- CITY GUIDE
- PODCAST
-
10°
Ο αξεπέραστος Μάνος Κατράκης
Φωνή και θεωρία, αυτά μάλλον χρειάζονται για να δημιουργηθεί ένα αληθινό τέρας της σκηνής στην καλύτερη εκδοχή του
«Από τη στιγμή που γνώρισα τον Μάνο, άρχισα να καταλαβαίνω διαφορετικά τη ζωή» είπε για εκείνον ο μεγάλος του έρωτας στην Ελευθεροτυπία το 1985, ένα χρόνο μετά τον θάνατό του. Η Λίντα Άλμα, σημαντική χορεύτρια και ηθοποιός, τρίτη και τελευταία σύζυγος του σπουδαίου ηθοποιού Μάνου Κατράκη, συνοψίζει μάλλον αυτό που όλοι κάποτε αισθανθήκαμε βλέποντας τον να παίζει. Σαν το θέατρο, ολόκληρη η έννοια του ηθοποιού να άλλαζαν τελείως νόημα και να συμπυκνώνονταν σ’ εκείνη τη φωνή που κατάφερνε να δημιουργεί από ήχους εικόνες, που μας έκανε ταξίδια και μας χάριζε αυτές τις σπάνιες, τόσο πολύτιμες στιγμές που το δέρμα διαχωρίζεται από το τρίχωμά του.
Είχε πει κι άλλα η Λίντα σ’ εκείνη τη συνέντευξη, για το πώς υπήρξε παιδί πριν τη γνωριμία τους το 1955 και πώς παρόλο που κι εκείνη είχε αγωνιστεί πολύ, έμαθε από τον Μάνο να υπερασπίζεται τη ζωή και τη δουλειά της, να κάνει ό,τι κάνει με κάποιο κόπο και να αναγνωρίζει το χρέος της απέναντι στον εαυτό και τη δουλειά της. Ασπάστηκε τις αριστερές πολιτικές του πεποιθήσεις και μετά τον θάνατό του οργάνωσε το πλούσιο αρχείο του. Ο Κατράκης σε μία από τις συνεντεύξεις που είχε παραχωρήσει στον Αλέξη Κομνηνό την αποκαλούσε «μάνα, πατέρα, ερωμένη, σύζυγο, φιλενάδα, υπηρέτη, αφέντη αλλά και θύμα», ίσως γιατί θεωρούσε πως της έδωσε πίκρες επειδή την πίστευε πολύ ως χορεύτρια, αλλά μαζί του πίστευε ότι στερήθηκε πολλά.
Οι δυο τους γνωρίστηκαν το 1955 (παντρεύτηκαν όμως 24 χρόνια μετά, το 1979) όταν ο Κατράκης ίδρυε το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο, στο Πεδίο του Άρεως. Τότε έπαιζε στο Θέατρο Αθηνών το «Τέλος του ταξιδιού» του Σέριφ και απολάμβανε την επαγγελματική του καταξίωση. Ήταν τα χρόνια μετά τον πόλεμο που τόσο του είχε στοιχίσει προσωπικά και επαγγελματικά. Αγωνίστηκε στο μέτωπο, ο δεύτερος γάμος του διαλύθηκε και τα μοναδικά δίδυμα παιδιά του χάθηκαν στη γέννα. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ και πολέμησε στην Εθνική Αντίσταση, αργότερα αρνήθηκε να υπογράψει «δήλωση μετανοίας» και εξορίστηκε στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη για σχεδόν επτά χρόνια. Εκεί βρέθηκε με συντρόφους και φίλους, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Τζαβαλάς Καρούσος, ο Γιάννης Χοντζέας και δεν κατάφερε απλώς να αντέξει, αλλά λειτουργούσε μάλιστα εμψυχωτικά για τους υπόλοιπους.
Από πάνω: Γιάννης Ρίτσος, Οδυσσέας Ελύτης, Μίκης Θεοδωράκης, Μάνος Κατράκης
Το 1943, όταν ανέλαβε Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών συνέβαλε σημαντικά στην ίδρυση του Κρατικού θεάτρου Θεσσαλονίκης, αλλά όταν επέστρεψε οριστικά στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του ’50, το μετεμφυλιακό κλίμα δεν άφηνε πια πολλά περιθώρια για θεατρικές δουλειές, με αποτέλεσμα να δουλέψει για λίγο στο ραδιόφωνο γυρίζοντας αργότερα και πάλι στο θέατρο και τον κινηματογράφο με σπουδαίους ρόλους.
Ο ίδιος αναφέρει στη βιογραφία του: «Λίγο μετά που γύρισα από το μέτωπο παντρεύτηκα. Είχα ένα δεσμό πριν φύγω και όταν επέστρεψα είχε πεθάνει ο πατέρας της, ήταν εισαγγελέας. Τη λέγανε Νένα. Ξέρεις όταν είσαι στο μέτωπο δένεσαι με αυτούς αφήνεις πίσω. Εκεί πάνω η πραγματική σου συντροφιά είναι κάθε στιγμή ο θάνατος. Και τότε σκέφτεσαι γιατί να κάνω εκείνο, αρχίζεις πλέον και να κάνεις αυτοέλεγχο. Να αυτοελέγχεσαι. Λες ας πούμε τι με ένοιαζε εμένα να κάνω αυτό.. ματαιότητα ήταν το ένα, ματαιότητα ήταν το άλλο. Και μετά σκέφτεσαι πόσο αλλαγμένος θα είσαι αν γυρίσεις πίσω, πώς θα είσαι, τι θα κάνεις, πώς θα φερθείς, πώς θ’ αγαπάς; Όλα αυτά σε οδηγούν σε μια ανακατάταξη και ανακατανομή αξιών μέσα στο μυαλό και στην ψυχή σου. Κι όταν γύρισα φυσικά παντρευτήκαμε κάποια στιγμή, παρ’ όλες τις αντιξοότητες που είχαμε να αντιμετωπίσουμε. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Ο μισθός του Εθνικού Θεάτρου είχε καταντήσει ίσα- ίσα για ένα πιάτο φαΐ. Που να φτάσει να θρέψεις, μάνα, αδελφή, γυναίκα έγκυο. Η γυναίκα μου τελικά έκανε αποβολή οκτώ μηνών, είχε δίδυμα. Αρχίσαμε να πουλάμε ότι είχαμε. Τελειώσανε και αυτά. Τώρα;...»
«Εγώ είχα κάτι κουστουμάκια γιατί ήμουν και λίγο μερακλής και πήγαινα και τα πούλαγα μόνος μου, αφού οι μεταπράτες παίρνανε όσο- όσο. Στην οδό Αθηνάς, έξω από τον ηλεκτρικό σταθμό, ήτανε το παζάρι τότε των αγοραπωλησιών. Πήγαινα λοιπόν κρατούσα το κουστουμάκι στα χέρια μου και περίμενα να έρθει ο πελάτης να το αγοράσει. Βλέπεις στα παλιατζίδικα μου παίρνανε μισοτιμής ό,τι είχα. Κάποτε ήρθε η ώρα να πουλήσω κι ένα κοστούμι που το αγαπούσα πολύ. Ήταν το καλύτερό μου. Μου το είχε ράψει ένας ράφτης ο Ζοφάκης που είχε έλθει από το Παρίσι και ραβότανε και ο Μινωτής σε αυτόν.
Πάω λοιπόν στην οδό Αθηνάς στέκομαι και περιμένω. Κάποτε με πλησιάζει κάποιος καλή του ώρα και μου λέει: -κύριε Κατράκη το πουλάτε; – το πουλάω. Δεν το βλέπεις; Για να είμαι εδώ και να το κρατάω πάει να πει πως το πουλάω. – Θέλετε να έρθετε μαζί μου;... Με παίρνει και με πάει σε μια λέσχη στην Ομόνοια. Εγώ δεν είχα δοσοληψίες με λέσχες. Λέω τι θα κάνουμε στη λέσχη; – είναι κάποιος που θα αγοράσει το κοστούμι σου. Να μη στα πολυλογώ πήγαμε, βρήκαμε τον άνθρωπο, δεν ήθελε τέτοιο κοστούμι γιατί ήταν πολύ λεπτό, με ρώτησε αν είχα κανένα άλλο σκωτσέζικο. Είχα. Μου είπε να του το πάω την άλλη μέρα. Πήγα την άλλη μέρα και πήρε το κοστούμι. Δεν το ήθελε για τον εαυτό του. Αυτός ήτανε ράφτης και το ήθελε για κάποιον πελάτη του. Στη λέσχη αυτή παίζανε «31».
Ξέρεις η Ελλάδα είχε γεμίσει τυχερά παιχνίδια την εποχή εκείνη. Όλα τα ψαρομάγαζα, όλες οι αγορές παντού, όπου σύχναζε ο φτωχόκοσμος ήτανε γεμάτα ρουλέτες και «31». Με κρατάνε που λες στη λέσχη και με βάζουνε να παίξω. Κέρδισα την πρώτη μέρα. Μετά σηκώθηκα πήγα σπίτι μου με το παραδάκι στην τσέπη. Γλυκάθηκα όμως, ξαναπήγα και κόλλησα κι εγώ στη λέσχη, όπως καταλαβαίνεις, αλλά μάλλον μου τα έτρωγε, παρά κέρδιζα. Εκεί πέρα, αλλά και σε όλες τις λέσχες της εποχής, σύχναζαν κάθε είδους άνθρωποι. Μαυραγορίτες, προδότες, καταδότες, άνθρωποι της αντίστασης που εκτελούσαν κάποια αποστολή, άνθρωποι φτωχοί και πεινασμένοι που όλες τους τις ελπίδες τις είχαν αφημένες στη θεά τύχη. Ακόμα και Γερμανοί μπαίνανε. Μια και η λέσχη δε με σήκωνε, άρχισα να σκέφτομαι με ποιο τρόπο θα ενίσχυα τον μισθό μου που, όπως σου είπα άντε να έφτανε για ένα πιάτο φαΐ. Και τη βρήκα. Ο Μάνος Κατράκης βρέθηκε να πουλάει ψάρια για τέσσερις μήνες». *Από το βιβλίο «ΚΑΤΡΑΚΗΣ. Η ζωή του μεγάλου καλλιτέχνη όπως την αφηγήθηκε στον Αλέξη Κομνηνό», εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ.
Τη δεκαετία του ’60, ο Μάνος Κατράκης γίνεται σταθερός θαμώνας του ιπποδρόμου, ένα από τα μεγάλα του πάθη, το ίδιο και ο Βασίλης Αυλωνίτης. Πηγαίνει από το πρωί, πολύ πριν ξεκινήσουν οι κούρσες για να δει από κοντά τα άλογα, τα οποία λάτρευε. «Στον ιππόδρομο τον παρακινούσα κι εγώ να πηγαίνει, γιατί ήξερα ότι τον ξεκούραζε. Λάτρευε πολύ τα άλογα--στον στρατό ήταν στο ιππικό. Κι όταν πήγαινε στον ιππόδρομο δεν πήγαινε τόσο για να παίξει, όσο για να βλέπει τ' άλογα. Πολλές φορές κατέβαινε πρωί πρωί και τα τάιζε, κι αυτά τον γνώριζαν», είχε πει στη συνέντευξή της η Λίντα Άλμα.
Το 1951 - 1952 διοργανώνει «ποιητικές απογευματινές» στο θέατρο Μουσούρη. Το 1952 πρωταγωνίστησε στον «Προμηθέα» του Αισχύλου με τον Θυμελικό θίασο του Καρζή σε Δελφούς και Αθήνα και δέχθηκε συγχαρητήρια από τους βασιλείς. Πριν οργανώσει τον δικό του θίασο το 1953, το «Εθνικό Λαϊκό Θέατρο», πρωταγωνίστησε στον θίασο της Κοτοπούλη. Με τον θίασό του μεγκαταστάθηκε στον υπαίθριο χώρο του Πεδίου του Άρεως, τον οποίο εγκαινίασε με τον Αγαπητικό της Βοσκοπούλας και συνέχισε μέχρι το 1967 με μεγάλη συμμετοχή κοινού και καλλιτεχνική επιτυχία υποστηρίζοντας συστηματικά το ελληνικό έργο.
Στο μεταξύ έχει γνωρίσει τη Λίντα και το 1968 του γίνεται έξωση από το Πεδίο του Άρεως, αλλά ο Κατράκης συνέχισε την πρωταγωνιστική του πορεία, πότε με το θίασό του, πότε με άλλους πρωταγωνιστές και το 1972 επέστρεψε στο Εθνικό Θέατρο, όπου πρωταγωνίστησε στον Οθέλλο και τον Δον Κιχώτη, ενώ έπαιξε και στην Επίδαυρο στον Οιδίποδα Τύραννο (1973) και στον Προμηθέα Δεσμώτη (1974).
Ο Κατράκης έπαιξε και σε πολλές ταινίες στον κινηματογράφο. Ξεχωρίζουν οι ερμηνείες του στο Μαρίνο Κοντάρα του Γιώργου Τζαβέλα (1948), στη Συνοικία το όνειρο του Αλέκου Αλεξανδράκη (1961) στην Ηλέκτρα του Μιχάλη Κακογιάννη (1962), στο Ένας Ντελικανής του Μανόλη Σκουλούδη (1963). Βραβεύτηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ του Σαν Φρανσίσκο, για την ερμηνεία του στον ρόλο του Κρέοντα στην Αντιγόνη του Γ. Τζαβέλλα, και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τη συμμετοχή του στο Συνοικία το όνειρο.
Λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας Ταξίδι στα Κύθηρα, με σκηνοθέτη το Θόδωρο Αγγελόπουλο, άφησε την τελευταία του πνοή, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1984, χτυπημένος από καρκίνο των πνευμόνων.
Τον θυμόμαστε για τον τρόπο που η φωνή του απαγγέλλει το «Άξιον Εστί» του Ελύτη ή το «Πέντε η ώρα που βραδιάζει» από τον Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας του Λόρκα. Αυτός ο εμβληματικός ηθοποιός που δεν θα ξεχαστεί ποτέ, γεννήθηκε στο Καστέλι Κισσάμου παραμονές Δεκαπενταύγουστου το 1908. Στις 14 γεννήθηκε και χάθηκε το 1984 σε ηλικία 76 ετών. Ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του εμπόρου Χαράλαμπου Κατράκη και της Ειρήνης.
Η Αλίκη Γεωργούλη θυμάται στο βιβλίο της «Από τον Λένιν στον Βερσάτσε» (εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ) τη μητέρα του Μάνου Κατράκη: «…Τη θυμάμαι την κυρά Ειρήνη, μύτη με μύτη με το ραδιοφωνάκι, η χρυσή μου είχε κι αυτή μεγάλη μύτη. Θεός σχωρέσ’ την, να ακούει τις εκπομπές του γιου της. Τη χάζευα. Κάθε τόσο σήκωνε το κεφάλι της. Με κοίταζε επίμονα και έλεγε “την άκουσες ετούτη τη φωνή; Εγώ του την έχω δώκει”.
Όταν έβρεχε ή χιόνιζε, κι ο Μάνος ήταν ακόμα εξορία, ανέβαινε στην ταράτσα της οδού Αβέρωφ να βρέχεται και να κρυώνει μαζί με το παιδί της που το βασάνιζαν στο νησί. «Παναγιά μου να λευτερωθεί, μα να μην την ηπατήσει!», την υπογραφή ήθελε να πει, να μην την πατήσει, πως καταδικάζει τον κομμουνισμό και τέτοια… Να μην τα υπογράψει εκείνα τα χαρτιά του εξευτελισμού που είχαν εφεύρει για να καταρρακώνουν τον άνθρωπο…».
Πριν ο Μάνος Κατράκης συμπληρώσει τα 10 του χρόνια η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα επειδή οι δουλειές του πατέρα του δεν πήγαιναν πολύ καλά κι εκεί ο μικρός Μάνος γοητεύτηκε από το ποδόσφαιρο. Έπαιζε αρχικά στην ομάδα του «Κεραυνού» και μετά στον «Αθηναϊκό» μέχρι ν’ αναλάβει τα ηνία της οικογένειας αφού ο πατέρας του λείπει συνεχώς και ο μεγαλύτερος αδελφός του Γιάννης έχει ξενιτευτεί στην Αμερική. Σε ηλικία 25 ετών, παντρεύτηκε με την επίσης ηθοποιό, Άννα Λώρη, αλλά ο γάμος τους τελείωσε σύντομα πριν τον πόλεμο και την Κατοχή.
Η συνεχής καταπόνηση του οργανισμού του δημιούργησε σταδιακά προβλήματα στην υγεία του, ενώ ως μανιώδης καπνιστής αρνήθηκε μέχρι τέλους να περιοριστεί σε οποιοδήποτε πρόγραμμα θεραπείας και τελικά χάθηκε από τον καρκίνο.
Στα τελευταία όνειρα της ζωής του παρέμενε πάντα ο Βασιλιάς Ληρ. Τον ήθελε λένε πολύ αυτό τον ρόλο με τον Θύμιο Καρακατσάνη ως γελωτοποιό. Από διήγηση του Θύμιου Καρακατσάνη στην Εύη Κυριακοπούλου στην εκπομπή της ΕΡΤ ΑΝΤ’ ΑΥΤΟΥ έγινε γνωστό πως όταν το ασθενοφόρο πήρε τον Κατράκη, εκείνος πήγε να κάτσει δίπλα του και με τη μάσκα οξυγόνου στο στόμα ο Κατράκης του είπε «πήρα μαζί και το έργο, τον Βασιλιά Ληρ».
«Ε, δεν μπόρεσα να κάτσω δίπλα του, να πάω στο νοσοκομείο, λέω πηγαίνετε εσείς και θα ‘ρθω με το αυτοκίνητο, και βγήκα έξω κι άρχισα να χτυπιέμαι…, δεν μπορούσα να καταλάβω αν υπάρχει Θεός, πώς το κάνει αυτό…», είπε στη συνέντευξή του ο Θύμιος Καρακατσάνης.
Όσοι ήξεραν τον Μάνο και όχι τον Κατράκη πιστεύουν, λένε, πως ήταν ευτυχισμένος, πως δε θα τον πείραζε καθόλου ακόμα και αν ξεψυχούσε πάνω σε κείνη την ανεμόδαρτη σχεδία στο «Ταξίδι στα Κύθηρα».
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Σκαρφάλωσε στους 7 βαθμούς στο Europa League
H Koυμουνδούρου μέχρι στιγμής δεν έχει εκφράσει θέση
Πότε θα ανακοινώσει τον νέο επικεφαλής της κυβέρνησης
Ποιο είναι το νέο ηλεκτρονικό σύστημα που βασίζεται στην τεχνητή νοημοσύνη
Η ομιλία της λίγο μετά τον πρώην πρωθυπουργό
Aνάλυση της Washington Post
Η ανάρτηση του Άκη Σκέρτσου - Τα μέλη της Επιτροπής
Ποια η πρωτοβουλία της χώρας για την προστασία της ενημέρωσης
Παραμένει φυλακισμένος ο μεγιστάνας της ραπ
Η ανακοίνωση των εργαζομένων
Τι αναφέρει η ισπανική ιστοσελίδα Relevo
Υπήρξε «κομμάτι της προσωπικής του ιστορίας» - Το βίντεο στο Instagram
Βέλη κατά της κυβέρνησης εξαπέλυσε ο πρώην πρωθυπουργός, στην πρώτη του παρέμβαση μετά την διαγραφή από τη ΝΔ
Με αφορμή την πρόταση για τον Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ στο υπουργείο Υγείας
Πώς οι παράγοντες που ελέγχουν τις εξελίξεις είναι μέρος του προβλήματος και όχι αναγκαστικά της λύσης
Η Μπέσσυ Μάλφα αποκάλυψε επίσης πως ήταν η πρώτη φωνή στο σήμα του MEGA!
Τι κατέθεσε η μητέρα του και η αποκάλυψη για τον πατέρα του
Ο Γενικός Γραμματέας Εργασιακών Σχέσεων σκιαγραφεί το νέο τοπίο της αγοράς εργασίας και εξηγεί πώς η πολιτεία, οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι μπορούν να προσαρμοστούν σε αυτό
Ο πρωθυπουργός επισκέφθηκε το Ρέθυμνο
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.