

Η ξενότητα που νιώθουμε απέναντι στην Αθήνα εμείς που επιστρέφουμε θα μπορούσε να αποτελέσει η ίδια τη συνθήκη εκείνη που θα ενεργοποιήσει αυτή τη δυνατότητα ανταπόκρισης και θα προκαλέσει την καίρια σύγχυση που θα μας κάνει να επανανοηματοδοτήσουμε την πόλη, να ανακαλύψουμε την πολυμορφία και την πολυσημία της. Προτείνω την ξενότητα που νιώθουμε απέναντι στην πόλη να τη δούμε ως μέρος μιας δυναμικής απο-οικείωσής της και όχι ως οριστικό τέλος. Προτείνω αντί της αγανάκτησης, την επανάκτηση της πόλης. Και όχι μόνο αυτό. Είναι πια καιρός να απαλλαγούμε από ένα νεκρό και οικείο δέος απέναντι σε μια ετοιμοπαράδοτη παράδοση και να επιχειρήσουμε ζωντανές και ανησυχαστικές συνάφειες με ό,τι νομίζουμε ότι έχει απολεσθεί.

*Η Κατερίνα Βιρβιδάκη είναι υποψήφια Διδάκτωρ Film Studies στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, απόφοιτος Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τακτική συνεργάτης στο περιοδικό COGITO

ninazev@gmail.com

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ