Ελλαδα

Εκπαίδευση: Δραμωδία (δραμεντί) ή μήπως τραζεντί;

Ανωτέρα, ανωτάτη, τριτοβάθμια, μεταλυκειακή, κολεγιακή, πανεπιστημιακή, δημόσια και μη δημόσια εκπαίδευση: το χρονικό μιας αποτυχίας

Ευάγγελος Λιβιεράτος
Ευάγγελος Λιβιεράτος
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Εκπαίδευση: Δραμωδία (δραμεντί) ή μήπως τραζεντί;

Η εκπαίδευση στην Ελλάδα και η ανάγκη προτεραιότητας σε ένα δημόσιο πανεπιστήμιο ευρωπαϊκού τύπου με παρεμφερή πρότυπα διοίκησης

Η παράθεση των επιθέτων στο ουσιαστικό μπορεί να προκαλεί αμηχανία, αν όχι σύγχυση, τουλάχιστον στους μη «ειδικούς» όπως και το ερωτηματικό στο τέλος• αλλά και η σχέση των επιθέτων μεταξύ τους, που μοιάζει με παιχνίδι λέξεων. Τα πράγματα επιβαρύνονται όταν επικρατούν οι επιθετικοί προσδιορισμοί, όταν δεν προηγείται κανένας επεξηγηματικός ορισμός και εννοιοθέτηση των επιθέτων και ―ακόμα χειρότερο― όταν αντιμετωπίζουμε το μείζον του ουσιαστικού ως ζήτημα διοικητικών-διαχειριστικών ρυθμίσεων και όχι ως περιεχομένου και ποιότητας σπουδών. Στην Ελλάδα έχουμε την τάση να μπλέκουμε τις έννοιες του «δημόσιου» και του (κερδοσκοπικού και μη κερδοσκοπικού) «μη δημόσιου» αγνοώντας την πραγματικότητα ―το τι συμβαίνει στον κόσμο― και τις σχετικές διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας, που παραμένουν (κακώς) αδιάφορες για πολλούς.

Σε περιόδους μεταρρυθμίσεων, αυτά οδηγούν συχνά σε χαώδεις αντιπαραθέσεις και αποπροσανατολισμούς, ιδιαίτερα όταν ανακατεύονται με τον ακραίο μικροκομματισμό μας. Στο μεταξύ, αυξάνεται ο λεγόμενος «λειτουργικός αναλφαβητισμός», οφειλόμενος (κυρίως) στην προβληματική δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Και όλα τούτα στο πεδίο της έντασης που δημιουργούν για το θέμα, αθέλητα ή ηθελημένα, τα δίκτυα μαζικής επικοινωνίας.

Για λόγους οικονομίας χώρου περιορίζομαι στο πιο τρέχον από τα προαναφερθέντα επίθετα, την πανεπιστημιακή, παρακάμπτοντας τους ορισμούς και τις διασαφηνίσεις των υπολοίπων από αυτά ―μπορούν να βρεθούν εύκολα στο διαδίκτυο, κυρίως το ξενόγλωσσο― διότι η πανεπιστημιακή εκπαίδευση (σχεδόν) μονοπωλεί τον δημόσιο διάλογο στη χώρα μας, ενώ αλλού στον κόσμο είναι αλλιώς από πολλά χρόνια πριν.

Πριν από οκτώ χρόνια περίπου, πάλι σε περίοδο επιχειρούμενης μεταρρύθμισης, έγραφα σχετικά με τον πραγματικό κόσμο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης σε αντιδιαστολή με τις καθ’ ημάς φαντασιώσεις και τους ετεροχρονισμούς. Όσα έγραφα μού φαίνονται ακόμα επίκαιρα, δυστυχώς. Επανέρχομαι λοιπόν εδώ αντιγράφοντας ―με κάποιες αλλαγές― μερικά αποσπάσματα από τότε.

Ποιος είναι άραγε ο πραγματικός κόσμος στην εκπαίδευση; Είναι εκείνος που διαμορφώνουν και καθιερώνουν ως διεθνές πρότυπο της κάθε εποχής, οι χώρες οι οποίες αντικειμενικά προηγούνται και αναγνωρίζονται ως προηγμένες σε παγκόσμιο επίπεδο στα γράμματα, στις επιστήμες και στην τεχνολογία. Το πεδίο λειτουργίας, παραγωγής και ανάπτυξής τους είναι πάντοτε ο διεθνής κανόνας, με τις ωσμώσεις, τις καταλύσεις, τις συγκλίσεις και τη διαμόρφωση κοινών χαρακτηριστικών. Η οικουμενικότητα, η σύγκριση, η συνάφεια, η κινητικότητα, η εξωστρέφεια, το πρότυπο σύγκλισης ήταν ανέκαθεν το χαρακτηριστικό των πανεπιστημίων, δηλαδή από τότε που δημιουργήθηκαν. Και ήταν πάντοτε διεθνή. Ας σκεφτούμε τα πρώτα πανεπιστήμια στον ύστερο μεσαίωνα και στην αναγέννηση• την κινητικότητα διδασκόντων και διδασκομένων στην πρώτη γραμμή• τη συμβατότητα της μεθόδου, τη χρήση κοινών συγγραμμάτων: όλα αυτά έγιναν αυτονόητα και κεκτημένα αργότερα. Αλλά και το πρώτο πανεπιστήμιο στην Ελλάδα ιδρύθηκε με βάση τα διεθνή και ήδη (τότε) ανεπτυγμένα πρότυπα• το πρώτο πολυτεχνείο επίσης. Η μεταρρύθμιση Καραθεοδωρή που διήρκεσε μισό αιώνα, μέχρι την επόμενη μεταρρύθμιση του 1982, βασίστηκε στο ευρωπαϊκό πρότυπο της εποχής του με κύριο στόχο να κάνει τα ελληνικά πανεπιστήμια συγκρίσιμα με τα ξένα και μάλιστα τα καλύτερα. Η μεταρρύθμιση του 1982, βασίστηκε επίσης στη διεθνή πραγματικότητα, καθιερώνοντας τη συμβατότητα με τα πρότυπα της εποχής, απέναντι στο ξεπερασμένο προπολεμικό μοντέλο που άντεξε μισό αιώνα.

Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1982 στην Ελλάδα συνέπεσε ιστορικά με ένα μεγάλο παγκόσμιων διαστάσεων γεγονός που θα επηρέαζε με μεγάλη (δυστυχώς) καθυστέρηση τη χώρα συνολικά: την είσοδο του κόσμου σε μια «άλλη» μεγάλη εποχή, εκείνη της «ψηφιακότητας» την οποία δυσκολευόμαστε ακόμα να κατανοήσουμε εδώ, ιδίως στο περιβάλλον του ανερχόμενου «λειτουργικού αναλφαβητισμού». Πρόκειται για μια εποχή που πολλαπλασιάζει τις ταχύτητες της επικοινωνίας, των δικτύων, της μετάδοσης της πληροφορίας και της γνώσης και προωθεί περαιτέρω την επανάσταση της εικόνας. Παραλλήλως, ευνοεί την ώσμωση των γνωστικών πεδίων, την κατάλυση των στερεοτύπων στη διδασκαλία και έρευνα, καθώς και τη δημιουργία νέων προτύπων.

Η εποχή της «ψηφιακότητας» ξεκίνησε την τελευταία εικοσαετία του 20ού αιώνα και έγινε το κυρίαρχο πρότυπο παντού στον 21ο. Ζούμε σε μια εποχή που ανατρέπει ό,τι ξέραμε για τη «διάρκεια» του χρόνου ο οποίος συρρικνώνεται και τη «διάσταση» του χώρου ο οποίος διαστέλλεται. Ο νόμος του 1982, δεν μπορούσε να προβλέψει τις εξελίξεις: παγιώθηκε και δημιούργησε με τα χρόνια ένα είδος «τείχους» έναντι του υπόλοιπου κόσμου που άλλαζε ταχύτατα. Η χώρα, εγκλωβισμένη σε ευδαιμονικά και φιλάρεσκα πρότυπα εγχώριας κοπής —και η εκπαίδευσή της δεν εξαιρούνταν από αυτά— απέτυχε να παρακολουθήσει τον κόσμο που άλλαζε δραματικά και ραγδαία: όταν οι άλλοι έμπαιναν σε μια νέα εποχή, με τα πανεπιστήμια να αλλάζουν παντού, ενώ τα δικά μας έμεναν αμέριμνα και ακίνητα στα «εύχρηστα» κεκτημένα. Η αλλαγή αυτή επιταχύνθηκε με γοργότερους ρυθμούς διεθνώς από το 1990 και ιδιαίτερα μετά το 1995. Μεταρρυθμίσεις συζητούνταν παντού, σε ολόκληρο τον κόσμο, στα τέλη του 20ού αιώνα: εκτός Ευρώπης αλλαγές έγιναν γρήγορα στη Βόρεια Αμερική, στην Ιαπωνία, στην Αυστραλία, στην ΝΑ Ασία, στην Κίνα. Στην Ευρώπη η συζήτηση καθυστέρησε αλλά τα σχέδια δημιουργίας νέων προτύπων διοίκησης, εκπαίδευσης, έρευνας, απέκτησαν συγκεκριμένο ορίζοντα σύγκλισης στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα και αποτελούν πλέον κοινό τόπο εντατικής εργασίας στους μεγάλους διεθνείς και ευρωπαϊκούς οργανισμούς, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης, την Ένωση Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων, ενώ παραλλήλως γίνονται αντικείμενο μείζονος σημασίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η συζήτηση για τις μεταρρυθμίσεις κυριαρχεί στην Ευρώπη από το 1995. Προχωρούν εντατικά και εφαρμόζονται γρήγορα, όπως η διοίκηση της εκπαίδευσης, η οργάνωση σπουδών (π.χ. το σχήμα «Μπολόνια»), η δια βίου μάθηση, η έρευνα, ο κοινωνικός έλεγχος κ.ά. Αλλά όχι αβασάνιστα. Το σχήμα «Μπολόνια» π.χ., για το οποίο υπήρξαν ενστάσεις και στην Ευρώπη δεν εφαρμόστηκε «τυφλά» παντού, ως σύστημα επιβολής ―όπως θεωρήθηκε και παρουσιάστηκε ανασταλτικά και αδιακρίτως στη χώρα μας― αλλά είχε μελετημένο ρυθμό «ευφυούς προσαρμογής». Είναι γνωστό ότι π.χ. στο Ηνωμένο Βασίλειο το πανεπιστημιακό σύστημα της Σκοτίας διαφοροποιήθηκε από εκείνο της Αγγλίας, ως προς το σχήμα «Μπολόνια». Αλλά και στην ίδια την Αγγλία, όπως και στη Γαλλία, έγιναν ειδικές προσαρμογές σε σπουδές ειδικών απαιτήσεων ― όπως π.χ. των μηχανικών. Ευέλικτα, εναλλακτικά, επάλληλα, αυτο-εξελισσόμενα ευφυή συστήματα και (κυρίως) περιεχόμενα σπουδών συζητούνται παντού, επιτρέποντας στα πανεπιστήμια να δοκιμάζουν και να επιλέγουν δικά τους σε όλα τα επίπεδα λειτουργίας τους και συνεργασιών, χωρίς την ασφυκτική επιβολή του «ενός και μόνον ενός» συστήματος που ορίζει το αρμόδιο υπουργείο. Η σταδιακή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων σε όλη την Ευρώπη πραγματοποιήθηκε το 2000-2005 παντού, έτσι ώστε μετά το 2010 να έχει δημιουργηθεί πλέον μια καινούργια διεθνής πραγματικότητα όχι μόνο στη διοίκηση και στη διαχείριση αλλά ―πρωτίστως― στο περιεχόμενο και τη διάρθρωση των σπουδών.

Η Ελλάδα παραμένει αδρανής. Οι ηγεσίες των ελληνικών πανεπιστημίων δεν αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει στη διεθνή σκηνή, ακόμα κι όταν συμβάλλουν (δια της σιωπής) στην απόφαση να ενταχθεί η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2000, ενώ είχαν προ πολλού ενταχθεί στον ΠΟΕ οι κατώτερες βαθμίδες εκπαίδευσης. Αυτή τη συμφωνία ένταξης συνυπέγραψε (με τις αντίστοιχες βορειο-αμερικανικές κ.ά.) η Ένωση Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων στην οποία συμμετείχαν και συμμετέχουν όλα τα ελληνικά πανεπιστήμια διά των πρυτάνεών τους. Προφανώς αν και συμμετείχαν στην Ένωση, δεν αντελήφθησαν τι συνέβαινε, εφόσον κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε τότε, ούτε άλλοτε, ενώ αργότερα ξιφουλκούσαν (κάποιοι μάλιστα από αυτούς θορυβωδώς) εναντίον της «ιδιωτικοποίησης» και «εμπορευματοποίησης» της γνώσης και της έρευνας στα πανεπιστήμια...

Αίφνης, ως συνήθως στη χώρα μας, η αφύπνιση έρχεται από το πουθενά, στο παρά πέντε. Μετά από 10 χρόνια σε ύπνωση, η Ελλάδα πιέζεται να δείξει επιτέλους στην ιστορική για τη χώρα σύνοδο των αρμόδιων υπουργών στο Μπέργκεν της Νορβηγίας ότι έχει προχωρήσει τις μεταρρυθμίσεις ―τις οποίες όλοι οι άλλοι έκαναν σταδιακά επί μια δεκαετία― αλλιώς θα έχει σοβαρά προβλήματα. Το «νομοσχέδιο Γιαννάκου» του 2007, που θα αποκαθιστούσε, έστω εν μέρει, τις επιπτώσεις της μακροχρόνιας αμέλειας, συμπύκνωνε σε σχεδόν μηδενικό χρόνο όσα έπρεπε να γίνουν από το 1995. Με αποτέλεσμα να ακολουθήσει η ταραχώδης αντίδραση και αναστάτωση. Για πρώτη φορά το πανεπιστημιακό σύστημα του 1982 κλονίστηκε σοβαρά, ενώ μέχρι τότε πορευόταν ανέμελο (όπως ολόκληρη η χώρα) ακροβατώντας, πάνω από το κενό, μεταξύ της απρόσφορης προόδου και του προσοδοφόρου πελατειακού συστήματος, μεταξύ τις χωρίς πολλαπλασιασμούς ικανότητες και των πολλαπλασιαστικών καταστροφικών ανικανοτήτων, μεταξύ του αφοσιωμένου ακαδημαϊκού έργου και του καριερίστικου οπορτουνισμού και αριβισμού, μεταξύ της ―μοναχικής― διεθνούς ακτινοβολίας και του ―ομαδικού― απομονωτισμού.

Ύστερα, ήρθε ο νόμος του 2011, ο δεύτερος στην κατεύθυνση των διεθνών και ευρωπαϊκών υποχρεώσεων της χώρας για τη μεταρρύθμιση και τη σύγκλιση των πανεπιστημίων, μετά τα 15 σιωπηλά χρόνια όλων μας και την αναταραχή του 2007. Η προσπάθεια ήταν συστηματική, αποφασιστική, επιμελής και επίμονη και το νομοσχέδιο ψηφίστηκε με μεγάλη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Αν και ήταν στη ζητούμενη κατεύθυνση των ευρωπαϊκών υποχρεώσεων της χώρας, δεν δηλώθηκε απερίφραστα αυτή η ευρωπαϊκή κατεύθυνση. Αντί να υποστηριχθεί το «ευρωπαϊκό πρότυπο», έδωσε λαβές για άλλοθι και πιασάρικα επιχειρήματα περί «υπερατλαντικού τύπου μεταρρύθμιση», (προφανώς) «αντίθετη με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό και την πορεία της χώρας».

Σε τέτοιο περιβάλλον έρχεται τώρα να προστεθεί η συζήτηση περί του «δημόσιου» και «μη δημόσιου», αφού προηγήθηκαν δύο ακόμη πολυσυζητημένες πρόσφατες μεταρρυθμίσεις το 2019 και το 2022, που αντιμετώπιζαν σε διάφορα επίπεδα, και από διαφορετικές οπτικές, τα συσσωρευμένα προβλήματα από το 1982. Τώρα νομίζω ότι θα έπρεπε να πάρουμε τη μεγάλη απόφαση να δώσουμε προτεραιότητα σε ένα δημόσιο πανεπιστήμιο ευρωπαϊκού τύπου με παρεμφερή πρότυπα διοίκησης (χωρίς ντόπιες «πατέντες»), στο οποίο το μέγιστο ενδιαφέρον θα εστιάζεται στο περιεχόμενο και στην ποιότητα των σπουδών, καθώς και στη συμβατότητά τους με την καλύτερη διεθνή πραγματικότητα. Επιπλέον τώρα μιλάμε και για (κυρίως) ευρωπαϊκού τύπου μη δημόσιο πανεπιστήμιο, το οποίο λόγω των διεθνών συμβατικών υποχρεώσεών της, η Ελλάδα δεν μπορεί να απαγορεύσει θεσμικά ― αυτή η απαγόρευση δεν υπάρχει πουθενά αλλού. Καλά παραδείγματα μη δημοσίων πανεπιστημίων υπάρχουν κοντά μας, στην Ευρώπη• π.χ. το αξιόλογο ―μη κερδοσκοπικό― πανεπιστήμιο Bocconi στο Μιλάνο, η ανθεκτική ιστορία του οποίου μπορεί να ξαναεμπνεύσει ―ως παράδειγμα― το πατριωτικό φρόνημα των «ευεργετών της εκπαίδευσης» που διέκρινε στο παρελθόν πολλούς εύπορους Έλληνες στη χώρα και στο εξωτερικό.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ