Ελλαδα

Αθηναϊκές ιστορίες #10

Μίλα ρε, τι σου ζητάνε;

41521-93503.jpg
Αγγελική Νικολάρη
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
35879-78403.jpg

Έντεκα το βράδυ. Έχω τελειώσει από το μάθημα χορού και πηγαίνω στην κοντινότερη στάση λεωφορείου. Περιμένω, περιμένω, περιμένω… Δέκα λεπτά, είκοσι λεπτά, μισή ώρα. Μισή ώρα χαμένη από τη ζωή μου. Βρίζω. Βρίζω την τύχη μου την ξελογιάστρα και τους απανταχού λεωφορειατζήδες που δεν κάνουν τα προγραμματισμένα δρομολόγια. Και περιμένω μες στο κρύο (κρύο, λέμε τώρα), κατουριέμαι κιόλας.

Κι εκεί που σιχτιρίζω τη μαύρη μου τη μοίρα, εμφανίζεται ψηλό καστανόξανθο, αγόρι με επαρχιακή προφορά. «Τι ώρα θα περάσει αυτό το βρομο-224» με ρωτάει. «Δεν ξέρω, αλλά γενικά αργεί» απαντώ και γυρνάω πλάτη. Δευτερόλεπτα σιωπής. Με ρωτάει: «Πού μένεις;». Θέλω να του απαντήσω «σπίτι μου», μουρμουρίζω «λίγο πιο πάνω» με ύφος άσε-μας-ρε-φίλε-όρεξη-για- κουβέντα-έχεις; «Για να μοιραστούμε το ταξί, άμα αργήσει κι άλλο» απαντάει για να προλάβει μάλλον τα χειρότερα. Και αρχίζει τη λογοδιάρροια.

«Εγώ είμαι απ’ την Πάτρα, 9 μήνες Αθήνα, χάλια η Αθήνα, πώς ζείτε εδώ; Είμαι φαντάρος, μένω με τη γιαγιά μου». Άφωνη εγώ και όσο μου περνάει η σκέψη «σε τρελό έπεσα» αυτός ακάθεκτος συνεχίζει: «Άσ’ τα, και μετά το στρατό δεν ξέρω τι να κάνω, δεν μου αρέσει τίποτα, έλεγα να γίνω ηθοποιός αλλά ούτε αυτό με ενδιαφέρει τελικά. Άσ’ τα, είμαι και χάλια αυτό τον καιρό, να γίνουμε φίλοι στο Facebook, να σου τα πω κι εσένα κάποια στιγμή». Έχω πια σιγουρευτεί και αρχίζω να κάνω πλάγια βηματάκια, φέρνοντας στο μυαλό σκηνές από θρίλερ, αρχίζω να σκέφτομαι ότι πρόκειται για μέλος σπείρας που φαινομενικά είναι καλοκάγαθο αλλά προσπαθεί να μου κεντρίσει την προσοχή για να με κλέψει/βιάσει/πουλήσει τα όργανά μου στη μαύρη αγορά. Και επειδή είμαι πολύ περήφανη για τις φτέρνες μου, δεν θέλω να τις δω αύριο μεθαύριο να σουλατσάρουν στη μαύρη αγορά– και το γαμημένο το λεωφορείο δεν λέει να έρθει!

Ευτυχώς με παρατάει. Αλλά αρχίζει το μπίρι-μπίρι στους διπλανούς μου. Εσείς πού πάτε; Περιμένετε πολλή ώρα; Να πάρουμε όλοι μαζί ένα ταξί;» Όλοι κάνουν πέρα, κοιτώντας με απαξιωτικό βλέμμα. Αρχίζω να τον λυπάμαι. «Ξέρεις» του λέω, «εμείς εδώ δεν πιάνουμε τόσο εύκολα κουβέντα». «Ναι, πώς είστε έτσι εσείς εδώ; Όλοι με κοιτάνε περίεργα όταν τους μιλάω. Ακόμα προσπαθώ να το συνηθίσω. Στην Πάτρα συμπεριφέρονται κάπως καλύτερα, αλλά τι να το κάνεις; Δεν τους μπορώ κι αυτούς. Κουτσομπολεύουν όλη την ώρα!»

Επιτέλους το λεωφορείο φτάνει – με πενήντα λεπτά καθυστέρηση! Καθόμαστε δίπλα-δίπλα και λέμε βλακείες. Απλά, χαλαρά και αβίαστα. Είχα ξεχάσει πόσα πολλά μπορείς να πεις με έναν άγνωστο. Ανθρώπινα και χωρίς καμιά ιδιοτέλεια. Η γλυκιά απελευθέρωση του να λες άσχετα.

Καθώς βγαίνω απ’ το λεωφορείο και κοντοζυγώνω στο σπίτι, γελάω και σκέφτομαι πόσο χαζή είμαι. Χαζή που αρχικά δεν του μίλησα καν ανθρώπινα, που δεν μιλάω, που δεν μιλάμε. Που μας φαίνεται περίεργο όταν ένας άγνωστος μας απευθύνει το λόγο χωρίς αυτή την απόμακρη ξινίλα τυπικούρας που έχουμε συνηθίσει. Που γυρνάμε την πλάτη και δεν κοιτάμε τους διπλανούς μας στα μάτια. Που ο φόβος, οι έγνοιες και οι σκοτούρες, μας έχουν κάνει μικρόψυχους, κυνικούς και αγενείς.

«Κατεβαίνω, θα τα πούμε, γείτονα. Κοίτα μην παρασυνηθίσεις εδώ και γίνεις κι εσύ σαν κι αυτούς που δεν σου μιλάνε, ε;»

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ