Κοσμος

Ουκρανία: Έτσι έφυγα από την Μπούτσα

Μια μαρτυρία που κόβει την ανάσα

loukas-velidakis.jpg
Λουκάς Βελιδάκης
ΤΕΥΧΟΣ 846
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Κατά τη διάρκεια της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, ρωσικά στρατεύματα εισήλθαν στη Μπούτσα όπου ξέσπασαν σκληρές μάχες. Στις 24 Μαρτίου 2022, η πόλη τιμήθηκε με τον τίτλο «Ηρωική πόλη της Ουκρανίας».
Κατά τη διάρκεια της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, ρωσικά στρατεύματα εισήλθαν στη Μπούτσα όπου ξέσπασαν σκληρές μάχες. Στις 24 Μαρτίου 2022, η πόλη τιμήθηκε με τον τίτλο «Ηρωική πόλη της Ουκρανίας». © EPA / ROMAN PILIPEY

Πόλεμος στην Ουκρανία: Μια γυναίκα περιγράφει πώς έφυγε από Μπούτσα

Η Α. είναι μία νέα γυναίκα από την Ουκρανία. Εργάζεται ως ψυχολόγος και πριν από την 24η Φεβρουαρίου είχε μία κανονική ζωή. Ζούσε με τον σύζυγό της και μία γάτα σε ένα όμορφο σπίτι στα περίχωρα του Κιέβου – σε μία μικρή πόλη που έως εκείνη τη στιγμή ήταν άγνωστη στους περισσότερους. Η Μπούτσα, μετά τον Μάρτιο –οπότε αποχώρησαν τα ρωσικά στρατεύματα– έγινε παγκοσμίως συνώνυμο της φρικαλεότητας. Η Athens Voice επικοινώνησε με την Α. και ζητήσαμε να μας περιγράψει την εμπειρία της, μήνες μετά. Όπως μας είπε, δυσκολεύτηκε να αποτυπώσει τα όσα έζησε διότι έπρεπε να τα ξαναζήσει στο μυαλό της κι αυτό ήταν τραυματικό.

Η ίδια πλέον εργάζεται σε δομή προσφύγων σε νοτιοδυτική πόλη της Ουκρανίας. Για λόγους ασφαλείας ζήτησε να δημοσιευτεί η μαρτυρία της υπό καθεστώς ανωνυμίας. Τα στοιχεία της είναι στη διάθεσή μας.

Μια καθηλωτική μαρτυρία

«Δύο εβδομάδες πριν από την 24η Φεβρουαρίου είχα ένα όνειρο: Τέσσερις ανισόρροποι άνθρωποι έπαιζαν ρωσική ρουλέτα – κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι στον δρόμο. Όταν ένας από τους τέσσερις αυτοπυροβολήθηκε, οι άλλοι τρεις ξέσπασαν σε γέλια. Ήταν τρομακτικό, ήταν τρελοί και κρατούσαν όπλα στα χέρια, σκεφτόμουν, ενώ τους κοιτούσα από ψηλά σαν να ήμουν απολύτως αόρατη για εκείνους. Ξύπνησα στη μέση της νύχτας, δεν μπορούσα να κοιμηθώ πια. Τώρα, 8 μήνες μετά, μπορώ να το πω με βεβαιότητα: ζούμε σε μια ρώσικη ρουλέτα που ελέγχεται από ανθρώπους ανισόρροπους.

Κάθε πρωί, η πρώτη σκέψη μόλις ξυπνήσω είναι ότι δεν μας πέτυχαν, αλλά πού χτύπησαν τελικά; Βλέπεις τις ειδήσεις και σκέφτεσαι ότι κάποιος δεν κατάφερε να ξυπνήσει επειδή χτύπησαν το σπίτι του. Και ξεκινάς να ετοιμάζεσαι για να πας στη δουλειά σου, όπως τα εκατομμύρια των Ουκρανών που κατάφεραν να επιβιώσουν για ακόμα μία ημέρα. Η δουλειά μάς σώζει κατά κάποιο τρόπο, καθώς εκεί –τουλάχιστον για ένα διάστημα– μπορείς να μη σκέφτεσαι τον πόλεμο...

Στις 24 Φεβρουαρίου, Ρώσοι στρατιώτες έφτασαν περί τα 10 χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μας. Εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε διαδικασία εκκένωσης για τους ανθρώπους στην Μπούτσα. Περάσαμε το βράδυ με τον σύζυγό μου και τη γάτα μας στο παγωμένο υπόγειο τυλιγμένοι γύρω από πυκνή σκόνη.

Στις 25 Φεβρουαρίου, είδαμε φωτογραφίες και βίντεο με οχήματα να πηγαινοέρχονται προς κάθε κατεύθυνση – ήδη ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο να φύγει κάποιος, είτε με το αυτοκίνητο είτε με τα πόδια. Εκείνη τη στιγμή είχε γίνει γνωστό ότι πολλοί κάτοικοι των πολυκατοικιών στην Μπούτσα και στο Χοστομέλ ήταν ήδη αιχμάλωτοι των Ρώσων, είχαν κυκλοφορήσει πληροφορίες για βιασμούς γυναικών και παιδιών.

Το βράδυ της ίδιας ημέρας, πληροφορηθήκαμε ότι θα υπάρξει βομβαρδισμός στην περιοχή μας, κοντά στον σταθμό του τρένου και τις ενεργειακές εγκαταστάσεις. Επικοινώνησα με την οικογένειά μου, για να τους αποχαιρετήσω – για παν ενδεχόμενο. Η επίθεση τελικά σημειώθηκε μετά από δύο ημέρες, το πρωί της 27ης Φεβρουαρίου ρωσικά τανκς μπήκαν στην πόλη. Η μάχη γινόταν 400 μέτρα μακριά από το σπίτι μας, οι τοίχοι κουνιούνταν, δεν γνωρίζαμε αν την επόμενη στιγμή θα είμαστε ζωντανοί. Δεν ξέραμε αν στοχεύουν στα ψηλά κτίρια ή αν θα κατέβουν στα υπόγεια να μας βρουν.

Νωρίς το βράδυ, ένα ρωσικό τανκ μπήκε μέσα στην αυλή μας, πλάι του στέκονταν περίπου 10 στρατιώτες, κάποιοι είχαν τραυματιστεί, άνοιξαν ένα φαρμακείο δίπλα μας, πήραν τα φάρμακα που χρειάζονταν και μετά έφυγαν.

Η κατάσταση στην πόλη χειροτέρευε κάθε μέρα. Ακούγαμε συνέχεια ανταλλαγή πυρών, βομβαρδισμούς σε σπίτια, όλα έμοιαζαν με εφιάλτη, οι ειδήσεις αφορούσαν σε ανθρώπους που αφήνουν τα σπίτια τους και δέχονταν πυρά στα αυτοκίνητά τους ενώ προσπαθούσαν να εκκενώσουν την πόλη. Ακούγαμε για παιδιά που βιάστηκαν μπροστά στους γονείς τους, για ανθρώπους που δολοφονήθηκαν.

Δεν είχαμε καμία όρεξη, δεν φάγαμε τίποτα για δύο μέρες. Κοιμόμασταν το πολύ τρεις ώρες, το άγχος μάς είχε καταβάλει. Πλενόμασταν κάθε 3 ημέρες υπό τους ήχους της αδιάκοπης μάχης.

Οι συγκρούσεις σταδιακά έγιναν σφοδρότερες. Μας δόθηκε η δυνατότητα να εκκενώσουμε την πόλη, αλλά έπρεπε να περάσουμε από μια επικίνδυνη ζώνη όπου υπήρχαν συνεχείς αψιμαχίες. Μιλούσαμε στο τηλέφωνο με ανθρώπους που δεν γνωρίζαμε, είχαν μόλις περάσει έξω από το σπίτι μας στην προσπάθεια να απομακρύνουν το πλήθος, αλλά κανείς δεν γνώριζε εκείνη τη στιγμή αν θα γυρίσουν πίσω και για μας.

Ο οδηγός, λίγο μετά, επέστρεψε. Στάθμευσε έξω από το σπίτι μας, τριγύρω υπήρχε ανταλλαγή πυρών, είχαμε μόλις δύο λεπτά να πάρουμε τα πράγματά μας και να τρέξουμε προς το όχημα – σε μία στιγμή τα πάντα έχασαν κάθε αξία, ό,τι είχα σκεφτεί να πάρω μαζί μας τα άφησα πίσω. Πήραμε τη γάτα (μολονότι μας είχαν προειδοποιήσει ότι δεν επιτρέπονται τα ζώα κατά την εκκένωση), ταυτότητες και διαβατήρια, ένα λάπτοπ, από ένα ζευγάρι κάλτσες και τίποτα άλλο.

Τρέξαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε, το αυτοκίνητο δεν θα μας περίμενε για πολύ, αν καθυστερούσαμε ο οδηγός θα έφευγε. Είδαμε τους Ουκρανούς στρατιώτες, που πολεμούσαν στον δρόμο μας και εκείνη τη στιγμή τρέξαμε, το όχημα μείωσε ταχύτητα, πηδήξαμε μέσα και έφυγε γρήγορα. 

Στη γειτονική πόλη, όπου είχε σχηματιστεί μία ουρά τουλάχιστον 500 οχημάτων, ακούσαμε εκρήξεις, ήταν πολύ κοντά μας και δεν ήταν σαφές εκείνη τη στιγμή εάν θα καταφέρναμε να απομακρυνθούμε από την επικίνδυνη ζώνη. Στο σημείο ελέγχου μπροστά από τον αυτοκινητόδρομο Ζιτομίρ, που είχε ονομαστεί «διαδρομή του θανάτου», υπήρχε σφοδρή ανταλλαγή πυρών.

Όλα τα αυτοκίνητα σταμάτησαν, οι στρατιώτες μάς είπαν ότι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε – να περιμένουμε για την εντολή. Μετά από μισή ώρα, μας δόθηκε η δυνατότητα να φύγουμε, οι οδηγοί έπρεπε να τρέξουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, να πατήσουν το γκάζι με όλη τους τη δύναμη. Ήμασταν τυχεροί, ο θεός μας έσωσε, ξεγλιστρήσαμε από το σημείο. Στις 3 Μαρτίου, ωστόσο, πολλά αυτοκίνητα χτυπήθηκαν στον δρόμο με παιδιά, ηλικιωμένους, γυναίκες – υπήρχαν πολλοί τραυματίες, τους πήγαν σε νοσοκομεία.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής δεν μιλούσε κανείς – όταν φτάσαμε στο σημείο που μας άφησαν δεν υπήρχε τίποτα που να θυμίζει την εμπειρία που είχαμε ζήσει. Εκεί, ξεφυσούσαμε με ανακούφιση – όλοι νιώθαμε ζωντανοί και ξαναγεννημένοι...

Ακόμη και στον δρόμο, άρχισα να βοηθάω τους γνωστούς μου να απομακρυνθούν – συντονίστηκα και έστειλα τις διευθύνσεις τους σε εθελοντές που θα μπορούσαν να τους παραλάβουν, αν υπήρχε έστω πρόσκαιρη αποκλιμάκωση της μάχης.

Τηλεφώνησα στους γείτονές μας, οι οποίοι έφυγαν μια εβδομάδα αργότερα από εμάς και είπαν ότι οι Ρώσοι είχαν στήσει το αρχηγείο τους πολύ κοντά στο σπίτι μας και κρύβονταν εκεί. Μάθαμε ότι στην αυλή μας πυροβόλησαν έναν γείτονα που έβγαζε βόλτα τον σκύλο του το βράδυ γιατί δεν είχε δέσει λευκό επίδεσμο στο μπράτσο του.

Οι γείτονες έφυγαν στις 11 Μαρτίου και όλοι οι δρόμοι ήταν σπαρμένοι με πτώματα. Πυροβολούσαν έτσι απλά, ακόμη και μόνο επειδή κάποιος μιλούσε ουκρανικά. Δεν μπορείτε καν να φανταστείτε πόσοι αθώοι άνθρωποι πέθαναν για το τίποτα στην όμορφη πόλη της Μπούτσα, όπου ζούσαν πολλές νέες οικογένειες. Και στη Μαριούπολη, στο Τσερνίκοφ, στη Χερσώνα και σε άλλες πολλές πόλεις.

Λυπάμαι, λυπάμαι πάρα πολύ που ο πληθυσμός σκοτώνεται τόσο σκληρά, απάνθρωπα. Και ο λαός μας παλεύει με όλες του τις δυνάμεις, αλλά χρειαζόμαστε βοήθεια και υποστήριξη, ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει ακόμα...»

Οδηγίες επιβίωσης σε συνθήκες βομβαρδισμού

Η Α. έκρινε σκόπιμο να δημιουργήσει ένα εγχειρίδιο αντιμετώπισης αυτών των πρωτοφανών στιγμών που έζησε. Είχε την καλοσύνη να το μοιραστεί μαζί μας, προκειμένου να αντιληφθούμε πώς βιώνει ένας απλός, καθημερινός άνθρωπος τη φρίκη του πολέμου.

  • Τις ημέρες του βομβαρδισμού, όσο βρισκόμουν στο υπόγειο, έγραψα παρατηρήσεις για την αντίδραση του σώματος, καθώς και μεθόδους αυτοβοήθειας που με κράτησαν όρθια. Με αυτά μπόρεσα να ισορροπήσω:
  • Στη διάρκεια των βομβαρδισμών, το στήθος συμπιέζεται αυτόματα, η αναπνοή σταματά – πρέπει να δώσετε την προσοχή στο σώμα σας, να πάρετε μια μεγάλη ανάσα.
  • Υπάρχει πολλή ένταση στο λαιμό – γρύλισμα, γουργούρισμα, βουητό.
  • Η κυκλοφορία του αίματος επιδεινώνεται – προτείνω τρίψιμο των ποδιών, μικρά πηδηματάκια, καθίστε οκλαδόν, κινήστε το σώμα.
  • Τα πόδια κρυώνουν – κάντε ένα ζεστό μπάνιο, με κρύο ντους στο τέλος, ειδικά στα πόδια, στον λαιμό, στους ώμους και στο διάφραγμα.
  • Να κάνετε κάτι για να αποσπάσετε την προσοχή: πείτε αστεία, μιλήστε για συνηθισμένα θέματα εκτός από τον πόλεμο, όλα όσα ήταν μέρος της καθημερινότητάς σας.
  • Πιείτε ένα ζεστό ρόφημα, νερό.
  • Να κάνετε αγκαλιές, να επιδιώκετε την οπτική επαφή.
  • Σβήστε τα τρομακτικά σενάρια από το κεφάλι σας, σταματήστε τις επιβλαβείς σκέψεις.
  • Να πιστεύετε με όλη σας τη δύναμη ότι οι συγγενείς θα επιβιώσουν, ο Θεός είναι μαζί μας.
  • Δείξτε καλοσύνη, δείτε ποιος κοντά σας χρειάζεται ηθική και ψυχική υποστήριξη.
  • Παρακολουθήστε την κατάσταση της ψυχής σας εάν αισθάνεστε ότι ενδέχεται να έχετε  κρίση πανικού.
  • Προειδοποιήστε τους αγαπημένους σας ότι χρειάζεστε υποστήριξη για να σας μιλήσουν ή να σας αποσπάσουν την προσοχή ή να σας αγκαλιάσουν, να ζητάτε ευθέως αυτό που χρειάζεστε.
  • Μην αντιδράτε αν κάποιος κοντινός σας άνθρωπος ξεσπάσει, να δείξετε κατανόηση και προσπαθήστε να τον ηρεμήσετε. Για παράδειγμα, πείτε: Καταλαβαίνω τώρα ότι είναι δύσκολο για όλους, πρέπει να μείνουμε μαζί για να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον και όχι να βρίζουμε. Αφήστε τον να κατανοήσει από μόνος του, να είστε υπομονετικοί.
  • Φροντίστε τη δύναμή σας, μη σκορπάτε την προσοχή και την ενέργειά σας, συγκεντρωθείτε και πιστέψτε σε μία γρήγορη λύση.
  • Ζητήστε βοήθεια, διατηρήστε ηρεμία εντός σας, η αλήθεια είναι με το μέρος μας, είμαστε στη γη μας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ