Κοσμος

Ρωμαϊκοί χαιρετισμοί και η νοσταλγία του φασιστικού μεγαλείου

Υπάρχει πράγματι νεοφασιστικός πειρασμός στην Ιταλία;

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ρωμαϊκοί χαιρετισμοί και η νοσταλγία του φασιστικού μεγαλείου
© EPA/GIUSEPPE LAMI

Ο φασισμός στην Ιταλία, το μακελειό της Acca Larenzia το 1978 και οι νεοφασίστες

Αν και χαρακτηρίζουμε «φασιστικές» διάφορες αυταρχικές τάσεις και πρακτικές, ο φασισμός ήταν και παραμένει μια πολύ συγκεκριμένη ιδεολογία, σύμφυτη στην ιστορία της Ιταλίας. Η άνοδος και η πτώση του —παρά τη φαυλότητα που τον συνοδεύει, αλλά και εξαιτίας της— βρίσκει απήχηση έναν αιώνα αργότερα σε ένα (μικρό) μέρος των μαζών: η άγνοια των αληθινών γεγονότων, οι μύθοι, η πολιτική ανωριμότητα οδηγούν στη νοσταλγία του δήθεν φασιστικού μεγαλείου, το οποίο με τη σειρά του ανάγεται στη νοσταλγία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Την περασμένη Κυριακή, περίπου χίλια άτομα συγκεντρώθηκαν στη Ρώμη με την ευκαιρία της επετείου των 46 χρόνων από τη δολοφονία τριών ακροδεξιών νεαρών: παρόμοιες εκδηλώσεις γίνονται κάθε χρόνο, αλλά φέτος το μνημόσυνο ήταν πιο ενθουσιώδες· τα ακροδεξιά γκρουπούσκουλα νιώθουν ότι η κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι τα ευνοεί. Η εκδήλωση της 7ης Ιανουαρίου είχε σκοπό, όπως κάθε χρόνο, να μνημονεύσει τα θύματα της αριστερής τρομοκρατίας στη διάρκεια των Μολυβένιων Χρόνων και να υπενθυμίσει την ύπαρξη της ακροδεξιάς στο σήμερα· το ότι τα μέλη της είναι οι υπερήφανοι κληρονόμοι του φασισμού.

Στο «μακελειό της Acca Larenzia» στις 7 Ιανουαρίου 1978, ακροαριστεροί τρομοκράτες δολοφόνησαν τον 20χρονο Franco Bigonzetti και τον18χρονο Francesco Ciavatta, δύο μέλη της ακροδεξιάς οργάνωσης Fronte della Gioventù (Μέτωπο της Νεολαίας). Στην ενέδρα που έστησαν μπροστά στα γραφεία του νεοφασιστικού κόμματος Movimento Sociale Italiano στην οδό Acca Larenzia, στη Ρώμη, τραυματίστηκε επίσης ο μηχανικός Vincenzo Segneri, ο οποίος γλίτωσε μαζί με άλλους δύο ακτιβιστές της Fronte della Gioventù —τον Maurizio Lupini, επικεφαλής των επιτροπών της γειτονιάς και τον φοιτητή Giuseppe D’Audino— καταφεύγοντας στα γραφεία και κλειδώνοντας την πόρτα. Την τρομοκρατική ενέργεια ανέλαβε η ακροαριστερή ομάδα Nuclei armati per il contropotere territoriale (Ένοπλοι πυρήνες για την εδαφική αντι-εξουσία). Aργότεραεκείνο το βράδυ, το Movimento Sociale Italiano πραγματοποίησε καθιστική διαδήλωση διαμαρτυρίας που κατέληξε σε συμπλοκή με την αστυνομία: σκοτώθηκε ένα ακόμη άτομο, ο Stefano Recchioni, μέλος της ομάδας Colle Oppio («Λόφος του Εσκουιλίνο») και κιθαρίστας του συγκροτήματος εναλλακτικής μουσικής Janus, ενώ τραυματίστηκε ο τότε εθνικός γραμματέας του Μετώπου Νεολαίας Gianfranco Fini. Έκτοτε, ο Fini, 72 ετών σήμερα, μετατοπίστηκε σταδιακά προς το mainstream: παρότι, όπως πολλοί στον χώρο της Τζόρτζια Μελόνι και του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, συνεχίζει να θεωρεί τον Μουσολίνι τον μεγαλύτερο Ιταλό πολιτικό του 20ού αιώνα, ο Fini κινείται πλέον στο φάσμα της κεντροδεξιάς.

Επιστρέφω στα γεγονότα της 7ης Ιανουαρίου 1978. Στις συμπλοκές, φαίνεται ότι τον 19χρονο Stefano Recchioni πυροβόλησαν οι καραμπινιέροι, αλλά τα στελέχη του Movimento Sociale Italiano αρνήθηκαν να καταθέσουν για να μη χαλάσουν τις σχέσεις τους με την αστυνομία. Λίγους μήνες αργότερα, ο πατέρας του Francesco Ciavatta, που εργαζόταν ως θυρωρός σε μια πολυκατοικία στην οδό Deruta, αυτοκτόνησε πίνοντας υδροχλωρικό οξύ. Το 1987, μετά τη μαρτυρία της “pentita” Livia Todini, πρώην μέλους της Lotta Continua, εντοπίστηκαν πέντε δράστες, μαχητές της Lotta Continua, που κατηγορήθηκαν για τη διπλή δολοφονία. Συνελήφθησαν οι Mario Scrocca, Fulvio Turrini, Cesare Cavallari και Francesco de Martiis· η Daniela Dolce, η τελευταία κατηγορουμένη, διέφυγε τη σύλληψη ζητώντας άσυλο στη Νικαράγουατων Σαντινίστας. (Ζει ακόμα στη Μανάγκουα).

Την επομένη της ανάκρισής του, ο Scrocca αυτοκτόνησε στο κελί του κάτω από ύποπτες συνθήκες, ενώ οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν σε πρώτο βαθμό λόγω ανεπαρκών αποδεικτικών στοιχείων. Αλλά,το 1988, στο κρησφύγετο των Ερυθρών Ταξιαρχιών στη via Dogali στο Μιλάνο, βρέθηκε το πολυβόλο Skorpion, ένα από τα όπλα που χρησιμοποιήθηκαν στην ενέδρα. Οι βαλλιστικές δοκιμές αποκάλυψαν ότι το ίδιο όπλο χρησιμοποιήθηκε σε τρεις ακόμα δολοφονίες που διέπραξαν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες: εκείνη του οικονομολόγου Ezio Tarantelli το 1985, εκείνη του πρώην δημάρχου της Φλωρεντίας Lando Conti το 1986 και εκείνη του Χριστιανοδημοκράτη γερουσιαστή Roberto Ruffilli το 1988.

Η ενέδρα της οδού Acca Larenzia συνέβαλε στον περαιτέρω εκφυλισμό της πολιτικής σύγκρουσης: το ιδεολογικό μίσος μεταξύ των αντίπαλων φατριών διατήρησε την αφόρητη ένταση που χαρακτήριζε την Πρώτη Ιταλική Δημοκρατία μέχρι το τέλος της, το 1994. Εξάλλου, για πολλούς νεοφασίστες, η 7η Ιανουαρίου 1978 έγινε αφορμή να επιλέξουν τον δρόμο του ένοπλου αγώνα, συνειδητοποιώντας ότι το «κράτος» δεν τους ανήκε όπως πίστευαν οι ακροαριστερές οργανώσεις κι όπως ήλπιζαν οι ίδιοι. Έτσι, στη συνέχεια, οι νεοφασίστες στράφηκαν εναντίον της αστυνομίας και ανέδειξαν σε σύμβολο το «μακελειό» της Acca Larenzia: στην πρώτη επέτειο, στις 10 Ιανουαρίου 1979, ένας αστυνομικός με πολιτικά, ο Alessio Speranza, σκότωσε τον 17χρονο Alberto Giaquinto, ο οποίος μαζί με τον φίλο του Massimo Morsello συνεπλάκη με τους καραμπινιέρους στη συνοικία Centocelle της Ρώμης. Δεν ήταν η τελευταία φορά που με αφορμή τις επετείους σημειώνονταν βίαια επεισόδια.

Φέτος, σ’ αυτή την περίσταση, αναφέρθηκε ότι πέντε άτομα χαιρέτησαν με τη χαρακτηριστική ρωμαϊκή-φασιστική ανάταση του χεριού η οποία απαγορεύεται από τον ιταλικό νόμο. Οι ερευνητές επεξεργάζονται το υλικό από τις κάμερες που κατέγραψαν τις διάφορες φάσεις της εκδήλωσης, στην οποία συμμετείχαν ακροδεξιοί από τις ομάδες Casa Pound, Forza Nuova και Blocco Studentesco, καθώς χούλιγκανς ultras της περιοχής του Λάτσιο. Όλοι είχαν τα πρόσωπά τους ακάλυπτα και ήταν γνωστοί σε όσους ασχολούνται με τους δεξιούς κύκλους της ιταλικής πρωτεύουσας. Ντυμένοι στα μαύρα, όπως στις ναζιστικές πορείες, κινήθηκαν σε φάλαγγα με το συνηθισμένο φασιστικό τελετουργικό: κελτικούς σταυρούς, εκφωνήσεις βροντερών «παρών» και προσκύνημα στην πλακέτα που έχει τοποθετηθεί στην πλατεία από το 2012 — η οποία αναφέρει ότι τα τρία θύματα του 1978 «δολοφονήθηκαν από τους κομμουνιστές και από τους υπηρέτες τους στο κράτος».

Ο νόμος 645 του 1952, γνωστός ως νόμος Scelba (ο Mario Scelba ήταν για λίγο καιρό πρωθυπουργός), ποινικοποιεί την απολογία του φασισμού (άρθρο 4), προβλέποντας τιμωρίες σε όποιον «εξυμνεί δημοσίως εκφραστές, αρχές, γεγονότα ή μεθόδους του φασισμού ή τους αντιδημοκρατικούς σκοπούς του φασιστικού κόμματος». Το άρθρο 5 του ίδιου νόμου προβλέπει φυλάκιση μέχρι τρεις μήνες για όποιον «με λόγια, χειρονομίες ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο πραγματοποιεί δημόσιες εκδηλώσεις συναφείς με εκείνες τουμη υπαρκτού σήμερα φασιστικού κόμματος». Αλλά, αν και το 1993 προσετέθη με παρόμοιους σκοπούς ο νόμος Mancino (Νicola Mancino ήταν υπουργός Εσωτερικών), οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Συνταγματικού Δικαστηρίου τείνουν να επιλέγουν περιοριστικές ερμηνείες κατά την εφαρμογή αυτών των διατάξεων. Γι’ αυτό, οι ακροδεξιοί της περασμένης Κυριακής δήλωσαν ότι ο ρωμαϊκός χαιρετισμός δεν είναι έγκλημα και ότι ελπίζουν πως το Ανώτατο Δικαστήριο θα αποφανθεί περί της νομιμότητάς του.

Νομίζω ότι οι ιταλικές αρχές πρέπει να επιτύχουν την εφαρμογή των νόμων χωρίς να δώσουν το περιθώριο στους νεοφασίστες να αισθανθούν θύματα και να εκμεταλλευτούν τη θυματοποίηση. Οι ακροαριστερές τρομοκρατικές οργανώσεις έκαναν ακριβώς αυτό — όχι μόνο το 1978, αλλά ξανά και ξανά σε όλη τη διάρκεια των δεκαετιών 1970 και 1980: τίποτα καλό δεν προέκυψε από τη δράση τους. Σήμερα, η άκρα αριστερά, μεγεθύνοντας τον κίνδυνο της επιστροφής του φασισμού, υπερτονίζει ενέργειες και συμβολισμούς που αφορούν μιαν ελάχιστη μειοψηφία, σαν να μη λαμβάνει υπόψη ότι ο φασισμός γεννήθηκε και αναπτύχθηκε σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες, σε συγκεκριμένο έδαφος· ότι δεν δύναται να αναπτυχθεί σε οποιεσδήποτε συνθήκες. Το 2024, ακόμα κι αν μερικοί πολιτικοί θαυμάζουν τον Μουσολίνι ως μεγάλο πατριώτη, δεν μπορούν, και πιθανότατα ούτε θέλουν, να επαναφέρουν τις ιδέες και το καθεστώς του 1922. Ο φασισμός δεν είναι κομματική επιλογή, είναι ολοκληρωτική κοσμοαντίληψη που απαιτεί αυστηρά προσδιορισμένο πλαίσιο. Ένδειξη, αν όχι απόδειξη αυτού του ανέφικτου, είναι το ότι από τους χίλιους νεοφασίστες που συγκεντρώθηκαν στην οδό Acca Larenzia μόνο πέντε υπέκυψαν στον πειρασμό του φασιστικού χαιρετισμού.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ