Μάτι, η μέρα που δεν τελείωσε ποτέ: 7 χρόνια μετά, 5 κορίτσια αφηγούνται τι έζησαν
Μάτι, η μέρα που δεν τελείωσε ποτέ: 7 χρόνια μετά, 5 κορίτσια αφηγούνται τι έζησαν
Ελλαδα

Μάτι, η μέρα που δεν τελείωσε ποτέ: 7 χρόνια μετά, 5 κορίτσια αφηγούνται τι έζησαν

Τι δεν θα ξεχάσουν, τι τις κρατά ακόμα όρθιες, πώς ενηλικιώθηκαν μέσα στις φλόγες
34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
25’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Μάτι: Πέντε νέες γυναίκες περιγράφουν τη φρίκη της φονικής πυρκαγιάς, την απώλεια, τα παράπονα, τη μάχη για δικαιοσύνη

Έχουν περάσει επτά χρόνια από τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι. Αν ρωτήσεις σήμερα κάποιον τι φταίει, το πιθανότερο είναι να ακούσεις για την αυθαίρετη δόμηση ή ότι οι Ματιώτες είχαν κλείσει τις διόδους προς τη θάλασσα. Δεν είναι αλήθεια. Όπως θα σου πουν οι ίδιοι, το μόνο που χρειάζεται είναι να ανοίξεις ένα Google maps.

Τα εξηγεί ωραία στο βιβλίο της «Μάτι - 23 Ιουλίου 2018» η Μαρίνα Καρύδα – ένα συγκλονιστικό μνημείο νεκρών και ζωντανών, που, σαν έναν ελάχιστο φόρο τιμής, αλλά και για να μάθουμε όσα συνέβησαν εκείνη την ημέρα, τις αμέτρητες ανθρώπινες ιστορίες και τις εγκληματικές κρατικές αμέλειες, οφείλουμε να διαβάσουμε όλοι. Η αλήθεια, λοιπόν, είναι, ότι κάθε δεύτερο σπίτι, από τα παραλιακά οικόπεδα που χτίστηκαν στο Μάτι, έπρεπε να αφήνει ένα δρομάκι 2,5 μέτρων προς τη θάλασσα – συνολικά 25 δίοδοι σε ένα παραλιακό μέτωπο μόλις 2 χιλιομέτρων. Η ρυμοτομία στο Μάτι είναι σαν μπακλαβάς, με δύο δρόμους παράλληλους με τη Λ. Μαραθώνος και όλους τους κάθετους να καταλήγουν στον παραλιακό δρόμο. Το Μάτι έχει δρόμους, αλλά δεν έχει παραλίες – έχει γκρεμούς 5-15 μέτρων και σε σημεία μονοπάτια ή τσιμεντένια σκαλάκια που έχουν φτιάξει οι ίδιοι οι κάτοικοι για να μπορούν να κάνουν μπάνιο σε μια θάλασσα βαθιά με βράχους και ξέρες. Μοναδική πρόσβαση για κολύμπι, στα μισά περίπου της διαδρομής, το Κόκκινο Λιμανάκι, όπου κατέφυγαν κατεβαίνοντας τα σκαλιά όσοι πρόλαβαν περνώντας μέσα από φλεγόμενα πεύκα.

Η αλήθεια είναι ότι στις 23 Ιουλίου 2018 οι άνθρωποι στο Μάτι έμειναν μόνοι. Οι φλόγες έφτασαν στην αυλή τους απροειδοποίητα. Στο δικαστήριο αποδείχθηκε πως υπήρχε κρίσιμος χρόνος στον οποίο οι αρχές μπορούσαν να δράσουν. Να ειδοποιηθούν ώστε να μην καούν ζωντανοί. Να επιχειρήσουν εναέρια μέσα. Να οδηγηθούν με ασφάλεια στις εξόδους. Τίποτα δεν έγινε. Ή, μάλλον, έγιναν τα πάντα τραγικά λάθος. Η Αστυνομία έκανε εκτροπή στα διερχόμενα από τη Μαραθώνος αυτοκίνητα στο Μάτι, στέλνοντας ανθρώπους που απλώς έτυχε να περνούν από εκεί στον θάνατο, εγκλωβίζοντας και όσους ήταν μέσα και προσπαθούσαν να φύγουν, δημιουργώντας μποτιλιάρισμα και πανικό – οι εικόνες με τα καμένα ακινητοποιημένα αυτοκίνητα. Πολλοί βρήκαν τραγικό θάνατο λίγα μέτρα έξω από την αυλή τους. Μέσα σε λίγες ώρες κάηκαν 120 άνθρωποι, αν λάβουμε υπόψη και τους 16 αταυτοποίητους που είναι στον ομαδικό τάφο στη Νέα Μάκρη. Από αυτούς 9 άνθρωποι πνίγηκαν δίπλα στο λιμάνι της Ραφήνας, το Λιμενικό δεν εμφανίστηκε ποτέ όλες αυτές τις ώρες που ήταν στο νερό, ενώ κάποιοι υπέκυψαν στη συνέχεια από τα εγκαύματά τους. Όσο για τους 58 εγκαυματίες που επέζησαν, είχαν να παλέψουν όλα αυτά τα χρόνια με τον πιο δύσκολο και επώδυνο τραυματισμό.

Όσοι τα έζησαν αυτά, όσοι επιβίωσαν μέσα από αυτή την κόλαση της φωτιάς και είδαν όλο αυτό το κακό να συμβαίνει μπροστά στα μάτια τους και στα αγαπημένα τους πρόσωπα, στην οικογένειά τους, στους φίλους και τους γείτονές τους, δεν θα είναι ποτέ ξανά οι ίδιοι. Ανάμεσά τους πέντε νέα κορίτσια – τότε στα 17, στα 18, στα 21. Ενηλικιώθηκαν βίαια. Μέσα σε μια μέρα, έμαθαν τι σημαίνει απώλεια, τι σημαίνει τρόμος, τι σημαίνει να κουβαλάς τύψεις που σώθηκες. Στην απόλυτη ανεμελιά ενός καλοκαιρινού μεσημεριού ο κόσμος τους έγινε στάχτη – και έπρεπε να επιβιώσουν, να παρηγορήσουν, να μην ξεχάσουν, να σταθούν όρθιες.

Σήμερα, επτά χρόνια μετά, μας μιλούν για εκείνη τη μέρα που δεν τελείωσε ποτέ. Για τις πληγές που δεν φαίνονται. Για την αγωνία τους στο δικαστήριο, για την ελπίδα που ήρθε από έναν άνθρωπο και την ανάγκη για δικαιοσύνη. Και για το πώς χτίζουν ξανά τον εαυτό τους – με μνήμη, θυμό, αξιοπρέπεια και μια ήσυχη δύναμη.

Μαριάνθη Χανδρινού
Μαριάνθη Χανδρινού

Μαριάνθη Χανδρινού, 24 ετών | Δημόσια Υπάλληλος

Μαριάνθη Χανδρινού
Μαριάνθη Χανδρινού

Μαριάνθη Χανδρινού, 24 ετών | Δημόσια Υπάλληλος

 Μεταφερόμαστε στις 23 Ιουλίου 2018. Πού βρισκόσουν, τι έκανες, πώς ένιωθες; Και ποια ήσουν το βράδυ της ίδιας ημέρας ή το ξημέρωμα της επόμενης;

Στις 23 Ιουλίου 2018 βρισκόμουν στο σπίτι μας στο Μάτι. Τίποτα δεν προμήνυε τι θα ακολουθούσε εκείνο το απόγευμα. Η φωτιά κινήθηκε τρομακτικά γρήγορα σαρώνοντας στο πέρασμά της ανθρώπους και περιουσίες. Μαζί με τη μητέρα μου προσπαθήσαμε να σωθούμε πέφτοντας στη θάλασσα, με τα εγκαύματά μας ανοιχτά και βασανιστικά, για ώρες ολόκληρες.

Το βράδυ εκείνης της μέρας ήμουν άλλος άνθρωπος. Το σώμα μου είχε υποστεί σοβαρά εγκαύματα. Η ψυχή μου, όμως, είχε τραυματιστεί πιο βαθιά. Από την αθωότητα και την ανεμελιά του καλοκαιριού, βρέθηκα στη μάχη για επιβίωση. Ήταν η αρχή μιας πορείας πόνου, θεραπείας, αλλά και εσωτερικής αλλαγής.

 Εφτά χρόνια μετά, αισθάνεσαι ότι έχει υπάρξει ηθική δικαίωση; Τι θα ήθελες να είχε γίνει αλλιώς; Υπάρχει κάτι που σε πονάει περισσότερο;

Επτά χρόνια μετά, η ηθική δικαίωση δεν έχει έρθει ολοκληρωμένα. Υπάρχουν ευθύνες που παραμένουν αναπάντητες παρότι ορισμένοι από τους ιθύνοντες βρίσκονται στην φυλακή. Αυτό που με πονάει περισσότερο είναι πως τόσοι άνθρωποι χάθηκαν τόσο άδικα, και κάποιοι προσπαθούν ακόμα να υποβαθμίσουν την τραγωδία και να μας κάνουν να νιώθουμε υπαίτιοι για την καταστροφή που συντελέσθηκε εκείνη τη μαύρη Δευτέρα. Το μεγάλο μου παράπονο είναι ότι από όσους είχαν ευθύνη, κανείς δεν ένιωσε ποτέ τι σημαίνει η λέξη «συγγνώμη» – με πράξεις, όχι λόγια. Αλλά από το στόμα τους δεν ακούστηκε ποτέ αυτή η λέξη.

 Παρακολουθώντας τη δικαστική διαδικασία, ποια είναι η σκέψη που κυριαρχεί μέσα σου; Τι σου έμεινε από τις καταθέσεις, τις υπερασπίσεις, τις αποφάσεις;

Κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας, η σκέψη που κυριαρχεί μέσα μου είναι: Μα πώς φτάσαμε ως εδώ; Όταν ακούω τις καταθέσεις, τις υπερασπιστικές γραμμές, τις απόπειρες μετάθεσης ευθυνών, θυμώνω. Αυτό που μου μένει είναι μια πικρή διαπίστωση: η Δικαιοσύνη είναι αργή, και συχνά μοιάζει μακρινή για τα θύματα. Η μνήμη, όμως, δεν σβήνει. Και κάθε φορά που τη φέρνουμε στο φως, υπενθυμίζουμε τι συνέβη – και γιατί δεν πρέπει να ξανασυμβεί. Ούσα εγκαυματίας θεωρώ χρέος μου να κουβαλάω για πάντα τα σημάδια μου, την πιο τρανή απόδειξη της τραγωδίας στο σώμα μου, και να απαντάω πάντα με θάρρος και τόλμη σε όσους με ρωτούν για την προέλευσή τους.

 Ήσουν ανήλικη ή μόλις ενηλικιωμένη. Πώς επηρέασε η διαχείριση εκείνης της ημέρας το πώς βλέπεις τη ζωή σήμερα;

Ήμουν ακόμα παιδί, 17 χρόνων. Η ζωή μου κόπηκε στη μέση εκείνη την ημέρα. Έμαθα βίαια τι σημαίνει απώλεια, τι σημαίνει να βλέπεις τον θάνατο μπροστά σου. Η εμπιστοσύνη μου στους θεσμούς έχει ραγίσει. Δεν αισθάνομαι ασφαλής, γιατί ξέρω πως, όταν χρειάστηκε να προστατευτούμε, αφεθήκαμε στην τύχη μας. Ναι, υπάρχουν τραύματα – σωματικά και ψυχικά. Ζω με αυτά καθημερινά. Το σώμα μου μιλάει για τη φωτιά, αλλά το μέσα μου είναι που κουβαλάει τη μεγαλύτερη καύτρα.

— Ποια είναι τα όνειρά σου σήμερα; Τι σχέδια κάνεις για το μέλλον; Η εμπειρία αυτή σε όρισε – αλλά σε κράτησε πίσω ή σου έδωσε δύναμη;

Σήμερα, τα όνειρά μου είναι απλά αλλά βαθιά: να είμαι καλά, να υπάρχω με αξιοπρέπεια, να μην ξεχαστεί ποτέ αυτή η τραγωδία. Δεν θέλω να με ορίσει μόνο ο πόνος, αλλά και η δύναμη που άντλησα μέσα από αυτόν. Ναι, με κράτησε πίσω σε κάποια πράγματα, αλλά ταυτόχρονα με έμαθε να μην τα θεωρώ όλα δεδομένα. Ελπίζω να κρατήσω την ευαισθησία μου, αλλά και την αντοχή μου. Και εύχομαι να φτάσει μια μέρα που δεν θα κοιτάω πίσω με θυμό, αλλά με γαλήνη.

Βάσια Μουτάφη
Βάσια Μουτάφη

Βάσια Μουτάφη, 29 ετών | Πρώην νοσηλεύτρια, νυν εργαζόμενη στο ΝΑΤ και φοιτήτρια στο ΕΚΠΑ. Δίπλα ο αδερφός της Βίκτωρας

Βάσια Μουτάφη
Βάσια Μουτάφη

Βάσια Μουτάφη, 29 ετών | Πρώην νοσηλεύτρια, νυν εργαζόμενη στο ΝΑΤ και φοιτήτρια στο ΕΚΠΑ. Δίπλα ο αδερφός της Βίκτωρας

— Μεταφερόμαστε στις 23 Ιουλίου 2018. Πού βρισκόσουν, τι έκανες, πώς ένιωθες; Και ποια ήσουν το βράδυ της ίδιας ημέρας ή το ξημέρωμα της επόμενης;

Βρισκόμουν με τον αδερφό μου στην Αθήνα και φτάσαμε στο Μάτι γύρω στις 16:00 για να συναντήσουμε τη μητέρα μας. Μέχρι τις 18:00 ήμασταν ξαπλωμένοι και είχαμε άγνοια της κατάστασης, μέχρι που σε δευτερόλεπτα έπρεπε να τρέξουμε για τη ζωή μας. Ξαφνικά όλα πάγωσαν μέσα μου και κυριαρχούσε το ένστικτο της επιβίωσης. Όσο κολυμπούσαμε ένιωσα πώς ίσως να ήταν και τα τελευταία μας λεπτά στη ζωή και τους είπα κολυμπώντας «Σας αγαπώ πολύ».

 Εφτά χρόνια μετά, αισθάνεσαι ότι έχει υπάρξει ηθική δικαίωση; Τι θα ήθελες να είχε γίνει αλλιώς; Υπάρχει κάτι που σε πονάει περισσότερο;

Μια Δίκη χωρίς το Λιμενικό, την Αστυνομία και ορισμένα πολιτικά πρόσωπα είναι μια δίκη μισή. Και είναι μια δίκη τυφλή, από τη στιγμή που δεν έχουν δικαστεί για κακούργημα. Είχαν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία. Οι ποινές που δόθηκαν ήταν για να μας κλείσουν τα μάτια. Θεωρώ πως είναι αμετανόητοι και πιστεύω ότι θα το ξανά έκαναν.

 Παρακολουθώντας τη δικαστική διαδικασία, ποια είναι η σκέψη που κυριαρχεί μέσα σου; Τι σου έμεινε από τις καταθέσεις, τις υπερασπίσεις, τις αποφάσεις;

Η σκέψη που κυριαρχεί μέσα μου είναι ο θυμός τόσο για το κακό που προκάλεσαν, όσο και για την υπεροπτική στάση τους απέναντι στα εν ζωή θύματα και στα θύματα που σκότωσαν για να κρατήσουν τις θέσεις τους. Αυτό φαίνεται και από τις καταθέσεις τους.

 Ήσουν ανήλικη ή μόλις ενηλικιωμένη. Πώς επηρέασε η διαχείριση εκείνης της ημέρας το πώς βλέπεις τη ζωή σήμερα;

Δεν έχω καμία εμπιστοσύνη σε κανέναν θεσμό και ακόμα και τώρα πιστεύω ότι μας θεωρούν αριθμούς χωρίς να υπολογίζουν ανθρώπινες ψυχές. Πέρα από το δικό μου βίωμα, νιώθω ότι είμαστε όλοι απροστάτευτοι και πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για τα χειρότερα. Μια ελπίδα μου δίνουν ελάχιστοι άνθρωποι όπως ο κ. Δημήτρης Λιότσιος, που αποδεδειγμένα ρίσκαρε τη ζωή του για να φανερώσει την αλήθεια.

 Ποια είναι τα όνειρά σου σήμερα; Τι σχέδια κάνεις για το μέλλον; Η εμπειρία αυτή σε όρισε – αλλά σε κράτησε πίσω ή σου έδωσε δύναμη;

Κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να περάσει κάτι τέτοιο για να γίνει «δυνατός». Γενικώς και πριν τη φωτιά ήμουν πολύ προσγειωμένος άνθρωπος και έβλεπα τα πράγματα όπως ήταν. Για να μπορέσω να συνεχίσω τη ζωή μου δεν ξεχνάω ποτέ τι συνέβη, απλά προχωράω μ’ αυτό. Με συνοδεύει παντού και πάντα. Προσπαθώ να κάνω πράγματα που θα έκανα με τον αδερφό μου και να τον κρατώ στη ζωή με τη σκέψη μου. Η δύναμη μου είναι η μητέρα μου και από εκείνη αντλώ ενέργεια και πείσμα για μια καλύτερη ζωή, που στο κάτω κάτω την αξίζουμε και δεν την χρωστάμε σε κανέναν.

Όλγα Φουσέκη
Όλγα Φουσέκη

Όλγα Φουσέκη, 24 ετών | Σπουδάστρια σε Δραματική Σχολή στο Παρίσι

Όλγα Φουσέκη
Όλγα Φουσέκη

Όλγα Φουσέκη, 24 ετών | Σπουδάστρια σε Δραματική Σχολή στο Παρίσι

— Μεταφερόμαστε στις 23 Ιουλίου 2018. Πού βρισκόσουν, τι έκανες, πώς ένιωθες; Και ποια ήσουν το βράδυ της ίδιας ημέρας ή το ξημέρωμα της επόμενης;

Ήμουν στο σπίτι της μητέρας μου στο Μάτι, με τα αδέρφια μου. Από το μεσημέρι βλέπαμε πολύ καπνό πίσω από τον λόφο του Νέου Βουτζά και φύσαγε πάρα πολύ. Το απόγευμα πέφτουν βαριές γλάστρες από τον αέρα. Ξαφνικά η ατμόσφαιρα γίνεται γκρι. Ανησυχεί η μητέρα μου και μιλάει με τον γείτονά μας, που έχει βγει στο μπαλκόνι: «Εσείς τι λέτε να κάνετε; Εγώ, για καλό και για κακό, λέω να φύγω» της λέει. Η μητέρα μου λέει «εντάξει, θα φύγουμε και εμείς». Μπαίνουμε και οι τέσσερις στο αμάξι. Προχωράμε πέντε μέτρα, αλλά σταματάμε γιατί έχει μια τεράστια ουρά με αυτοκίνητα. Ξαφνικά έρχεται κάποιος απέναντί μας, τρέχοντας στον δρόμο, και μας φωνάζει: «Προς τα εκεί έχει φωτιά!». Βγαίνουμε από το αμάξι, βλέπουμε ένα πεύκο μπροστά μας στις φλόγες. Η μητέρα μου δεν θέλει να αφήσει το αυτοκίνητο: «Πηγαίνετε εσείς στην παραλία, θα σας βρω εκεί». Ο αδερφός μου επιμένει ότι δεν φεύγουμε χωρίς εκείνη. Καταλαβαίνει ότι είναι κι άλλα αμάξια εγκαταλελειμμένα μπροστά μας και πως δεν είναι μόνο το δικό μας αμάξι που εμποδίζει.

Κατεβαίνουμε τη Δημοκρατίας χωρίς να ξέρουμε πού πάμε. Είμαστε περίπου 50 άτομα. Βλέπω ανθρώπους μέσα σε αμάξια να σφίγγουν γερά το τιμόνι τους, ακίνητοι. Φωνάζω: «ΘΑΛΑΣΣΑ! ΠΗΓΑΙΝΤΕ ΘΑΛΑΣΣΑ!!!». Ξαφνικά στρίβουμε και βρισκόμαστε σε ένα οικόπεδο. Περίπου 20 άτομα. Έχει καπνό παντού και μόνο δέντρα. Βλέπουμε κάτι πέτρινα σκαλιά. Μετά τα σκαλιά είναι κάτι βράχια: πηδάμε ντυμένοι με τα κινητά στις τσέπες μέσα στη θάλασσα. Κρατάμε γερά τα βράχια. Ακούω τη φωνή της μητέρας μου, ξέρω πως είναι κοντά, ο αδερφός μου είναι μπροστά μου. Έχει τόσο μαύρο πυκνό καπνό, που δεν βλέπω ούτε τα χέρια μου. Βάζουμε το κεφάλι όσο περισσότερο μπορούμε μέσα στο νερό και προσπαθούμε να κρατήσουμε την αναπνοή μας για να μην καούμε από τον καπνό.

Σκέφτομαι ότι δεν θα αντέξουμε πολλή ώρα έτσι. Αν δεν πέσει ο αέρας… κάτι σιώπησε μέσα μου. Ένας κύριος μέσα στη θάλασσα μας μιλάει, βγάζουμε το κεφάλι από το νερό μόνο για να βγάλουμε τη μύτη μας και λίγο το στόμα. Λέει: «Παιδιά, μικρές ανάσες, έτσι. Ναι. Μικρές αναπνοές» και ξανά όλο το κεφάλι μέσα. Σκέφτομαι όσα δεν έκανα σήμερα. Και σκέφτομαι πως είπα σε μια φίλη μου «μιλάμε αύριο» και πονάει η κοιλιά μου. Δεν υπάρχει αύριο. Δεν πειράζει, έκανα πολλά όμορφα πράγματα στη ζωή μου. Πάλι καπνός και ανάσες. Μετά καμία σκέψη. Μετά από ώρες, σιγά σιγά οι ανάσες κρατάνε περισσότερο. Μπορούμε και βγάζουμε όλο το κεφάλι έξω. Πέφτει λίγο ο άνεμος, αρχίζουμε και μιλάμε λίγο: λέμε ονόματα, από πού είστε, με τη μητέρα μου ψιθυρίζουμε ένα τραγούδι, ένα παιδί στην ηλικία μου λέει ένα αστείο. Γελάμε. Με γεμίζει αυτό το συναίσθημα, σκέφτομαι, αν είναι να πεθάνω, θέλω να πεθάνω γελώντας.

Ακούμε συνεχώς εκρήξεις. Ακούμε κραυγές. Μέσα στη νύχτα αρχίζουμε και βλέπουμε έντονα άσπρα φώτα και φωνάζουμε. Κάποιος μου δίνει το χέρι του και κάθομαι στη φουσκωτή βάρκα δίπλα στη μητέρα μου και τα αδέρφια μου. Ξεκινάει η βάρκα, και εκεί σαν να πάτησε κάποιος ένα διακόπτη, βάζουμε όλοι τα κλάματα. Ανεβαίνουμε σε ένα μεγάλο καράβι, βλέπω μια γιαγιά με καμένο δέρμα. Έναν κύριο με τέσσερα άσπρα κουτάβια αγκαλιά. Ένα κοριτσάκι που ψάχνει τους γονείς και τη γιαγιά του. Φτάνουμε στο λιμάνι της Ραφήνας, περπατάω ξυπόλυτη με αίμα στο ένα πόδι. Βλέπω ένα ζευγάρι σε ένα παγκάκι να τρώει παγωτό. Δεν νιώθω τίποτα, απλά αδύναμη και εκτός πραγματικότητας. Κάπως καταφέρνουμε να πάρουμε τηλέφωνο τη θεία μου και έρχεται να μας μαζέψει με το αυτοκίνητο.

Την επόμενη μέρα πάω στον πατέρα μου στο Πικέρμι. Δεν θέλω να πάω στο Μάτι για εβδομάδες, φοβάμαι να πέσω για ύπνο. Περιμένω να ξημερώσει για να κοιμηθώ.

— Εφτά χρόνια μετά, αισθάνεσαι ότι έχει υπάρξει ηθική δικαίωση; Τι θα ήθελες να είχε γίνει αλλιώς; Υπάρχει κάτι που σε πονάει περισσότερο;

Νιώθω πως υπάρχει μια πολύ μικρή ηθική δικαίωση που δεν φτάνει το μέγεθος της τραγωδίας. Αυτό που με πονάει περισσότερο είναι ότι όσοι γνώρισα που έζησαν το Μάτι, έχουν μια μεγάλη πληγή που συνεχώς μειώνεται από την «κοινή γνώμη». Τα λόγια συνεχίζουν και μας πονάνε και μας προσβάλλουν όταν ακούμε «το Μάτι ήταν φυσική καταστροφή και ήταν λάθος χτισμένα τα σπίτια σας». Όταν ξέρουμε πως τα λόγια είναι επίσης αυτά που μπορούν να μας ανακουφίσουν, η έλλειψη προσπάθειας της κοινωνίας μας να βρει τα «σωστά» λόγια με θυμώνει.

Βλέπω ανθρώπους με πληγές μεγαλύτερες από βουνά, και ούτε το κράτος ούτε οι εφημερίδες ούτε οι καλλιτέχνες της χώρας μας έχουν αναγνωρίσει το κουράγιο τους και τη μάχη που δίνουν καθημερινά για να μείνουν ζωντανοί.

— Παρακολουθώντας τη δικαστική διαδικασία, ποια είναι η σκέψη που κυριαρχεί μέσα σου; Τι σου έμεινε από τις καταθέσεις, τις υπερασπίσεις, τις αποφάσεις;

Από τα πιο έντονα συναισθήματα που μου έμειναν από τη δίκη στο Εφετείο ήταν η έλλειψη της αίσθησης ευθύνης μέσα στην αίθουσα. Άκουγα τις απολογίες των κατηγορουμένων και έβλεπα αγοράκια που κρύβονται πίσω από ένα χαρτί, πίσω από άδειες λέξεις. Έβλεπα μια ολόκληρη κοινωνία σε μια αίθουσα. Άνδρες που δεν έχουν επαφή με το συναίσθημά τους, δικηγόροι που χρησιμοποιούν το εντυπωσιακό λεξιλόγιό τους για να βγάλουν λεφτά, γυναίκες που φωνάζουν την απώλειά τους, δικαστές που έκοβαν τον λόγο και τον διέλυαν, αστυνόμοι που εκτελούσαν διαταγές χωρίς ενσυναίσθηση.

Αλλά άκουσα και ένιωσα κάτι που πιστεύω πως θα με ακολουθεί όλη μου τη ζωή: μέσα στις φωνές και στην απίστευτη βία του λόγου, υπήρχαν τόσοι άνθρωποι ενωμένοι… κι όταν φώναζε κάποιος από το Μάτι δεν έλεγε «πονάω», έλεγε «πονάμε». Ένιωσα μια κοινή κραυγή και δίψα για ανακούφιση που σταμάτησε, έστω και για λίγο, στις αγκαλιές μας μετά την απόφαση.

— Ήσουν ανήλικη ή μόλις ενηλικιωμένη. Πώς επηρέασε η διαχείριση εκείνης της ημέρας το πώς βλέπεις τη ζωή σήμερα;

Ήμουν 17 χρονών τότε και μετά το Μάτι έμπαινα τρίτη λυκείου. Θυμάμαι να σκέφτομαι: «Αφού είναι τόσο μικρή η ζωή, ας κάνω θέατρο κι ας μη βγάζω λεφτά, πρέπει να κάνω κάτι που αγαπάω, αλλιώς δεν έχει νόημα». Ακόμα νιώθω καθημερινά πόσο μικρή είναι η ζωή και νομίζω αυτό το συναίσθημα με βοηθάει πολλές φορές να ζω στιγμές ανεμελιάς και να σταματάω να σκέφτομαι. Αλλά, ταυτόχρονα, αυτό το συναίσθημα με πιέζει γιατί ζω τα πάντα μέσα σε μια ταχύτητα που πολλές φορές με πνίγει.

Πιστεύω πως δεν ζω καθημερινά μέσα στον φόβο – μέσα από τη θεραπεία μου και μέσα από την τέχνη έχω βρει τον χώρο να εκφράσω όσα δεν καταλαβαίνω και με πονάνε. Το μεγαλύτερο βάρος θα έλεγα ότι είναι οι ενοχές που έρχονται όταν νιώθω πολύ έντονη χαρά. Σαν να υπάρχει ένα ταβάνι στην ευτυχία και, κάθε φορά που την αγγίζω, κάτι ταυτόχρονα διαλύεται μέσα μου. Καταλαβαίνω επίσης ότι έχει τραυματιστεί το σώμα μου: όταν βλέπω μια πυρκαγιά το καλοκαίρι, ξαφνικά δεν νιώθω ασφαλής. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ σε τίποτα, ιδρώνω, πονάει η κοιλιά μου και θέλω να βάλω τα κλάματα. Τότε τα λόγια είναι που ηρεμούν το σώμα.

— Ποια είναι τα όνειρά σου σήμερα; Τι σχέδια κάνεις για το μέλλον; Η εμπειρία αυτή σε όρισε – αλλά σε κράτησε πίσω ή σου έδωσε δύναμη;

Ονειρεύομαι να ζήσω μια καλλιτεχνική ζωή, να μπορώ να πληρώνω το νοίκι και τους λογαριασμούς μου με αυτή. Και να μπορώ να έρχομαι στην Ελλάδα όποτε θέλω. Σίγουρα αυτή η εμπειρία με διαμόρφωσε, ακόμα με πονάει, αλλά με έχει κάνει να αγαπάω πιο βαθιά τα μικρά πράγματα της καθημερινότητάς μου και να νιώθω πιο «παρούσα» σε όσα μου συμβαίνουν.

Πιστεύω πολύ στην τέχνη, και στον χώρο που δίνει στους ανθρώπους να εκφραστούν. Είναι αναγκαία στην κοινωνία μας για να μειωθεί η μάχη του ποιος πόνεσε και πονάει περισσότερο. Εύχομαι η τέχνη να είναι κομμάτι της εκπαίδευσής μας και να δίνει στον καθένα τη δύναμη να φροντίζει τη μνήμη μέσα από τις πράξεις του.

Χρύσα Γερακάκη
Χρύσα Γερακάκη

Χρύσα Γερακάκη, 29 ετών | Ελεύθερη επαγγελματίας, Αρχιτέκτων - Μηχανικός

Χρύσα Γερακάκη
Χρύσα Γερακάκη

Χρύσα Γερακάκη, 29 ετών | Ελεύθερη επαγγελματίας, Αρχιτέκτων - Μηχανικός

— Μεταφερόμαστε στις 23 Ιουλίου 2018. Πού βρισκόσουν, τι έκανες, πώς ένιωθες; Και ποια ήσουν το βράδυ της ίδιας ημέρας ή το ξημέρωμα της επόμενης;

Είχα μόλις σχολάσει από το γραφείο στο Θησείο και βρισκόμουν καθ’ οδόν για το σπίτι μας στο Μάτι. Η μητέρα μου, η γιαγιά μου και οι δύο μικρές μου αδερφές ήταν εκεί. Με κάλεσαν πανικόβλητες: «Μην έρθεις! Καίγεται το Μάτι, φεύγουμε!» Τις πέρασα για υπερβολικές. Στο διαδίκτυο δεν έλεγε τίποτα σοβαρό, μόνο για μια φωτιά στο Νταού Πεντέλης. Νόμιζα πως είχαν τρομάξει από την αποπνικτική ατμόσφαιρα όλης της Αθήνας, εξαιτίας της φωτιάς στην Κινέτα. Λίγο πριν κλείσει το τηλέφωνο, η φωνή της μητέρας μου άλλαξε. «Θα καούμε ζωντανοί. Ζαχάρω θα γίνουμε». Εκεί πάγωσα, σαν κάτι μέσα μου να έσπασε. Η αγωνία μεγάλωνε, οι ώρες περνούσαν, ο κόσμος γύρω μου συνέχιζε σαν να μη συμβαίνει τίποτα, κι εγώ ένιωθα τόσο μόνη καθώς το δικό μου σύμπαν κατέρρεε. Ήθελα να τρέξω κοντά τους, να βοηθήσω, αλλά δεν ήξερα πώς. Ένιωθα ενοχές που δεν βοηθούσα. Η αδράνεια ήταν αφόρητη. Έπειτα από αρκετές ώρες κλάματος και αγωνίας, ξαναβρεθήκαμε, ήμασταν επιτέλους όλοι ασφαλείς. Το σπίτι μας δεν με ενδιέφερε αν έχει καεί ή όχι, αρκεί που οι δικοί μου ήταν καλά! Το βράδυ το περάσαμε στην Αθήνα και οι έξι αγκαλιασμένοι, παρακολουθώντας τηλεόραση. Στέλναμε μηνύματα σε φίλους και γνωστούς ώστε να διασφαλίσουμε πως ήταν καλά. Κάποιοι δεν απαντούσαν. Ήδη είχαν αρχίσει να ανακοινώνουν πως υπήρχαν θύματα. Ελπίζαμε πως όσοι δεν απαντάνε δεν είναι σ’ αυτούς, απλώς έχουν χάσει το κινητό τους. Δυστυχώς, η σιωπή τους ήταν οριστική.

Ξημερώματα ξεκινήσαμε για το Μάτι. Η περιοχή ακόμη έκαιγε. Μικροεστίες, καπνός, στάχτη παντού, και εκείνη η αποπνικτική μυρωδιά του καμένου δέρματος που δεν έφυγε ποτέ από τη μνήμη μας. Εμείς μουδιασμένοι και σοκαρισμένοι. Τοπίο πολέμου, ένας βομβαρδισμένος τόπος: καμένα σπίτια, αυτοκίνητα, ζώα, άνθρωποι. Και όσοι είχαν επιζήσει; Μαύροι τόσο από τις στάχτες όσο και στο βλέμμα. Αυτό το βλέμμα που κρύβει μέσα του ένα απέραντο κενό, χαμένο, βουβό, που μέσα του χωράει τα γιατί, τον πόνο, τον φόβο, τη θλίψη, την απώλεια, το σοκ, τη χαρά που είναι ζωντανοί, τη θλίψη γι’ αυτούς που δεν είναι.

Εκείνη την ημέρα, η ζωή μας χωρίστηκε στα δύο: πριν και μετά. Και τίποτα πια δεν ήταν το ίδιο.

 Εφτά χρόνια μετά, αισθάνεσαι ότι έχει υπάρξει ηθική δικαίωση; Τι θα ήθελες να είχε γίνει αλλιώς; Υπάρχει κάτι που σε πονάει περισσότερο;

Όχι, δεν αισθάνομαι πως έχει υπάρξει ηθική δικαίωση. Επτά χρόνια μετά, εξακολουθούμε να παλεύουμε με τα ίδια ψέματα, τις ίδιες διαστρεβλώσεις για τα αίτια της τραγωδίας.

Τις πρώτες ημέρες, ο κόσμος παρακολούθησε συγκλονισμένος τις ειδήσεις, τις συνεντεύξεις τύπου, τις δηλώσεις – ένα μπαράζ πληροφορίας που διαμόρφωσε μια στρεβλή εικόνα. Μια αφήγηση εύκολη, βολική, αλλά μακριά από την αλήθεια. Οι περισσότεροι δεν παρακολούθησαν τη δικαστική διαδικασία, δεν διάβασαν το βιβλίο για το Μάτι, δεν άκουσαν τα ηχητικά ντοκουμέντα, ούτε τις απειλές στον πραγματογνώμονα. Δεν αναζήτησαν ποτέ την πλήρη εικόνα. Κι έτσι, έμειναν με την ψευδή εντύπωση πως έφταιγαν τα δήθεν αδιέξοδα και τα δήθεν αυθαίρετα…

Το Μάτι έγινε τόπος συντριβής. Συμπύκνωσε πόνο, θρήνο, οργή, εγκατάλειψη και ταυτόχρονα, άντεξε τις πιο εξοργιστικές απόψεις: αφηγήματα ανιστόρητα, ψευδή, γεμάτα πολιτική σκοπιμότητα. Το επικοινωνιακό παιχνίδι που στήθηκε πάνω στις πλάτες των θυμάτων, πέτυχε τον στόχο του. Τα αυταπόδεικτα ψέματα –ότι φταίει η «άναρχη δόμηση»– μπορούν να καταρριφθούν με μια αναζήτηση στο Google maps. Κι όμως, ακόμα τα ακούμε. Ακόμα και μετά από δύο δικαστήρια, μετά από κάποιες καταδίκες, κάποιοι εξακολουθούν να λένε πως φταίει ο άνεμος, η πολεοδομία, εμείς.

Πώς να υπάρξει ηθική δικαίωση, όταν το συλλογικό αφήγημα μας θέλει θύτες και όχι θύματα; Όταν η κοινωνία δεν στάθηκε δίπλα μας, δεν διεκδίκησε μαζί μας, δεν γέμισε την αίθουσα του δικαστηρίου ούτε βγήκε μία φορά στον δρόμο για τους νεκρούς μας; Όχι μόνο μας άφησαν μόνους. Μας κούνησαν και το δάχτυλο. Το Μάτι λοιπόν συγκαλύφθηκε όχι μόνο από αυτούς που είχαν όφελος να το συγκαλύψουν –τους υπευθύνους–, αλλά και από την κοινωνία η οποία επιδεικνύει ευαισθησία και αντανακλαστικά για διάφορα κρατικά εγκλήματα, πλην όμως αυτού του Ματιού.

Αυτό είναι, νομίζω, το μεγάλο μας παράπονο.

— Παρακολουθώντας τη δικαστική διαδικασία, ποια είναι η σκέψη που κυριαρχεί μέσα σου; Τι σου έμεινε από τις καταθέσεις, τις υπερασπίσεις, τις αποφάσεις;

Παρακολούθησα σχεδόν όλο το πρωτόδικο δικαστήριο και σημαντικό κομμάτι του δεύτερου βαθμού. Θέλω να ξεκινήσω με το ότι σε μια τόσο σημαντική δίκη που αφορά όλη την Ελλάδα, θα περίμενε κανείς να μη βρίσκει θέση να καθίσει. Όμως ο κόσμος στην αίθουσα ήταν ελάχιστος. Ήμασταν μόνοι μας ακόμα και εκεί, ενώ υπήρχαν μέρες που έλειπαν από τις αίθουσες ακόμη και οι δικηγόροι.

Η δικαστική διαδικασία μού φάνηκε σαν Γολγοθάς. Ήταν μακρά, ήταν δύσκολη, επίπονη, κατά στιγμές έμοιαζε σαν θέατρο του παραλόγου με την πρόεδρο να μην αφήνει μητέρες που έχουν χάσει παιδιά και σύζυγο να πουν όσα ήθελαν γιατί «και άλλοι έχουν να πουν την ιστορία της ζωής τους» και άλλα παράλογα γεγονότα. Να πω την αλήθεια, η όλη διαδικασία με γέμισε θλίψη και απελπισία για το δικαστικό μας σύστημα.

Εάν κάτι θα μου μείνει από τις δικαστικές αίθουσες, είναι η μητέρα της Πόπης Σιαπκαρά και το κλάμα της που έκανε όλους μας μέσα στην αίθουσα να λυγίσουμε. Αυτή και η κυρία Βαρβάρα Φύτρου, με την τόσο γλυκιά και ήρεμη παρουσία. Άκουγε με τόση υπομονή και ηρεμία όλα όσα διαδραματίζονταν στο δικαστήριο, και παρόλο που υπήρχαν πολλές στιγμές που όλοι μας βγαίναμε από τα ρούχα μας από θυμό, οργή και στενοχώρια, εκείνη ήταν σαν άγγελος, χαμογελούσε με πραότητα και ηρεμία και μας γέμιζε ελπίδα. Η κ. Βαρβάρα, παρότι έχασε κυριολεκτικά τα πάντα εκείνη την ημέρα, μας έλεγε συνεχώς πως οι άνθρωποί της ζουν μέσω αυτής και πως επιθυμεί να τους κάνει υπερήφανους. Είμαι σίγουρη πως είναι υπερήφανοι, όπως και είμαστε όλοι μας για αυτήν.

Σχετικά με το εάν αποδόθηκε δικαιοσύνη, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Το Μάτι είναι ένα έγκλημα κρατικό, επιχειρησιακών και πολιτικών παραγόντων καθώς υπήρχαν και πολιτικοί που πήραν αποφάσεις εκείνη την ημέρα, όπως υπάρχουν και πολιτικοί που είχαν ευθύνη για εκείνη την ημέρα. Το έγκλημα, λοιπόν, αυτό στην ουσία μένει ατιμώρητο. Ατιμώρητο γιατί δικάστηκε ως πλημμέλημα. Η μέγιστη ποινή που μπορεί να δοθεί στο πλημμέλημα είναι τα 5 χρόνια, για πολλούς μάλιστα εξαγοράσιμη. Οπότε, στην ουσία δεν θεωρώ ότι αποδόθηκε δικαιοσύνη, ή μάλλον αποδόθηκε μονάχα ένα ψήγμα αυτής, καθώς δεν δικάστηκαν όλοι όσοι θα έπρεπε να δικαστούν. Ούτε οι μηνύσεις κατά των υπουργών προχώρησαν στη Βουλή, όπως είχε κριθεί, ούτε δικάζονταν το Λιμενικό και η Αστυνομία. Άρα, από όλες τις απόψεις το Μάτι είναι ένα έγκλημα το οποίο επιχειρησιακά και πολιτικά μένει ατιμώρητο.

 Ήσουν ανήλικη ή μόλις ενηλικιωμένη. Πώς επηρέασε η διαχείριση εκείνης της ημέρας το πώς βλέπεις τη ζωή σήμερα;

Η ζωή μου χωρίστηκε στο πριν και το μετά τη φωτιά. Το μετά με καθόρισε, καθώς βλέπω τη ζωή τελείως διαφορετικά. Πριν την φωτιά πίστευα –αφελώς– πως τέτοιες τραγωδίες είναι σπάνιες, πως δεν υπάρχει περίπτωση να πάνε ΟΛΑ λάθος, πως έχουμε ένα κράτος που έχει ευθύνη να μας προστατεύσει και να κάνει τα πάντα ώστε να είμαστε ασφαλείς. Ζήσαμε έναν πόλεμο μόλις λίγα χιλιόμετρα από την Βουλή των Ελλήνων και πραγματικά πολλές φορές μου φαντάζει ακόμα τόσο σουρεαλιστικό που δεν το χωράει ο νους μου. Πώς γίνεται να μην υπήρξε ενημέρωση, να μην υπήρξαν πυροσβέστες, η αστυνομία να έδωσε εντολή στην οικογένειά μου να κατευθυνθεί προς το μέτωπο της φωτιάς και ευτυχώς την παράκουσαν για να σωθούν, πώς γίνεται να υπήρχαν υπουργοί που έδιναν εντολές να γίνουν εκτροπές εναέριων που θα έσωζαν τις ζωές ανθρώπων και να τα στέλνουν αλλού, πώς γίνεται το Λιμενικό για ώρες να μην έκανε τίποτα και πώς, μα πώς γίνεται αλήθεια να προσπάθησαν να μας πείσουν πως όλοι τα έκαναν καλά και να συνεχάρηκαν τους εαυτούς τους τις επόμενες ημέρες;

Στο μυαλό μου όλα αυτά ήταν αδιανόητα και καθώς έγιναν η πραγματικότητά μου με γέμισαν φόβο και αμφιβολία. Νιώθω τόσο εύθραυστη και δεν έχω εμπιστοσύνη σε τίποτα και κανέναν, ειδικότερα στους θεσμούς. Ξέρω πως είμαι μόνη μου και αυτό είναι τρομακτικό. Πλέον αναγνωρίζω πως οι τραγωδίες συμβαίνουν και θα συνεχίσουν να συμβαίνουν, και εμείς ως σύγχρονες «Iφιγένειες» θα θυσιαζόμαστε για πράγματα που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα, καθώς αυτοί που έχουν θέσεις ευθύνης δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται για εμάς και την ασφάλειά μας. Κάθε επόμενη τραγωδία μου φαίνεται πλέον τόσο κοντά γιατί ξέρω πως θα μπορούσα να είμαι και εγώ κομμάτι της. Σαν ένα συνεχές κυνηγητό επιβίωσης σε μια χώρα που δεν είσαι πουθενά ασφαλής, ούτε στο κρεβάτι σου ένα απόγευμα καλοκαιριού 30 χλμ. από το κέντρο της Αθήνας, ούτε στον δρόμο, ούτε στο τρένο, ούτε πουθενά. Είναι τρομερά τρομακτικό και επικίνδυνο ένας νέος να ζει με αυτή τη σκέψη και αυτή τη συνειδητοποίηση από τόσο νωρίς στη ζωή του και είμαι σίγουρη πως όλοι μας κουβαλάμε το ίδιο ακριβώς φορτίο.

 Ποια είναι τα όνειρά σου σήμερα; Τι σχέδια κάνεις για το μέλλον; Η εμπειρία αυτή σε όρισε – αλλά σε κράτησε πίσω ή σου έδωσε δύναμη;

Δεν νομίζω ότι η εμπειρία στο Μάτι μου έδωσε δύναμη, αντίθετα με γέμισε αμφιβολία, φόβο και μια αίσθηση μοναξιάς. Τι μπορώ να πω πως «κέρδισα» μετά από μια τόσο τραυματική εμπειρία; Ζω την κάθε μου μέρα σαν να είναι η τελευταία και είμαι ευτυχισμένη και για τα μικρά της ζωής, καθώς ξέρω πως τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Κέρδισα διαύγεια, καθώς από μικρή αναγνώρισα σε τι κράτος και τι υποκριτική κοινωνία ζούμε, και ξέρω τι να περιμένω αλλά και τι θέλω και έχει νόημα να πολεμήσω και να διεκδικήσω. Κέρδισα πίστη στους απλούς ανθρώπους, στον Αλέξη που με την μηχανή του εκείνη την ημέρα έσωζε κόσμο, στην Κατερίνα, στον Γιάννη, στους ανθρώπους που ευαισθητοποιημένοι γέμισαν τα νοσοκομεία για αιμοδοσία, στους εθελοντές που γέμισαν τους δρόμους μας τις επόμενες ημέρες για να μας στηρίξουν, να μας μαγειρέψουν, να μας δώσουν κρύο νερό, να κάνουν μαζί μας περιπολίες ή να καθαρίσουν σπίτια και δρόμους και στην τοπική κοινωνία που παρά τον πόνο της αυτο-οργανώθηκε σε ομάδες και προσπάθησε να βοηθήσει όπου μπορεί. Είδα την ελπίδα και τη δύναμη στο πρόσωπο όλων αυτών των ανθρώπων που, μαζί, μπορούν να καταφέρουν τα πάντα.

Ακόμα μεγαλύτερη πίστη στους ανθρώπους και τη δύναμή τους να αλλάξουν τα πάντα, όμως, κέρδισα βλέποντας δύο πυρόπληκτους εθελοντές (τη Μαρίνα Καρύδα και τον Αλέξη Ανδρονόπουλο) οι οποίοι από την πρώτη στιγμή έτρεξαν στα νοσοκομεία ώστε να καλύψουν το κενό του κράτους απέναντι στους εγκαυματίες και στάθηκαν δίπλα τους κόντρα σε όλα, περνώντας μέχρι και νομοσχέδια για την προστασία των εγκαυματιών. Δύο κανονικοί άνθρωποι μπόρεσαν να αλλάξουν τον κόσμο προς το καλύτερο, και συνεχίζουν να παλεύουν, άρα μπορούμε να τον αλλάξουμε και εμείς, αρκεί να το προσπαθήσουμε.

Αφροδίτη Χατζηαναστασιάδη
Αφροδίτη Χατζηαναστασιάδη

Αφροδίτη Χατζηαναστασιάδη, 28 ετών | Ιδιωτική Υπάλληλος

Αφροδίτη Χατζηαναστασιάδη
Αφροδίτη Χατζηαναστασιάδη

Αφροδίτη Χατζηαναστασιάδη, 28 ετών | Ιδιωτική Υπάλληλος

— Μεταφερόμαστε στις 23 Ιουλίου 2018. Πού βρισκόσουν, τι έκανες, πώς ένιωθες; Και ποια ήσουν το βράδυ της ίδιας ημέρας ή το ξημέρωμα της επόμενης;

Εκείνη τη Δευτέρα ήμουν μόνη μου στο σπίτι μας στο Μάτι, η μαμά είχε πεταχτεί για μία δουλειά στη Ραφήνα, αφού με ενημέρωσε να έχω τον νου μου γιατί φυσάει Δυτικός. Έβλεπα στις ειδήσεις την φωτιά στην Κινέτα και για την ακρίβεια έβλεπα μια γιαγιά που έκλαιγε ενώ την απομάκρυνε από το σπίτι της με το ζόρι η αστυνομία. 17:19 μου στέλνει η μαμά μου μία φωτογραφία από ένα μπαλκόνι στη Ραφήνα που φαίνεται μια λεπτή γραμμή καπνού πάνω στο βουνό. Λίγα λεπτά μετά η μαμά ήρθε στο σπίτι πανικόβλητη και μου είπε να ξεκινήσω να κλείνω το σπίτι γιατί η φωτιά έρχεται προς τα εδώ. Εγώ δεν ήθελα να σηκωθώ, είχα μόλις ακούσει στις ειδήσεις μια πρώτη αναφορά για μία φωτιά στο Νταού η οποία σύμφωνα με τον δήμαρχο της Ραφήνας πήγαινε προς Διόνυσο, ωστόσο την άκουσα, σηκώθηκα και άρχισα μαζί με τον αδερφό μου που είχε έρθει μαζί της να κάνουμε όσα κάνουμε πάντα όταν μαθαίνουμε για φωτιά κοντά μας.

Μισή ώρα αργότερα η φωτιά ήταν στην αυλή μας. Έτσι σώσαμε το σπίτι μας. Δεν θυμάμαι τις επόμενες ώρες παρά μόνο αποσπασματικά. Θυμάμαι να είμαι στο αμάξι και να βλέπω τη φωτιά στον καθρέφτη, θυμάμαι να φτάνουμε σε μια εκκλησία, η γιαγιά, ο παππούς και οι θείοι. Θυμάμαι όταν φτάνει ο μπαμπάς να έχει στο αμάξι δύο παιδιά που τα βρήκε στον δρόμο να τρέχουν, θυμάμαι κάποια στιγμή να βρέχει, θυμάμαι να χτυπάει το κινητό μου και να είναι ένας φίλος που με ρώτησε αν είμαστε καλά και να μου λέει πως η μαμά του και η αδερφή του έχουν εγκαύματα σε μια παραλία, θυμάμαι να μιλάει η μαμά με τους γονείς των παιδιών που είχαμε μαζί μας και να μαθαίνουμε πως η μαμά τους είναι με εγκαύματα στα χέρια τα οποία απέκτησε στην προσπάθεια της να σύρει το φλεγόμενο σώμα της δικής της μαμάς, η οποία δεν τα κατάφερε.

Θυμάμαι την έκπληξή μου όταν άρχισα να καταλαβαίνω ότι δεν κινδύνευσαν μόνο σπίτια από τη φωτιά που αφήσαμε πίσω μας, θυμάμαι ότι δεν είχα σκεφτεί ούτε μια στιγμή ότι γίνεται να κινδυνεύσουν και άνθρωποι. Θυμάμαι να γυρίζω σε ένα άλλο Μάτι, που δεν αναγνώριζα και θυμάμαι στο Λιμάνι κάποιον από τα παιδιά να λέει, έχουμε μιλήσει με όλους εκτός από τον Πάρι. Θυμάμαι έναν φίλο του αδερφού μου να μας λέει για ένα κοριτσάκι που πήδηξε από έναν βράχο για να σωθεί και θυμάμαι τα παιδιά να περιγράφουν τα πτώματα στα σημεία που τα έχουν δει.

Δεν με θυμάμαι πριν τη φωτιά και στις φωτογραφίες πριν από τότε μόνο εν μέρει με αναγνωρίζω, δεν θυμάμαι εκείνη τη μέρα να τελειώνει για να ξημερώσει η επόμενη, εκείνη η μέρα είναι σαν να μην τελείωσε ποτέ, σαν να κράτησε για πάντα.

 Εφτά χρόνια μετά, αισθάνεσαι ότι έχει υπάρξει ηθική δικαίωση; Τι θα ήθελες να είχε γίνει αλλιώς; Υπάρχει κάτι που σε πονάει περισσότερο;

Επτά χρόνια μετά δεν υπάρχει καμία ηθική δικαίωση. Εκείνο το βράδυ όσα συνέβησαν υπήρχε η δυνατότητα με σωστούς χειρισμούς να μην είχαν συμβεί, και αυτό αποδείχτηκε στο δικαστήριο. Αυτό που κατάλαβα μέσα από τη δικαστική διαδικασία είναι ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα να μπορέσει νομικά να αποδοθεί ευθύνη σε κρατικούς φορείς και πολιτικά πρόσωπα ώστε να τιμωρηθούν για όσα έκαναν ή δεν έκαναν. Δεν γίνεται να τιμωρηθούν γιατί προστατεύονται από ένα σύστημα που είναι πάνω από όλα και όλους.

Οι ελάχιστοι που βρίσκονται στη φυλακή αυτή τη στιγμή δεν είναι αποδιοπομπαίοι τράγοι, όπως έχουν προσπαθήσει στελέχη της πυροσβεστικής επικοινωνιακά να υποστηρίξουν μετά την καταδίκη τους. Είναι απλά αυτοί των οποίων η παράβαση καθήκοντος ήταν τόσο εξόφθαλμη, τόσο απάνθρωπη, τόσο ξεκάθαρη και προφανής. Το σύστημα που κατάφερε να προστατέψει όλα τα πολιτικά πρόσωπα που έδιναν εντολές να μείνει το Μάτι γυμνό από εναέριες δυνάμεις, όλο το Λιμενικό σώμα που άφησε 9 ανθρώπους να πνιγούν δίπλα σε ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια της, όλη την Αστυνομία που κατεύθυνε ανθρώπους προς τη θανατική τους καταδίκη, δεν κατάφερε να τους προστατέψει και τα στελέχη της Πυροσβεστικής. Ένα σύστημα τόσο καλά φτιαγμένο να ξεπλένει τους «δικούς του» σε σημείο να τους εξασφαλίζει να μη δικαστούν καν, προσπάθησε με νύχια και με δόντια να τους προστατεύσει αλλά δεν τα κατάφερε γιατί η ευθύνη τους ήταν τεράστια.

 Παρακολουθώντας τη δικαστική διαδικασία, ποια είναι η σκέψη που κυριαρχεί μέσα σου; Τι σου έμεινε από τις καταθέσεις, τις υπερασπίσεις, τις αποφάσεις;

Αρχικά να πω πως είχα την τύχη να έχω τη δυνατότητα να παρακολουθήσω σχεδόν εξ ολοκλήρου τις δικασίμους, ειδικά του πρωτόδικου δικαστηρίου. Λίγοι άνθρωποι είχαν τη θέληση, την υπομονή και ταυτόχρονα τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν μια τόσο μεγάλη σε διάρκεια διαδικασία. Αυτό που για μένα είναι πιο ουσιαστικό να αναφέρω είναι πως αν δεν υπήρχε ο Δημήτρης Λιότσιος, δεν θα υπήρχε καν δικαστήριο για όσα συνέβησαν στο Μάτι. Θυμάμαι την κατάθεσή του λέξη προς λέξη. Κατά την κατάθεση του στο πρωτόδικο ακούσαμε πρώτη φορά τι συνέβη πραγματικά εκείνη τη μέρα. Μάθαμε πώς ο Φωστιέρης με εντολή του κύριου Τόσκα (σύμφωνα με όσα κατέθεσε ο ίδιος αργότερα και με όσα ακούγονται στο αντίστοιχο ηχητικό) αποφάσισε να πάρει το μοναδικό εναέριο που επιχειρούσε στο Μάτι για να το στείλει ως εξυπηρέτηση στη Μotor oil, σε μία φωτιά που είχε ήδη σβήσει. Πώς οι επικεφαλής εναλλάσσονταν και ο καθένας με τη σειρά του απέφευγε τη φωτιά για να μην μπλέξει. Πώς έψαχνε ο ίδιος να βρει τα στοιχεία τα οποία του δίνανε παραποιημένα, και πώς όταν τα έβρισκε ξεκινούσαν οι απειλές. Μακάρι να μπορούσα να εξηγήσω πόσος κόπος και πόσο προσωπικό αγώνα έδωσε αυτός ο άνθρωπος προκειμένου να φτάσουμε σε αυτήν την απόφαση κόντρα σε κάθε «τίποτα δεν θα αλλάξει, αφού, αυτή είναι η Ελλάδα…».

Όταν ο Βασίλης Ματθαιόπουλος απειλούσε τον πραγματογνώμονα, του έλεγε χαρακτηριστικά: Εμένα δεν με ακουμπάει κανείς. Έτσι παίζεται το παιχνίδι στην Ελλάδα. Ποιος είσαι εσύ να τα βάλεις με ανώτερούς σου;» Και ακριβώς με αυτό το ύφος μπαινόβγαιναν οι κατηγορούμενοι επί δύο χρόνια μέσα στη δικαστική αίθουσα. Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν κατάφερε να τιμωρηθούν για πρώτη φορά κρατικοί αξιωματούχοι, Αρχηγός, Υπαρχηγός Επιχειρήσεων, Διοικητής Συντονιστικού Κέντρου και ο πολιτικός τους προϊστάμενος, Γενικός Γραμματέας Πολιτικής Προστασίας. Κατάφερε η έννοια της ευθύνης σε αυτή τη χώρα να αποκτήσει οντότητα, υπόσταση, κατάφερε να κλονιστεί η σιγουριά στο κάθε «εμένα δεν με ακουμπάει τίποτα».

Γι’ αυτό, από την αίθουσα, εκείνη τη μέρα δεν βγήκαν μόνο οι δολοφόνοι των ανθρώπων μας με σκυμμένο το κεφάλι. Μαζί τους έσκυψε το κεφάλι και αποχώρησε και η υπεροψία και η αλαζονεία και η νοοτροπία του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ». Και έφυγαν ακούγοντας στα αυτιά τους όλους εμάς να φωνάζουμε δυνατά το όνομα του Δημήτρη Λιότσιου, του ανθρώπου που, από τη θέση ενός απλού επιπυραγού, κατάφερε να βάλει στη φυλακή την ηγεσία της Πυροσβεστικής. Και αν υπάρχει μια πραγματική τιμωρία για αυτούς τους ανθρώπους είναι να βλέπουν κάθε μέρα στον ύπνο τους τις ζωές που πήραν στον λαιμό τους κι αυτόν τον άνθρωπο, που νόμιζαν ότι είχαν του χεριού τους.

 Ήσουν ανήλικη ή μόλις ενηλικιωμένη. Πώς επηρέασε η διαχείριση εκείνης της ημέρας το πώς βλέπεις τη ζωή σήμερα;

Τη μέρα της φωτιάς ήμουν 21 ετών. Ήμουν ακόμη παιδί, ίσως όχι ηλικιακά, αλλά σίγουρα συναισθηματικά. Από εκείνο το απόγευμα και μετά, τίποτα δεν ήταν ίδιο. Η φωτιά με μεγάλωσε βίαια. Από εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα μου κάτι που δεν έφυγε ποτέ: ο φόβος. Ζω με αυτόν. Φοβάμαι όταν φυσάει δυτικός άνεμος, όταν ακούω για φωτιές, όταν το καλοκαίρι μυρίζει καμένο. Αν βρεθώ σε χώρο με πολύ κόσμο, σκανάρω πάντα τις εξόδους. Δεν είναι υπερβολή, είναι ένστικτο επιβίωσης.

Εκείνη η μέρα με έμαθε να κοιτάζω τον κόσμο διαφορετικά. Η εμπιστοσύνη μου στους θεσμούς έχει καταρρεύσει. Επτά χρόνια μετά, οι πολιτικοί και θεσμικοί υπεύθυνοι που άφησαν το Μάτι χωρίς εναέριες δυνάμεις, που καθοδηγούσαν τον κόσμο προς τον θάνατο, που δεν έστειλαν πλωτά μέσα εγκαίρως να σώσουν ανθρώπους, στη συντριπτική πλειοψηφία τους έμειναν στο απυρόβλητο. Αυτό δεν ξεχνιέται.

Δεν ξεχνιούνται οι άνθρωποι που χάθηκαν, ούτε εκείνοι που προσπαθούν ακόμη να ζήσουν με τα σημάδια στο σώμα και την ψυχή τους. Αυτή η εμπειρία με άλλαξε. Δεν με τρόμαξε μόνο, με θύμωσε. Και κάπως έτσι, αυτή η οργή έγινε κινητήριος δύναμη. Όπως και πολλοί άλλοι από εμάς, ένιωσα την ανάγκη να μιλήσω, να διεκδικήσω, να μην αφήσω αυτή την τραγωδία να ξεχαστεί. Συμμετείχα όσο μπορούσα σε διαδικασίες, σε συζητήσεις, παρακολούθησα το δικαστήριο, και γνώρισα ανθρώπους που πάλεψαν με όσα μέσα είχαν, για να υπάρξει έστω μια μορφή δικαιοσύνης. Αν δεν ήταν ο Δημήτρης Λιότσιος, δεν θα είχαμε φτάσει ποτέ εδώ. Η επιμονή, η ακεραιότητά του, η δύναμή του απέναντι σε ένα ολόκληρο σύστημα που τον απειλούσε, τον αμφισβητούσε, τον πολεμούσε, ήταν για μένα μάθημα ζωής. Μας έδωσε πίσω ένα κομμάτι αξιοπρέπειας.

Αλλά πέρα από τον φόβο και την οργή, υπάρχει και κάτι ακόμα: οι τύψεις. Οι τύψεις του επιζώντος. Γιατί εγώ σώθηκα, ενώ άλλοι όχι. Γιατί είχα χρόνο να φύγω, ενώ κάποιοι εγκλωβίστηκαν. Γιατί εγώ μπορώ να μιλάω σήμερα, ενώ άλλοι δεν πρόλαβαν ούτε να φωνάξουν. Κι αυτές οι τύψεις δεν φεύγουν. Τρυπώνουν στις πιο ήσυχες στιγμές, σε ερωτήσεις που δεν θα απαντηθούν ποτέ. Τι θα γινόταν αν είχα προειδοποιήσει κάποιον; Αν είχα μείνει λίγο παραπάνω κάπου; Αν είχα κάνει κάτι διαφορετικά;

Η τραγωδία αυτή έχει αφήσει ανεξίτηλο αποτύπωμα στην καθημερινότητά μου. Δεν είναι κάτι που ξεπερνιέται. Κουβαλάω εικόνες, λέξεις, πρόσωπα, φωνές, αναμνήσεις που έρχονται και φεύγουν. Και όσο κι αν φοβάμαι, άλλο τόσο νιώθω ότι έχω ευθύνη: να θυμάμαι, να μιλώ, να απαιτώ. Για εκείνους που δεν είναι πια εδώ. Για να μην συμβεί ποτέ ξανά. Για να μη μείνει κανείς μόνος του, όπως μείναμε εμείς εκείνο το απόγευμα.

 Ποια είναι τα όνειρά σου σήμερα; Τι σχέδια κάνεις για το μέλλον; Η εμπειρία αυτή σε όρισε – αλλά σε κράτησε πίσω ή σου έδωσε δύναμη;

Η εμπειρία της φωτιάς στο Μάτι με όρισε. Δεν ήταν μια επιλογή, ήταν κάτι που μπήκε μέσα μου χωρίς να ρωτήσει. Κουβαλάω εκείνο το καλοκαίρι σαν μια δεύτερη ταυτότητα. Για καιρό αναρωτιόμουν αν θα με κρατήσει πίσω. Αν θα είμαι για πάντα «το κορίτσι από το Μάτι», παγιδευμένη σε εκείνη τη μέρα. Αλλά η αλήθεια είναι πως, όσο κι αν με τράβηξε προς τα κάτω, με ανάγκασε και να σηκωθώ. Να δω τον κόσμο αλλιώς, με λιγότερη αφέλεια αλλά και με περισσότερη επίγνωση του τι αξίζει. Σήμερα τα όνειρά μου δεν είναι πιο μικρά, αλλά είναι πιο ξεκάθαρα. Θέλω να ζήσω σε μια κοινωνία που δεν ξεχνά. Που έχει μνήμη, ευθύνη, και ανθρώπους που στέκονται ο ένας δίπλα στον άλλον.

Θέλω να συνεχίσω να παλεύω για αυτό, είτε μέσα από τη δουλειά μου είτε μέσα από τη δημόσια συμμετοχή, είτε απλά με το να είμαι παρούσα όταν κάποιος άλλος χρειάζεται μια φωνή δίπλα του. Αν δεν διεκδικήσεις, δεν αλλάζει τίποτα. Δεν προσπαθώ να γυρίσω σε αυτό που ήμουν πριν, γιατί αυτό το κομμάτι χάθηκε. Προσπαθώ όμως να κρατήσω εκείνα τα στοιχεία του εαυτού μου που με βοήθησαν να αντέξω: την ενσυναίσθηση, την αποφασιστικότητα, τη δύναμη να μην μένω σιωπηλή. Θέλω να συνεχίσω να θυμάμαι, όχι με πίκρα αλλά με αξιοπρέπεια. Θέλω κάποτε να μπορέσω να συγχωρέσω, όσους ευθύνονται για όσα έγιναν. Θέλω να τιμώ αυτούς που χάθηκαν με πράξεις. Να χτίσω πάνω στην απώλεια κάτι που θα με πάει μπροστά και, κυρίως, να μη σταματήσω ποτέ να ελπίζω πως μπορεί κάτι να αλλάξει. Όχι γιατί το πιστεύω αφελώς. Αλλά γιατί το χρωστάω.

Δειτε περισσοτερα

Φραντσέσκα Ντιοταλέβι
Φραντσέσκα Ντιοταλέβι: Το να γράψω για τη Βίβιαν Μάιερ υπήρξε άσκηση λεπτότητας, σεβασμού και θάρρους

Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση