- CITY GUIDE
- PODCAST
-
17°
Πώς ο Τραμπ σπρώχνει το Ηνωμένο Βασίλειο πίσω στην Ευρώπη· από ανάγκη, όχι νοσταλγία
Επαναπροσέγγιση μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ αποτελεί μια κοινή αναγκαιότητα έτσι ώστε να αντιμετωπίσουν από κοινού την αδυσώπητη πραγματικότητα την οποία σμιλεύει η νέα αμερικανική κυβέρνηση


Γιατί οι πρωτοβουλίες της αμερικανικής κυβέρνησης αποτελούν μια ευκαιρία για το απόλυτο reset στις διμερείς σχέσεις Λονδίνου και Βρυξελλών
Με αυτά και με εκείνα –συμπεριλαμβανομένης της πανδημίας του Covid-19, και δύο παράλληλων πολέμων πρωτοφανούς διάρκειας και βιαιότητας στην Ανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή– η σκέψη πως έχουν περάσει ήδη εννέα χρόνια από το δημοψήφισμα το οποίο σφράγισε την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση μοιάζει κάπως σουρεαλιστική. Σε αυτό το διάστημα δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως το όραμα ενός παρωχημένου βρετανικού εξαιρετισμού περί μιας ανεξάρτητης, περήφανης, και –κυρίως– ελεύθερης Βρετανίας θόλωσε κάπως απότομα· τίποτα δεν αποδεικνύει την εσφαλμένη επιλογή περισσότερο από το γεγονός πως έκτοτε έχουν προστεθεί πέντε επιπλέον πορτραίτα πρώην πρωθυπουργών στους τοίχους της 10 Downing Street –αντί για δύο, όπως θα προβλεπόταν θεσμικά– με τον Βρετανό Πρωθυπουργό, Κιρ Στάρμερ, να συνειδητοποιεί πόσο δημοσκοπικά πιθανό είναι να αποτελέσει το δικό του το έκτο κατά σειρά.
Βλέποντάς το καλοπροαίρετα, το Brexit μπορεί να μην έφερε το τέλος του κόσμου στη χώρα –όπως προέβλεπαν οι ενθερμότεροι εκ των φιλοευρωπαίων προ δεκαετίας– ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν αποτέλεσε ένα επιτυχές εγχείρημα, κυρίως λόγω των συστημικών εμποδίων τα οποία προκάλεσε στις εμπορικές και πολιτικές σχέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου με την ΕΕ. Ωστόσο, το τελευταίο χρονικό διάστημα πραγματοποιείται μια ταχεία επαναπροσέγγιση μεταξύ του Λονδίνου και των Βρυξελλών –η οποία έμοιαζε απίθανη πριν από δύο ή τρία χρόνια– σειράς παραγόντων, οι οποίοι έχουν εξίσου συστημικό χαρακτήρα. Το ξέσπασμα του ρώσο-ουκρανικού πολέμου αποτέλεσε το έναυσμα έτσι ώστε η βρετανική κυβέρνηση και ευρωπαϊκή κομισιόν να συντονίσουν σε έναν ικανοποιητικό βαθμό τόσο τις θέσεις, όσο και την προσέγγισή τους, με την επιστροφή του Ντόναλτ Τραμπ στον Λευκό Οίκο –και τη μετάλλαξη των ΗΠΑ σε μια γεωπολιτικά νέο-απομονωτική, και εμπορικά υπερπροστατευτική υπερδύναμη με την οποία αυτή έχει ταυτιστεί– να φαίνεται ικανή έτσι ώστε να ξηλώσει τουλάχιστον ορισμένες από τις παραμέτρους της αποχώρησής του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ.
Το όραμα της ευρωπαϊκής στρατηγικής και αμυντικής αυτονομίας
Δεδομένα, το πρώτο επίπεδο συνεννόησης μεταξύ του Λονδίνου και των Βρυξελλών αφορά το κοινό –και υπαρξιακού επιπέδου– συμφέρον τους ώστε να ενισχύσουν την ευρωπαϊκή ασφάλεια, εν την πολυδιαφημισμένη απ’ την Ουάσιγκτον απεμπλοκή των ΗΠΑ από την Ευρώπη. Με τον Τραμπ να αψηφά πλήρως τις μεταπολεμικές –και μεταψυχροπολεμικές– σταθερές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής ό,τι αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα, αλλά και τη ρωσική κυβέρνηση να αποδεικνύει πως αποτελεί μια πάγια απειλή για την Ευρώπη στο σύνολό της, τόσο το Λονδίνο όσο και οι Βρυξέλλες έχουν επενδύσει σημαντικά στον μεταξύ τους συντονισμό σε ό,τι αφορά την ενίσχυση της ευρωπαϊκής στρατηγικής και αντικειμενικής αυτονομίας. Ενδεικτικά, ο Στάρμερ ανέλαβε μια σειρά ηγετικών πρωτοβουλιών σε πλήρη συνεργασία με τον Γάλλο Πρόεδρο, Εμμανουέλ Μακρόν –ο οποίος αποτελεί τον παραδοσιακό προφήτη του συγκεκριμένου οράματος ήδη από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας– επιτυγχάνοντας να αποδώσει τόσο μια αρκετά σαφή δομή, όσο –κυρίως– και μια σειρά στρατηγικών στόχων στη λεγόμενη «Συμμαχία των Προθύμων» στην οποία τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν τη δυνατότητα να συμβάλουν με τον τρόπο τον οποίο εκείνα επιθυμούν· Το γεγονός πως ο γάλλο-γερμανικός άξονας αποτελεί ένθερμο υποστηρικτή του εγχειρήματος, τη στιγμή που κράτη-μέλη όπως η Ουγγαρία και η Σλοβακία μία αμιγώς αρνητική στάση, αποδεικνύει περίτρανα μια αδυσώπητη για την ΕΕ πραγματικότητα: η ενίσχυση της ευρωπαϊκής στρατηγικής και αμυντικής αυτονομίας έχει πρωτίστως έναν ευέλικτο χαρακτήρα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η επιτυχία του συγκεκριμένου εγχειρήματος θα αποτελέσει ίσως το κρισιμότερο σταυροδρόμι της σύγχρονης ευρωπαϊκής πολιτικής ιστορίας, για δύο πολύ συγκεκριμένους λόγους: Πρώτον, η γεωπολιτική σύγκλιση μεταξύ των δύο πλευρών σημαίνει πως το Λονδίνο θα μπορεί να αξιοποιήσει στο έπακρο τη θέση του ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, όσο και το γεγονός πως αποτελεί μία εκ των δύο πυρηνικών δυνάμεων στην Ευρώπη –μαζί με τη Γαλλία– σε πλήρη συντονισμό με την Ευρωπαϊκή Κομισιόν, η οποία στερείται των δύο συγκεκριμένων ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων. Δεύτερον, δεχόμενες να υποστηρίξουν το συγκεκριμένο εγχείρημα, οι Βρυξέλλες αποδεικνύουν εμπράκτως πως είναι πλέον πρόθυμες να ξεφύγουν από τα στενά –και συχνά καφκικού επιπέδου– γραφειοκρατικά πλαίσια τα οποία προκύπτουν από μια σειρά εσωτερικών συνθηκών και πάσης φύσεως επιτροπών και επιτροπάτων, μεταβαίνοντας σε ένα πολιτικό χρόνο όπου η θέληση των κρατών-μελών έτσι ώστε να ενισχύσουν την ευρωπαϊκή άμυνα, να υπερβαίνει τη μέχρι πρότινος σχεδόν απόλυτη έμφαση στη θεσμική ομοφωνία. Εξάλλου, ακριβώς αυτού του τύπου η –παρωχημένη, πλέον– έμφαση στις ομόφωνες θέσεις έχει αποτελέσει έναν καθοριστικό παράγοντα ο οποίος έχει αποδυναμώσει το γεωπολιτικό αποτύπωμα της ΕΕ, καθώς η Ευρωπαϊκή Κομισιόν όφειλε να λειτουργήσει με έναν τρόπο ο οποίος θα ικανοποιούσε τις εθνικές θέσεις και των 27 κυβερνήσεων, συμπεριλαμβανομένων και των πλέον προβληματικών, με την περίπτωση της Ουγγαρίας φυσικά να ξεχωρίζει, με τη Βουδαπέστη να εκτροχιάζει ποικιλοτρόπως την Κοινή Εξωτερική και Πολιτική Ασφάλειας.
Θέτοντάς το διαφορετικά, η ξεκάθαρη απειλή του Αμερικανού Προέδρου πως οι ΗΠΑ προτίθενται να απεμπλακούν άμεσα από την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ασφάλειας, σε συνδυασμό με τον προσεκτικό μεν, αλλά σαφή εναγκαλισμό του με τη ρωσική κυβέρνηση, έχουν οδηγήσει το Λονδίνο για τις Βρυξέλλες ώστε να λειτουργήσουν με έναν τρόπο ο οποίος υπερβαίνει τα όρια της σύγχρονης πολιτικής τους κουλτούρας. Από τη μία, η βρετανική κυβέρνηση εμφανίζεται πρόθυμη στη μετά-Brexit εποχή να ενισχύσει σε πρωτοφανή βαθμό το επίπεδο των στρατηγικών και αμυντικών της σχέσεων με την ΕΕ, έχοντας μάλιστα εκδηλώσει ήδη το ενδιαφέρον της ώστε να συμμετέχει στο δανειακό πρόγραμμα της ως προς την ενίσχυση του αμυντικού αποτυπώματος των κρατών-μελών, για το οποίο θα πρέπει να συνάψει μια αμυντική συμφωνία σε διμερές επίπεδο, κάτι το οποίο θεωρητικά είναι ανεπίτρεπτο στο πνεύμα του Brexit. Την ίδια στιγμή, η Κομισιόν εγκαταλείπει με τάχιστο ρυθμό το αρτηριοσκληρωτικό δόγμα του γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού των ευρωπαϊκών θεσμών, και μετακινείται σε ένα αμιγώς πιο ευέλικτο σχήμα, στο οποίο η ευρωπαϊκή ηγεσία πλαισιώνει και ενισχύει της κρίσιμες πρωτοβουλίες των κρατών-μελών της ως προς την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας. Το κρίσιμο στοιχείο σε αυτή την επαναπροσέγγιση είναι πως δείχνει να διατηρεί έναν συστημικό αντί για έναν συγκυριακό χαρακτήρα, εξασφαλίζοντας –όσο αυτό μπορεί να εξασφαλιστεί στην πράξη– έναν μακρόχρονο ορίζοντα διμερούς συνεργασίας, ο οποίος αναμένεται να υπερβεί το χρονικό πλαίσιο της δεύτερης θητείας του Τραμπ στην αμερικανική προεδρία.
Η εμπορική διάσταση της διμερούς επαναπροσέγγισης Λονδίνου - Βρυξελλών
Οι εικόνες της σισύφειας ταλαιπωρίας την οποία υφίστανται οι βρετανοί εξαγωγείς στα θαλάσσια σύνορα με την ΕΕ, τα μετά-αποκαλυπτικά άδεια ράφια στα βρετανικά σούπερ μάρκετ κατά καιρούς, αλλά και η μερική μεταφορά του κύκλου εργασιών ορισμένων εκ των ισχυρότερων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία στην εποχή έδρευαν στο City του Λονδίνου, αποδεικνύουν το προφανές: η διάρρηξη του εμπορικού δεσμού μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι επίπονη, αν όχι αμιγώς μαρτυρική, κυρίως για το Λονδίνο. Ωστόσο, η εμπορική επαναπροσέγγιση μεταξύ των δύο πλευρών έχει αποδειχθεί περισσότερο πολύπλοκη από την γεωπολιτική τους σύγκλιση, καθώς παρότι δεν υπάρχει παραμικρή αμφιβολία πώς η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση έπληξε σημαντικά ιδιαίτερα τους μίκρο-μεσαίους Βρετανούς παραγωγούς, εντούτοις τα παρωχημένα αξιώματα του Brexit εξακολουθούν να είναι κραταιά ένα μεγάλο τμήμα της αγγλικής επαρχίας, καθιστώντας την πλήρη αγνόηση τους εκ μέρους της βρετανικής κυβέρνησης πολιτικά αδύνατη. Παρά τα ευχολόγια τον φιλοευρωπαίων Βρετανών, το γεγονός είναι πως, όπως σε κάθε διεθνή κρίση, έτσι και σε ό,τι αφορά την ταραχώδη εμπορική επαναπροσέγγιση μεταξύ του Λονδίνου και των Βρυξελλών της οποίας η κυβέρνηση Στάρμερ προσπαθεί να επιληφθεί από την ανάληψη των καθηκόντων της, καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από εσωτερικούς παράγοντες.
Ωστόσο, ακόμα και στο συγκεκριμένο επίπεδο έχει παραχθεί κάποια αξιοσημείωτη πρόοδος, καθώς η σύναψη του Συμφώνου του Γουίνδσορ το 2023 –η οποία επιτεύχθηκε υπό την ηγεσία του συντηρητικού και ευρωσκεπτικιστή προκατόχου του Στάρμερ, Ρίσι Σούνακ, γεγονός το οποίο φυσικά αποδεικνύει και την αναγκαιότητά της– αποτελεί μια πρώτη ενθαρρυντική ένδειξη πως οι δύο πλευρές αναγνωρίζουν ότι η εκ νέου ενίσχυση των εμπορικών τους δεσμών είναι προς το κοινό τους συμφέρον. Παράλληλα, η πίεση την οποία ασκούν ορισμένα ευρωπαϊκά κέντρα οικονομικών συμφερόντων –όπως οι ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες, αλλά και οι αλιευτικοί τομείς κυρίως των κρατών-μελών τα οποία συνορεύουν θαλάσσιως με το Ηνωμένο Βασίλειο, και οι οποίοι επιθυμούν να διατηρήσουν την πρόσβασή τους στα βρετανικά χωρικά ύδατα– προς την Κομισιόν έτσι ώστε να προχωρήσει σε μια περαιτέρω σύσφιξη των εμπορικών της σχέσεων με τη βρετανική κυβέρνηση, αυτομάτως παράγει πολιτικά αποτελέσματα. Ακριβώς λόγω των περιορισμών τους οποίους τοποθετούν οι αξιακές αγκυλώσεις της μετά-Brexit εποχής –καθώς, υπενθυμίζεται πως και εντός των κύκλων της ΕΕ η πεποίθηση πως το Λονδίνο θα πρέπει να τιμωρηθεί με κάποιο τρόπο για το πλήγμα το οποίο κατάφερε στο όραμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης εξαιτίας της αποχώρησής του από την ΕΕ δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί μειοψηφική– η εμπορική επαναπροσέγγιση μεταξύ των δύο πλευρών δύσκολα θα μπορούσε να συντελεστεί σε έναν ουδέτερο πολιτικό χρόνο.
Ωστόσο, η υπαρξιακού επιπέδου αναγκαιότητα της σύσφιξης των γεωπολιτικών δεσμών μεταξύ του Λονδίνου και των Βρυξελλών, αλλά και η αποδεδειγμένη πλέον πρόθεσή τους ώστε να συγκλίνουν τις θέσεις τους σε ό,τι αφορά την ενίσχυση της ευρωπαϊκής στρατηγικής και αμυντικής αυτονομίας, δημιουργεί τις ιδανικές συνθήκες έτσι ώστε ορισμένα εμπορικά εμπόδια τα οποία φαίνονταν αξεπέραστα, να μπορούν πλέον να διευθετηθούν, έστω και σε έναν ικανοποιητικό βαθμό έτσι ώστε να μη διαρραγεί η διμερής σύγκλιση η οποία πραγματοποιείται σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής. Φυσικά, δεν υπάρχει η παραμικρή περίπτωση μιας επιστροφής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Κοινή Αγορά –και πόσο μάλλον δε στην ΕΕ– καθώς ο Βρετανός Πρωθυπουργός έχει αποκλείσει πλήρως το συγκεκριμένο ενδεχόμενο, με την Πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, να καθιστά τη θέση του συνομιλητή της αυτομάτως ευκολότερη, επιλέγοντας να μην θίξει ούτε στιγμή το συγκεκριμένο ζήτημα. Ωστόσο, ο αμοιβαίος σεβασμός στο συγκεκριμένο όριο αποτελεί τον παράγοντα ο οποίος –σιωπηρά, σε ένα επίπεδο– ενδεχομένως να κρίνει και την επιτυχία του εγχειρήματος της εμπορικής επαναπροσέγγισης: αφού η επιστροφή του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ ως κράτος-μέλος, είτε στην Κοινή Αγορά στο πλαίσιο ενός νορβηγικού μοντέλου αποτελούν τις δύο ξεκάθαρες κόκκινες γραμμές, οποιαδήποτε πρωτοβουλία η οποία φτάνει έστω και μια σπιθαμή μακριά από αυτές μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί fair game· εφόσον το Λονδίνο αποδείξει ότι μπορεί να διαχειριστεί εσωτερικά την μερική εμπορική επαναπροσέγγιση με τις Βρυξέλλες, δύσκολα η Κομισιόν θα επιλέξει να την εκτροχιάσει μονομερώς, τουλάχιστον στον τρέχοντα πολιτικό χρόνο.
Ο θρίαμβος του ευρωπαϊκού ρεαλισμού
Η έννοια της ευρωπαϊκής ενοποίησης αποτελούσε ανέκαθεν το υγρό όνειρο των απανταχού φιλελεύθερων διεθνιστών, ενώ οι αδιαμφισβήτητες της επιτυχίες χρησιμοποιήθηκαν συχνά ως αυταπόδεικτες –αν όχι και αυτάρεσκες, ενίοτε– αποδείξεις εναντίον των αξιωμάτων της σχολής του ρεαλισμού. Όμως, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως η διμερής επαναπροσέγγιση η οποία συντελείται κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο ετών μεταξύ του Λονδίνου και των Βρυξελλών –και η οποία έχει επισπευσθεί με εντυπωσιακό ρυθμό εξαιτίας της επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στο Λευκό Οίκο– αποδεικνύει πως τόσο η βρετανική κυβέρνηση, όσο και η Ευρωπαϊκή Κομισιόν, είναι πρόθυμες τόσο να διυλίσουν τους αξιακούς τους άξονες –στη σύγκρουση των οποίων εξάλλου οφείλεται το Brexit– στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης των κοινών τους συμφερόντων. Το γεγονός πως το Λονδίνο και οι Βρυξέλλες έχουν συνεννοηθεί σε ένα βαθύτερο επίπεδο σε ό,τι αφορά ζητήματα όπως η θέσπιση ενός ευρωπαϊκού στρατού, τη στιγμή που εξακολουθούν να διαφωνούν για ζητήματα αλιευτικών δικαιωμάτων, αποτελεί τη σαφέστερη ένδειξη πώς η διμερής επαναπροσέγγιση τους δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί πώς μια φιλοσοφική μεταστροφή προς ένα ασαφές όραμα υπέρ της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αντιθέτως, επαναπροσέγγιση μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ αποτελεί μια κοινή αναγκαιότητα έτσι ώστε να αντιμετωπίσουν από κοινού την αδυσώπητη πραγματικότητα την οποία σμιλεύει η νέα αμερικανική κυβέρνηση· για αυτόν τον λόγο, ενδεχομένως και να πετύχει, αποδεικνύοντας παράλληλα πως ίσως στον 21o αιώνα, αυτού του νέου τύπου την ευρωπαϊκή ενοποίηση μπορούν να την επικαλούνται καλύτερα οι ρεαλιστές – αποδίδοντάς της μια νέα, πιο αποτελεσματική και μετρήσιμη διάσταση.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ποιον χρήζει υποψήφιο για τη θέση του στη Berkshire Hathaway
Η αστυνομία συνέλαβε τον νεαρό στην Κατερίνη
Καταδικάζει το ΥΠΕΞ την «παράνομη μετάβαση» του στα Κατεχόμενα
133 καρδινάλιοι θα πάρουν μέρος στο κονκλάβιο
Στα Κατεχόμενα της Κύπρου έφτασε ο πρόεδρος της Τουρκίας
Η Μαρία Ζαχάροβα κατηγορεί τον πρόεδρο της Ουκρανίας για απειλές εναντίον της Ρωσίας ενόψει των εορτασμών της 9ης Μαΐου
Χάνει την έδρα του ο επικεφαλής της αντιπολίτευσης
Ο Ουκρανός πρόεδρος χαρακτήρισε την συνάντησή τους αυτή ως την καλύτερη που είχαν μέχρι σήμερα
Σοβαρές επιπτώσεις στην αμερικανική οικονομία - Πλήττονται καταναλωτές και επιχειρήσεις
Εσωτερικοί κήποι, ιαματικά λουτρά και εκθέσεις τέχνης - Ποιος δε θα ήθελε να παραμείνει εκεί για ώρες;
Τι αναφέρει δημοσίευμα της Washington Post
Το πάρκο είναι γνωστό για τον εντυπωσιακό αριθμό των θερμών πηγών και των γκέιζερ που διαθέτει
Μέχρι στιγμής πάντως, ο 25χρονος παραμένει άφαντος
Ο Χάρι είχε δηλώσει ότι το παλάτι τον «θυσίασε» για να προστατεύσει άλλα μέλη της βασιλικής οικογένειας
Λόγω χαρακτηρισμού της AfD ως «εξακριβωμένα δεξιά εξτρεμιστική» οργάνωση
Η απάντηση του Υφυπουργό Πολιτισμού της Αγγλίας
Μόλις 5 ημέρες μετά τις μαζικές διακοπές ρεύματος στην Ιβηρική χερσόνησο
«Η εποχή της ατιμωρησίας για όσους στηρίζουν τη βία τελείωσε», ανέφερε ο Μάρκο Ρούμπιο
Κρίνεται το μέλλον του Εργατικού πρωθυπουργού Άντονι Αλμπανέζι
Για τροχαίο ατύχημα κάνει λόγο η πυροσβεστική
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.