- CITY GUIDE
- PODCAST
-
15°
Τελικά γιατί κολλάει το χασμουρητό; Ξέρει κανείς;
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση
ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ; ΙΔΟΥ Η ΑΠΟΡΙΑ
Αν το ισχυρότερο όπλο του πολέμου είναι η πυρηνική βόμβα, το ισχυρότερο όπλο της ειρήνης δεν είναι η διπλωματία: είναι η μετάφραση. Χωρίς τη δυνατότητα να μελετηθεί σε βάθος η πολιτισμική παράδοση και η γραμματεία ενός λαού, δεν είναι δυνατόν —απλώς δεν γίνεται— να τον κατανοήσεις, να έρθεις κοντά του, να μοιραστείς τις αγωνίες του, να αφουγκραστείς τις έγνοιες και τα όνειρά του — και να συμπορευθείτε. Οι άνθρωποι ενώνονται, στο πιο βαθύ επίπεδο, μόνο διαβάζοντας τα βιβλία των ξένων. Έτσι γίνεται από πάντα, και έτσι θα συνεχίσει να γίνεται για καναδυό γενιές ακόμη. (Εννοούμε: μέχρι οι κατά τόπους γλώσσες να υποχωρήσουν μπροστά σε μία παγκόσμια. Η Τ.Ν. εδώ θα παίξει πρωτεύοντα ρόλο. Έτσι πάνε αυτά. Λέγεται πρόοδος, και εξέλιξη).
Όσοι δουλεύουμε στα βιβλία ξέρουμε τι σημαίνει να μεταφράζεις από τη μια γλώσσα σε μιαν άλλη, στη γλώσσα-στόχο· στην περίπτωσή μας, τα νέα ελληνικά. Είναι μια σπουδαία δουλειά. Και αυτοί που την κάνουν, άξιοι καθ’ όλα.
Ο μεταφραστής πρέπει να είναι σε θέση να πετάει πολλά πορτοκάλια με τα δυο του χέρια στον αέρα, να τα πιάνει, και να τα ξαναπετάει αρμονικά — και την ίδια στιγμή να ισορροπεί πατώντας πάνω σε μια λαστιχένια μπάλα
Όχι όλοι, ασφαλώς — όσοι είναι καλοί σ’ αυτό το πράγμα. Γιατί η μετάφραση δεν είναι παίξε-γέλασε, και δεν είναι για τον καθένα, ακόμη και γι’ αυτούς που καλύπτουν και με το παραπάνω τα «τυπικά προσόντα». Βασικά, είναι το πιο δύσκολο κομμάτι στις εκδόσεις. Χρειάζεται μεγάλη επάρκεια, και μάλιστα μεγάλη επάρκεια σε ένα σωρό τομείς ταυτόχρονα. Ο μεταφραστής πρέπει να είναι σε θέση να πετάει πολλά πορτοκάλια με τα δυο του χέρια στον αέρα, να τα πιάνει, και να τα ξαναπετάει αρμονικά — και την ίδια στιγμή να ισορροπεί πατώντας πάνω σε μια λαστιχένια μπάλα. Οι πραγματικά καλοί μεταφραστές, αυτοί που έχουν μια βαθιά, «οικουμενική» παιδεία και μιλούν σε υψηλό επίπεδο τις γλώσσες (όχι μόνο αλλά κυρίως: τη γλώσσα-στόχο), ξέρουν τις διαφορές σε «γεωλογικές εποχές» τής χι ξένης εθνικής λογοτεχνίας και τις ιδιαιτερότητες του συγγραφέα που μεταφράζουν, μπορούν να σκάψουν ανά πάσα στιγμή για να καταλάβουν τι θέλει να πει εδώ, και εδώ, και εκεί, να ερευνήσουν, να ρωτήσουν, να τηλεφωνήσουν, να διασταυρώσουν. Και όλο αυτό, έχοντας τη διαρκή μέριμνα —είτε δουλεύουν, είτε μαγειρεύουν, είτε πίνοντας μια μπίρα, είτε όταν είναι στο κρεβάτι τους και κοιμούνται αποκαμωμένοι— το τελικό κείμενο που θα παραδώσουν να είναι γραμμένο στα καλύτερα δυνατά ελληνικά. Και κυρίως: να μη μυρίζει μετάφραση. Άλλο και τούτο: μια μετάφραση είναι τόσο πιο καλή, όσο λιγότερο φαίνεται.
Δεν είναι πολλοί αυτοί, αλλά είναι αρκετοί. Πολύ περισσότεροι είναι οι «απλώς» επαρκείς μεταφραστές (αυτό το «απλώς» είναι απλώς διακοσμητικό), οι έμπειροι και μπαρουτοκαπνισμένοι, αυτοί που θα δουλέψουν δωδεκάωρα για να είναι στην ώρα τους (και για να φτουρήσει το μεροκάματο), αυτοί που στύβουν ένα βιβλίο όπως ένα σφουγγάρι, ή όπως την παροιμιώδη πέτρα, και παραδίδουν κείμενα σε γλώσσα λαγαρή και ρέουσα.
Και βέβαια είναι και πάρα πολλοί κι εκείνοι που απλώς κάνουν τη δουλειά, χωρίς να ξέρουν όσο καλά θα έπρεπε τα ελληνικά. Βρίσκουν κι αυτοί δουλειά, γιατί τα βιβλία που βγαίνουν είναι πάρα πολλά, και ο πληθυσμός μικρός — άρα και οι πολύ καλοί και οι «απλώς» καλοί μεταφραστές περιορισμένοι, και κατά το μάλλον ή ήττον γνωστοί στην πιάτσα. Αναλογικά πάνε αυτά.
Οι περισσότεροι μεταφράζουν από τα αγγλικά: από τα 3.500 ξένα βιβλία τού 2024, τα 2.250 ήταν αγγλικά: το 65%, ή τα 2 στα 3. Θέλετε λεπτομέρειες; …Ναι; Περίεργο. Αλλά, αφού θέλετε, μετά χαράς. Ιδού:
Πληροφορούμαστε λοιπόν από την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έρευνα του ΟΣΔΕΛ «Δεδομένα ελληνικής βιβλιοπαραγωγής και εκδοτικής δραστηριότητας 2024» (Απρίλιος-Μάιος 2025):
«Οι μεταφρασμένοι τίτλοι εξακολουθούν να αυξάνονται, φτάνοντας το 31% του συνόλου των τίτλων. Σχετικά με τις γλώσσες μετάφρασης το 2024, κυρίαρχη είναι πάντα η αγγλική γλώσσα και δεν παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις στις δημοφιλέστερες γλώσσες (γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά κλπ.), ενώ στις λιγότερο δημοφιλείς γλώσσες παρατηρείται μια σταδιακή αύξηση περιφερειακών γλωσσών όπως τα αραβικά, τουρκικά, πορτογαλικά, ολλανδικά, ιαπωνικά και ρουμάνικα».
Οι περισσότεροι μεταφράζουν από τα αγγλικά: από τα 3.500 ξένα βιβλία τού 2024, τα 2.250 ήταν αγγλικά: το 65%, ή τα 2 στα 3
Στην ίδια έρευνα μαθαίνουμε ότι το 2024 εκδόθηκαν συνολικά 11.312 καινούργιοι τίτλοι (και αντίστοιχα, το 2023: 11.545, το 2022: 12.063, το 2021: 12.247, το 2020: 9.963, το 2019: 10.996). Από αυτούς, οι 4.133 ήταν λογοτεχνικά βιβλία (και αντίστοιχα, το 2023: 4.207, το 2022: 4.027, το 2021: 4.223, το 2020: 3.191, το 2019: 3.450). Από το σύνολο των 11.312 τίτλων του 2024, οι 3.579, ήτοι το 31,6%, ήταν μεταφρασμένοι (και αντίστοιχα, το 2023: 3.389 ή 29,4%, το 2022: 3.511 ή 29,1%, το 2021: 3.356 ή 27,4%, το 2020: 2.922 ή 29,3%, το 2019: 3.362 ή 30,6%). Αναφορικά με τις γλώσσες μετάφρασης, ας δούμε τον παρακάτω πίνακα (στις παρενθέσεις οι τίτλοι από τις αντίστοιχες γλώσσες κατά τα έτη 2023, 2022, 2021, 2020, 2019), που τον σταματάμε μέχρι το «10» (10 βιβλία που κυκλοφόρησαν το 2024) γιατί από εκεί και κάτω τα νούμερα είναι μικρά. Έχουμε και λέμε λοιπόν:
- Αγγλική: 2.244 (1.943, 1.200, 1.111, 1.023, 1.161)
- Γαλλική: 390 (319, 219, 199, 218, 199)
- Ισπανική: 188 (152, 132, 154, 138, 120)
- Ιταλική: 152 (128, 103, 87, 94, 85)
- Γερμανική: 114 (106, 136, 125, 106, 78)
- Ρωσική: 34 (31, 27, 27, 28, 29)
- Αραβική: 17 (5, 2, 3, 3, 5)
- Λατινική: 16 (4, 1, 10, 4, 3)
- Τουρκική: 15 (12, 6, 9, 9, 3)
- Πορτογαλική: 15 (7, 12, 7, 4, 5)
- Σουηδική: 14 (17, 12, 10, 11, 15)
- Νορβηγική: 13 (12, 19, 10, 12, 20)
- Ολλανδικά-Φλαμανδικά: 13 (10, 6, 5, 5, 2)
- Ιαπωνική: 13 (9, 6, 1, 2, 2)
- Ρουμανική: 11 (1, 5, 6, 2, 5)
- Καταλανική: 10 (4, 3, 1, 5, 6)
Ακολουθούν άλλες 27 γλώσσες, από τις οποίες ΣΥΝΟΛΙΚΑ εκδόθηκαν, μέσα στο 2024, 95 βιβλία.
Έχουμε ένα δίλημμα εδώ, μία φιλολογική διελκυστίνδα: ιερή πίστη στο πρωτότυπο κείμενο, ή διασφάλιση της προσβασιμότητας του έργου για το κοινό;
Τι γίνεται τώρα εδώ. Το εξής: το ότι εκδόθηκαν, π.χ., 17 βιβλία από τα αραβικά ή 13 από τα ιαπωνικά, δεν σημαίνει ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΩΣ ότι μεταφράστηκαν ΚΑΙ τα 17 από τα αραβικά, ή ΚΑΙ τα 13 από τα ιαπωνικά. Σημαίνει ότι αυτές ήταν οι γλώσσες προέλευσής τους. Κάποια, ίσως να μεταφράστηκαν από μία προϋπάρχουσα μετάφρασή τους σε μια από τις πιο συνηθισμένες γλώσσες — πιθανόν από τα αγγλικά, ας πούμε.
Είναι κακό αυτό;
Η δική μας σύντομη απάντηση είναι: ΑΣΦΑΛΩΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΟ. Αλλά θα την αναπτύξουμε κάπως. Ελπίζουμε όχι σε τέτοιο βαθμό που να φέρει χασμουρητά στον φιλότιμο αναγνώστη.
Έχουμε ένα δίλημμα εδώ, μία φιλολογική διελκυστίνδα: ιερή πίστη στο πρωτότυπο κείμενο, ή διασφάλιση της προσβασιμότητας του έργου για το κοινό; Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η έμμεση μετάφραση, η «μετάφραση μιας μετάφρασης» (ή περισσοτέρων της μίας) αποτελεί κοινή, κοινότατη πρακτική. Δεν είναι κάτι καινούργιο, δεν αφορά κάποιες σύγχρονες πρακτικές και μεθοδεύσεις: είναι παλιά όσο η Στήλη της Ροζέττης. Πρόκειται για μια μακροχρόνια πραγματικότητα των διαπολιτισμικών ανταλλαγών, ιδιαίτερα σημαντική για αλληλεπιδράσεις που αφορούν γεωγραφικά, πολιτισμικά και γλωσσικά απομακρυσμένες κοινότητες ή για μικρές γλώσσες. Κάποιοι θα πουν, και είναι πολύ λογικό αυτό, πως θα βρεθούμε αίφνης μπροστά σε ένα «φαινόμενο χρησιμοποιημένου καρμπόν», σε μια «κακή αντιγραφή μιας αντιγραφής», σε ένα είδος σπασμένου τηλεφώνου. Αλλά μπα. Δεν είναι απαραίτητο να συμβεί όμως κάτι τέτοιο. Για την ακρίβεια, συμβαίνει πολύ σπάνια.
Η άμεση μετάφραση από «δύσκολες» γλώσσες (γλώσσες, τέλος πάντων, που τις ξέρουν λίγοι Έλληνες, γλώσσες λιγότερο δημοφιλείς, περιφερειακές) αντιμετωπίζει ένα πολύ μεγάλο κακό: ο αριθμός των ικανών μεταφραστών από αυτές τις γλώσσες είναι εξαιρετικά περιορισμένος. Όσο μεγαλύτερη είναι η γλωσσική και πολιτισμική απόκλιση μεταξύ της πρωτότυπης γλώσσας και της γλώσσας-στόχου, τόσο λιγότεροι είναι οι πραγματικά ικανοί άμεσοι μεταφραστές της. Ένα παράδειγμα; Ας πούμε τα φιλιππινέζικα. Πόσους επαρκείς μεταφραστές έχουμε από τα φιλιππινέζικα στην Ελλάδα; (Δεν έχουμε ιδέα, αλλά θα βάζαμε όλα τα λεφτά μας στο: «Κανέναν»).
Δεν θα υπεισέλθουμε στα προβλήματα που αντιμετωπίζει κανείς όταν έχει να κάνει με «δύσκολες» γλώσσες (ή μάλλον, και χωρίς εισαγωγικά πια: τα ιαπωνικά, φέρ’ ειπείν, και τα ισλανδικά είναι δύσκολες γλώσσες έτσι κι αλλιώς), ή στο γεγονός πως πρεσβείες μεγάλων χωρών στην Ελλάδα δεν έχουν καν επίσημους μεταφραστές (βλ. Νότιος Κορέα). Απλώς, όλα αυτά μαζί καθιστούν την έμμεση μετάφραση μια αναγκαιότητα. Και παλιά αναγκαιότητα, ξαναλέμε. Και όχι μόνο παλιά αναγκαιότητα: και πλούσια. Δεν έχουμε να κάνουμε με ένα νέο ή μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά για μια ιστορικά αναγκαία και ευρέως διαδεδομένη ανά τον κόσμο πρακτική.
Στα δικά μας, ο Παπαδιαμάντης μετέφρασε πρώτος στη γλώσσα μας το «Έγκλημα και τιμωρία», πίσω στα 1889, από το γαλλικό κείμενο του Βικτόρ Ντερελί (Παρίσι, 1884). Και παρέδωσε ασφαλώς μία δουλειά εντελώς «παπαδιαμαντική».
Όλοι ξέρουμε, αίφνης, πως η «Άννα Καρένινα» μεταφράστηκε έξοχα στα πορτογαλικά από τον Σαραμάγκου (που ήξερε μόνο γαλλικά), ενώ οι Χίλιες και Μία Νύχτες, στις περισσότερες μεταφράσεις τους, δεν μεταφράστηκαν βέβαια από το πρωτότυπο. Αυτό έλειπε. Στα δικά μας, ο Παπαδιαμάντης μετέφρασε πρώτος στη γλώσσα μας το «Έγκλημα και τιμωρία», πίσω στα 1889, από το γαλλικό κείμενο του Βικτόρ Ντερελί (Παρίσι, 1884). Και παρέδωσε ασφαλώς μία δουλειά εντελώς «παπαδιαμαντική».
Όμως το πιο ισχυρό επιχείρημα υπέρ της έμμεσης μετάφρασης έγκειται στην εγγενή ικανότητά της να διευκολύνει την προσβασιμότητα σε κείμενα που διαφορετικά θα παρέμεναν απολύτως απρόσιτα. Χωρίς αυτήν, πολλά λογοτεχνικά έργα από περιφερειακές ή απομακρυσμένες κουλτούρες δεν θα είχαν διαδοθεί στις περισσότερες γλώσσες και έτσι δεν θα είχαν καθιερωθεί ως κλασικά της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τουλάχιστον όχι στον βαθμό και στον χρόνο που αυτό έγινε. Ένα σωρό πολύτιμα έργα θα παρέμεναν αμετάφραστα και ξένα στους αναγνώστες — και δεν μιλάμε μόνο για τους Έλληνες αναγνώστες προφανώς. Η αυστηρή επιμονή στην άμεση μετάφραση θα καθιστούσε ένα τεράστιο corpus λογοτεχνίας απρόσιτο. Νά ένα παράδοξο λοιπόν: η επιδίωξη της τέλειας πιστότητας εμποδίζει, στην πράξη, τη διάδοση του ίδιου τού έργου, περιορίζοντας σοβαρά τον πολιτισμικό του αντίκτυπο και την εμβέλειά του.
Κατ’ αυτά, ας αλλάξουμε λίγο το ερώτημα: όχι λοιπόν αν «η έμμεση μετάφραση είναι εγγενώς καλή ή κακή;» αλλά: «Είναι μία έμμεση μετάφραση προτιμότερη από την ανυπαρξία μετάφρασης;»
Είναι κατανοητό τι απαντάμε εμείς. Αλλά ας το ξαναπούμε: Ναι, ασφαλώς και είναι. Αυτό μάς έλειπε.
Ένα άλλο ερώτημα: «Υπάρχουν εξαιρέσεις;» Δεν ξέρουμε. Θεωρητικά, τα κλασικά κείμενα έχουν πάντα περισσότερους πόντους να μεταφραστούν απευθείας από το πρωτότυπο. Μία σειρά αστυνομικών μυθιστορημάτων από την Ταϊβάν;… Ε, όχι. Νισάφι. Αν τα έχουν μεταφράσει οι Άγγλοι ή οι Αμερικάνοι, δώστε τα σε κάποιον που ξέρει καλά αγγλικά να τα μεταφράσει, για να τα διαβάσουν οι φαν τού crime.
Αφήνοντας κατά μέρος τον οικονομικό παράγοντα (που καίει τους εκδότες καθώς δεν πρέπει να χάσουν χρήματα από καμία έκδοση, γιατί αλλιώς θα σταματήσουν να εκδίδουν αφενός, και δεν θα μπορούν να αμείβουν τους συνεργάτες τους αφετέρου, είτε αυτοί είναι… μεταφραστές, είτε τυπογράφοι, είτε ο οδηγός τού βαν που φορτώνει και ξεφορτώνει παραγγελίες στην αποθήκη — στόχος που δεν πετυχαίνει πάντα, και ειδικά στην Ελλάδα, όπου ως γνωστόν το αναγνωστικό κοινό είναι αναλογικά το μικρότερο σε όλη την Ευρώπη, κατά δυστυχία μας), και χωρίς καν να μνημονεύσουμε το γεγονός ότι ένας μεταφραστής δύσκολης γλώσσας παίρνει για τις ίδιες λέξεις —και πολύ λογικά— διπλάσια και τριπλάσια χρήματα από κάποιον που μεταφράζει από τα αγγλικά ή τα γαλλικά, θα κλείσουμε με κάτι άλλο. Στο ότι οι εκδότες (1ον) θα πρέπει να δίνουν προτεραιότητα —γενικά αυτό κάνουν βέβαια— σε κριτικά αναγνωρισμένες, «έγκριτες» μεταφράσεις στις ενδιάμεσες γλώσσες: δεν είναι όλες οι «ξένες» μεταφράσεις καλές, αλλά συχνά κάποιες είναι άριστες, (2ον) να αντιπαραβάλλεται λέξη-λέξη και φράση-φράση η μετάφραση που επιλέχθηκε με μία ή περισσότερες άλλες που έγιναν σε τρίτες γλώσσες, και (3ον) να γίνεται αυστηρή επιμέλεια στο τελικό κείμενο — οι επιμελητές έχουν ασκηθεί να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ακόμη και όταν το πρωτότυπο είναι στα Κλίνγκον· και δεν τα μιλάνε τα Κλίνγκον.
Μακάρι να είχαμε αρκετούς καλούς μεταφραστές για κάθε γλώσσα, και μακάρι όλα τα βιβλία να μεταφράζονταν από το πρωτότυπο. Αλλά δεν είναι δυνατόν. Οπότε όλα καλά, και πάμε παρακάτω.
ΥΓ. Κακώς το λέμε εδώ, αλλά πρέπει: σε μια χούφτα χρόνια, όλες οι μεταφράσεις θα γίνονται από μηχανές Α.Ι., και θα είναι και άψογες. Πριν το τέλος της επόμενης δεκαετίας, οι μεταφραστές, οι επιμελητές και οι διορθωτές θα είναι ό,τι και τα φαξ και οι σφραγίδες σήμερα. Και ώς τα τέλη της δεκαετίας τού ’50 και οι συγγραφείς. It’s okay, τι να κάνουμε τώρα. Δεν θα πεθάνουμε κιόλας. Δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου.
* * *
ΓΙΑΤΙ ΧΑΣΜΟΥΡΙΟΜΑΣΤΕ; ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΚΟΛΛΑΜΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ;
Όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου ή πολιτισμού, χασμουριούνται κάθε μέρα —μερικοί μάλιστα χασμουριόμαστε ΟΛΗ μέρα—, έλα όμως που οι επιστήμονες ακόμα δεν έχουν καταλήξει σε μια οριστική απάντηση για τους λόγους που το κάνουμε. Γιατί συμβαίνει; Έλα μου ντε. Ένας λόγος είναι πιθανόν κείμενα σαν το προηγούμενο. Μετάφραση από τα σουαχίλι; WTΑF. Σκέτη βαρεμάρα. Ας χασμουρηθώ.
Εν πάση περιπτώσει, διαβάζουμε πως υπάρχουν, λέει, τρεις κυρίαρχες θεωρίες που προσπαθούν να το εξηγήσουν:
1. Η Θεωρία της Οξυγόνωσης
Για πολύ καιρό, η πιο διαδεδομένη εξήγηση ήταν ότι χασμουριόμαστε επειδή ο εγκέφαλός μας χρειάζεται περισσότερο οξυγόνο ή επειδή πρέπει να αποβάλει διοξείδιο του άνθρακα. Η ιδέα ήταν ότι μια βαθιά εισπνοή, όπως το χασμουρητό, θα βοηθούσε στην αύξηση των επιπέδων οξυγόνου στο αίμα και συνεκδοχικά στην απομάκρυνση του διοξειδίου του άνθρακα. Παρόλο που ακούγεται λογικό, η επιστημονική έρευνα έχει δείξει ότι αυτή η θεωρία μάλλον δεν ισχύει. Αν μη τι άλλο, το χασμουρητό δεν αυξάνεται σε συνθήκες χαμηλής οξυγόνωσης (π.χ., σε μεγάλο υψόμετρο) ούτε μειώνεται με την παροχή επιπλέον οξυγόνου. Επίσης, αν χασμουριόμασταν για να πάρουμε περισσότερο οξυγόνο, θα περιμέναμε οι αθλητές να χασμουριούνται όταν ασκούνται συνέχεια, κάτι που (ευτυχώς) δεν συμβαίνει. (Εκτός από όταν γυμνάζομαι εγώ. Τότε συμβαίνει).
2. Η Θεωρία της Ρύθμισης Θερμοκρασίας του Εγκεφάλου
Αυτή είναι σήμερα η πιο ευρέως αποδεκτή θεωρία μεταξύ των επιστημόνων. Σύμφωνα με αυτήν, το χασμουρητό λειτουργεί σαν ένας μηχανισμός ψύξης του εγκεφάλου:
- Η βαθιά εισπνοή αέρα κατά το χασμουρητό φέρνει φρέσκο αέρα στα ιγμόρεια.
- Το τέντωμα των μυών του προσώπου και της γνάθου κατά το χασμουρητό αυξάνει τη ροή του αίματος στον εγκέφαλο και γύρω από αυτόν.
- Ο συνδυασμός της εισπνοής αέρα και της αυξημένης ροής αίματος βοηθά στην ψύξη του αίματος που φτάνει στον εγκέφαλο. Σκεφτείτε το σαν έναν φυσικό «ανεμιστήρα» για τον εγκέφαλο.
Ουσιαστικά, μας λένε, το χασμουρητό είναι ένας τρόπος να επαναφέρουμε τον εγκέφαλό μας σε μια «βέλτιστη θερμοκρασία λειτουργίας». Περαιτέρω υποστηρικτικά στοιχεία της εν λόγω θεωρίας: (1) Χασμουριόμαστε πιο συχνά όταν είμαστε κουρασμένοι ή όταν έχουμε υπνηλία, καταστάσεις στις οποίες η θερμοκρασία του εγκεφάλου είναι ελαφρώς υψηλότερη. (2) Χασμουριόμαστε λιγότερο σε πολύ κρύο περιβάλλον ή όταν έχουμε πυρετό. (3) Η θερμοκρασία του εγκεφάλου μας πέφτει μια στάλα μετά από ένα χασμουρητό.
3. Η Κοινωνική Συμπεριφορά και η Μεταδοτικότητα
Παρόλο που η ψύξη του εγκεφάλου μπορεί να είναι ο πρωταρχικός βιολογικός σκοπός, υπάρχει και μια ισχυρή κοινωνική συνιστώσα στο χασμουρητό, ιδιαίτερα μάλιστα η μεταδοτικότητά του, ακόμα και από το σκυλάκι μας ή και από την… τηλεόραση:
- Η Θεωρία της Ενσυναίσθησης. Αυτή είναι η πιο κυρίαρχη θεωρία για τη μεταδοτικότητα. Υποστηρίζει ότι το χασμουρητό που «κολλάει» είναι μια μορφή ενσυναίσθησης. Όταν βλέπουμε κάποιον να χασμουριέται, ενεργοποιούνται στον εγκέφαλό μας οι ίδιες σχετικές με την ενσυναίσθηση και τη μίμηση νευρωνικές περιοχές —όπως ο προμετωπιαίος φλοιός και οι κατοπτρικοί νευρώνες— που θα ενεργοποιούνταν αν χασμουριόμασταν οι ίδιοι. Σαν να λέμε, «I feel you». Μάλιστα, έχει παρατηρηθεί ισχυρή συσχέτιση μεταξύ του βαθμού μεταδοτικού χασμουρητού και του βαθμού συναισθηματικής σύνδεσης. Δηλαδή, είναι πιο πιθανό να χασμουρηθείς αν δεις να χασμουριέται ένα κοντινό σου πρόσωπο (μέλος οικογένειας, ένας φίλος, η γάτα σου) παρά ένας άγνωστος. Όσο ισχυρότερη είναι η ενσυναίσθηση προς το άτομο που χασμουριέται, τόσο πιο πιθανό είναι να «κολλήσουμε».
- Κοινωνικός Συγχρονισμός και Επικοινωνία. Μια άλλη θεωρία λέει ότι το μεταδοτικό χασμουρητό λειτουργεί σαν ένα μη λεκτικό σήμα για τον συγχρονισμό της φυσιολογικής κατάστασης μέσα σε μια ομάδα. Σε πρωτόγονες κοινωνίες, ο συγχρονισμός του κύκλου ύπνου-εγρήγορσης μπορούσε να προσφέρει ένα κάποιο πλεονέκτημα επιβίωσης, καθώς μια ολόκληρη ομάδα που κοιμάται ή ξυπνάει την ίδια στιγμή είναι πιο αποτελεσματική στην άμυνα ή στο κυνήγι. Αν εξαιρέσουμε τους φρουρούς και τις σκοπιές.
Παρά ταύτα, η μεταδοτικότητα του χασμουρητού είναι ένα περίπλοκο φαινόμενο που πιθανόν οφείλεται σε έναν συνδυασμό παραγόντων. Ενώ η ενσυναίσθηση παίζει κεντρικό ρόλο, ειδικά στις ανθρώπινες σχέσεις, το ίδιο το οπτικό ερέθισμα —ακόμα και μέσα από μια οθόνη— και οι αυτόματοι μηχανισμοί μίμησης φαίνεται να αρκούν για να πυροδοτήσουν ένα χασμουρητό. Ίσως τελικά να είμαστε πιο συνδεδεμένοι με τους γύρω μας από όσο νομίζουμε. Ίσως πάλι και όχι.
Μπορεί ο κόσμος να καίγεται —κατά τη μακραίωνη συνήθειά του—, αλλ’ ιδού: η κοινωνική διάσταση του χασμουρητού, ιδίως δε η παράδοξη μεταδοτικότητά του, παραμένει ένα συναρπαστικό πεδίο έρευνας.
ΥΓ. Αν μη τι άλλο, οι έρευνες που διαβάσαμε δεν αναφέρουν ότι μπορεί να κολλήσουμε χασμουρητό ακόμη και αν το σκεφτούμε εμείς οι ίδιοι. Ή όταν διαβάζουμε «άρθρα» για το χασμουρητό — καλή ώρα. Γιατί τώρα χασμουριέστε, έτσι δεν είναι;
Ναι, έτσι είναι.
* * *
ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΕ ΤΗΝ Ψ
Η κλινική ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια και ομαδική αναλύτρια Σουζάνα Παπαφάγου κάθε εβδομάδα μιλά στο Ημερολόγιο για έναν φόβο μας, ένα πρόβλημα, κάτι που μας τρώει και μας ταλαιπωρεί — και πώς μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε. Σήμερα: Συνειδησιακή κόπωση.
Η Κ. καθόταν μπροστά στον υπολογιστή της· η σελίδα με τα αεροπορικά εισιτήρια έγραφε «Ολοκλήρωση κράτησης». Επέλεξε ένα νησί, εκείνο που πάντα ήθελε να πάει αλλά δεν έβρισκε την αφορμή. Ένιωθε ευγνωμοσύνη. Κι όμως, την ίδια στιγμή, κάτι τη βάραινε. Πριν κάνει κλικ, άνοιξε άλλη καρτέλα: «Ειδήσεις». Εικόνες από τη Γάζα. Σειρήνες στην Ουκρανία. Ένιωσε ξανά αυτό που, τελευταία, νιώθει πολύ συχνά: από τη μία, η επιθυμία για απόδραση και φροντίδα του εαυτού. Από την άλλη, η επίγνωση του πόνου γύρω της, που την κάνει να αισθάνεται ότι ίσως δεν έχει το «δικαίωμα» στην ανεμελιά.
Είναι σημαντικό και υγειές να ισορροπούμε μέσα μας τα αντίθετα: να βλέπω, να κατανοώ, να νοιάζομαι, αλλά χωρίς να διαλύομαι.
Η εμπειρία αυτή είναι όλο και πιο συχνή στο σύγχρονο, παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο. Ονομάζεται «συνειδησιακή κόπωση» (moral fatigue). Είναι το βάρος που νιώθουμε όταν εκτιθέμεθα συνεχώς σε κοινωνική αδικία, σε ανθρώπινο πόνο και σε κρίσεις που δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Το διαδίκτυο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα 24ωρα δελτία ειδήσεων δεν μας αφήνουν να «ξεχάσουμε». Κι αυτό, ενώ από τη μία μάς κρατά ενήμερους, παράλληλα υπερφορτώνει το ηθικό μας σύστημα. Το σώμα και το μυαλό αντιδρούν με άγχος, με κόπωση, ή και με απελπισία. Η ενσυναίσθηση, σε αυτή τη μορφή, παύει να είναι κινητήρια δύναμη: γίνεται παγίδα. Χάνεται η διάκριση ανάμεσα στο να νιώθεις συναισθήματα για τον άλλον, και στο να παρασύρεσαι από τον πόνο του σε σημείο ακύρωσης του εαυτού σου. Η Κ., όπως και πολλοί άλλοι, νιώθει ότι, για να είναι «καλή», πρέπει να πονά, να ντρέπεται για την ευκολία της.
Όμως είναι σημαντικό και υγειές να ισορροπούμε μέσα μας τα αντίθετα: να βλέπω, να κατανοώ, να νοιάζομαι, αλλά χωρίς να διαλύομαι. Χωρίς να χάνω την ικανότητα να χαρώ, να ζήσω και, την ίδια στιγμή, να προσφέρω.
Η Κ. τελικά έκανε κράτηση. Έβαλε μέσα στη βαλίτσα της ένα βιβλίο με ιστορίες μεταναστών, για να μην ξεχνά. Πήρε και κάποια ρούχα που δεν φορά, με σκοπό να αφήσει κάτι πίσω στο νησί για όσους έχουν ανάγκη. Έγραψε μια μικρή λίστα με πράγματα που θέλει να κάνει επιστρέφοντας: να προσφέρει εθελοντικά, να μιλήσει για όσα τη βαραίνουν, να ζήσει πιο συνειδητά. Γιατί, τελικά, το θέμα δεν είναι να μη βγάζεις εισιτήριο, αλλά με πόση συνείδηση το κρατάς στο χέρι σου.
* * *
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Μάικλ Κάνινγκχαμ, «Μέρα» (μετάφραση Παναγιώτης Κεχαγιάς, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια)
Από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς, ο Μάικλ Κάνινγκχαμ διακρίνεται για τη γοητευτική ικανότητά του να εμβαθύνει σε δυσπρόσιτα σημεία της ανθρώπινης ψυχής, εξερευνώντας θέματα όπως η αγάπη, η απώλεια, η ταυτότητα, και η αναζήτηση του νοήματος της ζωής. Με ποιητική, προσεκτική και μελετημένη γλώσσα, και με εκλεπτυσμένη, κάποιες φορές λυρική πρόζα, προσεγγίζει τους πολύπλοκους και πολυδιάστατους χαρακτήρες του με χάρη, και με μια τρυφερή μελαγχολία. Οι ήρωές του συχνά παλεύουν με εσωτερικές συγκρούσεις, αναζητώντας την αποδοχή και την κατανόηση σε έναν κόσμο που δεν είναι πάντα ευγενικός μαζί τους (και, άλλωστε, κατά το συνήθειό του: με κανέναν). Ο Κάνινγκχαμ δεν φοβάται να αντιμετωπίσει δύσκολα θέματα, με ευαισθησία και χωρίς κανέναν διδακτισμό. Ανάμεσα σε άλλα, τον έλκει έντονα η επίδραση της τέχνης και της λογοτεχνίας στη ζωή των ανθρώπων. Συχνά, οι χαρακτήρες του βρίσκουν παρηγοριά ή έμπνευση σε βιβλία, ποιήματα ή έργα τέχνης, κάτι που αντικατοπτρίζει την ακλόνητη πίστη του στην αναγεννητική δύναμη της δημιουργικότητας.
Έχει επαινεθεί από την κριτική για την ενσυναίσθηση με την οποία προσεγγίζει τους χαρακτήρες του, και την άνεσή του να τους καθιστά οικείους και άμεσα αναγνωρίσιμους, επιτρέποντας στον αναγνώστη να νιώσει άμεσα συνδεδεμένος με τις χαρές και τις λύπες τους
Στις φημισμένες «Ώρες» του (Πούλιτζερ 1999, μετάφραση Λύο Καλοβυρνάς, Λιβάνης 2000), έναν φόρο τιμής στην Βιρτζίνια Γουλφ, επισκέπτεται τις ζωές τριών γυναικών σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, εξερευνώντας τη θνητότητα, την τέχνη και την ομορφιά της καθημερινότητας. Έχει επαινεθεί από την κριτική για την ενσυναίσθηση με την οποία προσεγγίζει τους χαρακτήρες του, και την άνεσή του να τους καθιστά οικείους και άμεσα αναγνωρίσιμους, επιτρέποντας στον αναγνώστη να νιώσει άμεσα συνδεδεμένος με τις χαρές και τις λύπες τους. Η γραφή του δεν κρίνει, αλλά μάς προσκαλεί να αναστοχαστούμε μαζί του πάνω στην ωραία πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης. Συχνά οι πρωταγωνιστές των βιβλίων του έρχονται αντιμέτωποι με την απώλεια και την απογοήτευση, ωστόσο ο Κάνινγκχαμ βρίσκει πάντα τρόπους να αναδείξει την ομορφιά και την ανθεκτικότητα του ανθρώπινου πνεύματος, προσφέροντας μια αίσθηση ελπίδας και αναγέννησης.
Η «Μέρα» —που αυτή τη φορά συνομιλεί με την «Κυρία Νταλογουέι», πάλι τής Γουλφ· άλλωστε και οι δύο τίτλοι είναι συγγενικοί: Ώρες/Μέρα—, μια καθηλωτική και ταυτόχρονα συγκινητική εξερεύνηση της οικογενειακής ζωής, των προσωπικών σχέσεων, της απώλειας και της ανθεκτικότητας, τοποθετημένη στο φόντο της πανδημίας COVID-19 (αν και η λέξη δεν αναφέρεται ρητά), κυκλοφόρησε μόλις πέρυσι στις ΗΠΑ και μεταφέρεται σχεδόν άμεσα στη γλώσσα μας στη νέα, πολύ όμορφα σχεδιασμένη σειρά ξένης πεζογραφίας των Εκδόσεων Αλεξάνδρεια, σε ωραία μετάφραση του δοκιμασμένου σε εξαιρετικά απαιτητικά κείμενα, Παναγιώτη Κεχαγιά. Ο ίδιος μάς εμπιστεύτηκε τα παρακάτω λόγια για το μυθιστόρημα — τον ευχαριστούμε θερμά για τον χρόνο του:
H “Μέρα” είναι ένα λιτό πορτρέτο ανθρωπιάς και αλληλοβοήθειας, ένα εγχειρίδιο ίσως για την επόμενη πανδημία.
«H “Μέρα” του Μάικλ Κάνινγκχαμ είναι ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται αμέσως πριν και στη διάρκεια της πανδημίας. Εξετάζει τρεις χρονικές στιγμές στη ζωή μιας κάπως ανορθόδοξης οικογένειας του Μπρούκλιν: το πρωί της 5ης Απριλίου 2019, το μεσημέρι της 5ης Απριλίου 2020 (στη διάρκεια των πρώτων lockdown) και το βράδυ της 5ης Απριλίου 2021 (στον απόηχο των lockdown, τουλάχιστον στις ΗΠΑ). Σε αυτό το μυθιστόρημα δωματίων –αναγκαστικά– ο Κάνινγκχαμ ανατέμνει με δεξιότητα και κομψότητα το πώς οι σχέσεις ανάμεσα σε μια τετραμελή οικογένεια και τα παρακλάδια της δοκιμάζονται από τις εντάσεις του εγκλεισμού, πώς ατσαλώνονται ή διαλύονται, πώς αλλάζουν. H “Μέρα” είναι ένα λιτό πορτρέτο ανθρωπιάς και αλληλοβοήθειας, ένα εγχειρίδιο ίσως για την επόμενη πανδημία».
- Διαβάστε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:
Όλα αυτά ήταν λογικά. Όλα αυτά ήταν λογικά εκείνη την εποχή. Όλα αυτά ήταν λογικά πριν το ίντερνετ κατατάξει την έντυπη δημοσιογραφία στη λίστα των επαγγελμάτων υπό εξαφάνιση, και στη συνέχεια τη σπρώξει προς τη λίστα των οριστικά εξαφανισμένων. Όλα αυτά ήταν λογικά μέχρι που έπαψε να είναι ερωτευμένη με τον Νταν (περισσότερο απλή διάβρωση παρά συναισθηματική καταστροφή, απλά το σταθερό χτύπημα της καθημερινότητας), μέχρι που τα παιδιά έπαψαν να της δείχνουν υπακοή και ατελείωτη, ανόθευτη στοργή. Όλα αυτά ήταν λογικά μέχρι ο Ρόμπι να χρειαστεί να πάει να μείνει στην άλλη άκρη της πόλης. Είχαν κάθε λόγο να πιστεύουν ότι θα έπαιρναν ένα μεγαλύτερο διαμέρισμα, μια ολόκληρη διαδοχή από μεγαλύτερα διαμερίσματα, ότι θα γινόντουσαν μια αστική εκδοχή των Άμις, χτίζοντας καινούργιες πτέρυγες και πάνω ορόφους όσο πολλαπλασιάζονταν οι γάμοι και τα παιδιά, όταν τελικά ο Ρόμπι ερωτευόταν κάποιον, όταν ο Ρόμπι με τον Όλιβερ ή με κάποιον άλλον (μακάρι με κάποιον πιο έξυπνο απ’ τον Όλιβερ, κάποιον που να καταλάβαινε την ειρωνεία) είχαν τα δικά τους παιδιά και τα παιδιά έφτιαχναν μια συμμορία σαν τα κορίτσια στις Μικρές Κυρίες, αλλά πιο αυτάρκη, λιγότερο εύθραυστα, με λιγότερη ανάγκη για προσοχή, και άρα λιγότερο τρομακτικά.
- Νά και το οπισθόφυλλο:
5 Απριλίου 2019: Στη θαλπωρή μιας κατοικίας του Μπρούκλιν, το λούστρο της οικιακής ευτυχίας αρχίζει να σκάει. Ο Νταν και η Ίζαμπελ, ένα αντρόγυνο όχι χωρίς προβλήματα, είναι και οι δύο ελαφρώς ερωτευμένοι με τον μικρότερο αδελφό της Ίζαμπελ, τον Ρόμπι, την άστατη ψυχή της οικογένειας, που ζει ακόμα στη σοφίτα· τον Ρόμπι που, προσπαθώντας να ξεπεράσει τον χωρισμό από τον τελευταίο του φίλο, έχει δημιουργήσει ένα αστραφτερό άβαταρ στο διαδίκτυο· τον Ρόμπι που πρέπει τώρα να φύγει απ’ το σπίτι — με κίνδυνο να διαλύσει την οικογένεια. Στο μεταξύ ο Νέιθαν, δέκα ετών, κάνει τα πρώτα βήματά του προς την ανεξαρτησία, ενώ η Βάιολετ, πέντε, κάνει ό,τι μπορεί για να μη δει το ρήγμα που μεγαλώνει ανάμεσα στους γονείς της.
5 Απριλίου 2020: Καθώς ο κόσμος μπαίνει σε καραντίνα, το σπίτι μοιάζει περισσότερο με φυλακή. Η Βάιολετ τρέμει μη μείνουν τα παράθυρα ανοιχτά —η οικογενειακή ασφάλεια της έχει γίνει έμμονη ιδέα—, ενώ ο Νέιθαν προσπαθεί να παρακάμψει τους κανόνες της. Η Ίζαμπελ και ο Νταν επικοινωνούν με μπηχτές και στεναγμούς δυσφορίας. Και ο αγαπημένος τους Ρόμπι έχει αποκλειστεί στην Ισλανδία, σε μια ορεινή καλύβα, με μόνη παρέα τις σκέψεις του — και τη μυστική ζωή του στο Instagram.
5 Απριλίου 2021: Βγαίνοντας από το απόγειο της κρίσης, η οικογένεια αναμετριέται με μια νέα, πολύ διαφορετική πραγματικότητα — με ό,τι έμαθαν, ό,τι έχασαν και όσα μπορούν να τους κρατήσουν ακόμα.
- Και ένα μικρό βιογραφικό του συγγραφέα:
Ο Michael Cunningham γεννήθηκε στο Οχάιο το 1952 και μεγάλωσε στην Καλιφόρνια. Πήρε το πτυχίο του στην αγγλική λογοτεχνία από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και το μεταπτυχιακό του από το Πανεπιστήμιο της Αϊόβα. Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα «Golden States» (1984), «A Home at the End of the World» (1990), «Flesh and Blood» (1995), «The Hours» (1998 – βραβείο Πούλιτζερ μυθοπλασίας και βραβείο PEN/Faulkner), «Specimen Days» (2005, ελλ. Έκδ. «Ιδιαίτερες μέρες», μετάφραση Ρένα Λέκκου-Δάντου, Λιβάνης 2010), «By Nightfall» (2010), «The Snow Queen» (2014) και «Day» (2023)· τη συλλογή διηγημάτων «A Wild Swan and Other Tales» (εικονογραφημένη από την Yuko Shimizu, 2015)· και τα δοκίμια «Land’s End: A Walk Through Provincetown» (2002), Company (2008), «About Time: Fashion and Duration» (μαζί με τον Andrew Bolton, 2020). Έχει λάβει το Whiting Writers Award (1995) και τις υποτροφίες Michener του Πανεπιστημίου της Αϊόβα (1982), National Endowment for the Arts (1988) και Guggenheim (1993). Ζει στη Νέα Υόρκη και διδάσκει δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο Γέιλ.
Βρείτε το στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας, ή όπου αλλού σάς αρέσει να προμηθεύεστε τα βιβλία σας.
* * *
Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο, κάθε Κυριακή, και κάθε Τετάρτη. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε να μας πείτε ή να μας ρωτήσετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
«Δεν μπορούμε να αποδεχθούμε κάτι τέτοιο», δήλωσε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου
Το βίντεο που κάνει τον γύρο του διαδικτύου
Τι αναφέρουν αξιωματούχοι της τρομοκρατικής οργάνωσης
Η μετάβαση παραμένει εύθραυστη, προειδοποιεί ο ΟΗΕ
Στα social media εμφανίστηκαν ειρωνικές μετονομασίες όπως «Cloud Supremacy» και «Cloud Nationalism»
Το νεογέννητο είναι υγιέστατο, ενώ παρακολουθείται αδιάλειπτα
«Το Netflix έχει ήδη αποκτήσει πολύ μεγάλο μερίδιο αγοράς», τόνισε ο πρόεδρος των ΗΠΑ
H πρόσφατη ειρηνευτική συμφωνία του Τραμπ κρέμεται από μια κλωστή
«Είναι μια εποχή βιαιότητας, ατιμωρησίας και αδιαφορίας», δήλωσε εκπρόσωπος του Οργανισμού
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ εμφανίστηκε στη σκηνή τρεις φορές
Παραμένουν όμηροι άλλοι 165
Στα 3 δισ. δολάρια το κόστος ανοικοδόμησης
Τι αναφέρουν οι πρώτες πληροφορίες
Το βίντεο που κάνει τον γύρο του διαδικτύου
Το χρονικό της άγριας δολοφονίας
Όσα είπε σε δημοσιογράφους ο πρόεδρος των ΗΠΑ
Η Κομισιόν επέβαλε το πρώτο πρόστιμο βάσει του Νόμου για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες
Δεν είναι η πρώτη φορά που επιλέγουν τη δικαστική οδό
Οι οικογενειακές διακοπές που κατέληξαν σε τραγωδία
To ρεκόρ του νεότερου γκραν μετρ στην ιστορία εξακολουθεί να ανήκει στον Αμπιμάνιου Μίσρα, ο οποίος κατέκτησε τον τίτλο σε ηλικία 12 ετών
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.