Κοσμος

Οι κυνικές επιδιώξεις του Πούτιν στην Ινδία και το Σουδάν

Ο επικίνδυνος ρωσικός γεωπολιτικός επεκτατισμός δεν περιορίζεται στην Ανατολική Ουκρανία

Άγης Παπαγεωργίου
Άγης Παπαγεωργίου
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Οι κυνικές επιδιώξεις του Πούτιν στην Ινδία και το Σουδάν
© Kremlin Press Office/Anadolu via Getty Images

Τα ανοίγματα του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ινδία και η βάση που θέλει να στήσει στο Σουδάν.

Εν μέσω των ατέρμονων έμμεσων τριμερών διαπραγματεύσεων ως προς τον τερματισμό του ρώσο-ουκρανικού πολέμου, ο Βλαντιμίρ Πούτιν πραγματοποίησε μια επίσημη διήμερη επίσκεψη στην Ινδία, όπου και συναντήθηκε με τον Ινδό Πρωθυπουργό Ναρέντρα Μόντι, σε έναν πολιτικό χρόνο όπου οι διμερείς σχέσεις μεταξύ της Ουάσιγκτον και του Νέου Δελχί βρίσκονται στο χειρότερό του σημείο εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες. Ταυτόχρονα, κατά τη διάρκεια της προηγούμενης εβδομάδας το ρωσικό υπουργείο εξωτερικών επιβεβαίωσε πως στις αρχές του επόμενου Φεβρουαρίου ο Σεργκέι Λαβρόφ θα πραγματοποιήσει επίσημη επίσκεψη στο Σουδάν, εν μέσω του φρικτότερου εμφυλίου πολέμου στην ταραχώδη ιστορία της χώρας· chaos is good for business, θα μπορούσε να πει κανείς.

Οι συγκεκριμένες κινήσεις εκ μέρους της ρωσικής κυβέρνησης είναι απολύτως ενδεικτικές του βαθύτατου αναθεωρητισμού ο οποίος χαρακτηρίζει τη ρωσική εξωτερική πολιτική, της προσήλωσης του Κρεμλίνου στη διατάραξη της διεθνούς ισορροπίας των δυνάμεων, και – δεδομένα – στην προσωπική εμμονή του Πούτιν ώστε να μείνει στην Ιστορία όχι απλώς ως άξιος κληρονόμος του Ιβάν του Τρομερού, της Μεγάλης Αικατερίνης, και του Ιωσήφ Στάλιν, αλλά να φτάσει τη ρωσική σφαίρα επιρροής πολύ μακρύτερα απ’ όσο και οι τρεις θα τολμούσαν ποτέ να φανταστούν. Διατηρώντας την Ινδία ως οικονομικό αιμοδότη – σε μια χρονική συγκυρία όπου η ρωσική οικονομία κατά τα άλλα ασθμαίνει σε ψυχροπολεμικά επίπεδα – το Κρεμλίνο ετοιμάζεται να πραγματοποιήσει ένα ιστορικό στρατιωτικό άνοιγμα στην Αφρική, μεγεθύνοντας το ρωσικό γεωπολιτικό αποτύπωμα, και στραγγαλίζοντας πιθανώς το διεθνές εμπόριο.

Το οικονομικό άνοιγμα της Ρωσίας στην Ινδία

Από τον Ψυχρό Πόλεμο μέχρι και περίπου τα μέσα των 00s, οι θερμές ίνδο-ρωσικές σχέσεις αποτέλεσαν μια από τις ελάχιστες σταθερές της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία επέτρεψε στο Κρεμλίνο να αυξήσει σταδιακά το εύρος της γεωπολιτικής του επιρροής, όσο όμως και να αποκτήσει έναν καθοριστικής σημασία εμπορικό εταίρο. Το αμιγώς διπολικό ψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα είχε έτσι και αλλιώς αναγκάσει την ΕΣΣΔ να επενδύσει στις οικονομικές και εξοπλιστικές της σχέσεις με την προσφάτως ανεξαρτητοποιημένη Δημοκρατία της Ινδίας, η οποία πραγματοποιούσε και εκείνη με τη σειρά της τα πρώτα της βήματα ως μια εκ των ισχυρότερων «ουδέτερων» χωρών στο πλαίσιο του ανταγωνισμού μεταξύ της Ουάσιγκτον και της Μόσχας. Στην ουσία, οι ίνδο-ρωσικές σχέσεις αποτελούσαν ανέκαθεν ένα εξαίρετο υπόδειγμα μιας αμιγώς – και αμοιβαίας – ρεαλιστικής προσέγγισης εντός του διεθνούς συστήματος· παρότι η ΕΣΣΔ και η Ινδία δεν δημιούργησαν ποτέ μια επίσημη γεωπολιτική συμμαχία, εντούτοις η διπλωματική υποστήριξη της μιας προς την άλλη επί δεκαετίες, σε συνδυασμό με τη διαρκώς αυξανόμενη διμερή οικονομική αλληλεξάρτηση, δημιούργησε μια σταθερή διμερή σχέση, η οποία στην πραγματικότητα δεν απειλήθηκε ποτέ· αντιθέτως, η σοβιετική υποστήριξη στην Ινδία στον πόλεμο με το Πακιστάν το 1971 για την ανεξαρτησία του Μπαγκλαντές εξακολουθεί να αποτελεί τον άξονα της άτυπης ίνδο-ρωσικής γεωπολιτικής συμμαχίας, η οποία επιβίωσε του Ψυχρού Πολέμου, ακόμα και αν η ισορροπία έγειρε σταδιακά υπέρ του Νέου Δελχί.

Φυσικά, παρότι η ινδική οικονομία βασιζόταν ανέκαθεν στην εισαγωγή ρωσικού οπλισμού – και από το 2022 και μετά φτηνού ρωσικού πετρελαίου – όπως και μιας σειράς βιομηχανικών και ηλεκτρονικών πρώτων υλών, το Νέο Δελχί δε θα μπορούσε ποτέ να περιμένει τη Μόσχα ώστε να αναδειχθεί εκ νέου ως μια εκ των ισχυρότερων δυνάμεων εντός του διεθνούς συστήματος. Πιστές στο δόγμα μιας φιλόδοξης, αλλά πάντα ανεξάρτητης ινδικής εξωτερικής πολιτικής, οι μεταψυχροπολεμικές κυβερνήσεις της χώρας προχώρησαν σε μια σειρά ευκαιριακών ανοιγμάτων προς τις ΗΠΑ – ιδιαίτερα στο πλαίσιο της ανάπτυξης του ινδικού πυρηνικού προγράμματος – εκμεταλλευόμενες παράλληλα το γεγονός πως μπορούσαν να παρουσιάσουν εαυτόν ως έναν πόλο περιφερειακής σταθερότητας, αλλά και εξισορρόπησης της διαρκώς αυξανόμενης κινεζικής γεωπολιτικής και γεωοικονομικής επιρροής· κρίσιμα, ακριβώς όπως είχε πράξει και απέναντι στην ΕΣΣΔ, η Ινδία δεν προχώρησε ποτέ στην επισημοποίηση οποιαδήποτε μεταψυχροπολεμικής στρατηγικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ διατηρώντας κρίσιμους βαθμούς ελευθερίας στον τρόπο με τον οποίο το Νέο Δελχί ελίσσεται εντός του διεθνούς συστήματος, αξιοποιώντας στο μέγιστο τόσο την ήπια, όσο και τη στρατιωτική ινδική ισχύ. Βλέποντας το μακροσκοπικά, κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα – και ιδιαίτερα μετά το 2014, όταν ο Μόντι ανέλαβε την πρωθυπουργία της χώρας – η Ινδία έχει καταφέρει να αναδειχθεί σε απαραίτητο συνομιλητή των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή της νότιο-ανατολικής Ασίας, χωρίς ποτέ ωστόσο να εγκαταλείψει τη Ρωσία – ακριβώς λόγω της αμοιβαίως συμφέρουσας εμπορικής και εξοπλιστικής τους σχέσης – παραμένοντας πρακτικά ουδέτερη σε οποιαδήποτε ρήξη μεταξύ της Ουάσιγκτον και της Μόσχας.

Το κρίσιμο στοιχείο ωστόσο είναι πως η επίσημη επίσκεψη του Πούτιν στην Ινδία, σε συνδυασμό με τη στάση την οποία έχει κρατήσει ο Μόντι εντός του διεθνούς συστήματος κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, απειλεί να επανεκκινήσει τις ίνδο-ρωσικές σχέσεις από ένα σημείο το οποίο εξυπηρετεί απολύτως το Κρεμλίνο. Τοσο η διάρκεια, όσο και οι πιθανές συνέπειες του ρώσο-ουκρανικού πολέμου έχουν φέρει για πρώτη φορά σε εξαιρετικά δύσκολη θέση το Νέο Δελχί, καθώς ακριβώς λόγω των κυρώσεων τις οποίες έχει επιβάλλει η Δύση στη ρωσική οικονομία, η Ουάσιγκτον έχει καλέσει το Νέο Δελχί να απεξαρτηθεί το ταχύτερο δυνατόν από τις ρωσικές εισαγωγές ενέργειας και πρώτων υλών. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, και λόγω της άρνησης του Μόντι να εισακούσει τις προσταγές του Ντόναλντ Τραμπ, η αμερικανική κυβέρνηση προχώρησε στην επιβολή κυρώσεων της τάξεως του 50% στις ινδικές εισαγωγές, με την Ουάσιγκτον να αξιοποιεί τον πάγιο μοχλό πίεσης απέναντι σε οποιοδήποτε κράτος επιθυμεί να στρέψει προς μια συγκεκριμένη γεωπολιτική κατεύθυνση. Αυτό που έχει διαβάσει σωστά ο Πούτιν είναι πως, ο συνδυασμός της πάγιας ουδετερότητας της ινδικής εξωτερικής πολιτικής, με τον βαθμό εξάρτησης της ινδικής οικονομίας και άμυνας από τις ρωσικές εισαγωγές ενέργειας και πρώτων υλών, στο πλαίσιο της κλιμακούμενης κινεζικής επιρροής στην περιοχή – με το Νέο Δελχί και το Πεκίνο να βρίσκονται μονίμως σε διμερή ένταση για μια σειρά ζητημάτων – επιτρέπει στη Μόσχα να διεκδικήσει την επιστροφή σε μια ψυχροπολεμικού τύπου σχέση, όπου η Ινδία θα βρίσκεται σαφώς πλησιέστερα στις ρωσικές θέσεις, πάρα στις αμερικανικές. Φυσικά, ο Μόντι γνωρίζει πως δε μπορεί να πραγματοποιήσει ένα σαφές άνοιγμα προς τη Μόσχα, ωστόσο τον Πούτιν αυτό δεν τον ενδιαφέρει· η μη διατάραξη των ινδό-ρωσικών σχέσεων – παρά τις αμερικανικές πιέσεις – αποτελεί εκ προοιμίου νίκη, η δε ενίσχυσή τους θα αποτελέσει θρίαμβο, καθώς αυτή θα ταυτιστεί έστω και με μια μερική επιπλέον αποξένωση του Νέου Δελχί από την Ουάσιγκτον.

Η πρώτη ρωσική βάση στην Ερυθρά Θάλασσα

Σε αντίθεση με τον νέο ρωσικό άνοιγμα στην Ινδία, το οποίο αποσκοπεί στην επαναφορά του εξαιρετικά βολικού για τη Μόσχα ψυχροπολεμικού status quo, το άνοιγμα του Πούτιν στο Σουδάν επιχειρεί να προκαλέσει τη σημαντικότερη ιστορική τομή σε ό,τι αφορά τη ρωσική εξωτερική πολιτική προς τον Τρίτο Κόσμο, επιτυγχάνοντας κάτι που κανένας προκάτοχός του – στα βάθη των δεκαετιών και των αιώνων – δεν κατάφερε να κάνει. Ο λόγος είναι πως, ακόμα και στον ψυχροπολεμικό πολιτικό χρόνο, όπου κάθε εσωτερική σύγκρουση μετατρεπόταν σε έναν άτυπο πόλεμο δι’ αντιπροσώπων μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ – με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, αλλά όχι μοναδικό, τον Εμφύλιο Πόλεμο της Αγκόλα – η Μόσχα δεν κατάφερε ποτέ να εδραιώσει την επιρροή της στην αφρικανική ήπειρο μέσω της κατασκευής ρωσικών στρατιωτικών βάσεων. Παρά τις ευκαιρίες τις οποίες είχε στην Αγκόλα, την Αιθιοπία, τη Μοζαμβίκη, και – κυρίως – τη Σομαλία, η παρουσία της ΕΣΣΔ στην Υποσαχάρια Αφρική ήταν ως επί το πλείστον ευκαιριακή, γεγονός το οποίο άφησε ένα τεράστιο προβάδισμα τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην Κίνα, ιδιαίτερα μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου· εν τη μακρά απουσία της Μόσχας, και παρά τη μέχρι προσφάτως μικρή στρατηγική σημασία της συγκεκριμένης περιοχής, τόσο η Ουάσιγκτον, όσο και το Πεκίνο – αλλά και το Παρίσι και η Ρώμη – δημιούργησαν μόνιμες στρατιωτικές βάσεις στο Τζιμπουτί – το οποίο βρέχεται εξίσου από την Ερυθρά Θάλασσα – απολαμβάνοντας ένα συντριπτικό πλεονέκτημα, το οποίο η Μόσχα τώρα επιθυμεί να ισορροπήσει μέσω της κατασκευής της πρώτης της μόνιμης στρατιωτικής βάσης στο Port Sudan.

Όμως, η κατασκευή της συγκεκριμένης βάσης στο Σουδάν έχει μια σαφώς μεγαλύτερη σημειολογία από εκείνες των ΗΠΑ και της Κίνας στο Τζιμπουτί, λόγω δύο κρίσιμων συνθηκών. Πρώτον, η επιτυχία του συγκεκριμένου εγχειρήματος θα εξαρτηθεί από το επίπεδο της συνεννόησης μεταξύ του Κρεμλίνου, και των παραστρατιωτικών Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης (Rapid Support Forces) οι οποίες βρίσκονται σε μια μακρά και συγκλονιστικά βίαιη εμφύλια σύρραξη με τις Σουδανέζικες Ένοπλες Δυνάμεις. Δεύτερον, ως προγεφύρωμα των διαρκώς κλιμακούμενων διπλωματικών επαφών μεταξύ της Ρωσίας και των RSF λειτούργησε η υποστήριξη τους από τη ρωσική Ομάδα Βάγκνερ, ήτοι την ιδιωτική – αλλά πλήρως εξαρτώμενη από το ρωσικό υπουργείο άμυνας – παραστρατιωτική οργάνωση του Ρώσου ολιγάρχη, Γιεβγκένι Πριγκόζιν, η οποία αποτέλεσε για περίπου μια δεκαετία τον ένοπλο Δούρειο Ίππο του Κρεμλίνου σε μια σειρά συγκρούσεων στον Τρίτο Κόσμο, όπως όμως και δις στην Ουκρανία, τόσο το 2014 και στον Πόλεμο της Κριμαίας, όσο και στην πρώτη φάση του ρώσο-ουκρανικού πολέμου. Το αντάρτικο του Πριγκόζιν εναντίον του Πούτιν τον Ιούνιο του 2023, σε συνδυασμό με τον θάνατό του λόγω πτώσης του ελικοπτέρου του δύο μήνες αργότερα – σε μια διαβολική σύμπτωση από τις πολλές που έχουν ευνοήσει τον Ρώσο Πρόεδρο ανά τα χρόνια – έδωσε στη ρωσική κυβέρνηση την ευκαιρία να απορροφήσει σταδιακά την τεχνογνωσία και τις επαφές της Ομάδας Wagner, με τη διατήρηση του μομέντουμ στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης των ρωσικών συμφερόντων από τους RSF στο Σουδάν να ενισχύεται ακόμα περισσότερο.

Στην πράξη, το άνοιγμα της Μόσχας στο Σουδάν – στην παρούσα εμφυλιοπολεμική συγκυρία, σε συνδυασμό με το γεγονός πως οι RSF ευθύνονται για αμέτρητες μαζικές σφαγές δεκάδων χιλιάδων συμπολιτών τους – αποδεικνύει πως ο Πούτιν δεν έχει απολύτως κανέναν δεοντολογικό ενδοιασμό όταν έχει αποφασίσει πως μια οποιαδήποτε στρατηγική κίνηση πρόκειται να εξυπηρετήσει τα ρωσικά συμφέροντα. Δεδομένα, η κατασκευή της συγκεκριμένης βάσης, η οποία αναμένεται να μπορεί να φιλοξενήσει τουλάχιστον τέσσερα ρωσικά πολεμικά πλοία, θα μεταβάλλει σε καθοριστικό βαθμό την ισορροπία των δυνάμεων στην Υποσαχάρια Αφρική, και αυτό σε ένα από τα κρισιμότερα γεωπολιτικά σταυροδρόμια, καθώς οι ναυτικές οδοί της Ερυθράς Θάλασσας εξυπηρετούν περίπου το 12% του παγκόσμιου εμπορίου, παραμένοντας παράλληλα εξαιρετικά κρίσιμοι για τις ευρωπαϊκές εφοδιαστικές αλυσίδες, λόγω της εξάρτησής τους από τη Διώρυγα του Σουέζ. Σημαντικά – και όπως ακριβώς συνέβαινε στην περίπτωση της ΕΣΣΔ για δεκαετίες – η Ρωσία δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να προχωρήσει στην κατασκευή ενός πλέγματος στρατιωτικών και ναυτικών βάσεων στην Υποσαχάρια Αφρική, όμως στο σύγχρονο πλαίσιο της σύγκρουσης των τριών ισχυρότερων στρατιωτικών υπερδυνάμεων, το οποίο αναπόφευκτα μεταφέρεται στην αφρικανική ήπειρο λόγω και των πλουσίων τοπικών κοιτασμάτων σε κρίσιμες και σπάνιες γαίες, η κατασκευή της συγκεκριμένης βάσης στο Σουδάν θα ευνοήσει σημαντικά τις μακροπρόθεσμες γεωπολιτικές επιδιώξεις της Μόσχας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ευρύτερη πορεία των εξελίξεων στην Ερυθρά Θάλασσα.

Στην πραγματικότητα, η Ρωσία αγκομαχάει

Παρά τους κιτς νέο-αυτοκρατορικούς θεατρινισμούς στους οποίους αρέσκεται ο Βλαντιμίρ Πούτιν, η πραγματικότητα είναι πως η Ρωσία αποτελεί μακράν τη λιγότερο ισχυρή υπερδύναμη συγκριτικά με τις ΗΠΑ και την Κίνα, τη στιγμή που η ασθμαίνουσα ρωσική οικονομία έχει γονατίσει περαιτέρω την ευρύτερη επιρροή της χώρας. Αυτές ακριβώς τις συστημικές αδυναμίες επιχειρεί να αντιμετωπίσει με τα ανοίγματά του στην Ινδία και το Σουδάν το Ρώσος Πρόεδρος, καθώς στην πρώτη περίπτωση θα εξασφαλίσει τη συνέχιση – ή ακόμα και την εμβάθυνση μιας στρατηγικής οικονομικής σχέσης η οποία μπορεί να κρατήσει τη Ρωσία οικονομικά ζωντανή, και στη δεύτερη να καταφέρει να μεγεθύνει το γεωπολιτικό αποτύπωμα της Μόσχας ένα από τα κρισιμότερα σταυροδρόμια του διεθνούς εμπορίου. Δεδομένα, το γεγονός πως οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις έχουν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά σε βάθος τεσσάρων σχεδόν ετών από τον σαφώς υποδεέστερο ουκρανικό στρατό έχει αποδείξει στη διεθνή κοινότητα πως το ρωσικό αξιόμαχο σε καμία περίπτωση δεν είναι ζηλευτό· χωρίς το πυρηνικό της οπλοστάσιο, η Ρωσία δε θα τρόμαζε κανέναν στο πεδίο – κάτι που ο Πούτιν γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα, και για αυτό η εμβάθυνση της συνεργασίας του με την εξίσου πυρηνικά πανίσχυρη Ινδία, όπως και η μετακίνηση των πυρηνικά εξοπλισμένων πολεμικών του πλοίων στην Αφρική αποτελεί στην πράξη ζήτημα επιβίωσης, αντί επίδειξης ισχύος. Σε αυτή την επιδίωξη, ο Πούτιν φαίνεται πρόθυμος να εκμεταλλευτεί κάθε παράθυρο ευκαιρίας – όπως την τρέχουσα ρήξη μεταξύ της Ουάσιγκτον και του Νέου Δελχί – αλλά και να μη δείξει κανένα έλεος – όπως αποδεικνύει το άνοιγμά του στις φονικές δυνάμεις των RSF στο Σουδάν· ακριβώς έτσι λειτούργησαν εξάλλου και οι Ρώσοι ηγέτες του παρελθόντος, τους οποίους έχει βαλθεί – με τον πλέον κυνικό τρόπο – να ξεπεράσει.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY