Κοσμος

Τζο Μπάιντεν: τέσσερα ακόμα χρόνια

Και όμως, ο Μπάιντεν μπορεί να παραμείνει στον Λευκό Οίκο μέχρι το 2028

agis_avatar_2.jpg
Άγης Παπαγεωργίου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο Τζο Μπάιντεν
Ο Τζο Μπάιντεν © Wikimedia commons

Τα εντυπωσιακά δύο πρώτα χρόνια, η Κάμαλα Χάρις, και ο Ρεπουμπλικανικός εμφύλιος.

Ο Τζο Μπάιντεν έχει διαψεύσει τις προσδοκίες ακόμα και των μεγαλύτερων υποστηρικτών του. Μέσα σε μόλις δύο χρόνια, ο 46ος Πρόεδρος των ΗΠΑ έχει κάνει ορισμένες κρίσιμες παρεμβάσεις σε εσωτερικό επίπεδο, ενώ έχει αποδώσει ξανά στην Ουάσινγτον τον διεθνή ρόλο που – πρόθυμα – είχε αναλάβει από το τέλος του Β’ ΠΠ, μέχρι και την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ. Η προτεραιοποίηση της εσωτερικής βιομηχανικής παραγωγής, εντυπωσιακή μείωση της ανεργίας, η ομοσπονδιακή προστασία που υποστήριξε στο δικαίωμα της έκτρωσης, η αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού με πρόσβαση σε αξιοπρεπείς υπηρεσίες υγείας και ασφάλισης, ο περιορισμός – στο πλαίσιο του δυνατού – στην οπλοκατοχή, και η προσπάθεια του να εκσυγχρονίσει τις – εντυπωσιακά – πεπαλαιωμένες κρίσιμες υποδομές των ΗΠΑ έχουν αποδείξει πως ο Μπάιντεν έχει διαβάσει σωστά πολλές από τις προτεραιότητες του εκλογικού σώματος, αλλά και πως είναι ικανός να πάρει τα κατάλληλα μέτρα ώστε να τις εξυπηρετήσει. Αντίστοιχα, η πλήρης στήριξη στην Ουκρανία απέναντι στη Ρωσική εισβολή, η επαναπροσέγγιση των παραδοσιακών συμμάχων των ΗΠΑ σε Ευρώπη και Ανατολική Ασία, αλλά και η έμφαση τόσο στις γεωπολιτικές αλλά – κυρίως – στις αξιακές προτεραιότητες των ΗΠΑ έχουν ήδη αποδώσει στον Μπάιντεν τον χαρακτήρα του statesman που ξέρει και τί θέλει, αλλά και πώς θα το πετύχει σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής.

Ωστόσο, ο δρόμος προς την επανεκλογή θα έχει δύο σημαντικά εμπόδια. Πρώτον, τα δημοσκοπικά ποιοτικά χαρακτηριστικά δεν ιδανικά, καθώς μόλις το 43% του εκλογικού σώματος φαίνεται ενθουσιασμένο με το έργο του μέχρι σήμερα. Το συγκεκριμένο ποσοστό δεν είναι καταστροφικό μεν, αλλά παραμένει χαμηλότερα από τα αντίστοιχα των προκατόχων του που διεκδίκησαν και πέτυχαν την επανεκλογή τους· το πρώτο μεγάλο στοίχημα για τον Μπάιντεν είναι να πείσει τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους πως το έργο του από μόνο του αξίζει να συνεχιστεί, παρά την προχωρημένη ηλικία του – η οποία αποτελεί το δεύτερο μεγάλο εμπόδιο. Αν επανεκλεγεί το 2024, τότε θα ορκιστεί ξανά πρόεδρος σε ηλικία ογδόντα-δύο ετών, κάτι που σημαίνει πως η λήξη της θητείας του θα τον βρει στα ογδόντα-έξι. Παρά τη συστηματική προσπάθεια του να πείσει για το αντίθετο, ο Μπάιντεν είναι εμφανώς καταβεβλημένος και γερασμένος, ενώ κανείς δε μπορεί να προβλέψει πώς θα εξελιχθεί η υγεία του το αμέσως επόμενο διάστημα, και αν θα είναι ικανός να παραμείνει στο αξίωμα του μέχρι το τέλος. Η ηλικία του Μπάιντεν προβληματίζει τη συντριπτική πλειοψηφία του αμερικανικού εκλογικού σώματος, κάτι που σημαίνει πως ο ρόλος της Αντιπροέδρου του παραμένει σημαντικότερος από κάθε άλλο πρόσωπο που έχει υπηρετήσει στο αξίωμα.

 

Η παραμονή της Κάμαλα Χάρις

Από τη στιγμή που ο Μπάιντεν ανακοίνωσε πως θα επέλεγε μια γυναίκα – και εκπρόσωπο μειονότητας – για την αντιπροεδρεία, η Κάμαλα Χάρις αποτέλεσε το μεγαλύτερο φαβορί. Στην πραγματικότητα ωστόσο, η υποψηφιότητα της ποτέ δεν ενθουσίασε κανέναν· η Χάρις μπορεί να έχει ένα μοναδικό εθνοτικό υπόβαθρο, όμως δεν είναι ούτε αφροαμερικανή, ούτε Λατίνα, κάτι που σημαίνει πως οι δύο μεγαλύτερες εθνοτικές ομάδες των ΗΠΑ δεν έχουν κάποιο λόγο να ταυτιστούν άμεσα μαζί της. Σε πολιτικό επίπεδο, η φιλελεύθερη πτέρυγα των Δημοκρατικών τάχθηκε από την αρχή εναντίον της επιλογής της, καθώς υπήρξε ιδιαίτερα αυστηρή απέναντι στο έγκλημα – κάτι που αποτελεί πάγια θέση των Ρεπουμπλικάνων. Όμως πέρα από αυτές τις παραμέτρους – οι οποίες υπάγονται περισσότερο στην επικοινωνία από την πραγματική ουσία, μέσες άκρες – η Χάρις είχε, και εξακολουθεί να έχει, ένα κρίσιμο μειονέκτημα: ελάχιστη εμπειρία στην εξωτερική πολιτική. Μέχρι και την εκλογή της, η ίδια δεν είχε ταξιδέψει ποτέ στην Ευρώπη, ενώ ποτέ στο παρελθόν δεν εξελέγη σε μια θέση η οποία να την έφερε αντιμέτωπη με τις διεθνείς προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ, αλλά και να τη σημασία του δικτύου των συμμάχων που η Ουάσινγτον διατηρεί ανά την υφήλιο.

Ακόμα χειρότερα, η Χάρις έχει οριακά χαμηλότερα ποσοστά αποδοχής από τον Μπάιντεν, καθώς μόλις το 42% διατηρεί θετική γνώμη απέναντι της. Για αυτό τον λόγο, αρκετοί Αμερικάνοι αναλυτές υποστήριξαν πως ο Μπάιντεν θα πρέπει να επιλέξει μια άλλη συνυποψήφιο έναντι της Χάρις, τόσο για να διορθώσει μια κατά πολλούς λανθασμένη επιλογή, αλλά και για να επαναπροσεγγίσει την αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών, οι οποίοι εξακολουθούν να βλέπουν τον συνδυασμό Μπάιντεν-Χάρις ως μια αναγκαία επιλογή. Ωστόσο, η ανακοίνωση της υποψηφιότητας του δεν άφησε καμία αμφιβολία: η Χάρις θα είναι ξανά στο πλευρό του Μπάιντεν και το 2024, κάτι που σημαίνει πως θα παραμείνει μια ανάσα μακριά από την Προεδρία μέχρι το 2028. Εκεί ακριβώς είναι το πρόβλημα που πολλοί βλέπουν στην παραμονή της στον εκλογικό συνδυασμό του 2024· η Χάρις δεν είναι η πρώτη αντιπρόεδρος της οποίας το προφίλ είναι αδύναμο από κάθε άποψη – καθώς ποιος μπορεί να ξεχάσει τον ανεκδιήγητο αντιπρόεδρο του πατέρα Μπους, Νταν Κουέιλ. Όμως, σε αντίθεση με τον πατέρα Μπους, ο Μπάιντεν έχει απόλυτη ανάγκη να πείσει το εκλογικό σώμα πως η αντιπρόεδρος του θα μπορεί να αναλάβει ανά πάσα στιγμή. Ο ίδιος φαίνεται να ποντάρει ξανά στη Χάρις· το αν θα του κοστίσει αυτή η επιλογή απλώς μένει να φανεί.

 

Ο Ρεπουμπλικανικός εμφύλιος

Η κρίσιμη διαφορά των εκλογών του 2024 με εκείνες του 2020 είναι πως υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα οι Ρεπουμπλικάνοι να κατέβουν διχασμένοι, αντί να συνταχθούν απόλυτα πίσω από τον Ντόναλντ Τραμπ. Σε αυτή τη συνθήκη συμβάλλουν δύο παράμετροι: πρώτον, το πολιτικό κεφάλαιο του Τραμπ έχει πληγεί σημαντικά μετά από την ανάμιξη του στην επίθεση στο Καπιτώλιο της 6ης Ιανουαρίου 2021, ενώ δεύτερον, φαίνεται πως υπάρχει ένας ακόμα υποψήφιος ο οποίος μπορεί να διεκδικήσει τον Λευκό Οίκο για τους Ρεπουμπλικάνους, για πρώτη φορά μετά από σχεδόν δέκα χρόνια. Ο λόγος για τον Κυβερνήτη της Φλόριντα, Ρον Ντε Σάντις, ο οποίος έχει καταφέρει να πλασάρει τον εαυτό του ως μια επιλογή συνεπή μεν με τις αρχές του Τραμπισμού, αλλά και πιο συνετή σε ό,τι αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα χαράξει πολιτική. Η μεγαλύτερη απόδειξη πως ο Ντε Σάντις αποτελεί πραγματική απειλή για τον Τραμπ, είναι πως ο τελευταίος έχει κάνει συστηματικές επιθέσεις απέναντι στον κυβερνήτη της Φλόριντα, ακριβώς γιατί αναγνωρίζει πως εκείνος να μιλήσει πλέον πολύ πιο εύκολα στους μετριοπαθείς Ρεπουμπλικάνους.

Ωστόσο, παρότι η αναγνωρισιμότητα του Ντε Σάντις αυξάνεται συνεχώς, ο σκληρός πυρήνας των Ρεπουμπλικάνων ταυτίζεται ακόμα με τον Τραμπ και όσα εκείνος πρεσβεύει. Στην πράξη – και αν δεν αλλάξει η εσωκομματική ισορροπία των δυνάμεων μεταξύ τους – ο Τραμπ απλώς θα μπει στην κούρσα για το χρίσμα του κόμματος του με ένα προβάδισμα απέναντι στον Ντε Σάντις, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως θα το έχει εξασφαλίσει. Άλλωστε, είναι απολύτως βέβαιο πως μέχρι να ξεκινήσει η εσωκομματική διαδικασία στις αρχές του 2024, ο Τραμπ θα αντιμετωπίσει σωρεία κατηγοριών τόσο από τη δικαιοσύνη, όσο και από τους εσωκομματικούς του αντιπάλους· παρότι η ικανότητα του να ξεπερνάει κάθε συνθήκη που θα τελείωνε την καριέρα άλλων πολιτικών είναι πραγματικά εντυπωσιακή, ο Τραμπ έπαιζε μέχρι σήμερα μόνος του, αξιοποιώντας το τεράστιο εγώ του σαν εσωκομματικό πυρηνικό όπλο. Ωστόσο, αν ο Ντε Σάντις καταφέρει να πάρει εκείνος το χρίσμα, τότε είναι σχεδόν βέβαιο πως ο Τραμπ – και οι πιστότεροι οπαδοί του – δε θα παίξει ομάδα, αλλά θα προσπαθήσει να σαμποτάρει τον Ντε Σάντις, ίσως ακόμα και διεκδικώντας την προεδρεία ως ανεξάρτητος.

Σε κάθε περίπτωση, το σενάριο στο οποίο οι Ρεπουμπλικάνοι θα κατέβουν διχασμένοι το 2024 είναι φτιαγμένο από τα πιο τρελά όνειρα του Μπάιντεν· αν ο Τραμπ είναι υποψήφιος, τότε οι μετριοπαθείς Ρεπουμπλικάνοι πιθανότατα δε θα τον στηρίξουν στον βαθμό που το έκαναν 2020 ενώ οι Δημοκρατικοί θα συνταχθούν απόλυτα πίσω από τον Μπάιντεν έστω και με μισή καρδιά ώστε να αποτρέψουν την καταστροφή, ενώ αν επικρατήσει ο Ντε Σάντις, τότε είναι μάλλον βέβαιο πως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δε θα έχει τη στήριξη του συνόλου των οπαδών του Τραμπ. Η λογική θα έλεγε πως ο συνδυασμός Τραμπ-Ντε Σάντις θα ήταν ιδανικός για τους Ρεπουμπλικάνους, καθώς ο Τραμπ μπορεί να υπηρετήσει μόνο μία φορά ακόμα, ενώ η επιλογή Ντε Σάντις για την αντιπροεδρία θα συνάσπιζε όλες τις πλευρές των Ρεπουμπλικάνων, αλλά και θα ετοίμαζε τον κυβερνήτη της Φλόριντα ώστε να διαδεχθεί τον Τραμπ το 2028. Όμως, η λογική και οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν χωρίσει από καιρό – ευτυχώς για τον Τζο Μπάιντεν.

Μια πρώτη πρόβλεψη

Κανείς δε μπορεί να ξέρει ποιες θα είναι οι συνθήκες που θα κρίνουν τις εκλογές του 2024. Από τη μία, ο Μπάιντεν έχει σίγουρα διαψεύσει τις προσδοκίες τόσο των υποστηρικτών του, όσο και των αντιπάλων του, καθώς στα πρώτα δύο χρόνια της θητείας του έχει αποδειχθεί ένας αρκετά καθοριστικός – αντί για μεταβατικός, όπως ο ίδιος έλεγε πως θα ήταν – πρόεδρος, τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πολιτική. Παρά την – πάρα πολύ – προχωρημένη ηλικία του, ο Μπάιντεν έχει βρει μια ιδανική ισορροπία ανάμεσα στην προσωπική πρωτοβουλία και τον καταμερισμό των κυβερνητικών ευθυνών, και αν ήταν νεότερος, τότε θα έμπαινε στην κούρσα ως φαβορί. Αυτή τη στιγμή, η επανεκλογή του θα κριθεί από το πρόσωπο του αντιπάλου του, αλλά και το πόσο είτε ο Τραμπ  είτε ο Ντε Σάντις θα μπορέσει να συνασπίσει τους Ρεπουμπλικάνους πίσω του. Ειρωνικά, ο μεγαλύτερος σύμμαχος του Μπάιντεν στον δρόμο προς την επανεκλογή μοιάζει σήμερα να είναι ο προκάτοχος του.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ