Αθλητισμος

Μίμης Παπαϊωάννου 1942 - 2023: Αν είναι να πνιγείς, κάν’ το σε μεγάλο ποτάμι

Ο κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα προκαλούσε τον θαυμασμό με το παιχνίδι του, τον σεβασμό με τον ήπιο και λαϊκό χαρακτήρα του

img_20180508_220957_2.jpg
Zastro
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μίμης Παπαϊωάννου: Αφιέρωμα στην πορεία και τα επιτεύγματα του κορυφαίου Έλληνα ποδοσφαιριστή που άφησε εποχή με την ΑΕΚ.
© ΑΡΧΕΙΟ ΕUROKINISSI

Μίμης Παπαϊωάννου: Αφιέρωμα στην πορεία και τα επιτεύγματα του κορυφαίου Έλληνα ποδοσφαιριστή που άφησε εποχή με την ΑΕΚ.

Μπρανιάτα τον έλεγαν οι ντόπιοι. Τόπος ιστορικός στην καρδιά της Μακεδονίας, με χιλιάδες χρόνια να σκεπάζουν την πολιτισμική και πολιτιστική κληρονομιά του, καθότι από τους πρώτους νεολιθικούς οικισμούς της περιοχής. Πέρασε πολλά αυτός ο τόπος που θέριεψε εκεί κοντά, στους βάλτους της λίμνης των Γιαννιτσών.

Μετά την πικρή ήττα στο μικρασιατικό μέτωπο και τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης, εκείνη η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να είναι ξανά ίδια. Ο Ελληνισμός χτυπήθηκε βάναυσα, χιλιάδες άνθρωποι αναγκάστηκαν να καταφθάσουν στην Ελλάδα με όποιο μέσον μπορούσαν. Άλλοι εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη, άλλοι βρήκαν καταφύγιο στα νησιά, άλλοι διασκορπίστηκαν σε βορρά, νότο, όπου τους έβγαλε ο δρόμος.

Κάποιοι πρόσφυγες από τη Νικομήδεια της βορειοδυτικής Ανατολίας -Ιζμίτ το λένε οι Τούρκοι- βρήκαν καταφύγιο στη Μπρανιάτα. Χτυπημένοι από τη συμφορά και τη μοίρα, ξεκληρισμένοι οι περισσότεροι, ξεκίνησαν απ’ την αρχή, πάλεψαν ξανά για τη χαμένη καθημερινότητα, τις συνήθειες, τις μυρωδιές, τη ζωή τους την ίδια.

Δύσκολα χρόνια, αδιανόητα για τις επόμενες γενιές. Ξεριζωμός, ανέχεια, μετά ο πόλεμος, η κατοχή, συνθήκες άνισες κι άδικες. Κι όμως ο τόπος κατόρθωνε να βαδίζει μπροστά, η ζωή δεν σταματούσε όσες κι αν ήταν οι συμφορές και οι αντιξοότητες. 23 Αυγούστου του 1942 λοιπόν, σε ένα φτωχόσπιτο στη Μπρανιάτα, ακούστηκε το πρώτο κλάμα ενός παιδιού που έμελλε να γίνει ο κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής του αιώνα. Ο Μίμης Παπαϊωάννου.

Μίμης Παπαϊωάννου: Αφιέρωμα στην πορεία και τα επιτεύγματα του κορυφαίου Έλληνα ποδοσφαιριστή που άφησε εποχή με την ΑΕΚ.
© ΑΡΧΕΙΟ ΕUROKINISSI

Είναι τρομερό πώς ορισμένες έννοιες, πώς κάποια γεγονότα είναι «γραμμένα» και διασυνδέονται με μια αόρατη, βαθιά συναισθηματική γραμμή. Παιδί προσφύγων, γιος του Κώστα που έτυχε να ‘ναι έφορος στη «Νέα Γενεά», την τοπική ποδοσφαιρική ομάδα της Μπρανιάτας. Έτσι γινόταν εκείνες τις εποχές, οι άνθρωποι αναζητούσαν την χαμένη αθωότητα, την κλεμμένη καθημερινότητα, γύρευαν τις στάλες ευτυχίας που στερήθηκαν.

Μήπως έτσι δεν γεννήθηκε και η ΑΕΚ; Σε μια Ελλάδα φτωχική, πληγωμένη και καχύποπτη απέναντι στους πρόσφυγες. Σε έναν μικρό χώρο στα γραφεία της Χριστιανικής Αδελφότητας Νέων Αθηνών επί της οδού Μητροπόλεως στο κέντρο της Αθήνας αναστήθηκε εκείνη η μεγάλη ιδέα που γεννήθηκε στην Πόλη. Κι όταν μεγάλωνε ο Μίμης δεν είχε καν συμπληρώσει τρεις δεκαετίες ζωής.

Κι άλλα παιδιά κλωτσούσαν τη μπάλα στους βάλτους της Μπρανιάτας. Κανένα με τη λατρεία και τον έρωτα του Μίμη. Το άφησε γρήγορα το σχολείο, πήγε να δουλέψει στο κουρείο του χωριού, η οικογένεια είχε ανάγκη και τη δεκάρα. Στον πατέρα του όμως το ξεκαθάρισε: στον ελεύθερο χρόνο μπάλα. Μόνο μπάλα. Το πεπρωμένο του ήταν αυτή η περιπλάνηση, η διάδοση μιας τέχνης που δεν τον δίδαξε κανείς. Χωρίς αντίκρισμα, τουλάχιστον χειροπιαστό, μέχρι να αναγκάσει τον κόσμο της περιοχής να φωνάζει το όνομά του και να το βγάλει από τα στενά όρια του χωριού.

Όταν ο Μίμης υπέγραψε το πρώτο του δελτίο, την Μπρανιάτα την έλεγαν πια Νέα Νικομήδεια. Ο τόπος επέζησε στον πόλεμο, ο εμφύλιος δεν τον άγγιξε όσο άλλες περιοχές, οι ντόπιοι θέλησαν να τιμήσουν τις ρίζες τους, κατάφεραν η ιστορία τους να μην ξεχαστεί ποτέ. Κι ήταν γραφτό, ο μεγαλύτερός του πρεσβευτής, να γίνει εκείνος ο πιτσιρίκος που βοηθούσε τον κουρεά και κλωτσούσε το τόπι.

Τ’ όνομά του ταξίδευε τόσο γρήγορα που το 1959, στα 17 του χρόνια τον κάλεσαν να φύγει από το χωριό και να πάει στην πρωτεύουσα του νομού, τη Βέροια, τη «Βασίλισσα του Βορρά» όπως την αποκαλούσαν εκείνα τα ρομαντικά χρόνια του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ο Μίμης δεν δείλιασε, δεν τον κατάπιε το άγχος. Απεναντίας, όσο έδενε το κορμί του, όσο άντρευε, γινόταν ολοένα και καλύτερος, ολοένα και πιο «εξωτικός».

Πόδια σιδερένια αλλά πανάλαφρα. Άλμα εξωπραγματικό, φυσική δύναμη θεόσταλτη, ταλέντο έμφυτο, μοναδικό. Αμέσως κίνησε το ενδιαφέρον των λαγωνικών όλων των μεγάλων ομάδων της Θεσσαλονίκης. Όταν οι ιθύνοντες του ΠΑΟΚ πλησίασαν τη διοίκηση της Βέροιας για μια ενδεχόμενη μεταγραφή του, το πρόσωπό του έλαμψε. Ο ΠΑΟΚ ήταν η ομάδα της καρδιάς του, στον ΠΑΟΚ ονειρευόταν να απογειώσει την καριέρα του.

Μίμης Παπαϊωάννου: Αφιέρωμα στην πορεία και τα επιτεύγματα του κορυφαίου Έλληνα ποδοσφαιριστή που άφησε εποχή με την ΑΕΚ.
© ΑΡΧΕΙΟ ΕUROKINISSI

Δεν φόρεσε τ’ ασπρόμαυρα για μια διαφορά σκάρτων 20 χιλιάδων δραχμών. Όταν τον είδε ο Τρύφων Τζανετής, μυθική μορφή και τότε τεχνικός ηγέτης της ΑΕΚ, επέμενε τόσο πολύ στον «Πατριάρχη» της Ένωσης, Νίκο Γκούμα, θέτοντας ακόμα και εαυτόν στην κρίση του διοικητικού ηγέτης της ΑΕΚ. Εκατόν εβδομήντα πέντε χιλιάδες δραχμές ζητούσε η Βέροια. Διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για το 1961 και την Ελλάδα της ανάταξης.

Ο Μίμης πείστηκε με τις 25 χιλιάδες που θα έπαιρνε για να βοηθήσει την οικογένεια. Κι έπειτα και η ΑΕΚ προσφυγική καταγωγή είχε, κι ας έπρεπε να ξενιτευτεί στην Αθήνα που τον φόβιζε. Πήγε κι έπιασε τον Κώστα Βοργιατζίδη, τού μίλησε για τους φόβους και τις αναστολές του, ζήτησε τη συμβουλή του. «Αν είναι να πνιγείς, κάν’το σε μεγάλο ποτάμι».

Το ποτάμι αυτό ήταν ο Ποδονίφητς, το απάγκιο του Μίμη η Νέα Φιλαδέλφεια. Δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια, από το 1962 έως το 1980 ο Παπαϊωάννου ήταν εκεί, ντυμένος στα κιτρινόμαυρα, περνώντας απ’ όλες τις φάσεις και τις εκφάνσεις «εκείνης» της ΑΕΚ.

Αμέσως τού κόλλησαν το παρατσούκλι «βλάχος» λόγω καταγωγής, το κράτησε μέχρι τα στερνά του. Απίθανο δίδυμο με τον Κώστα Νεστορίδη, ταλέντο, τεχνική, ποδοσφαιρικές παραστάσεις του μέλλοντος για το σπορ που σιγά σιγά ερωτεύτηκαν οι περισσότεροι Έλληνες. Μπολιάστηκε σχεδόν αμέσως με την ΑΕΚ, από το τέλος της πρώτης περιόδου του στην ομάδα το 1962/63, όταν η Ένωση αναδείχθηκε πρωταθλήτρια Ελλάδος στο μπαράζ με τον Παναθηναϊκό.

Μίμης Παπαϊωάννου: Αφιέρωμα στην πορεία και τα επιτεύγματα του κορυφαίου Έλληνα ποδοσφαιριστή που άφησε εποχή με την ΑΕΚ.
© ΑΡΧΕΙΟ ΕUROKINISSI

Δυο γκολ σκόραρε ο Μίμης σε εκείνο το πρώτο (πολύ) μεγάλο ματς της ζωής του. Το τρίτο της ΑΕΚ ο «Νέστορας» με τη σπεσιαλιτέ του, μια απευθείας εκτέλεση κόρνερ. 39 γκολ οι δυο τους σε ολόκληρη τη σεζόν, ένα από τα φονικότερα επιθετικά δίδυμα στην ιστορία ολόκληρου του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ήταν κομβική η πρώτη σεζόν του Παπαϊωάννου, από τότε αντιλήφθηκε το μέγεθος και τον συναισθηματισμό που διέπει αυτό το σωματείο.

«ΑΕΚ έγινα όταν μπήκα στα αποδυτήρια μετά από εκείνο το μπαράζ με τον Παναθηναϊκό και τους είδα όλους να κλαίνε. Τότε το συνειδητοποίησα.»

Άφησε εποχή όπως έλεγαν τότε. Έδεσε αμέσως με τον κόσμο της ΑΕΚ, προκαλούσε το θαυμασμό με το παιχνίδι του, σεβασμό με τον ήπιο και λαϊκό χαρακτήρα του. Απίθανα γκολ, απότομες αλλαγές κατεύθυνσης κι έπειτα εκείνη η σπάνια, η μονάκριβη ικανότητα να παραμένει μετέωρος στον αέρα. Δεν γινόταν να μην λατρέψεις αυτόν τον ποδοσφαιριστή, ήταν αδύνατο να μην μαγευτούν φίλοι και αντίπαλοι.

Μίμης Παπαϊωάννου: Αφιέρωμα στην πορεία και τα επιτεύγματα του κορυφαίου Έλληνα ποδοσφαιριστή που άφησε εποχή με την ΑΕΚ.
© ΑΡΧΕΙΟ ΕUROKINISSI

Μέχρι και ο μυθικός Φέρεντς Πούσκας υποκλίθηκε στο ταλέντο του, ένας από τους σπουδαιότερους ποδοσφαιριστές του προηγούμενου αιώνα. Αρκούσε ο φιλικός αγώνας της ΑΕΚ με τη Ρεάλ Μαδρίτης στη Νέα Φιλαδέλφεια τον Μάιο του ’65, αρκούσαν τα δυο γκολ του Μίμη στο 3-3 με τη Βασίλισσα της Ευρώπης.

Οι Ισπανοί αυτομάτως κινήθηκαν για την απόκτησή του. Ρώτησαν, διαπραγματεύτηκαν, επέμειναν. Τέσσερα εκατομμύρια δραχμές απλώθηκαν στο τραπέζι προκειμένου να πειστεί η κιτρινόμαυρη διοίκηση. Ο Μίμης είχε συμφωνήσει στις 750 χιλιάδες δραχμές κατ’ έτος, μυθικό ποσό για την ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του ’60.

Τούτη ήταν και η πρώτη ρήξη του Μίμη με την ΑΕΚ. Δεν ήταν μόνο τα χρήματα. Ήταν το κλέος, η καταγραφή στην ιστορία του μοναδικού Έλληνα ποδοσφαιριστή που θα φορούσε τη μυθική λευκή φανέλα που φόρεσε ο Πούσκας, ο Χέντο, ο Ντι Στέφανο. Ναι, ήταν τόσο καλό που το όνομά του μπορεί να σταθεί πλάι σ’ αυτά τα αστέρια παγκοσμίου εμβελείας. Δεν είναι ύβρις, δεν είναι υπερβολή επειδή πρέπει να υπερτονιστεί η παρακαταθήκη του Παπαϊωάννου στο άθλημα.

Τότε δεν εθεωρείτο «τιμή» μια μεταγραφή στη Ρεάλ Μαδρίτης, η διοίκηση της ΑΕΚ αξίωσε περισσότερα χρήματα προκειμένου να κατορθώσει να διαχειριστεί τη μήνη του κόσμου που έκανε λόγο για «προδοσία» στην περίπτωση που αποχωρούσε ο καλύτερος παίκτης της ομάδας.

Ο Παπαϊωάννου στηλώνει τα πόδια. Απαιτεί να μεταγραφεί ακόμα και με κόστος για την καριέρα του. Έχει γνωρίσει τον Στέλιο Καζαντζίδη με σύνδεσμο τον κοινό τους φίλο, Χρήστο Νικολόπουλο. Τους ενώνει η ΑΕΚ, αλλά και η αγάπη για το τραγούδι. Ο Καζαντζίδης ρίχνει στο τραπέζι την αλλόκοτη πρόταση: να τον ακολουθήσει ο Παπαϊωάννου στη Γερμανία, στην τουρνέ του με τη Μαρινέλλα.

Ο Παπαϊωάννου προκειμένου να πιέσει την ΑΕΚ για να μείνει ελεύθερος και να καταλήξει στη Ρεάλ, ακολούθησε τον Καζαντζίδη στη Γερμανία, τραγούδησε για τους εκεί μετανάστες που έλιωναν για το Στέλιο, διαπίστωναν ωστόσο ότι και ο Μίμης έχει σπάνιο ηχόχρωμα και «τα λέει» όπως έλεγε γελώντας η Μαρινέλλα. Όχι τυχαία, ο Παπαϊωάννου επελέγη και τελικά ηχογράφησε τον ύμνο της ΑΕΚ, σε μουσική Στέλιου Καζαντζίδη και στίχους Χρήστου Κολοκοτρώνη, το περίφημο τραγούδι που συνοδεύει μέχρι σήμερα την ομάδα στην είσοδό της στον αγωνιστικό χώρο.

Μίμης Παπαϊωάννου: Αφιέρωμα στην πορεία και τα επιτεύγματα του κορυφαίου Έλληνα ποδοσφαιριστή που άφησε εποχή με την ΑΕΚ.
© ΑΡΧΕΙΟ ΕUROKINISSI

Ενόσω περιόδευε στα νυχτερινά κέντρα της Γερμανίας, πίσω στην Αθήνα η διοίκηση της ΑΕΚ αναζητούσε απεγνωσμένα τρόπους επαναπροσέγγισης με τον σούπερ σταρ της. Τη λύση έδωσε ο ίδιος ο Καζαντζίδης μεσολαβώντας καθοριστικά για την άμβλυνση των σχέσεων των δυο πλευρών, πείθοντας τον μεν Παπαϊωάννου να βάλει νερό στο κρασί του και να ακούσει την πρόταση της ΑΕΚ και την δε Ένωση να καταθέσει μια γενναία οικονομικά προσφορά που θα άφηνε ικανοποιημένο τον ποδοσφαιριστή.

Ο Μίμης συμφώνησε αμέσως δίνοντας τέλος σε ένα πρωτόγνωρο σίριαλ για την ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, που όμοιό του δεν επανεμφανίστηκε ποτέ. Ο Παπαϊωάννου εξελίχθηκε σε ηγέτη της ΑΕΚ, στην εμβληματική φυσιογνωμία που οδήγησε το Δικέφαλο σε 4 πρωταθλήματα, 2 Κύπελλα, ένα νταμπλ, έναν προημιτελικό στο Κύπελλο Πρωταθλητριών και φυσικά, τον περίφημο ημιτελικό του ΟΥΕΦΑ το 1977.

Έπαιξε μέχρι και τερματοφύλακας σε ένα ντέρμπι με τον Ολυμπιακό το 1968, όταν αποβλήθηκε ο αείμνηστος Στέλιος Σεραφείδης και ο Στέλιος Κωνσταντινίδης ήταν χτυπημένος. Έπεφτε στα πόδια του Σιδέρη σαν να μην υπάρχει αύριο, «έβγαλε» και δυο επικίνδυνα σουτ. Ταλέντο, καρδιά, άγνοια κινδύνου, φυσικά προσόντα. Γι’ αυτό τον ερωτεύτηκε ο Φάντρονκ, γι’ αυτό τον έβαλε δίπλα στον Θωμά Μαύρο, για να μυήσει το νεαρό Θωμά στον πρωταθλητισμό και την πραγματική θεώρηση του παιχνιδιού.

Δεν τον έβγαζε από την ενδεκάδα ο σπουδαίος Φράντισεκ, παρόλο που τα χρόνια είχαν περάσει και οι φυσικές αντοχές ξεκίνησαν να φθίνουν. Το «μετατόπισε» απλώς τακτικά πιο κοντά στο κέντρο του γηπέδου, σαν ένα πρώιμο second striker, ένα ελεύθερο «δεκάρι» όπως έλεγαν τότε. Ο Μίμης κρατούσε τη μπαγκέτα και μετά αναλάμβαναν ο Θωμάς, ο Βάγκνερ, ο «τρελός» Αρδίζογλου, ο Τάσσος και οι υπόλοιποι ήρωες της ομάδας του Μπάρλου.

Πρώτος σκόρερ στην ιστορία της ΑΕΚ, με την Εθνική δεν πρόλαβε να σπάσει τα ρεκόρ, γιατί εκείνα τα χρόνια οι αγώνες ήταν λιγοστοί. Τα 21 γκολ και με το εθνόσημο δεν είναι απλή καταγραφή, σκόραρε στο ένα τρίτο των αγώνων του με την Εθνική ομάδα. Τα έκανε όλα, γιατί ποδοσφαιρικά τα είχε όλα.

Μίμης Παπαϊωάννου: Αφιέρωμα στην πορεία και τα επιτεύγματα του κορυφαίου Έλληνα ποδοσφαιριστή που άφησε εποχή με την ΑΕΚ.
© ΑΡΧΕΙΟ ΕUROKINISSI

Η χάρη του έφτασε μέχρι την Αμερική. Ήταν πια 37 χρονών, τα καλά χρόνια ήταν πίσω, το ποδόσφαιρο θα γινόταν επαγγελματικό, η ΑΕΚ είχε ούτως ή άλλως γυρίσει σελίδα. Πέρασε καλά στις ΗΠΑ, στον «Παγκύπριο» της Νέας Υόρκης. Παίκτης-προπονητής χρίστηκε, πιο πολύ όμως σαν πρεσβευτής του σπορ και καμάρι των Ελλήνων ομογενών αποδείχτηκε. Μόνο ευχάριστες αναμνήσεις είχε από τις ΗΠΑ, όπως αναφέρει στην αυτοβιογραφία του «Ραντεβού στον αέρα» που εκδόθηκε και κυκλοφόρησε το 2011.

Προφητικός τίτλος. Κι εύστοχος. Θαρρείς και ήθελε να αφήσει το στίγμα του, να τον θυμόμαστε να ίπταται. Αξιοπρεπής και μετρημένος, το μεγάλο κρίμα για τον Μίμη είναι ότι δεν πρόλαβε να διαβεί το κατώφλι του γηπέδου της ΑΕΚ, δεν έζησε την αποθέωση από τον κόσμο της, όπως θα του άρμοζε. Στέκει σε έναν από τους τέσσερεις πυλώνες σε μια χαρακτηριστική του πόζα. Ατενίζει το χώρο, εκπέμπει τη μαγεία ακόμα και στα νέα παιδιά που δεν έχουν ζώσα ανάμνηση από εκείνον.

Μίμης Παπαϊωάννου: Αφιέρωμα στην πορεία και τα επιτεύγματα του κορυφαίου Έλληνα ποδοσφαιριστή που άφησε εποχή με την ΑΕΚ.
© ΑΡΧΕΙΟ ΕUROKINISSI

Στην Αγγλία που το ποδόσφαιρο το καταλαβαίνουν περισσότερο από εμάς, τέτοιους του λένε μόνο legends. Ο Μίμης Παπαϊωάννου είναι κάτι περισσότερο και αυτό δεν αφορά την ανάδειξή του σε κορυφαίο Έλληνα Ποδοσφαιριστή του 20ού Αιώνα. Ο Παπαϊωάννου είναι σαν τα φυλαχτά που λαμπυρίζουν στο βυθό του ποταμού και πασχίζεις να τα πιάσεις, μόνο και μόνο για να τα θαυμάσεις από κοντά. Και μετά με έναν μοναδικό και μαγικό τρόπο πετούν ψηλά και λάμπουν για πάντα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ