Κοσμος

Η εκδοχή της Μαργκά Ντ’ Αντιρέν

«Η ζωή της Μαργκά ντ’ Αντιρέν ήταν η ιστορία μιας τραγικής αποτυχίας», όμως κανείς δεν ανατρέχει στη δική της ερμηνεία για όσα συνέβησαν

katerina-ikonomakou.jpg
Κατερίνα Οικονομάκου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Margad’Andurain
©Dr Julie D' Andurain

Ιστορίες των άλλων: Η Κατερίνα Οικονομάκου γράφει για τις περιπέτειες της μυστηριώδους κόμισσας Μαργκά Ντ’ Αντιρέν.

Η ιστορία, όπως την αφηγείται η ίδια η Μαργκά, διαφέρει από όσα αναφέρονται στα δεκάδες δημοσιεύματα του Τύπου γύρω από το πρόσωπό της. Ήταν πράγματι κατάσκοπος των Άγγλων στη Μέση Ανατολή; Εκείνη βρίσκεται πίσω από τον βίαιο θάνατο τριών αντρών που συνδέονταν μαζί της; Ήταν μια αδίστακτη femme fatale ή απλή τυχοδιώκτρια;

Η περιπετειώδης Μαργκά Ντ’ Αντιρέν φλόγισε τη φαντασία των σύγχρονών της και ενέπνευσε σε έναν βραβευμένο μυθιστοριογράφο μερικές από τις ωραιότερες σελίδες του. «Η ζωή της Μαργκά ντ’ Αντιρέν ήταν η ιστορία μιας τραγικής αποτυχίας», θα παρατηρήσει ένας από τους ήρωες της «Πυξίδας» του Ματιάς Ενάρ. Όμως κανείς δεν θυμάται τη δική της εκδοχή. Κανείς δεν ανατρέχει στη δική της ερμηνεία για όσα συνέβησαν.

Η Ζαν Αμελί Μαργκερίτ Κλερίς ήρθε στον κόσμο στις 29 Μαΐου του 1893 στην Μπαγιόν, στη γαλλική Χώρα των Βάσκων. Στερνοπαίδι της Μαρί Ντιριάρ και του δικαστικού Μαξίμ Κλερίς, θα μεγαλώσει ως κόρη καλής οικογενείας, αναζητώντας την ευκαιρία να εγκαταλείψει έναν τόπο που δεν τη χωρούσε. «Η οικογένειά μου ήταν το παράδειγμα μιας ήσυχης, ειρηνικής ζωής που νωρίς είχα αρχίσει να απεχθάνομαι. Το τελετουργικό των συμβάσεων, η ανταλλαγή επισκέψεων, η υποκριτική ευγένεια, το κουτσομπολιό που τη διαδεχόταν, όλα αυτά που συγκροτούν τη ζωή στην επαρχία, μου προκαλούσαν ναυτία», θα θυμόταν στην ωριμότητά της.

Προς την Ανατολή
Η ευκαιρία να αποδράσει έρχεται στα 18 της χρόνια κι έχει το όμορφο πρόσωπο ενός ψηλού νεαρού άντρα με το όνομα Πιερ Ντ’ Αντιρέν. Οι δυο τους φεύγουν για την Αργεντινή, με το σχέδιο να φτιάξουν μια φάρμα εκτροφής αλόγων, αλλά όταν ξεσπάει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ο Πιερ θα την πείσει να επιστρέψουν στη Γαλλία όπου η Μαργκά θα ιδρύσει μια επιχείρηση παραγωγής ψεύτικων μαργαριταριών. Οι πέρλες είναι πολύ στη μόδα και οι δουλειές πηγαίνουν περίφημα. Τότε γιατί αποφασίζει να φύγει;

Λίγο καιρό μετά τον θάνατο του πατέρα της, η 32χρονη πια Μαργκά θα εγκαταλείψει την Μπαγιόν μαζί με τον Πιερ και τους δυο γιους τους. Η κληρονομιά που της έχει αφήσει ο Μαξίμ Κλερίς τους επιτρέπει να κάνουν μια καινούργια αρχή. Είναι 1925 κι οι Ντ’ Αντιρέν εγκαθίστανται στο Κάιρο, σε ένα διαμέρισμα απέναντι από το περίφημο καφέ Groppi, όπου η Μαργκά θα ανοίξει ινστιτούτο αισθητικής για τις πλούσιες κυρίες της υψηλής κοινωνίας του Καϊρου. Οι γυναίκες της βρετανικής αποικίας θα γίνουν οι καλύτερες πελάτισσές της. Τι ξέρει η Μαργκά για το επάγγελμα; Απολύτως τίποτε. Αρκεί, ίσως, η έμφυτη κομψότητά της και η κοινωνική της άνεση.

Το 1927 θα δεχτεί την πρόταση της βρετανίδας φίλης της κυρίας Μιντ να τη συνοδεύσει σε ένα ταξίδι που θα τις οδηγήσει μέχρι τη Χάιφα, την Ιερουσαλήμ και τη Νεκρά Θάλασσα. Μαζί τους θα είναι ο ταγματάρχης Σινκλέαρ, επικεφαλής των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών στην Χάιφα. Η Μαργκά είχε επίγνωση του ανταγωνισμού ανάμεσα σε Γάλλους και Βρετανούς στην περιοχή και ήταν σε θέση να προβλέψει πόσο θα της στοίχιζε η συναναστροφή με τον βρετανό κατάσκοπο. Φαίνεται, πάντως, ότι ο Σινκλέαρ ήταν κάτι παραπάνω από φίλος. Οι δυο τους, σε εκείνο το ταξίδι, παίρνοντας μια απόφαση της στιγμής, θα κατευθυνθούν προς την Παλμύρα. Κι η Μαργκά θα νιώσει εκείνο το οικείο συναίσθημα – θέλει πάλι να αλλάξει ζωή. Θέλει να ανήκει σε αυτόν τόπο που της αποκαλύπτεται σε όλο το σιωπηλό μεγαλείο του κάτω από το λευκό φως του ήλιου.

Η βασίλισσα της Παλμύρας
Μετά την επιστροφή στο Κάιρο, ο Σινκλέαρ αυτοκτονεί. Τι είχε συμβεί; Η Μαργκά δεν θα μιλήσει ποτέ για τη σχέση τους. Μόνο στα απομνημονεύματά της, όταν αναφέρεται ξανά και ξανά σε εκείνον, διαισθάνεται κανείς μια μεγάλη τρυφερότητα. Οι φήμες –πάλι εκείνες οι φήμες– λένε ότι ο άντρας αυτοκτόνησε από θλίψη. Ή από ντροπή, όταν διαπίστωσε πως η ερωμένη του τον είχε εξαπατήσει και του είχε αποσπάσει απόρρητα ντοκουμέντα. Το 1930 βρίσκει τη Μαργκά στην Παλμύρα να διευθύνει το  ξενοδοχείο «Βασίλισσα Ζηνοβία». Αυτή η Γαλλίδα από τη Χώρα των Βάσκων είναι τώρα η πιο φημισμένη οικοδέσποινα της αρχαίας πολιτείας, εκείνη που υποδέχεται στο βασίλειό της στην έρημο τους ξένους αρχαιολόγους και περιηγητές. «Γιατί έφυγα από το Κάιρο; Έπληττα, χρειαζόμουν κάτι νέο», έγραφε χρόνια αργότερα.

Αλλά σύντομα, θα νιώσει πάλι την ανάγκη να κυνηγήσει την περιπέτεια. Είναι άνοιξη του 1933 όταν αποφασίζει να γίνει η πρώτη δυτική που θα επισκεφθεί την Μέκκα. Το σχέδιο είναι απλό: Παίρνει διαζύγιο από τον γάλλο σύζυγό της, ασπάζεται το Ισλάμ και συνάπτει λευκό γάμο με έναν βεδουίνο καμηλιέρη που θα την πάρει μαζί του στην Τζέντα. Όμως όλα θα πάνε στραβά. Ο βεδουίνος θα πεθάνει ξαφνικά από δηλητηρίαση κι η 40χρονη Γαλλίδα θα καταδικαστεί σε θάνατο δια λιθοβολισμού. Θα γλιτώσει μόνο χάρη στην παρέμβαση του γάλλου πρόξενου Ροζέ Μεγκρέ, ο οποίος θα πείσει τον Ιμπν Σαούντ να διατάξει την έκδοσή της στην Γαλλία.

Δυο χρόνια αργότερα, κι ενώ έχει επιστρέψει στην Παλμύρα, ο Πιερ Ντ’ Αντιρέν θα βρεθεί πεσμένος στα σκαλιά του ξενοδοχείου, δολοφονημένος από μια μοιραία μαχαιριά. Ο δράστης δεν θα αποκαλυφθεί. Κι η χήρα θα φύγει εσπευσμένα  για τη Γαλλία. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα την βρει στο Παρίσι, να κάνει λαθρεμπόριο οπίου και τον Δεκέμβριο του 1945 θα συλληφθεί στη Νίκαια, ως ύποπτη για τη δηλητηρίαση του ανιψιού τους Ρεϊμόν Κλερίς. Λίγο πριν πεθάνει, γράφουν οι εφημερίδες, ο 26χρονος Κλερίς είχε γράψει στην πίσω πλευρά ενός εισιτηρίου του μετρό ότι «η καραμέλα που μου έδωσε η Μαργκά είχε παράξενη γεύση». Εκείνο το εισιτήριο του μετρό, πάντως, δεν το είδε ποτέ κανείς. Μετά από μια σύντομη ανάκριση, η Μαργκά αφήνεται ελεύθερη. Και μόλις αφήνεται ελεύθερη, σχεδιάζει άλλη μια έξοδο.

Στις 5 Νοεμβρίου του 1948 τα ίχνη της χάνονται, κάπου στον κόλπο της Ταγγέρης. Η Μαργκά είχε αγοράσει ένα σκάφος κι έπλεε προς το Κονγκό, όπου είχε σκοπό να αγοράσει χρυσό. Μαζί της ταξίδευαν οι δυο συνεργάτες της, ένας τύπος που παρουσιαζόταν ως Ιταλός με το όνομα Ποντίνι και η σύντροφός του Ελέν Κουλτς. Ο Ποντίνι, ο οποίος τελικά είναι Γερμανός ή Ελβετός και ονομάζεται Χανς Άμπελ, θα ομολογήσει ότι εκείνος σκότωσε την 55χρονη Γαλλίδα. Το πτώμα της δεν θα βρεθεί ποτέ.

Μαργκά Ντ’ Αντιρέν

Ο «σύζυγος διαβατήριο»
Να είχε στο νου του το βίαιο τέλος της ο ήρωας της «Πυξίδας», όταν αποφαινόταν ότι η ζωή της Μαργκά Ντ’ Αντιρέν ήταν μια παταγώδης αποτυχία; Ή να αναφερόταν στην παρ' ολίγο μοιραία έκβαση εκείνου του παράτολμου ταξιδιού στην Μέκκα; Μα τι άλλο μπορεί να εννοούσε;

Ήταν η Μαργκά θύμα της αφέλειας και της τόλμης της; Η ίδια θα έδινε μια ερμηνεία, αφηγούμενη το περιστατικό στα απομνημονεύματά της με τον εύγλωττο τίτλο «Ο σύζυγος διαβατήριο»: «Ο βασιλιάς της Νετζ, Ιμπν Σαούντ, έχοντας πληροφορίες γύρω από την υποτιθέμενη κατασκοπεία μου υπέρ των Γάλλων και των Άγγλων, έπρεπε με κάθε τρόπο να με σταματήσει μόλις θα έφτανα στην Τζέντα. Όμως, ως μουσουλμάνα και σύζυγος κατοίκου της Νετζ είχα νόμιμο δικαίωμα να βρίσκομαι εκεί. Από την άλλη, μια ενδεχόμενη εξαφάνισή μου στην έρημο θα προκαλούσε διπλωματικές επιπλοκές στις σχέσεις με τα κράτη για τα οποία, υποτίθεται, εργαζόμουν ως κατάσκοπος. Ήταν απλούστερο να ξεφορτωθεί τον Σολεϊμάν και να επικαλεστεί τα τελευταία λόγια του». Η Μαργκά ήταν απολύτως βέβαιη ότι οι φήμες που διέδιδαν επί χρόνια οι συμπατριώτες της, της είχαν κοστίσει την επιτυχία του ταξιδιού.

Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, πάντως, τα απομνημονεύματα της Μαργκά είναι ένα ξέσπασμα θυμού και μια έκφραση βαθιάς περιφρόνησης προς τον κόσμο από τον οποίο είχε, πολύ νωρίς, πάρει αποστάσεις. Οι συγγενείς της, γράφει, νιώθουν ντροπή για λογαριασμό της, θέλουν να την κρύψουν ή έστω να την ξαποστείλουν. «Ο πιο στενός συγγενής μου, ονόματι Γκαρά, ο αντιδήμαρχος της Μπαγιόν, είχε το θράσος να γράψει στον τοπικό εισαγγελέα ζητώντας να εξοριστώ από την Γαλλία. Μπορεί να υπάρξει πιο τρανταχτό παράδειγμα της μικρότητας και της δειλίας όλων εκείνων που ακολουθούν μια ζωή όπως αυτή προδιαγράφηκε την ώρα της γέννησής τους, ανίκανοι να φανταστούν κάτι διαφορετικό ή να κατανοήσουν την αγάπη για ανεξαρτησία;» έγραφε.

Η Μαργκά Ντ’ Αντιρέν, ήξερε πόσο αταίριαστη ήταν με τον κόσμο από τον οποίο προερχόταν, ίσως ακόμη και με την ίδια την εποχή της. Ο μόνος τρόπος να ερμηνεύσουν τις αποφάσεις της, ήταν να τις δουν ως μέρος μιας δεύτερης, κρυφής ζωής. Εάν ήταν κατάσκοπος, όλα εξηγούνταν, σωστά;

Το 2008, μια ισπανίδα δημοσιογράφος θα επισκεφθεί τον Ζακ Ντ’ Αντιρέν. Ο 92χρονος γιος της Μαργκά περνάει τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε έναν οίκο ευγηρίας στα περίχωρα του Παρισιού. Ο ηλικιωμένος άντρας είχε κι εκείνος μια εκδοχή για την ζωή της μητέρας του: Το ινστιτούτο αισθητικής στο Κάιρο ήταν βιτρίνα. Η Μαργκά το είχε ανοίξει κατόπιν παραγγελίας των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών.

Ήταν ή όχι κατάσκοπος η Μαργκά Ντ’ Αντιρέν; Η ίδια περιέγραφε τον εαυτό ως κυνηγό της περιπέτειας. Κάποιοι θα την έλεγαν τυχοδιώκτρια. Αλλά κανείς δεν κατανοούσε τι ήταν αυτό που την κινητοποιούσε. Στα απομνημονεύματά της περιγράφει τη σκηνή μέσα στο καράβι που σαλπάρει από την Μασσαλία για το Κάιρο, το 1925. Η Μαργκά κάθεται στο κατάστρωμα και κοιτάζει τον ορίζοντα. «Αχ, αυτή η αναχώρηση, εκείνο το συναίσθημα όταν η προπέλα άρχισε να γυρίζει!»

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ